Tetradio biographias
By Giorgos Xeinos
Published by .ParkerStergis. at Smashwords
Copyright 2011 hyphen S.A.
Τετράδιο βιογραφίας
Γιώργος Ξεινός
Εκδόσεις .ParkerStergis.
Copyright 2011 ΥΦΕΝ ΑΕ
Smashwords Edition
Smashwords Edition, License Notes
This ebook is licensed for your personal enjoyment only. This ebook may not be re-sold or given away to other people. If you would like to share this book with another person, please purchase an additional copy for each recipient. If you’re reading this book and did not purchase it, or it was not purchased for your use only, then please return to Smashwords.com and purchase your own copy. Thank you for respecting the hard work of this author.
*
Στὴν καρτερία τῆς Ἔφης
*
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ Α.Θ.Π. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
Τοῖς Ἐλλογιμωτάτοις κυρίοις Γεωργίῳ Ξεινῷ, συγγραφεῖ, καὶ Ἰωάννῃ Στεργῇ, ἐκδότῃ, τέκνοις τῆς ἡμῶν Μετριότητος κατὰ πνεῦμα ἀγαπητοῖς, χάριν καὶ ἔλεος παρὰ Κυρίου.
Ἡ ἔκδοσις τῆς ἀνὰ χεῖρας μυθιστορηματικῆς βιογραφίας τοῦ ὁμοπατρίου τῇ ἡμετέρᾳ Μετριότητι Μακαρίου Ἱερομονάχου Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου ἀποτελεῖ ἀφορμὴν πνευματικῆς εὐφροσύνης δι᾽ἡμᾶς, φέροντας τὸ ὄνομα τοῦ ἐκλεκτοῦ τούτου γόνου τῆς γενέτειρας ἡμῶν νήσου, διότι οὗτος τοσοῦτον ἠγωνίσθη διὰ νὰ ἐξεγάγῃ τὴν «φιλτάτην πατρίδα» ἐκ τοῦ βαθέος σκότους τῆς ἀμαθείας. Ὁ εὐθαλὴς οὗτος βλαστὸς τῆς Ἴμβρου, ὅστις ἐδιδάχθη τὴν ἀρετὴν ἐκ τοῦ ἀληθινοῦ ἐκμαγείου τής ἀρετῆς, τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεείτου, ἐν τῷ Ἱερῷ Ἄθωνι καὶ εἰργάσθη μετὰ ζήλου πολλοῦ εἰς τὴν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καὶ διὰ τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας εἰς τὸ Γένος, παραμένει δι᾽ἡμᾶς ἀσφαλὴς ὁδοδείκτης καὶ ὑπόδειγμα βἰου διὰ παντός. Ἡ ἀγάπη διὰ τὴν λειτουργικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὤθησεν αὐτὸν εἰς τὴν ἑτοιμασίαν καὶ τύποις ἔκδοσιν πλείστων λειτουργικῶν βιβλίων, κατὸπιν ἐνδελεχοῦς ἐλέγχου καὶ διορθώσεως αὐτῶν. Συμβαλὼν δὲ μεγἀλως ὁ λιπαρὰν τὴν γνῶσιν καὶ τὴν σοφίαν ἔχων φιλόκαλος καὶ φιλογενὴς οὗτος ἐκκλησιαστικὸς ἀνὴρ εἰς τὴν ἀναγέννησιν τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς παιδείας ὡς ἐργαστηρίου ἀρετῆς καὶ πνευματικῆς προόδου, ὡς ἄλλως τε πασιφανὲς τοῦτο καθίσταται καὶ ἐκ τῆς ἀναθέσεως αὐτῷ τῆς συντάξεως Προσευχηταρίου καὶ βιβλίου κατηχήσεως ὑπὸ τοῦ πρώτου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ πλήρους ἀρετῆς καὶ φρονήσεως Ἰωάννου Καποδιστρίου, εἶναι ἀληθῶς ἄξιος παντὸς ἐπαίνου ἐξ αὐτῆς καὶ ἐκ Θεοῦ βεβαίαν ἔχει τὴν πλουσίαν ἀντίδοσιν δι᾽ὅσα διὰ βίου παντὸς προσήνεγκε καὶ ἔπραξε διὰ τὴν δόξαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ὅθεν, ἠ ὐφ᾽ὑμῶν προσπάθεια ἀναδείξεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου αὐτοῦ διὰ τῆς ἐκδόσεως τοῦ παρόντος «τετραδίου βιογραφίας» πληροῖ τὴν ψυχὴν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος εἰλικρινοῦς χαρᾶς καὶ δοξολογίας τοῦ Κυρίου. Εὐχόμενοι δὲ πολλὴν τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν εἰς τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνώστας, ὥστε οἱ ὁραματισμοί, ἡ ἀρετή, οἱ ἀγώνες καὶ τὸ ἔργον τοῦ ἐπιφανοῦς τούτου ἐργάτου τοῦ έκκλησιαστικοῦ Ἀμπελῶνος νὰ καταστοὺν ἔτι περισσότερον κτῆμα των διὰ τοῦ ἐπαγωγοῦ μυθιστορηματικοῦ τρόπου, δεόμεθα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀπαραλλάκτου Εἰκόνος τοῦ Πατρὸς τῶν Φώτων, ὅπως εὐλογῇ τὴν προσπάθειαν ὑμῶν ταύτην καὶ συγχαίρομεν ὑμῖν ὁλοκαρδίως ἐκφράζοντες τὴν Πατριαρχικὴν ἡμῶν
εὑαρέσκειαν. Ἡ δὲ χάρις καὶ ἡ εὐλογία τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ ἡμῶν εἴησαν μετὰ πἀντων τὼν ἀγαπητῶν ἀναγνωστῶν, τέκνων ἐν Κυρίῳ πιστῶν της Μητρὸς Ἐκκλησίας.
*
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ
Όπως μια μέρα που με αγωνία ερευνούσα τη φύση της «κρίσης των κρίσεων» που διερχόμαστε το 2011, ο Γιώργος Ξεινός ακούμπησε το Τετράδιο βιογραφίας στο γραφείο μου, έτσι και τη στιγμή που ξεκινούσα να γράψω αυτές τις γραμμές για να κλείσω την έκδοση, προσγειώθηκε στο γραφείο μου η παρουσίαση του Έλληνα κοσμοναύτη Θεόδωρου Γουρτσίχιν-Γραμματικόπουλου. Μια παρουσίαση για παιδιά και μεγάλους που έλαβε χώρα στο Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας Νόησις στη Θεσσαλονίκη και η οποία έλυνε το μυστήριο της «κρίσης των κρίσεων» σε μια πρόταση: «Τα Ελληνόπουλα πρέπει ν’ αρχίσουν να ονειρεύονται το διάστημα κι όχι αυτοκίνητα». Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη, από αυτές που γνωρίζω, που διαθέτει τον όρο «παιδεία» και τον διακρίνει από τους όρους «εκπαίδευση» και «κατάρτιση». Έχοντας εργαστεί αδιάλειπτα για την εκπαίδευση και την παιδεία τα τελευταία είκοσι και κάτι χρόνια, μου είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η εκπαίδευση υπάρχει ως εργαλείο και στις δύο οικείες σε μένα κοσμοθεωρίες. Στην κυρίαρχη δυτική κοσμοθεωρία ο άνθρωπος είναι άτομο με όρια και η εκπαίδευση τον σμιλεύει ώστε να αποδεχθεί ταπεινά τη φύση του, να αναδείξει τις ωραίες πτυχές του, να επιβιώσει και να νικήσει τα πάθη του με τρόπο χρήσιμο και αποδοτικό. Στην ελληνική κοσμοθεωρία, όμως, ο άνθρωπος είναι πρόσωπο και η εκπαίδευση στοχεύει σε όλα τα παραπάνω μεν, αλλά κυρίως στην αποκάλυψη της παιδείας μας. Μιας παιδείας που αναζητά διαρκώς την αλήθεια, την υπέρβαση, το όνειρο,
την επιβίωση, πάντα σε ένα σκαλί παραπάνω, αλλά και στο μέτρο και τη γνώση του άλλου και του εαυτού μας. Στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχουν πολλά χρονικά σημεία και συγκυρίες σύγκρουσης των δύο, εξίσου καλοπροαίρετων θέλω να πιστεύω, κοσμοθεωριών. Σ’ ένα τέτοιο χρονικό σημείο εντοπίζεται η ζωή και η δράση του ιερομόναχου Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού στη μυθιστορηματική αυτή βιογραφία. Τον καιρό εκείνο, οι Έλληνες ήταν Γένος και η εκπαίδευση ήταν ζητούμενο με στόχο την αποκάλυψη της παιδείας για την επιβίωση του Γένους. Ήταν, λοιπόν, η εκπαίδευση ζητούμενο και για το Βαρθολομαίο, και ο αγώνας του αγώνας της αλήθειας και της παιδείας, με αντίπαλο την κοσμοθεωρία της «χρησιμότητας και της αποδοτικότητας». Μιας κοσμοθεωρίας που ίσως και να ’φερε στο δρόμο του ισχυρούς αντιφρονούντες πλάι στους ευεργέτες του, τον περιορισμό και την απόσυρση, την αφάνεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα και διαρκείς μετακινήσεις. Το Τετράδιο βιογραφίας είναι ζωντανό γιατί είναι τετράδιο. Το βιβλίο είναι μνημείο και θεματοφύλακας, αλλά αυτό δεν είναι βιβλίο, είναι τετράδιο. Είναι τόσο «ανοιχτό» και τέλεια ατελές, όσο και η γλώσσα μας, η παιδεία μας, η σπειροειδής καμπύλη στην αναζήτηση της αλήθειας. Η δύναμη, η ευλογία και η φώτιση στον αγώνα του Βαρθολομαίου που τελεσφόρησε στην Ίμβρο, τη δική του Ίμβρο, την Ίμβρο του συγγραφέα Γιώργου Ξεινού, την Ίμβρο του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη που ευλόγησε το έργο τούτο, η δύναμη αυτή μέσα από την πένα του συγγραφέα, φτάνει τώρα και στη δική μου «Ίμβρο», μια πατρίδα που ασφυκτιά εγκλωβισμένη σε μια κοσμοθεωρία κυρίαρχη και ασύμβατη με την παιδεία του Γένους μας. Τα Ελληνόπουλα πρέπει να αρχίσουν να ονειρεύονται. Γιάννης Στεργής
*
ΠΛΩΡΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Ὁ μεγάλος κάμπος ξυπνοῦσε σιγὰ σιγὰ. Oἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου γλιστρώντας πάνω ἀπ’ τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ σκόρπιζαν τὴν πρωινὴ ἀχλὴ, τονίζοντας τὶς χρωματικὲς ἐναλλαγὲς τῆς βλάστησης. Ἐδῶ τὰ σταροχώραφα καὶ κριθαροχώραφα ἁπλωμένα σὰν χλοερὸ χαλί, ἐκεῖ τὸ ἀσημοπράσινο τῶν λιόδεντρων καθὼς ἡ πρωινὴ αὔρα χάιδευε τὰ φύλλα τους καὶ πέρα, ἀπέναντι, τὸ βαθυπράσινο τοῦ πρίνου καὶ τοῦ ρουπακιοῦ καθηλωμένο στὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν, σὰν ἀπὸ μονοκόμματη πινελιὰ χρωστήρα ποὺ ἀπότομα σταμάτησε πρὶν τὸ βαθυγάλαζο τοῦ πελάγους. Κατάντικρυ, ὁ κρατήρας τοῦ Ἅι Δημήτρη ξεχώριζε ἀπ’ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες βουνοκορφὲς ποὺ πυργώνονται ὅλο καὶ πιὸ ψηλὲς ὣς τὸν Ἅι Λιά, ποὺ φράζει τὸν ὁρίζοντα ἀφήνοντάς σε ἀνυποψίαστο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ μεγάλου χωριοῦ στὰ δυτικά, σφηνωμένου καὶ κρυμμένου στὴ χαράδρα ἀνάμεσα στὸν Μαδαρὸ καὶ τὴ Σκάφη. Ἄνοιξε τὰ παραθυρόφυλλα καὶ ἡ πρωινὴ αὔρα τῆς ἄνοιξης τὸν ἔκανε ν’ ἀναριγήσει καθὼς ὁρμώντας στὸ δωμάτιο, τρύπωσε ἀνάμεσα στὰ καστανά του γένια καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά του. Αὐθόρμητα, χωρὶς κὰν νὰ σκεφτεῖ τὸν σκοῦφο του, πρόβαλε ἀπ’ τὸ παράθυρο στηριζόμενος στὸ περβάζι. Κοίταξε στὴν ἀρχὴ πρὸς τὸ πέλαγος ἀναζητώντας μέσα στὴν πρωινὴ καταχνιὰ τὴ συμμετρικὴ σιλουέτα τῆς Σαμοθράκης, ποὺ σὰν ἐπίστεψη στολίζει τὸν κόλπο ἀνάμεσα στὴν Ἀρίδα καὶ τὸ Κάστρο. Ὕστερα στράφηκε πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, τῆς Ἀρασιᾶς καὶ τῆς Παναγιᾶς. Ὅλα ἔμοιαζαν νὰ κοιμοῦνται ἀκόμα, καὶ μόνο ὁ ἦχος τῆς καμπάνας, ποὺ μὲ δυσκολία κατόρθωνε ν’ ἀνηφορίσει ἀπὸ τὸ μεγάλο μετόχι τοῦ κάμπου, δήλωνε τὴν ἀνθρώπινη δραστηριότητα. Στάθηκε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ἀτενίζοντας αὐτὴ τὴν ἁρμονία τῶν ὄγκων καὶ τῶν χρωμάτων ποὺ τὸν ἠρεμοῦσε, καταλαγιάζοντας τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ γεννοῦσε στὴν ψυχή του ἡ ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψει πρὸς τὸ παρὸν τὴν προσπάθεια νὰ μάθει γράμματα στὰ παιδιὰ τοῦ τόπου του. Μιὰ ἀπόφαση ποὺ δὲν ἦταν καθόλου βέβαιος ἂν προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀπροθυμία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πολεμικὴ τῶν ἀρχόντων ἢ τὴν ἀβεβαιότητα γιὰ τὶς ἱκανότητές του καὶ τὴ δίψα του γιὰ τὴν καινούρια γνώση. Ἔκαιγε μέσα του τούτη ἡ ἀμφιβολία ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἀνακοίνωσε στὸν ἀδερφό του, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε πὼς χρειαζόταν νὰ κάνουν ἀκόμα λίγη ὑπομονὴ πρὶν τελεσίδικα ἀποφασίσουν. «Εἶναι νωρὶς ἀκόμα γιὰ νὰ ἀπογοητευτοῦμε» ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ὁ Κύριλλος καὶ συμπλήρωνε: «Ἂς κάνουμε λίγο ὑπομονή, μὲ τὸν καιρὸ ὅλοι θὰ καταλάβουν. Τρεῖς μῆνες ὅλοι κι ὅλοι. Ποιός καὶ τί νὰ καταλάβει;». Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κιόλας ἀποφασίσει. Θά ’φευγαν. Ἔπρεπε νὰ φύγουν, ἔπρεπε νὰ ἀναβάλουν γι’ ἀργότερα τὴν προσπάθειά τους, ὅταν τὰ πράγματα θὰ ἦταν πιὸ ὥριμα. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ἤξερε πιὰ ὡριμότητα ἐννοοῦσε.
Ἀπὸ τὸν κάμπο, ἄνθρωποι καὶ ὑποζύγια ἀνηφόριζαν στὰ μονοπάτια τῶν ἀπέναντι βουνῶν καὶ κοπάδια αἰγοπρόβατα σκορπίζονταν στὶς πλαγιὲς καθὼς ἡ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη ἄνοιγαν οἱ μάντρες. Ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ὁλοένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν ἀγριολούλουδων καὶ τοῦ φρέσκου χορταριοῦ, ἐνῶ τὰ τιτιβίσματα τῶν πουλιῶν πύκνωναν τὴ συγχορδία τῆς ἐαρινῆς συναυλίας. Τίποτα ὅμως ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἀντιλαμβανόταν καθὼς βυθισμένος στὸν παραδαρμό του προσπαθοῦσε νὰ ξεκαθαρίσει μέσα του τὴν ὀρθότητα τῆς ἀπόφασής του, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ νησὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀντίδρασης τοῦ Δεσπότη ποὺ δὲν ἀνεχόταν τὴν παρουσία του καὶ τῆς ἀνησυχίας κάποιων ἀρχόντων γιὰ τὰ καινὰ δαιμόνια τῆς καλλιέργειας καὶ τῆς παιδείας, ἀλλὰ καὶ τῆς σφοδρῆς, ὁμολογουμένως, ἐπιθυμίας του γιὰ βάθεμα τῆς σκέψης καὶ πλάτεμα τῆς γνώσης. Τόσος ἦταν ὁ παιδεμός καὶ ἡ ἀπορρόφησή του, ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκε οὔτε τὸν θόρυβο ἀπὸ τὴ μετακίνηση τῶν σκαμνιῶν τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ μαυροπίνακα στὸ κατώγι ἀπὸ τὸν Κύριλλο, οὔτε καὶ τὸ δυνατὸ χτύπημα τῆς πόρτας ἀπὸ τὸν μικρὸ Παναγιώτη ποὺ μὲ κόπο κουβαλοῦσε στὸ δεξί του χέρι ἕνα καλάθι. Τότε μόνο συνῆλθε ὅταν ὁ μικρὸς μὲ στεντόρεια φωνή, σὰν νά ’λεγε τὸ «Κέλευσον Δέσποτα…» ἀνήγγειλε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής του λέγοντας: «Ἡ μάνα μου μ’ ἔδωσε νὰ σᾶς φέρω τοῦτο τὸ μέλι καὶ τ’ ἀμύγδαλα γιὰ τὸ ταξίδι». Πρόβαλε στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, ἀφοῦ φόρεσε τὸ ζωστικό του καὶ τὸν σκοῦφο του, κι ἄρχισε νὰ κατεβαίνει ἕνα ἕνα τὰ σκαλοπάτια. Ὅταν κατέβηκε ρώτησε τὸ παιδὶ: «Καλὰ ἔχουμ’ ἐμεῖς δόντια γιὰ νὰ φᾶμε τ’ ἀμύγδαλα;» «Ναί, ἀπάντησε ἐκεῖνο, τόσες φορὲς φάγαμε ἐδῶ, μαζί, παξιμάδια». Γέλασαν καὶ οἱ δυὸ αὐθόρμητα καὶ τρανταχτά, ἐνῶ ὁ μικρὸς Παναγιώτης τοὺς κοιτοῦσε μὲ ἀμηχανία κάπως προσβεβλημένος. «Ἔχουμε δόντια, εἶπε ὁ Γέροντας, μὰ θὰ κρατήσουμε μόνο τὸ μέλι, γιὰ νὰ τὸ πάρουμε μαζί μας. Τ’ ἀμύγδαλα θὰ τὰ φᾶς ἐσὺ γιὰ νὰ δυναμώσουν ἀκόμα πιὸ πολὺ τὰ δικά σου δόντια κι ἂν περισσέψουν θὰ πεῖς στὴ μάνα σου, τὴν κυρὰ Ὀλυμπία, νὰ μᾶς κάνει ἀμυγδαλωτὰ γιὰ τὸ καλωσόρισμα ὅταν μὲ τὸ καλὸ γυρίσουμε». «Ὄχι, εἶπε τὸ παιδί, ἂν τὰ πάρω πίσω θὰ μὲ δείρει ἡ μάνα μου», «Μὴ φοβᾶσαι οὔτε θὰ σὲ μαλώσει, οὔτε θὰ σὲ δείρει, ἂν τῆς πεῖς πὼς ἔτσι εἶπε ὁ Γέροντας». Ὕστερα πῆρε μία ἀπὸ τὶς στοιβαγμένες ἀπὸ τὸν Κύριλλο πλάκες, καθὼς καὶ μερικὰ κοντύλια καὶ τά ’δωσε στὸν Παναγιωτάκη λέγοντάς του: «Πάρε κι αὐτὰ νὰ γράφεις κάθε μέρα τὸ συναξάρι, γιὰ νὰ μὴν ξεχάσεις νὰ γράφεις καὶ νὰ διαβάζεις ὥσπου νὰ γυρίσουμε καὶ νὰ σοῦ μάθουμε κι ἄλλα, πολλά, ὡραῖα καὶ σπουδαῖα πράγματα».
Στὸν ἀρχαῖο μῶλο τοῦ Κάστρου οἱ φωνὲς τῶν ταξιδιωτῶν ἀνακατώνονταν μ’ ἐκεῖνες τῶν ναυτικῶν, καθὼς οἱ μὲν προσπαθοῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν μιὰ θέση στὴ βάρκα ποὺ θὰ τοὺς μετέφερε στὴ φουνταρισμένη ἀνοιχτὰ γολέττα, καὶ οἱ δὲ νὰ εἰσπράξουν τὰ κόμιστρα καὶ τὸν ναῦλο καθὼς καὶ νὰ τακτοποιήσουν τὶς ἀποσκευὲς σωστά, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνατροπή τους ἀπὸ τὸ μπότζι ποὺ προκαλοῦσαν τὰ κύματα τοῦ φρέσκου βοριά. Ὁ Κύριλλος ἦταν ἤδη στὴ βάρκα ἐπιστατώντας καὶ βοηθώντας τοὺς ναῦτες στὴ φόρτωση τῶν ἀποσκευῶν τους. Ἀφοῦ ἀνέβασαν τὰ καλάθια μὲ τὰ λιγοστὰ τρόφιμα καὶ τοὺς μπόγους μὲ τὰ ροῦχα τους, ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς ξύλινης κασόνας μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ ἄμφιά τους. Οἱ ναῦτες ποὺ ἔσκυψαν νὰ τὴ σηκώσουν, ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὸ βάρος της γύρισαν καὶ κοίταξαν μὲ ἀπορία τὸν Γέροντα ποὺ ἐπισταμένως τοὺς παρακολουθοῦσε ἀπὸ κοντά. Μάλιστα ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «Μολύβια ἔχεις μέσα παπά μου; Τί, δίχτυα ἁρματωμένα κουβαλᾶς στ’ Ἀιβαλί;». Χαμογέλασε κι ὕστερα εἶπε: «Βιβλία εἶναι παιδιά, βιβλία. Καὶ σᾶς παρακαλῶ τακτοποιῆστε τὸ σεντούκι ἔτσι ὥστε νὰ μὴν βραχεῖ». «Μὴ νοιάζεσαι Γέροντά μου» ἀκούστηκε νὰ λέει ὁ καπετὰν-Βαγγέλης, ποὺ ὄρθιος στὴν ἀποβάθρα ἐπιστατοῦσε τὴν ἐπιβίβαση, ἐνῶ μὲ τὸ βλέμμα του ἐπιτιμοῦσε τοὺς αὐθάδεις ναῦτες ποὺ κουβαλώντας τὸ σεντούκι παραπατοῦσαν πάνω στὴν πλώρη. Ἀφοῦ μπῆκε κι ὁ τελευταῖος ἐπιβάτης καὶ φορτώθηκε καὶ ἡ τελευταία ἀποσκευή, ὁ καπετάνιος πήδηξε στὴν πρύμη κι οἱ μοῦτσοι ἅρπαξαν τὰ κουπιά. Ἡ βάρκα ὑπάκουη στὶς βαθιὲς καὶ δυνατὲς κουπιὲς τῶν παλικαριῶν, πρόβαλλε ἔξω ἀπὸ τὸ μουράγιο δεχόμενη μιὰ χοντρὴ θάλασσα ποὺ ἔσκασε στὰ πλευρά της καὶ τοὺς κατάβρεξε ὅλους. «Τὰ ζερβιὰ βρὲ σεῖς, πιὸ δυνατά. Τὰ ζερβιά, θὰ μᾶς μπατάρει», ἀκούστηκε ἐπιτακτικὴ ἡ φωνὴ τοῦ καπετάνιου κι ὕστερα ἀπὸ δυὸ τρεῖς προσπάθειες, ἡ πλώρη τῆς βάρκας ἔστριψε πρὸς τὸν καιρὸ κι ἔτσι δὲν ξαναβράχηκαν ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἔδεσαν στὴ γολέττα, ὅπου μέσα σ’ ἕνα κυριολεκτικὸ πανδαιμόνιο ἀπὸ φωνές, τσιρίδες καὶ βρισιὲς ἔγινε ἡ ἄνοδος στὴν κουβέρτα ἀπὸ τὴν κρεμασμένη, σχοινένια ἀνεμόσκαλα. Βρεγμένοι οἱ περισσότερη ἔψαχναν στὸ κατάστρωμα μιὰ ἀπάνεμη γωνιὰ ποὺ νὰ τὴ χτυπᾶ ὁ ἥλιος, προκειμένου νὰ στεγνώσουν τὰ βρεγμένα τους καὶ νὰ μὴν μποῦν μ’ αὐτὰ τὴ νύχτα στ’ ἀμπάρι. Ἀφοῦ μὲ τὸν Κύριλλο καὶ τὴ βοήθεια κάποιου γείτονά τους ποὺ ταξίδευε γιὰ τὴν
Τένεδο, τακτοποίησαν στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ ἀμπαριοῦ τὰ πράγματά τους, ὁ Γέροντας ἀνέβηκε στὸ κατάστρωμα ἀναζητώντας μιὰ προσήλια θέση. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούστηκε δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ καπετὰν-Βαγγέλη: «Βίρα τὴν ἄγκυρα» καὶ δυὸ γεροδεμένοι ναῦτες κρεμασμένοι στὶς ἄκρες του βιντσιοῦ της ἄρχισαν τὸ τράβηγμα. Μετὰ τὰ δυὸ τρία πρῶτα ἀνεβοκατεβάσματα τοῦ μοχλοῦ ὁ θόρυβος τῆς καδένας καθὼς σερνόταν μέσα στὸ ὄκι της κάλυψε τὸ βογκητὸ τῶν ἀνδρῶν, ποὺ κόντρα στὸν ἀγέρα πάσχιζαν νὰ σηκώσουν τὸ σίδερο ὥσπου αὐτὸ ξεκόλλησε ἀπὸ τὸν πυθμένα κι ἄνοιξαν περισσότερο τὰ πανιά, κάνοντας τὴ γολέττα νὰ καβαλᾶ τὰ κύματα σκίζοντάς τα μέσα σὲ ἀφρούς. Ἔτσι καθὼς ὁ τιμονιέρης ἔστριψε τὸ σκαρὶ πρὸς τὴ μεριὰ τῆς Σαμοθράκης προκειμένου ν’ ἀνοιχτεῖ ἀπομακρύνοντας τὸν κίνδυνο νὰ τὸ ρίξει ἡ φουρτούνα πάνω στοὺς ἄγριους βράχους, τὰ Κασκαβάλια, ἡ πλευρὰ ποὺ στεκόταν ὁ Γέροντας, γύρισε πρὸς τὸν ἥλιο ὁ ὁποῖος παρὰ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀέρα ζέστανε τὴν βρεγμένη του πλάτη. Καθὼς ἀνοίγονταν πρὸς τὸ πέλαγος, τὸ ἐρειπωμένο φρούριο, στὴν κορυφὴ τοῦ Κάστρου, ποὺ στὰ Βυζαντινὰ χρόνια προφύλασσε τοὺς νησιῶτες, πρόβαλε λουσμένο στὸ φῶς τοῦ ἀπομεσήμερου, μαρτυρώντας τόσο τοὺς ἔνδοξους, ὅσο καὶ τοὺς χαλεποὺς καιρούς τῆς μακραίωνης ἱστορίας του. Ἀγνάντευε ἀπὸ μακριὰ τὶς σιλουέτες τῶν μισογκρεμισμένων τοίχων, ποὺ κάποτε μέσα τους ἔβρισκαν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στοὺς ποικίλους ἐπιδρομεῖς. Παρατηρώντας τὸ ἀπόκρημνο τῶν βράχων, προσπαθοῦσε νὰ μαντέψει τὴν πιὸ ἀνελέητη περιοχὴ τῆς Χαλάστρας, ἀπ’ ὅπου, κάποτε, οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, πέταξαν τοὺς Φράγκους ποὺ τοὺς ἐξαπάτησαν καὶ ἀποκεφάλισαν τοὺς ἄρχοντές τους. Κάποια στιγμή, ὅταν πιὰ ἔπαψε νὰ ξεχωρίζει τὴ δομὴ τῶν βράχων, σὰν διατεταγμένα, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, κεφαλοτύρια, καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ φρουρίου ἄρχισαν νὰ συγχέονται καὶ νὰ ἐξαφανίζονται μέσα στὰ χρώματα τῆς δύσης, ἐγκατέλειψε τὴ θέση του στὸ κατάστρωμα καὶ κατέβηκε στ’ ἀμπάρι, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ ὅλοι οἱ ἐπιβάτες, στριμωγμένοι ἀνάμεσα στὶς ἀποσκευές τους. Ἄλλος σταυροκοπιόταν καὶ ἐπικαλεῖτο τὸν Ἅι Νικόλα, ἄλλος μὲ τὸν μπόγο του γιὰ μαξιλάρι προσπαθοῦσε νὰ πνίξει στὸν ὕπνο τὴ ναυτία καὶ τὴν ταραχή, κι ἄλλος μὴν μπορώντας νὰ κρατηθεῖ ξερνοῦσε μπρὸς στὰ πόδια του. Ἀπὸ πάνω ἀκούγονταν τὰ ποδοβολητὰ τοῦ πληρώματος ποὺ πηγαινοερχόταν τρέχοντας, ἄλλοτε νὰ λασκάρει κι ἄλλοτε νὰ τεντώσει τὰ πανιά. Κανεὶς δὲν φαινόταν νά ’χει ὄρεξη γιὰ κουβέντα, ἦταν ὅλοι παραδομένοι στὴν παραζάλη τους καθὼς τὸ γολεττὶ μιὰ σηκωνόταν καὶ μιὰ βυθιζόταν στὰ κύματα. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ὧρες, λιγόστεψε ὁ φοβερὸς κλυδωνισμὸς καὶ μέσα στὸ σκοτάδι ἀντήχησε ὁ θόρυβος ἀπὸ τὸ κύλισμα τῆς ἄγκυρας, ποὺ δόνησε ὁλόκληρο τὸ σκαρί, ξυπνώντας ἀκόμα καὶ τὸν ἀνατολίτη ζωέμπορο, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαψε νὰ ροχαλίζει
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ταξιδιοῦ χωρὶς ν’ ἀλλάξει πλευρό. Ὅλοι διερωτήθηκαν τί συνέβη κι ὁ Γέροντας μὴ χάνοντας καιρὸ ἀνέβηκε στὴν κουβέρτα νὰ μάθει τί γίνεται. Ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα καὶ μαζί τους ὁ καπετὰν-Βαγγέλης, κατάκοπος ἀπὸ τὴν ὁλονύκτια δοκιμασία εἶχε πέσει γιὰ ὕπνο. Ὁ βατσημάνης δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ κουβέντα κι ἐπειδὴ καὶ τὸ νυχτερινὸ ἀγιάζι ἦταν τσουχτερό, ὁ Γέροντας ξανακατέβηκε στ’ ἀμπάρι. Κάτω ὅλοι τους κοιμόνταν. Πῆγε δίπλα στὸν Κύριλλο καὶ παραμερίζοντάς τον λίγο ξάπλωσε νὰ κοιμηθεῖ. Γύρισε ἀπὸ δῶ, γύρισε ἀπὸ κεῖ, κι ὕστερα ἀπὸ πολλὴ προσπάθεια, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἤπιου καὶ ρυθμικοῦ λικνίσματος ἀποκοιμήθηκε. Ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια του ἦταν πιὰ μέρα. Τὸ κατάστρωμα, σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ ζωντανεύει καθὼς δυὸ ναυτόπουλα μάζευαν τὰ σκοινιὰ κι ἄλλα δυὸ τύλιγαν τὸ λατίνι. Ὁ ἥλιος εἶχε ἀνέβει ἴσα μὲ δυὸ κοντάρια πάνω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὸ κάστρο τῆς Τενέδου ἄστραφτε κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτίνες του. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει ὁλότελα καὶ μιὰ βάρκα μὲ δυὸ κωπηλάτες ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀκτή, κατευθυνόμενη γρήγορα πρὸς τὸ καΐκι. Ἦταν ὁ τελώνης ποὺ πήγαινε νὰ κάνει τὸν ἔλεγχο. Σὲ λίγο κι ἄλλες βάρκες πῆγαν κι ἦρθαν κουβαλώντας πραμάτειες, ἀνθρώπους καὶ ἐφόδια. Μὲ κάποια ἀπ’ αὐτὲς βγῆκαν στὴ στεριὰ μὲ τὸν Κύριλλο καὶ κατευθύνθηκαν στὸ ἀμέσως ἀπέναντι καφενεῖο ἀπ’ ὅπου ξεχυνόταν ἡ εὐωδιὰ τοῦ φρεσκοκαβουρντισμένου καφέ. Ζήτησαν ἀπὸ τὸν καφετζὴ νὰ τοὺς ψήσει ἕνα καφὲ ἀπὸ τὸν φρέσκο. «Ἀμέσως!», ἀπάντησε ἐκεῖνος, συμπληρώνοντας: «Μόλις τὸν κοπάνησα». Ἀπόλαυσαν τοὺς καφέδες τους, παρακολουθώντας τοὺς ψαράδες στὴν ἀκτὴ καθὼς μάζευαν τὰ δίχτυά τους ἀπὸ τὶς αὐτοσχέδιες ἁπλῶστρες ὅπου κρέμονταν γιὰ νὰ στεγνώσουν. Πέρασαν τὸ πρωινό τους στὴν Τένεδο, μὰ πρὸς τὸ μεσημέρι ἀκούστηκε ἡ μπουροὺ ποὺ τοὺς καλοῦσε ν’ ἀνέβουν στὴ γολέττα, ὅπου τὸ πλήρωμά της εἶχε ἤδη ἀρχίσει τὶς προετοιμασίες τῆς ἀναχώρησης καθὼς ἕνα εὐνοϊκὸ μαϊστράλι εἶχε πάρει ἀπὸ ὥρα νὰ φυσᾶ. Σχεδὸν ὅλοι οἱ ἐπιβάτες εἶχαν μαζευτεῖ στὸ κατάστρωμα. Καθισμένοι ἄλλοι πάνω στὰ σκοινιὰ κι ἄλλοι στὰ βαρέλια, ἐνῶ ἄλλοι ἀκουμπισμένοι δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὰ παραπέτα, ἀπολάμβαναν τὸ ἐξαίσιο σφύριγμα τοῦ ἀέρα ἀνάμεσα στὰ ξάρτια καὶ τὸ πλατάγισμα τῶν μικρῶν κυμάτων στὰ πλευρὰ τῆς γολέττας καθὼς ἀμέριμνη ἀρμένιζε στὸ πέλαγος μ’ ὅλα τὰ πανιά της ἀνοιχτά. Μὲ
κουβέντες τοῦ ταξιδιοῦ: ποῦ πᾶς, γιατί πᾶς, πότε θὰ γυρίσεις, ποιόν θὰ συναντήσεις, πότε λὲς νὰ φτάσουμε καὶ ἄλλα παρόμοια, προσπαθοῦσε καθένας νὰ γεμίσει τὸν χρόνο καὶ τὴν ἀπόσταση ὣς τὸν προορισμό. Μὲ τέτοια λόγια καὶ χαζεύοντας διαρκῶς τὶς ἀκτὲς ποὺ παρέπλεαν, πέρασαν τὸ ἀκρωτήρι τοῦ Μπαμπᾶ ποὺ σπάνια ἡ θάλασσά του γαληνεύει, καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν μπῆκαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀδραμητιοῦ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος ἔγερνε πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης καὶ τὰ πανιὰ ξεφούσκωναν καθὼς ὁλοένα καὶ περισσότερο ἔπεφτε ὁ ἀέρας. Μ’ αὐτὸ τὸ ξέπνοο ἀεράκι ταξίδεψαν ὁλονυχτίς, κοιμισμένοι ὅλοι στὴ γωνιά τους ὣς τὴν ὥρα ποὺ τὸ πρωινὸ φῶς τρύπωσε ἀπὸ τὰ φινιστρίνια. Ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἄρχισαν νὰ στριφογυρίζουν στὴ θέση τους· ἄλλοι νὰ ἀλλάζουν πλευρὸ προκειμένου νὰ συνεχίσουν τὸν ὕπνο τους κι ἄλλοι ν’ ἀνασηκώνονται καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ καταλάβουν ποὺ βρίσκονται. «Ποτὲ δὲν θὰ ξεχάσω, μοῦ ’λεγε ξανὰ καὶ ξανὰ ὁ Γέροντας, τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἀντίκρισα ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ὅταν ἀνέβηκα στὸ κατάστρωμα. Ὁ ἥλιος ξεπρόβαλε ἀργὰ μέσα ἀπὸ τὴν καταχνιὰ τῆς Ἀνατολῆς, λούζοντας στὸ φῶς μιὰ σχεδὸν ἀκύμαντη θάλασσα κατάσπαρτη ἀπὸ νησιά. Ἦταν τὰ Μοσχονήσια. Ἡ γολέττα ἔπλεε ἀργά, ἤρεμα χωρὶς σκαμπανεβάσματα μέσα σὲ μιὰ ροδοκόκκινη ἐπιφάνεια στολισμένη δεξιὰ μὲ τὶς σιλουέτες τῶν νησιῶν Κάλαμος καὶ Λιός, ἐνῶ στ’ ἀριστερά μας ἡ Λ’γιὰ καὶ ὁ Περαμόσχος φάνταζαν σὰν ἀξεχώριστα κομμάτια τοῦ μεγάλου νησιοῦ, τοῦ Μόσχου. Τριγύρω, πολλὰ ἄλλα, μικρότερα, μάντριζαν θαρρεῖς τὸ πλοῖο μας ποὺ προσεκτικὰ ἔπρεπε νὰ διαβεῖ ἀνάμεσά τους μέχρι νὰ διαπλεύσει τὸν πορθμὸ Ταλιάνι γιὰ νὰ φτάσει στὸ λιμάνι τοῦ Ἀιβαλιοῦ. Οἱ ναῦτες ὁλοένα καὶ κατέβαζαν τὰ πανιὰ ἐπιβραδύνοντας τὴν πορεία μας καὶ ἐπιτρέποντάς μας νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν παραδεισένια εἰκόνα τῶν ἀναδυόμενων ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὸ φῶς βράχων, ποὺ στολισμένοι ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπὸ μοναστήρια κι ἐξωκκλήσια ἔμοιαζαν μὲ Δοξαστικό. Καθὼς ἀργὰ ἀργὰ στρίβαμε γιὰ νὰ μποῦμε στὸ Ταλιάνι ἁπλώθηκε μπροστά μας ἡ μπάσα γῆ τοῦ Γυμνοῦ, ποὺ ἀντιλήφθηκα ὅτι πρόκειται γιὰ νησὶ μόνο ὅταν πλησιάσαμε πολὺ στὸ στόμιο τοῦ μπογαζιοῦ». Πάντα νόμιζα πὼς στὶς περιγραφές του γιὰ τὰ Μοσχονήσια ὑπῆρχε μιὰ δόση ὑπερβολῆς, ἴσως ἀπὸ τὸν ἐντυπωσιασμὸ τῆς εἰκόνας ἐκείνου τοῦ πρωινοῦ, ὣς τὴ μέρα ποὺ ἀξιώθηκα νὰ τὰ δῶ κι ἐγὼ ἀπὸ κοντά. Τότε μόνο κατάλαβα γιατὶ ὁ Γέροντας μιλοῦσε πάντα μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὶς φυσικὲς καλλονές τους
καὶ μὲ ἔκσταση περιέγραφε τὸ μαγευτικὸ Ψηφί, στὸν κόλπο τῆς Πατερίτσας. Αὐτὸ τὸ καταστόλιστο μὲ παπαροῦνες τὴν ἄνοιξη νησάκι ποὺ δὲν παρέλειπε ποτέ, ὅσα χρόνια ἔζησε στ’ Ἀιβαλί, νὰ ἐπισκέπτεται γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ψάλλει τὴ μέρα τοῦ μεγάλου καὶ λαμπροῦ πανηγυριοῦ του στὶς 23 Ἀπριλίου, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀλλὰ καὶ στὶς τρεῖς του Νοέμβρη, συνοδευμένος πάντα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, πήγαινε νὰ λειτουργηθεῖ ἐκεῖ κι ἂς ὑπῆρχε πάντα ὁ κίνδυνος ν’ ἀποκλειστοῦν, ὅπως κι ἔγινε κάποτε, ἀπὸ τὸν τρελοβοριὰ ποὺ παγωμένος μπαινόβγαινε στὶς πολεμίστρες καὶ τὶς ἐπάλξεις τοῦ κάστρου γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, δημιουργώντας μιὰ μυστηριακὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ μετέφερε τὸν ἄνθρωπο σὲ χρόνους ἀλλοτινοὺς καὶ κόσμους ἀλλοιώτικους.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς ἀπὸ ’κείνη τὴ μέρα τῆς ἀποβίβασής τους στὶς Κυδωνιὲς κι ὅλος ὁ κόσμος εἶχε νὰ λέει γιὰ τὰ δυὸ ἀδέρφια. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες γιορτὲς ἡ ἐκκλησιὰ ὅπου ἔψελνε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐξοικονομεῖ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, γέμιζε μὲ κόσμο ποὺ εὐφραινόταν νὰ τὸν ἀκούει. Μὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτὸ ποὺ δημιουργοῦσε τὴ φήμη καὶ τὸν σεβασμό. Γρήγορα εἶχε μαθευτεῖ καὶ ἡ μεγάλη διδακτικὴ ἱκανότητά του καὶ πολλοὶ καλοστεκούμενοι τ’ Ἀιβαλιοῦ πήγαιναν καὶ ξαναπήγαιναν προσπαθώντας νὰ τὸν πείσουν νὰ γίνει δάσκαλος τῶν παιδιῶν τους. Ὅμως ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν κι ἔλεγε: «Ἐμεῖς ἢρθαμ’ ἐδῶ νὰ διδαχτοῦμε, ὄχι νὰ διδάξουμε. Οἱ ἐλλείψεις μας εἶναι πολλὲς γι’ αὐτὸ κλείσαμε τὸ σχολειό μας στὴν πατρίδα κι ἤρθαμε νὰ μάθουμε ὅ,τι ἀκόμα μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ νὰ γίνουμε σωστοὶ δάσκαλοι». Χρησιμοποιοῦσε τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα κάθε φορὰ ποὺ ἔσπευδε κάποιος νὰ τὸν καλέσει γιὰ νὰ διδάξει, ὥσπου μιὰ μέρα κατέφθασε ἐπίσημα στὴν Ἀκαδημία ὁ μεγάλος καὶ πολὺς Χατζηθανάσης, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μίλησε μὲ τὸν Γρηγόριο, τὸν διευθυντή, καὶ τοὺς λοιποὺς μεγάλους καθηγητὲς βγῆκε στὴν αὐλὴ καὶ κατευθύνθηκε στὸν Γέροντα, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, βάδιζε σκεφτικὸς κατὰ μῆκος τοῦ ὑψηλοῦ τοίχου τοῦ αὐλόγυρου ποὺ ὀρθωνόταν δίπλα στὴ θάλασσα. Βυθισμένος στὶς σκέψεις του δὲν ἀντιλήφθηκε πότε ὁ ἄρχοντας τὸν πλησίασε καὶ τρόμαξε ὅταν διαπίστωσε πὼς περπατοῦσε δίπλα του ἀκολουθώντας τὸν δικό του βηματισμό. Ἔσπευσε νὰ τὸν καλωσορίσει λέγοντας: «Ὡς εὖ παρέστης ἄρχοντα! Ποιὸς καλὸς ἄνεμος σ’ ἔφερε ὣς ἐδῶ;». «Τὸ ἦθος καὶ ἡ ἀξιοσύνη σου Γέροντα» ἀπάντησε ὁ Χατζηθανάσης καὶ πρὶν προλάβει νὰ διαμαρτυρηθεῖ ἐκεῖνος συνέχισε: «Ξέρω, εἶπε, πὼς ὥς τὰ σήμερα ἀπέρριψες ὅλες τὶς προτάσεις πού σοῦ ἔκαναν γιὰ νὰ ἀναλάβεις οἰκοδιδάσκαλος, σπουδαίων καὶ σημαντικῶν Κυδωνιατῶν, ὅμως ἐμένα δὲν θὰ μ’ ἀρνηθεῖς, ὄχι
πὼς εἶμαι σπουδαιότερος καὶ ἰσχυρότερος καθὼς συνηθίζουν νὰ λένε, ἀλλὰ γιατί ὅλοι οἱ δάσκαλοί σου, μὲ τοὺς ὁποίους τώρα δὰ συζητοῦσα, μοῦ εἶπαν ὅτι καταλληλότερο ἀπὸ σένα οὔτε στὴν Πόλη μπορῶ νὰ βρῶ». «Ἐγὼ ἀκόμα…» δὲν πρόφτασε νὰ πεῖ, τολμώντας νὰ ἀντιτείνει τὸ γνωστό του ἐπιχείρημα, κι ὁ Χατζηθανάσης τὸν διέκοψε ἀμέσως: «Ὄχι, ὄχι. Δὲν θέλω δικαιολογίες, οὔτε καὶ φυσικὰ χρειάζεται τόση μετριοφροσύνη, ὅταν οἱ ἄλλοι μὲ δίψα περιμένουν νὰ τοὺς δώσεις αὐτό, ποὺ μὲ κόπους βέβαια, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλους ἀπόχτησες κι ἐσύ». Ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι δὲν ὑπῆρχαν περιθώρια κι ὅτι ὁ ἄρχοντας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐνδώσει. Ἔτσι ἀπὸ κείνη κιόλας τὴ μέρα ἄρχισε τὴ διδασκαλία στὸ σπίτι του καλλιτερεύοντας τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὴ δική του, ποὺ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ νοιάζονταν γιὰ τὸ καθημερινό τους καὶ θὰ μποροῦσαν ἀπερίσπαστοι νὰ ἐπιδοθοῦν στὴ σπουδὴ καὶ τὴ μελέτη τους. Κι ἐνῶ ὅλα ἔμοιαζαν νά ’χουν βρεῖ τὸ δρόμο τους καὶ οἱ σπουδές τους νὰ συνεχίζονται ἀπρόσκοπτα, ξαφνικὰ ὁ Κύριλλος ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ μελαγχολία. Ἡ μελέτη καὶ οἱ ἐπιδόσεις του δὲν φάνηκε νὰ ἐπηρεάζονται σὲ μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ ἡ διάθεσή του γινόταν ὁλοένα καὶ χειρότερη. Δὲν μιλοῦσε καὶ δὲν συζητοῦσε σχεδὸν τίποτα. Τὶς ἐλεύθερες ὧρες του τὶς περνοῦσε φροντίζοντας τὰ ἐγκατεσπαρμένα ξωκκλήσια γύρω στὴν πόλη καὶ τὰ τριγύρω μικρὰ νησάκια κάθε φορὰ ποὺ κατόρθωνε νὰ βρεῖ κάποια βάρκα ποὺ θὰ πήγαινε κατὰ κεῖ γιὰ ψάρεμα. Δύσθυμος δὲν ἦταν, μὰ ἦταν διαρκῶς κατηφὴς καὶ ἀμίλητος. Ὅσες φορὲς ὁ Γέροντας ἀποπειράθηκε νὰ μάθει τὴν αἰτία προσέκρουσε στὴν ὑπεκφυγὴ καὶ τὴ σιωπή του. Ὅμως τὸ πράγμα ἀπὸ μέρα σὲ μέρα χειροτέρευε κι ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ ἀνησυχεῖ σοβαρά. Ἕνα ἀπόγευμα, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν περίπατο ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει μὲ τὸν δάσκαλό του Βενιαμὶν μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ ὣς τὸ Κρεμμυδονήσι, εἶδε τὸν Κύριλλο νὰ βγαίνει ἀπὸ μιὰ ψαρόβαρκα, ποὺ μόλις ἔδενε στὴν ἀκτή. Καληνύχτισε τὸν βαρκάρη καὶ χωρὶς νὰ πεῖ κουβέντα, στὸν Βενιαμὶν καὶ τὸν Γέροντα, πῆρε βιαστικὰ τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἀκαδημία. Ἀπόρησαν κι οἱ δυό τους γιὰ τὴν ἀνάρμοστη αὐτὴ συμπεριφορά του, ἀλληλοκοιτάχτηκαν ἐρωτηματικὰ μὰ δὲν εἶπε τίποτα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἐπιτάχυναν ὡστόσο τὸ βῆμα καὶ σὲ λίγο καληνυχτίστηκαν καὶ τράβηξε ὁ καθένας γιὰ τὸ κατάλυμά του. Ὅταν μπῆκε στὸ δωμάτιο διαπίστωσε μιὰ ἀσυνήθιστη ἀταξία. Τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία τους ἦταν ἀνακατεμένα καὶ τὰ ροῦχα τοῦ Κύριλλου πεταμένα σωρὸς στὸ πάτωμα, ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ὁ Γέροντας στάθηκε στὴ μέση του δωματίου καὶ κοιτώντας γύρω γύρω προσπαθοῦσε νὰ μαντέψει τί συνέβαινε.
«Κύριλλε, φώναξε δυνατά, ποῦ εἶσαι ἀδελφέ;». Ἐκείνη τὴν ὥρα πρόβαλε βιαστικὸς στὸ κατώφλι ὁ Κύριλλος καὶ χωρὶς νὰ πεῖ λέξη ἔσκυψε στὸ πάτωμα κι ἄρχισε νὰ συμμαζεύει τὰ ροῦχα του. «Τί ἀναστάτωση εἶναι αὐτὴ ἀδελφέ; Γιατί πέταξες τὰ ροῦχα στὸ πάτωμα καὶ σκόρπισες τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία; Τί σου συμβαίνει;». Ἐκεῖνος ὅμως χωρὶς νὰ βγάζει μιλιὰ συνέχιζε τὸ στοίβαγμα τῶν ρούχων, ἐνῶ ἐνδιάμεσά τους ἔχωνε καὶ ἀπὸ κανένα βιβλίο. Θυμωμένος τότε καὶ μὲ φανερὴ ἀγανάκτηση ὁ Γέροντας φώναξε: «Μὰ θὰ μοῦ πεῖς ἐπιτέλους τί ἔπαθες, μύγα σὲ τσίμπησε;». «Ὄχι», ἀπάντησε ἐκεῖνος ὀργισμένος, «δὲν μὲ τσίμπησε μύγα. Τὰ καμώματά σου μ’ αὐτὸν μὲ πληγώνουν καὶ μὲ ντροπιάζουν κι αὔριο φεύγω!», «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς καὶ ποιὰ τὰ καμώματά μου Κύριλλε; Σὲ ποιὸν μιλᾶς ἔτσι, ξεχνᾶς πὼς ἐκτὸς ἀπ’ ἀδελφός σου, εἶμαι καὶ γέροντάς σου;» «Δὲν εἶσαι πιὰ γέροντάς μου, γέροντάς μου θά ’ναι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὁ Ἱερόθεος ποὺ μαζί του ἐπιστρέφω αὔριο στ’ Ἁγιονόρος, στὴ μετάνοιά μας. Καὶ κάτσε σὺ ἐδῶ νὰ καταντήσεις αἱρετικὸς μὲ τὶς ἑτεροδοξίες καὶ τὶς κενοδοξίες αὐτοῦ τοῦ ἄθλιου!». Δὲν χρειαζόταν ἄλλες ἐξηγήσεις. Τὸ πράγμα ἦταν ὁλοφάνερο. Ὁ Ἱερόθεος καὶ ἡ συντροφιά του, ποὺ ἀδυνατοῦσαν νὰ κατανοήσουν τὸ ἄνοιγμα τῶν ὁριζόντων ποὺ τοὺς προσέφερε ὁ Βενιαμίν, εἶχαν ἐπηρεάσει καὶ τὸν ἁγνό, πιστὸ ὣς τὸ τελευταῖο κύτταρό του Κύριλλο. Συγκλονισμένος καὶ σχεδὸν ὁλότελα ἐξουθενωμένος, σωριάστηκε στὴν καρέκλα ὁ Γέροντας. Δὲν ἤξερε τί νὰ πεῖ! Ἦταν μάταιο νὰ τοῦ ἀντιμιλήσει, ὕστερα ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔκρηξη ὀργῆς. Σκυφτὸς καὶ μὲ ἀκουμπισμένους τοὺς βραχίονες στὰ γόνατά του, τὸν παρακολουθοῦσε χωρὶς νὰ μιλᾶ, ἐνῶ ἐκεῖνος μὲ ἔκδηλη νευρικότητα καὶ ἀβέβαιες κινήσεις προσπαθοῦσε νὰ κλείσει τὸν μπόγο του. Ἡ σκηνὴ αὐτὴ δὲν κράτησε γιὰ πολὺ καθὼς ὁ Κύριλλος ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν προσπάθεια τὰ παράτησε κι ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς πεσμένος πάνω στὸν σωρὸ τῶν ρούχων καὶ τῶν βιβλίων. Ὁ Γέροντας δὲν μίλησε, οὔτε καὶ ἔσπευσε νὰ τὸν παρηγορήσει, παρὰ κρατώντας μὲ τὰ χέρια του τὰ γόνατα ἀνασήκωσε τὸ κορμί του κι ἔμεινε ἔτσι γιὰ πολλὴ ὥρα, παρατηρώντας μὲ ἔκδηλα συμπονετικὸ βλέμμα τὰ ἀναφιλητὰ τοῦ ἀδερφοῦ του. Θὰ κόντευε ὥρα, ἀφ’ ὅτου σταμάτησε τὸ κλάμα καὶ ὁ Κύριλλος ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι του ἀποφεύγοντας νὰ συναντήσει τὸ βλέμμα τοῦ Γέροντα. Σκούπισε μὲ τὰ μανίκια τὰ κατακόκκινα, φλογισμένα μάτια του, χωρὶς ὡστόσο νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ πάτωμα. Τότε ὁ Γέροντας σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, πλησίασε τὸ λαβομάνο καὶ παίρνοντας τὴν κανάτα, εἶπε: «Ἔλα κοντὰ νὰ σοῦ ρίξω λίγο νερὸ νὰ πλυθεῖς, χάλια εἶσαι!». Ὁ Κύριλλος πλησίασε χωρὶς ἀντίρρηση κι ἀφοῦ
ἔτριψε μιὰ δυὸ φορὲς τὰ χέρια του κάτω ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ τοῦ ἔριχνε ὁ ἀδερφός του, μετὰ γέμισε τὶς χοῦφτες του κι ἔπλυνε ἐπανειλημμένα τὸ πρόσωπό κι ὕστερα προχώρησε πρὸς τὸ παράθυρο, ὅπου ἔφταναν οἱ τελευταῖες ἀναλαμπὲς τοῦ ἥλιου, ποὺ ἀπὸ ὤρα εἶχε κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης, βάφοντας τὴν ἀκύμαντη ἐπιφάνεια μ’ ἕνα σκοτεινὸ ἐρυθροκύανο χρῶμα. Ὅταν πιὰ εἶχε σκοτεινιάσει κι οἱ κορυφογραμμὲς τῶν Μοσχονησιῶν πνίγηκαν στὸ σκοτάδι, ὁ Κύριλλος ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θέση του στὸ παράθυρο καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ τραπέζι ὅπου καθισμένος ὁ Γέροντας βουτώντας διαρκῶς τὸ φτερὸ του στὸ μελανοδοχεῖο ἔκανε πὼς διόρθωνε κάτι γεωμετρικὰ σχήματα πάνω στὸ ἁπλωμένο μπροστά του μεγάλο χαρτί. Δὲν ἔδωσε καμμιὰ σημασία στὸν νευρικὸ βηματισμὸ τοῦ ἀδερφοῦ του, ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπεδίωξε τὴν προσοχή του, παρὰ συνέχισε τὴν προσποιητὴ προσήλωσή του, δείχνοντας ἰδιαίτερα ἀπορροφημένος σ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Κι ἐνῶ ἐκεῖνος σκυμμένος πάνω στὸ χαρτὶ σχημάτιζε καμπύλες καὶ παραβολές, παραστάσεις ἀριθμῶν καὶ γραμμάτων, ὁ Κύριλλος συνέχισε νὰ πηγαινοέρχεται στὸ δωμάτιο προσπαθώντας νὰ προκαλέσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Γέροντα, ὥσπου ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀναποτελεσματικότητα τῆς μεθόδου του πλησίασε στὸ τραπέζι καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἄφησε νὰ περάσει λίγος χρόνος, προτείνοντας τὶς κοσμογραφικὲς παραστάσεις καὶ τοὺς μαθηματικοὺς ὑπολογισμούς του, σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ τὸν ρώτησε: «Πῶς σοῦ φαίνονται; Καλὰ τὰ κάνω; Σωστὰ εἶναι;», «Δὲν ξέρω καὶ δὲν μ’ ἐνδιαφέρει» ἀπάντησε ἀπότομα ὁ Κύριλλος, χωρὶς ὡστόσο νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του. «Καὶ τί σὲ νοιάζει ἐσένα Κύριλλε, μήπως ὁ ἐφησυχασμὸς καὶ ἡ στερεοτυπία;» «Δὲν εἶναι ἐφησυχασμὸς ἡ ἐγρήγορση γιὰ τὴ διατήρηση τῆς πίστης μας, ποὺ κινδυνεύει ἀπὸ νεωτερισμοὺς σὰν καὶ τοῦ Βενιαμίν, ποὺ θέλουν νὰ τὴ νοθέψουν καὶ νὰ τὴν ἀλλάξουν. Ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ κενόδοξα καὶ ἑτερόδοξα, δὲν θά ’ταν καλλίτερο νὰ ξοδεύαμε τὸν χρόνο μας μὲ τὴ μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, ποὺ μας ὁδηγοῦν στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης πίστης;» «Καὶ βέβαια ἡ σπουδὴ τῶν πατέρων ἀποτελεῖ πρώτιστη φροντίδα μας, ξεχνᾶς ὅμως ὅτι κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἄνδρες δὲν δίστασαν, νὰ πᾶνε νὰ σπουδάσουν στὰ κέντρα διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας τῶν ἐθνικῶν, ἀπ’ ὅπου γύρισαν σοφότεροι καὶ πλουσιότεροι σὲ γνώση καὶ κρίση μὲ τὶς ὁποῖες οἰκοδόμησαν τὸ ἀνυπέρβλητο θεολογικό τους ἔργο;» «Ναί, ἀλλ’ αὐτοὶ ἦταν Ἅγιοι, εἶχαν τὴν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν τοὺς ἄγγιζε ἡ ἐπιβουλὴ τοῦ Σατανᾶ, ποὺ κρυμμένος πάντα παραμονεύει καὶ καραδοκεῖ νὰ μᾶς πλανέψει». «Μὴ φοβᾶσαι. Δὲν κλονίζεται καὶ δὲν κινδυνεύει ἡ πίστη μας ἀπὸ τὶς καινούριες ἀνακαλύψεις, ποὺ ἀνοίγουν τὸν ὁρίζοντα τῆς σκέψης μας καὶ τοῦ σύμπαντος· τοῦ δημιουργήματος αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν τὸ διαφεντεύει κανεὶς
ἄλλος πέρα ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅπως καὶ ἡ γῆ μας, αὐτὸς ὁ πλανήτης τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος πάνω στὸν ὁποῖο δὲν μᾶς κατέστησε ἀφέντες καὶ βασιλιάδες, παρὰ φύλακες τῆς δημιουργίας Του καὶ ὑμνωδοὺς τῆς δόξας Του». Κάτι ἀποτόλμησε νὰ πεῖ καὶ νὰ διακόψει ὁ Κύριλλος, μὰ ὁ Γέροντας δὲν τὸν ἄφησε. «Ξέρω, ξέρω εἶπε, εἶσαι ἕτοιμος νὰ διαμαρτυρηθεῖς γιὰ τὴν ὑποβάθμιση τῆς γῆς μας σ’ ἕνα ἀσήμαντο πλανήτη, ἕνα ἐλάχιστο μόριο τῆς ἀπεραντοσύνης ποὺ πάνω της κατοικεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη πιὸ ἐλάχιστος καὶ ἀσήμαντος. Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι αὐτὴ ἡ ἀσημαντότητά μας, εἶναι ὅ,τι πιὸ σημαντικὸ μπορεῖ νὰ ἐπικαλεστεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ αὐτή, μεγεθύνεται ἡ παραδοχή του γιὰ τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Δημιουργοῦ». Ἡ συζήτηση κράτησε ὣς τὴν αὐγή, μὲ φθίνουσα ἔνταση καὶ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Κύριλλου νὰ κάμπτονται ὁλοένα καὶ περισσότερο. Ἡ σοφία, ἡ σύνεση καὶ ἡ ὀρθοφροσύνη τοῦ Γέροντα, ἀνάσχεσαν τὴν ἀρχικὴ ἐπιθετικὴ καὶ ἐπικριτικὴ στάση τοῦ ἀδερφοῦ του καὶ ἔγιναν ἀνάχωμα τῶν ἀπόψεων ποὺ εἶχαν κυριαρχήσει στὴ σκέψη τοῦ Κύριλλου, ὁ ὁποῖος ἀθῶος καὶ ἀνύποπτος πλανήθηκε ἀπὸ τὶς ὑστερόβουλες ἰδέες τοῦ Ἱερόθεου, στόχος τοῦ ὁποίου δὲν ἦταν ἄλλος παρὰ ὁ πόλεμος, στὸ πρόσωπο τοῦ Βενιαμίν, κάθε ἐξέλιξης καὶ προόδου. Τὸ γεγονὸς δὲν εἶχε διαφύγει τῆς προσοχῆς του, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν φαντάστηκε πὼς ὁ ἀδερφός του θὰ μποροῦσε νὰ ἐπηρεαστεῖ τόσο βαθιὰ ἀπὸ τὴν ἀγυρτεία ποὺ ἀπὸ χρόνια ἐνδημοῦσε στὰ σκοτεινὰ σύσκια τῆς Ἀκαδημίας, προσπαθώντας, πάντα στὰ μουλωχτά, νὰ ἀνασχέσει κάθε τὶ τὸ καινούριο ποὺ τάραζε τὰ νερὰ καὶ ἔθετε σὲ ἀμφισβήτηση καθεστηκυία ἀντίληψη καὶ φυσικὰ τὴν κυριαρχία τῶν ἐκφραστῶν της. Ὁ Κύριλλος ἄκουγε τὸν χειμαρρώδη λόγο, ποὺ ξεπερνώντας τὰ τετριμμένα, ξεδίπλωνε μπροστὰ του μιὰ ἄλλη, ἄγνωστη καὶ διαφορετικὴ ἐκδοχή, ποὺ ἠχοῦσε σὰν μεγαλυνάριο. Διαλογιζόταν καὶ ἀποροῦσε πῶς ποτὲ δὲν εἶχε σκεφτεῖ ὅτι οἱ ἰσχυρισμοὶ τοῦ Ἱερόθεου γιὰ τὴν ὑποβάθμιση τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας στὴ γῆ, ποὺ δῆθεν περιεῖχε ἡ διδασκαλία τοῦ Βενιαμίν, δὲν ἦταν τίποτ’ ἄλλο παρὰ ἔπαρση καὶ οἴηση, ἀφοῦ ἑρμήνευαν τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς βασιλεία, καθιστώντας τὸν ἴδιο ἐπηρμένο κυρίαρχο καὶ ἐκμεταλλευτὴ καὶ ὄχι ὑπηρέτη τοῦ θελήματος καὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ Δημιουργοῦ νὰ προστατεύει τὴν κτίση καὶ νὰ τὴν ὁρίζει.
***
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ
Σκοτάδι βαθὺ ὅταν ξύπνησε μ’ ἕνα δυνατὸ κάψιμο στὸ στομάχι. Ἦταν ὅμως ἑπόμενο μετὰ ἀπὸ δυὸ μέρες ἀχινοὺς στὸν Πύργο, ὅπου ξέμπαρκοι ἀπὸ τὸν δυνατὸ βοριὰ περίμεναν τοὺς ἀγωγιάτες κάνοντας παρέα τοὺς γκεμιτζῆδες στὸ μαγαζὶ τοῦ Ταμπάκη. Κι ἀκόμα οἱ πευκίτες κι ὁ λαγὸς ποὺ μὲ τόση μαστοριὰ εἶχ’ ἑτοιμάσει ἡ παπαδιὰ τοῦ Χατζηπαπαντώνη στὸ Σχοινούδι γιὰ νὰ τοὺς περιποιηθεῖ καὶ νὰ τοὺς ξεκουράσει ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ ταξιδιοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὸ θαυμάσιο μπρούσικο κρασὶ ποὺ γιὰ χάρη τους ξεβούλωσε ὁ παπάς. Ἀνακάθισε στὸ κρεβάτι ἀκουμπώντας τὴν πλάτη στὸν τοῖχο καὶ προσπάθησε νὰ ρευτεῖ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Παρέμεινε ἔτσι γιὰ λίγο κι ὕστερα σηκώθηκε στὸ πόδι καθὼς σκέφθηκε πὼς στὸ κατώι ἴσως νὰ ὑπῆρχε ἀκόμα κρεμασμένο ἐκεῖνο τὸ ματσάκι τῆς μαντζουράνας. Ἄναψε ἕνα κερὶ κι ἀργὰ ἀργὰ κατέβηκε τὴ σκάλα προσεκτικὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριλλο, ποὺ ὅμως βρισκόταν ἤδη στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι κουλουριασμένος, κρατώντας τὸ στομάχι του. Δὲν ξαφνιάστηκε ἰδιαίτερα καθὼς ἀμέσως κατάλαβε πὼς κι ἐκεῖνος βασανιζόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο πρόβλημα. Μὲ τὸ ἀναμμένο κερὶ προχώρησε ἀνάμεσα στὰ πιθάρια καὶ τὰ τσουκάλια, ἀναζητώντας στὸ ἀμυδρὸ φῶς τὸ σημεῖο τῆς ὀροφῆς ὅπου συνήθιζαν νὰ κρεμοῦν τὰ ἀρωματικὰ φυτά. Δίπλα σ’ ἕνα μεγάλο μάτσο ρίγανης, κρέμονταν δυὸ ἰσχνά, σχεδὸν μαδημένα κλωνιά. Τὰ ξεκρέμασε καὶ τά ’φερε στὴ μύτη του· μὲ δυσκολία ἀναγνώρισε τὴ μυρωδιὰ τῆς μαντζουράνας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὰ πῆρε στὴν κουζίνα, τά ’βαλε σ’ ἕνα μεγάλο μπρίκι μὲ νερὸ καὶ τό ’χωσε στὴ θράκα ποὺ σιγόκαιγε ἀκόμα ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ. Σὲ λίγο ἄρχισε ν’ ἀκούγεται τὸ σιγανομουρμούρισμα τοῦ βρασμοῦ ἀπὸ τὶς μικρὲς φουσκάλες ποὺ ἔσπαγαν στὴν ἐπιφάνεια, ἀρωματίζοντας ὁλόκληρο τὸν χῶρο. Γέμισε δυὸ κοῦπες καὶ φώναξε τὸν Κύριλλο, ποὺ ζαρωμένος ἀκόμη συνέχιζε νὰ κάθεται στὸ πλατύσκαλο. Ἀνακάτεψαν γρήγορα τὸ μέλι ποὺ εἶχαν προσθέσει καὶ ρουφώντας δυνατὰ τὸ ἤπιαν στὸ ἄψε σβῆσε. Καταπίνοντάς το ζεματίστηκε λίγο ἡ γλώσσα καὶ ὁ οἰσοφάγος τους, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἡ ζεστασιά του καταπράυνε τὸν πόνο καὶ τὸ κάψιμο στὸ στομάχι. Ὁ Κύριλλος, φανερὰ ἀνακουφισμένος, σηκώθηκε καὶ προχωρώντας ἀργὰ πρὸς
τὴ σκάλα εἶπε: «Πάω νὰ ξαπλώσω. Νοιώθω ἐντελῶς ἐξαντλημένος καὶ νυστάζω φοβερά. Νὰ φανταστεῖς πὼς παρὰ τὸν πόνο στὸ στομάχι δὲν εἶχα τὸ κουράγιο νὰ κατεβάσω τὰ πόδια ἀπὸ τὸ κρεβάτι» «Νὰ πᾶς, Κύριλλε νὰ πᾶς. Ἐγὼ θὰ καθίσω ἐδῶ. Σὲ λίγο θὰ ξημερώσει κι ἔχω πολλὰ νὰ κάνω κι ἀκόμα πιὸ πολλὰ νὰ σκεφτῶ». Κι ἐνῶ ὁ Κύριλλος ἄρχισε ἀργὰ καὶ κουρασμένα ν’ ἀνεβαίνει τὴ σκάλα ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ πόδια του μπροστὰ κι ἀκούμπησε τὴν πλάτη στὸν τοῖχο, ἀφήνοντας νὰ τοῦ ξεφύγει ἕνα δυνατὸ ρέψιμο, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθανθεῖ ἀκόμα καλλίτερα. Χαλαρωμένος ἔκλεισε γιὰ λίγο τὰ μάτια κι ἄφησε τὴ σκέψη του νὰ πλανηθεῖ στὸ ὀμιχλῶδες τοπίο τῆς ἡμιεγρήγορσης, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις σὲ ταξιδεύει στὴν ἐπιθυμία καὶ τὴ νοσταλγία. Μπροστά του, τὸ κερὶ ἔκαιγε ἀργὰ σχηματίζοντας γύρω στὴ φλόγα σταλακτίτες ποὺ ἔτρεχαν ὣς κάτω στὸ μπουκάλι, στὸ στόμιο τοῦ ὁποίου ἦταν σφηνωμένο, φωτίζοντας τὴ μισοκοιμισμένη μορφή. Ἡ γαλήνη τοῦ προσώπου του κι ἡ ἤρεμη ἀναπνοή του, φανέρωναν τὴν εὐτυχισμένη στιγμὴ τῆς ὁποίας τὴν ἀπόκρυφη αἰτία κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μαντέψει κι ἴσως οὔτε ὁ ἴδιος νὰ προσδιορίσει. Ἄνοιξε τὰ μάτια τρομαγμένος ὅταν ἡ διαπεραστικὴ φωνὴ ἑνὸς πετεινοῦ τρύπωσε ἀπὸ τὶς χαραμάδες τοῦ παραθύρου, ποὺ πλαισιώνοντας ἕνα κομμάτι τοῦ πορφυροῦ οὐρανοῦ μαρτυροῦσε ὅτι ἤδη εἶχε χαράξει. Ἔτριψε τὰ μάτια του, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ σκαμνὶ κι ἄνοιξε τὴν πόρτα. Τὸ φθινοπωρινὸ ρίγος τρύπωσε στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς. Γύρισε πίσω καὶ σκύβοντας φύσηξε τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ, ποὺ σβήνοντας, ἄφησε ἕνα μικρὸ σύννεφο καπνοῦ συνοδευόμενο ἀπὸ τὴ γνωστὴ μυρωδιὰ τῆς μισοκαμένης θρυαλλίδας. Δὲν ὑπῆρχε καιρὸς γιὰ χάσιμο. Κι οἱ δυὸ ἀδερφοί, ντυμένοι τὸ καλό τους ράσο, βρίσκονταν ἤδη μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ. Ἂν καὶ δὲν φαινόταν κανεὶς ἐκεῖ γύρω, ἡ πόρτα τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἦταν διάπλατα ἀνοιχτή. Μπῆκαν μέσα, ἔκαναν τὴ μετάνοια τους μπρὸς στὸ προσκυνητάρι τῆς εἰσόδου κι ὕστερα χαιρέτισαν μιὰ μιὰ ὅλες τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, εὐχαριστώντας ἀπὸ μέσα τους τὴν πολιοῦχο ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ βρεθοῦν ξανὰ στὸν τόπο τους καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴ χάρη της. Ὅταν τελείωσαν καὶ στράφηκαν πρὸς τὴν εἴσοδο εἶδαν νὰ μπαίνει μέσα ὁ καντηλανάφτης κρατώντας στὸ χέρι ἕνα καλάθι γεμάτο καμένα κεριά. Μόλις τοὺς εἶδε παράτησε στὸ πάτωμα τὸ καλάθι κι ἔτρεξε νὰ τοὺς φιλήσει τὸ χέρι, λέγοντας «Καλῶς ἤρθατε». Ἐκεῖνοι ὅμως τραβώντας
ἀπότομα τὸ χέρι τους πρὸς τὰ πίσω καὶ κατεβάζοντάς το χαμηλὰ δὲν τὸ ἐπέτρεψαν. «Καλῶς σὲ βρήκαμε Ἀγαθοκλῆ» ἀπάντησαν μ’ ἕνα στόμα, ἐνῶ ὁ Γέροντας συνέχισε ρωτώντας γιὰ τὸ ἂν ὁ Μητροπολίτης βρισκόταν ἐκεῖ. «Πὼς, ἐδῶ εἶναι καὶ σᾶς περιμένει» ἀπάντησε ὁ Ἀγαθοκλῆς κάνοντάς τους νὰ ἀλληλοκοιταχτοῦν μὲ μεγάλη ἀπορία, χωρὶς ὡστόσο τίποτα νὰ ποῦν. Ὁ Δεσπότης τοὺς ὑποδέχτηκε ὄρθιος στὸν ὀντά του, φορώντας τὸ ἐπανωκαλύμμαυκο καὶ κρατώντας, ἀρκετὰ ἐπιδεικτικά, τὸ μπαστούνι του. Ἀφοῦ ἔκαναν τὶς μετάνοιες τους καὶ τοῦ φίλησαν τὸ χέρι, τοὺς ὑπέδειξε νὰ καθίσουν στὸ μιντέρι ἀπέναντί του. Ἡ κουβέντα ἄρχισε μὲ τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη γιὰ τὸ ταξίδι τους καὶ συνεχίστηκε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους στ’ Ἀιβαλί. Φαινόταν καλὰ πληροφορημένος γιὰ ὅ,τι ἔκαναν αὐτὰ τὰ χρόνια στὶς Κυδωνιὲς καὶ μὲ τὶς ἐρωτήσεις του προσπαθοῦσε νὰ ἐκμαιεύσει ἀκόμα περισσότερα. Ὅμως τὰ δυὸ ἀδέρφια δὲν ἔδειχναν τὴ διάθεση ν’ ἀνοιχτοῦν σὲ μιὰ τέτοια συζήτηση ἀποκάλυψης τῶν λεπτομερειῶν τῆς ἐκεῖ διαβίωσής τους. Ἔτσι, ὁ Γέροντας μὲ μιὰ ἀποστροφή του διαβίβασε τὰ προσκυνήματα τοῦ Χατζηπαπαντώνη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τῶν Σχοινουδιωτῶν γιὰ τὴ μεγάλη βρύση τοῦ Χάλακα ποὺ ἔχτισε ἡ σεβασμιότητά του. «Εἴδατε πατέρες μου», εἶπε τότε ὁ Δεσπότης, «πῶς ὁ κόσμος ἀναγνωρίζει κι εὐγνωμονεῖ γιὰ τὰ κοινόχρηστα ἔργα ποὺ ἀλλάζουν τὴ ζωή του! Τέτοια ἔργα ἔχει ἀνάγκη ὁ τόπος. Βρύσες, γεφύρια, ἐκκλησιές…». Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ κι ὁ Γέροντας δὲν τὴν ἔχασε. Πρὶν καλὰ καλὰ τελειώσει τὴ φράση του ὁ Δεσπότης, ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ καὶ μεῖς Δέσποτά μου, ἢρθαμ’ ἐδῶ νὰ ζητήσουμε τὴν εὐλογία σου γιὰ ἕνα παρόμοιο ἔργο». «Σὰν τί ἔργο;» ρώτησε αἰφνιδιασμένος. «Σκεφτήκαμε, συνέχισε ὁ Γέροντας, πὼς εἶναι ντροπή μας νὰ εἶναι ἐγκαταλελειμμένο κι ἐρειπωμένο τὸ Μετόχι τῆς μονῆς τῆς μετάνοιάς μας, τῶν Ἀρχιστρατήγων, ἐδῶ ἀπέναντι στὴν πλαγιά, κι ἀποφασίσαμε νὰ τὸ ἀνακαινίσουμε. Νὰ περιποιηθοῦμε τὸν κῆπο του, νὰ φυτέψουμε δέντρα καὶ νὰ χτίσουμε δυὸ τρία κελλιά». Ξαφνικὰ ἡ ὄψη τοῦ Δεσπότη ἄλλαξε λὲς καὶ τὸν χτύπησε ἀστροπελέκι. Γύρισε τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ παράθυρο καὶ κοίταξε πέρα, στὴν ἀπέναντι κοιλάδα, τὸ ἐρειπωμένο Μετόχι. Παρέμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγη ὥρα κι ὅταν συνοφρυωμένος ξανακοίταξε τοὺς συνομιλητές του, μὲ ἀπόλυτα αὐστηρὸ καὶ ἀπαξιωτικὸ ὕφος, εἶπε: «Ὄ…ὄχι, εἰς τοὺς παρόντας καιροὺς δὲν συμφέρει». Στὴν ἐρώτηση τί δὲν
συμφέρει «εἰς τοὺς παρόντας καιρούς» καὶ γιατί, ὁ Δεσπότης χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ δώσει καμμιὰ πειστικὴ καὶ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση, ἐπανέλαβε τὸ «δὲν συμφέρει… δὲν συμφέρει…» στὸν ἴδιο κατηγορηματικὸ καὶ αὐστηρὸ τόνο. Δὲν φαντάζονταν φυσικά, πὼς θά ’βλεπε μὲ συμπάθεια τὴν πρόθεσή τους νὰ ἀνακαινίσουν τὸ Μετόχι κι οὔτε βέβαια κάποια συνδρομὴ ἀπ’ αὐτόν, ὅμως καὶ δὲν ἀνέμεναν μιὰ τέτοιου εἴδους, ἀπόλυτη, ἄρνηση. Ἤξεραν πὼς ὑποψιαζόταν τὸν ἀπώτερο σκοπό τους νὰ μετατρέψουν τὸ Μετόχι σὲ γραμματοδιδασκαλεῖο κι ὅτι πάντα ὑπέβλεπε τὸ διδακτικό τους ἔργο. Παρ’ ὅλα αὐτὰ περίμεναν, ὁ «πολιτικώτατος» αὐτὸς ἄνδρας νά ‘χει κάποια μεγαλύτερη εὐελιξία, κάποια διπλωματικότερη συμπεριφορά. Μετὰ τὴν τόσο κατηγορηματικὴ ἄρνηση, ἡ κουβέντα δὲν εἶχε πιὰ καμμιὰ ἔννοια. Ἦταν πρόδηλο πὼς στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ὁ Δεσπότης δὲν εἶχε μεταβάλλει καθόλου τὶς ἀπόψεις του καὶ φυσικὰ τὴ στάση του ἀπέναντι στὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὶς προσπάθειες τοῦ Γέροντα. Δὲν τοὺς ἔμενε παρὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν καὶ νὰ φύγουν. Φίλησαν τὸ χέρι του λέγοντας: «Τὴν εὐλογία σου Δέσποτα» κι ἐγκατέλειψαν τὸ ἀρχιερατικὸ ἐνδιαίτημα. Κατηφορίζοντας πρὸς τὴν κοιλάδα μὲ τοὺς ἀνεμόμυλους, καθένας ἦταν ἀπορροφημένος στὶς δικές του σκέψεις. Ὁ Κύριλλος ἦταν βαθιὰ ἀπελπισμένος καὶ ὀργισμένος, ἐνῶ ὁ Γέροντας διατηροῦσε στὰ χείλη του ἐκεῖνο τὸ συνηθισμένο του ἀδιόρατο χαμόγελο, παρ’ ὅλο ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔνοιωθε ἀπογοητευμένος, διαβλέποντας τὴν ἀδυναμία ἀνόρθωσης τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῆς πατρίδας τους ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ Μητροπολίτη νὰ ὑπάρξει ὑπέρτερός του, ποὺ ἐνδεχομένως θὰ μπορούσε νὰ θέσει ἐν ἀμφιβόλω τὴν κυριαρχία καὶ τὴ δεσποτεία του πάνω στὸ νησί. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτός, ἦταν ὁ λόγος τῆς μόνιμης καὶ ἀμετακίνητης ἀδιαλλαξίας του ὡς πρὸς τὴν ἵδρυση σχολείου «πρὸς φωτισμὸν τοῦ ποιμνίου του», τῆς ἀποστροφῆς του πρὸς τὰ γράμματα, τὴν ὥρα ποὺ ὁλόκληρη ἡ Ἑσπερία συγκλονιζόταν ἀπὸ τὶς καινούριες ἰδέες καὶ τὶς ἐπιστημονικὲς κατακτήσεις, ποὺ γιὰ τὸ βασανισμένο καὶ βυθισμένο στὸ σκοτάδι Γένος ἀποτελοῦσαν τὴ μοναδικὴ διέξοδο. Μεγάλη ἦταν ἡ θλίψη του Γέροντα ποὺ ὁ Δεσπότης «καίτι πολλοὺς καὶ δυνατοὺς ἔχων τρόπους, ὥστε νὰ συστήσῃ» σχολεῖο, ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔπραξε, ἀλλὰ καὶ τὸ πολεμοῦσε λυσσαλέα ὡς «παρακολούθημα ἑνὸς τῶν τριῶν αἰτημάτων του παρὰ Θεοῦ», ἐκείνου τοῦ «νὰ λάβῃ ἐπαρχίαν εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μὴν ἔχῃ “καλήτερόν” του». Ἀμίλητοι ἔφτασαν ὣς τὴ βρύση πρὶν τὴν ἀνηφοριὰ γιὰ τὸ χωριό τους. Ἐκεῖ σταμάτησαν. Ὁ Γέροντας κάθισε στὸ πεζούλι τῆς γούρνας, ἅπλωσε τὸ ἀριστερὸ
χέρι του στὴν καμάρα τοῦ νεροῦ, ποὺ σχηματιζόταν καθὼς ὁρμητικὰ ἔτρεχε ἀπὸ τὸν μαρμάρινο κρουνό, κι ὕστερα χούφτωσε τὴ γενειάδα του τραβώντάς την πρὸς τὰ κάτω. Ὁ Κύριλλος στάθηκε πιὸ πέρα κι ἀνασηκώνοντας τὸν σκοῦφο του ψιθύρισε: «Βρὲ τὸ μουλάρι!». Ὁ ψίθυρός του πνίγηκε στὸ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ κι ὁ Γέροντας ποὺ κάτι πῆρε τ’ αὐτί του ρώτησε: «Εἶπες τίποτα;». «Ὄχι» ἔκανε κουνώντας τὸ κεφάλι ἀρνητικὰ πρὸς τὰ πάνω. «Κι ὅμως κάτι ἄκουσα», ἐπέμεινε ὁ Γέροντας, «τί εἶπες;». «Εἶπα ὅτι εἶναι μεγάλο μουλάρι» ἀπάντησε φανερὰ ἐκνευρισμένος ἐκεῖνος, ποὺ σ’ ὁλόκληρη τὴ διαδρομὴ μὲ δυσκολία συγκρατοῦσε τὴν ὀργὴ καὶ τὴ γλώσσα του. Ὁ Γέροντας γέλασε ἐγκάρδια καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ πεζούλι λέγοντας «Πᾶμε κοντεύει μεσημέρι...». Πῆραν τὸν ἀνήφορο γιὰ τὸ σπίτι ἐπιβραδύνοντας τὸν βηματισμό τους ὅσο ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἡ κλίση τοῦ ἐδάφους μεγάλωνε. Γιὰ κάποια στιγμὴ ὁ Γέροντας σταμάτησε καὶ στάθηκε κοιτάζοντας στὴ μικρὴ κοιλάδα τὸ ἐρειπωμένο Μετόχι. Μὲ τὴ φαντασία του τό ’βλεπε ἀνακαινισμένο, μὲ κατάφυτους γύρω κήπους, καλογέρια ν’ ἀπασχολοῦνται στὰ διακονήματά τους τσαπίζοντας τὴ γῆ καὶ κλαδεύοντας τὰ δέντρα καὶ τὸν ἑαυτό του καθισμένο στὸ κέντρο τοῦ ἡμικυκλίου σχηματισμοῦ τῶν μαθητῶν νὰ διδάσκει τὰ θαύματα τοῦ σύμπαντος καὶ τοῦ Θεοῦ· νὰ ἑρμηνεύει τὰ μυστήρια τῆς φύσης καὶ νὰ ἀναλύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς λειτουργίες του. Ἄκουγε κιόλας τὶς ἀπορίες τῶν μαθητῶν καὶ ἔβλεπε τὸν θαυμασμὸ στὰ ὀρθάνοιχτα μάτια τους καθὼς τοὺς περιδιάβαζε στὸ ἀπώτερο παρελθὸν τοῦ Γένους. Τὸ χάλασμα εἶχε ξαφνικὰ μετατραπεῖ σὲ μιὰ ὄαση φωτὸς καὶ γαλήνης, σὲ μιὰ πηγὴ ὅπου τὰ σκορπισμένα στὰ βουνὰ τσομπανόπουλα ἔσκυβαν νὰ ξεδιψάσουν στὰ νάματα τοῦ φυτωρίου αὐτοῦ καὶ καθὼς ὁλοένα καὶ περισσότερο πλησίαζαν γιὰ νὰ πιοῦν ἀνακάλυπταν νὰ καθρεφτίζεται στὸ νερὸ τὸ καινούριο τους πρόσωπο. Ὁ Κύριλλος ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε σταθεῖ δίπλα του, παρακολουθώντας τὸν ρεμβασμὸ καὶ τὸ ἀγλαϊσμένο του ὕφος, παρέμενε ἀμίλητος… Ὕστερα ἀπὸ πολὺ ὥρα, ὁ Γέροντας ξεκόλλησε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὴν κοιλάδα κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ ἀργά. Μαζί του συνέχισε καὶ κεῖνος τὴ διαδρομὴ σιωπηλός. Λέξη δὲν ἀντάλλαξαν ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἔφτασαν στὸ σπίτι κι ἀντίκρισαν στὴν αὐλή, πάνω στὰ σωριασμένα στὴν ἄκρη κεραμίδια νὰ κάθεται ὁ μικρὸς Παναγιωτάκης ποὺ τοὺς εἶχε κατευοδώσει κατὰ τὴν ἀναχώρισή τους μὲ τὸ μέλι καὶ τ’ ἀμύγδαλα. Μόλις τοὺς εἶδε, τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ μὲ πολὺ συστολὴ τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς φίλησε τὸ χέρι. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ σήκωσε ἀπὸ τὸ ἔδαφος ἕνα μικρὸ καλαθάκι σκεπασμένο μὲ μιὰ ὑφαντὴ πετσέτα, ἀπὸ κεῖνες ποὺ οἱ ἀγρότες συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ τυλίξουν τὸ ψωμὶ ἢ νὰ στρώσουν γιὰ νὰ φᾶνε. «Σᾶς τὸ στέλνει ἡ μάνα μου, εἶναι τὰ ἀμυγδαλωτὰ ἀπὸ τ’ ἀμύγδαλα
ποὺ δὲν μπορούσατε νὰ πάρετε μαζί σας φεύγοντας, εἶπε τὸ παιδί». «Καλά, δὲν χάλασαν τ’ ἀμύγδαλα τόσα χρόνια βρὲ Παναγιωτάκη;» ρώτησε περιπαικτικὰ χαμογελώντας ὁ Γέροντας. Ὁ μικρὸς ντράπηκε καὶ κοκκίνισε. Τόση ἦταν ἡ ντροπὴ καὶ ἡ ἀπογοήτευσή του ποὺ τοῦ ἐρχόταν νὰ τὸ βάλει στὰ πόδια. Ὅμως, συγκρατήθηκε καὶ μὲ ὅσο θάρρος τοῦ ἀπόμεινε ἀπάντησε πὼς τὸ γλύκισμα τῆς μητέρας του φυσικὰ καὶ δὲν ἦταν ἀπὸ κεῖνα τὰ ἀμύγδαλα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καινούρια σοδειά. Ὁ Κύριλλος βλέποντας τὴν ταραχὴ τοῦ παιδιοῦ τὸ πλησίασε καὶ τὸ κράτησε ἀπὸ τοὺς ὤμους λέγοντας στὸν Γέροντα: «Τί τὸ πειράζεις τὸ παιδί; Ἐσὺ δὲν τοῦ παρήγγειλες τὰ ἀμυγδαλωτὰ φεύγοντας;». «Μὲ συγχωρεῖς Παναγιωτάκη, τό ‘χα ξεχάσει» εἶπε καὶ πλησιάζοντας τοῦ χάιδεψε τὰ μαλλιά. Καὶ τὸ παιδί, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμο νὰ δακρύσει, ἀναθάρρησε, χαμογέλασε καὶ κοιτώντας τον στὰ μάτια ρώτησε: «Πάτερ, πότε θὰ ξαναρχίσει τὸ σχολειό; Πότε θά ’ρχίσουμε τὰ μαθήματα; Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ φύγατε δὲν ἔμαθα τίποτα καινούριο, ὅλο ἐκεῖνα τὰ παλιὰ διαβάζω καὶ γράφω!». Ὁ Κύριλλος παρακολουθοῦσε διακριτικὰ κάθε κουβέντα καὶ κάθε φέρσιμο τοῦ Παναγιωτάκη, ποὺ στὰ τρία αὐτὰ χρόνια τῆς ἀπουσίας τους εἶχε μεγαλώσει· ἡ εὐγένεια κι ἡ εὐπρέπεια εἶχαν διαδεχτεῖ τὸν παλιὸ ἀνέμελο αὐθορμητισμό του. Ὁ Γέροντας ἀπέφυγε ν’ ἀπαντήσει. Σιωποῦσε περπατώντας μπρὸς πίσω στὴν αὐλὴ κοιτώντας ἄσκοπα δεξιὰ κι ἀριστερά, γιατὶ δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ κοινοποιήσει τὶς σκέψεις καὶ τὰ σχέδια του. Προτιμοῦσε νὰ θεωροῦν ὅλοι, καὶ προπάντων ὁ Δέσποτας, πὼς ἐπέστρεψαν ὡς καλόγεροι νὰ φροντίσουν ἀπὸ πίστη κι ἀφοσίωση τὸ Μετόχι κι ὄχι ὡς δάσκαλοι. Ἄσχετα ἂν σύντομα, θὰ μαθευόταν ὁ σκοπὸς τῆς ἐπιστροφῆς τους. Τὸ παιδί, ὡστόσο, χωρὶς νὰ ξεκολλᾶ τὸ βλέμμα ἀπὸ πάνω του, παρακολουθοῦσε τὴν κάθε κίνηση, περιμένοντας καρτερικὰ τὴν ἀπάντησή του. Ὁ Κύριλλος βλέποντας τὴν ἀγωνία τοῦ μικροῦ Παναγιώτη νὰ κορυφώνεται, καθὼς ὁ ἀδερφός του προσποιοῦταν τὸν ἀδιάφορο, ἐπενέβη λέγοντας: «Ἄντε Παναγιώτη ξεκίνα τώρα γιὰ τὸ σπίτι σου, νὰ φτάσεις πρὶν βραδιάσει κι ἀνησυχήσει ἡ μάνα σου! Καὶ μὴ νοιάζεσαι σὲ λίγο καιρὸ θὰ ξαναρχίσουμε τὰ μαθήματα». Ὁ μικρὸς ἀποχαιρέτισε φιλώντας ἱκανοποιημένος τὸ χέρι τους, χωρὶς ὅμως νὰ σβήσει ὁλότελα ἀπὸ τὰ μάτια του ἡ ἀμφιβολία. Ὅταν ἔφυγε, ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας τὸν Κύριλλο, ποὺ βιαστικὰ τρύπωσε
στὸ σπίτι, εἶπε: «Καλά, πόσες φορὲς πρέπει νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴν βιάζεσαι νὰ λὲς πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο στὶς ἐπιδιώξεις μας;» «Δίκιο ἔχεις νὰ θυμώνεις καὶ νὰ ἀγανακτεῖς κάποτε μαζί μου. Ὅμως ἀπέφυγες νὰ δεῖς τὸ ἱκετευτικὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ πόση ἀγωνία εἶχε. Ἂν δὲ δώσουμε ἀδελφὲ ἐλπίδα καὶ θάρρος στὰ παιδιὰ αὐτά, πῶς θὰ κάνουμε τὸ ἔργο μας; Γι’ αὐτὰ δὲν ξενιτευτήκαμε, γι’ αὐτὰ δὲν ἀγωνιστήκαμε, γι’ αὐτὰ δὲν ξαναγυρίσαμε πίσω μόλις ἡ ζωή μας ἄρχισε νὰ καλλιτερεύει στ’ Ἀιβαλί; Τί νόημα μπορεῖ νά ‘χει ἡ προσπάθειά μας, ἂν αὐτὰ νοιώθουν ξένα κι ἀπογοητευμένα;». Ὁ Κύριλλος εἶχε ἀπόλυτο δίκιο. Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία γι’ αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ κρατᾶ τὶς δύσκολες ἰσορροπίες μέχρι νά ‘ρθει ἡ ὥρα τῆς τελικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ ν’ ἀποχτήσει ὁ τόπος τὸ δικό του σχολειό. Νὰ κατέβουν παιδιὰ ἀπ’ ὅλα τὰ χωριὰ γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸν κόσμο πέρα ἀπὸ τὰ μαντριά, τοὺς κάμπους, τὶς βουνοκορφὲς καὶ τ’ ἀκρογιάλια τοῦ νησιοῦ. Νὰ μάθουν τὴν καταγωγή τους· ἀπὸ ποῦ προέρχονται καὶ ποῦ πᾶν, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποιὸ τὸ χρέος του. Δὲν ἀνταπάντησε. Ὄρθιος ἀκόμα στὴ μέση της αὐλῆς παρακολουθοῦσε μὲ ἀπέραντη τρυφερότητα τὴ μαύρη σιλουέτα τοῦ ἀδερφοῦ του καθὼς βυθιζόταν στὸ μισοσκόταδο τοῦ ἰσογείου, καταρρακωμένος ἀπὸ τὴ σημερινή, ἀναμενόμενη βέβαια, κατηγορηματικὴ ἄρνηση τοῦ Δεσπότη νὰ συγκατανεύσει στὴν ἀνακαίνιση τοῦ Μετοχιοῦ καὶ νὰ δώσει τὴν εὐλογία του. Ἦταν ὅμως δυνατὸ ἡ ἀπέχθεια τοῦ Δεσπότη γιὰ τὰ γράμματα ἢ οἱ φόβοι τῶν ἰσχυρῶν τοῦ νησιοῦ ἢ οἱ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἀντιρρήσεις καὶ δυσκολίες ν’ ἀνακόψουν τὴν προσπάθειά τους; Ἢ, μποροῦσαν ὅλα αὐτὰ νὰ ἀποτελέσουν τροχοπέδη στὴ μόρφωση καὶ τὴν ἐξέλιξη; Τί ἔφταιγαν τὰ παιδιὰ σὰν τὸν Παναγιωτάκη, ποὺ περίμεναν πῶς καὶ πὼς τὴν ἐπιστροφή τους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὰ μαθήματα; Μὲ τό ’να ἐρώτημα ν’ ἀκολουθᾶ τὸ ἄλλο, πέρασαν οἱ ὧρες καὶ τὸ σκοτάδι τὸν βρῆκε καθισμένο στὸ πεζούλι τῆς αὐλῆς, χωρὶς κὰν νά ’χει ἀντιληφθεῖ στὸ μεταξὺ τὰ ἔμπα ἔβγα τοῦ Κύριλλου, ποὺ ἀμίλητος ἑτοίμαζε τὸ βραδινό. Ἐκείνη τὴ νύχτα μάτι δὲν ἔκλεισε ὁ Γέροντας! Τὸ σκέφτηκε ἔτσι, τὸ σκέφτηκε ἀλλοιῶς, τὸ γύρισε ἀπὸ δῶ τὸ γύρισε ἀπὸ κεῖ, μὰ λύση δὲν εὕρισκε. Νὰ ξαναπροστρέξει στὸν Δεσπότη τό ’βρισκε μάταιο. Νὰ ξεκινήσει τὴν ἀνακαίνιση τοῦ Μετοχιοῦ χωρὶς τὴ συγκατάθεση καὶ τὴ μεσολάβησή του στὶς ἀρχές, ὁλωσδιόλου ἐπικίνδυνο. Νὰ κάτσει νὰ περιμένει ἄπραγος ἀκόμα χειρότερο. Μὲ
τοῦτο καὶ μὲ τ’ ἄλλο τὸν βρῆκε ἡ αὐγὴ ἀνακαθισμένο στὸ στρῶμα του νὰ διαλογίζεται ἀπελπισμένα. Ἔνοιωθε ἐξαντλημένος καὶ βαρύς. Δὲν εἶχε οὔτε ὄρεξη, οὔτε καὶ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ νὰ περπατήσει, ὥσπου πρόβαλε στὴν πόρτα τὸ μειλίχιο πρόσωπο τοῦ Κύριλλου. «Τί βασανίζεσαι ἀδελφέ μου, ὅλα ἔχουν τὸν τσαρέ τους...» εἶπε ὁ Κύριλλος κι ὁ Γέροντας προφταίνοντάς τον ρώτησε: «Ναί, ἀλλὰ ποιὸς εἶναι;». Κουβέντιασαν καὶ ξανακουβέντιασαν τὸ θέμα ὁλόκληρη τὴ μέρα. Καὶ πάλι τὴν ἄλλη μέρα, κι ὕστερα κι ἄλλες μέρες κι οἱ βδομάδες περνοῦσαν χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ καταλήξουν καὶ νὰ συμφωνήσουν στὸ τί ἦταν σωστὸ νὰ πράξουν, ὥσπου κάποια μέρα ὁ θεῖος τους Κωνσταντίνος, ποὺ παραβρισκόταν σὲ μιὰ τέτοια συζήτηση, τοὺς πρότεινε νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ἴδιος τὸν Δεσπότη, μήπως καὶ μὲ τὸ κύρος του τὸν μεταπείσει. Μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ κάνουν δέχτηκαν τὴν πρότασή του κι ὁ θεῖος τους ἐπισκέφθηκε τὸν Δεσπότη καὶ συζήτησε μαζί του τὸ θέμα. Ὁ Δεσπότης στὴν ἀρχὴ φάνηκε ἀνένδοτος, ὅταν ὅμως ὁ Κωνσταντίνος τοῦ θύμισε τὴ δυσαρέσκεια πολλῶν νοικοκυραίων γιὰ τὴν πρὸ τριετίας ἐσπευσμένη ἀναχώρηση τῶν ἀδελφῶν ἐξ αἰτίας τῆς ἐχθρικῆς του στάσης ἀπέναντί τους, ἑλισσόμενος εἶπε: «Παρόλο ποὺ φοβοῦμαι ὅτι ἡ δουλειὰ αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει συμφορὲς καὶ νὰ μᾶς δημιουργήσει τζερεμέδες, δὲν θὰ εἶχα ἀντίρρηση ἂν οἱ ἀρχὲς τὸ ἐπέτρεπαν». «Δέσποτά μου, ἐσὺ εἶσαι ἡ ἀρχὴ κι ἀπ’ τὸν λόγο σου ἐξαρτᾶται ἡ πραγματοποίηση τοῦ ἔργου αὐτοῦ, ποὺ οὔτε τζερεμέδες, οὔτε συμφορὲς θὰ μᾶς προκαλέσει ὅπως θαρρεῖς. Ἀλλὰ πολλοὺς εὐσεβεῖς θὰ κάνει νὰ χαροῦν καθὼς θὰ πηγαίνουν νὰ προσκυνήσουν καὶ ν’ ἁγιαστοῦν στὶς παννυχίδες τοῦ Μετοχιοῦ». Τί δὲν τοῦ εἶπε μέχρι νὰ τὸν πείσει νὰ πάρει τὴν πρωτοβουλία καὶ νὰ πεῖ στοὺς ἀγάδες μιὰ κουβέντα προκειμένου νὰ μὴν ἐμποδίσουν τὴν ἀναστήλωση τοῦ Μετοχιοῦ, δὲν λέγεται. Στὸ τέλος πῆρε, τουλάχιστο, τὴ διαβεβαίωση ὅτι δὲν θ’ ἀντιδροῦσε σὲ περίπτωση ποὺ οἱ ἀρχὲς τοῦ ντοβλετιοῦ ἔδιναν τὴν συγκατάθεσή τους, πράγμα τὸ ὁποῖο θεωροῦσε ἐντελῶς ἀπίθανο ὁ Δεσπότης. Ὅμως ἔπρεπε ξαναρχίσουν τὰ μαθήματα στὸ κατώι τῆς «πατρικῆς οἰκίας» γιατί οὔτε τὰ παιδιὰ ἔκανε νὰ περιμένουν πολὺ ἀκόμα, οὔτε ἡ ἔκβαση τοῦ ἐγχειρήματος τῆς μετατροπῆς τοῦ Μετοχιοῦ σὲ διδασκαλεῖο φαινόταν πολὺ πιθανή. Ὁ χειμώνας ἦταν ἐπὶ θύραις καὶ πιὰ δὲν πρόφταινε τὸ κατώι νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τὰ παιδιὰ πρὸς διδασκαλία. Ἔτσι ὁ Γέροντας ἀποφάσισε νὰ περάσουν ἐκεῖνο τὸν χειμώνα διαβάζοντας τὰ βιβλία ποὺ κουβάλησαν μαζί τους καὶ βοηθώντας τοὺς ἱερεῖς στὰ καθήκοντά τους μέχρι νὰ φτάσει ἡ ἄνοιξη. Τότε, θὰ μποροῦσαν νά ’ρχονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ διάφορα
χωριὰ καὶ νὰ κάθονται στὸ κατώι γιὰ μάθημα χωρὶς νὰ κρυώνουν. Ὅταν ἐπιτέλους ἔλειωσαν καὶ τὰ τελευταῖα χιόνια τοῦ Μάρτη, ποὺ εἶχαν καλύψει πέρα ὣς πέρα τὸ νησί, ἀποκλείοντας τοὺς κατοίκους στὰ σπίτια τους γιὰ μέρες ὁλόκληρες καὶ καταστρέφοντας τὰ περισσότερα ἐλαιόδεντρα ποὺ οἱ καλοκαιρίες τοῦ Φλεβάρη τὰ εἶχαν πλημμυρίσει μὲ χυμούς, τ’ ἀδέρφια ἄρχισαν νὰ πηγαινοέρχονται στὸν χῶρο τοῦ Μετοχιοῦ ἐξετάζοντας τὸ ἔδαφος καὶ τὴν κατάσταση τῶν κτισμάτων. Λογάριαζαν τὸ κόστος καὶ σχεδίαζαν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γινόταν οἱ ἐπισκευές. Ὅμως οὔτε τὰ χρήματα τοὺς ἔφταναν, ἀφοῦ «σύψωμα» οἱ μαστόροι τοὺς ζητοῦσαν σαρανταπέντε καὶ πενήντα παράδες τὴ μέρα, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση νὰ ἀπουσιάζουν καὶ κάποιες ὧρες προκειμένου νὰ «μεταδέσωσι τὰ ζῶα των», οὔτε βέβαια εἶχαν ἐξασφαλισμένη τὴν συγκατάθεση τῶν ἀγάδων, παρὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ θείου τους, ὅτι μὲ κάποια δωροδοκία θὰ τὴν πετύχαιναν. Ἀποφάσισαν λοιπὸν νὰ ξαναρχίσουν τὰ μαθήματα στὸ πατρικό τους, τουλάχιστο γιὰ κείνους τοὺς μαθητὲς ποὺ ἦταν προχωρημένοι καὶ τοὺς διέκοψαν ὅταν εἶχαν ἀποφασίσει νὰ φύγουν γιὰ τὶς Κυδωνιές. Ξεκίνησαν λοιπὸν τὰ μαθήματα διδάσκοντας ὁ Γέροντας ἑλληνικά, μαθηματικά, ἱστορία, γεωγραφία καὶ κοσμογραφία, καὶ ὁ Κύριλλος θρησκευτικὴ ἱστορία καὶ λειτουργική. Οἱ μαθητὲς δὲν ἄργησαν νὰ προσαρμοστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὸν ρυθμό. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς δυσκόλευε κάπως ἦταν οἱ καινούριες ἔννοιες τῆς κοσμογραφίας καὶ τῆς ἀστρονομίας, μὲ τὶς ὁποῖες ὣς τότε δὲν εἶχαν καμμιὰ ἐπαφὴ καὶ ποὺ πρώτη φορὰ συναντοῦσαν. Μὲ τὴ διδασκαλία, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς τόσο ἔφτιαχνε κι ἡ διάθεση τοῦ Γέροντα, ποὺ μὲ τὴν ἀδράνεια τόσων μηνῶν εἶχε γίνει καταθλιπτικὸς καὶ δύσθυμος. Ἡ προθυμία, ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῶν μαθητῶν τοῦ ἔδωσαν καινούρια φτερά, καινούριο κουράγιο. Ἔτσι ἔχοντας κάθε μέρα νὰ κάνει καὶ κάτι καινούριο, προκειμένου νὰ βελτιώσει τὸ ἐπίπεδο τῆς διδασκαλίας, ὥστε νὰ τὴν προσαρμόσει ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο στὶς καινούριες ἐπιστημονικὲς ἀντιλήψεις, δὲν κατάλαβε πότε πέρασε ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι. Εὐτυχῶς ὁ χειμώνας ποὺ ἀκολούθησε δὲν ἔμοιαζε μὲ τὸν περασμένο. Οἱ βροχὲς ἦταν πολλές, ὅμως οὔτε τὸ χιόνι σκέπασε μὲ τὶς ἑβδομάδες τὰ χωριά, οὔτε τὸ κρύο ἐξάντλησε γρήγορα τὶς θημωνιὲς τῶν ξύλων. Τὰ βράδια, ὅταν τελείωναν τὰ μαθήματα καὶ τὸ σπίτι ἄδειαζε ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν, καθισμένοι οἱ ἀδερφοὶ ἀπέναντι στὸ τζάκι ἄνοιγαν ἄλλοτε τὸν Ξενοφώντα καὶ τὸν Ὅμηρο, ἄλλοτε τὴ Γεωγραφία τοῦ Ἄνθιμου Γαζῆ, ἄλλοτε τὴν «Παλαιὰν Ἱστορίαν τοῦ Κυρίου Ρολλίν» κι ἄλλοτε ἄλλα βιβλία, ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἄντεχαν τὰ μάτια τους
τὴν κοπιαστικὴ ἀνάγνωση κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ κι ὕστερα ἔπεφταν γιὰ ὕπνο. Τὴν αὐγὴ τοὺς περίμενε ὁ Ὄρθρος κι ὕστερα πάλι τὰ μαθήματα. Ὄμως συχνὰ ἀργοῦσε ὁ ὕπνος νὰ τοὺς πάρει, γιατί στὸν νοῦ τους τριγύριζε βασανιστικὰ ἡ σκέψη τῆς στέγασης τοῦ σχολείου στὸ Μετόχι. Αὐτὸς ἔπρεπε νά ’ναι ὁ τελευταῖος χειμώνας διδασκαλίας στὸ κατώι. Ἔτσι, ἀφοῦ πρῶτα συνεννοήθηκαν μὲ τὸν θεῖο τους Κωνσταντίνο, ποὺ γνώριζε πρόσωπα καὶ πράγματα στὴ διοίκηση, ἀποφάσισαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Ζαπτιὲ ποὺ εἶχε τὸν πρῶτο λόγο γιὰ ὅ,τι γινόταν στὸ νησί. Κάποιο πρωὶ λοιπόν, φορτωμένοι τὸ δισάκκι, πῆραν ξανὰ τὸν δρόμο πρὸς τὸ Κάστρο. Προορισμός τους τὸ κατάλυμα τοῦ Ζαπτιέ. Περπατοῦσαν γρήγορα, χωρὶς ν’ ἀνταλλάσσουν λέξη μεταξύ τους. Χίλιες σκέψεις περνοῦσαν ἀπ’ τὸ μυαλό τους καὶ μύριοι φόβοι ἔσκιαζαν τὴν ψυχή τους. Κι ὅσο ζύγωναν στὸ φρούριο τόσο καὶ πιὸ πολὺ σφιγγόταν ἡ καρδιά τους. Ὅταν πιὰ πλησίασαν στὰ πενήντα βήματα ὁ Γέροντας ἔδωσε τὸ δισάκκι στὸν Κύριλλο, διόρθωσε τὸν σκοῦφο του, τακτοποίησε τὰ γένια του καὶ προχώρησε μπροστά. Δὲν πρόφτασαν καλὰ καλὰ νὰ πλησιάσουν στὸν αὐλόγυρο ὅταν ἕνας ἁρματωμένος φρουρὸς πετάχτηκε μπροστὰ κόβοντάς τους τὸν δρόμο. «Ποῦ πάτε ἀπὸ δῶ βρὲ καλόγεροι, δὲν ξέρετε ὅτι ἀπαγορεύεται. Φρουραρχεῖο εἶναι δῶ!» εἶπε μὲ βαριὰ φωνὴ καὶ ὕφος ποὺ δὲν ἐπιδεχόταν ἀντίρρηση. Αὐτοστιγμεὶ σταμάτησαν κι οἱ δυὸ κι ὁ Γέροντας χαιρετώντας μὲ μιὰ ἐλαφρὰ ὑπόκλιση εἶπε πὼς πήγαιναν νὰ δοῦν τὸν Ζαπτιέ. Ὁ φρουρὸς μὲ ἀκόμα πιὸ βλοσυρὸ ὕφος ἐπανέλαβε τὴ λέξη «ἀπαγορεύεται» γιὰ νὰ προσθέσει στὴ συνέχεια: «Καὶ τί δουλειὰ ἔχετε σεῖς καλόγεροι στὸν ὀντὰ τοῦ Ζαπτιέ;» «Κάτι θέλουμε νὰ τὸν ρωτήσουμε» εἶπε ὁ Γέροντας, προσθέτοντας: «Εἴμαστε ἀνίψια τοῦ Κωσταντῆ ἐφέντη. Ξέρει ἡ ἀφεντιά του πὼς θά ’ρχόμασταν σήμερα». «Στάσου νὰ δοῦμε ἂν εἶναι ἔτσι» εἶπε ὁ φρουρὸς καὶ κίνησε νὰ μπεῖ στὸ κτίριο, μὰ πρὶν ἀνοίξει τὴν πόρτα στράφηκε ξανὰ πίσω λέγοντας: «Καὶ μὴν κουνηθεῖτε ἀπὸ κεῖ, ἔ!». Ὁ φρουρὸς δὲν ἄργησε νὰ ξαναβγεῖ κάνοντάς τους νόημα νὰ περάσουν. Οἱ δυὸ ἀδερφοὶ μπῆκαν μέσα κι ἀφοῦ ὑποκλίθηκαν καὶ καλημέρισαν στάθηκαν στὴ μέση περίπου τοῦ δωματίου. Ὁ Ζαπτιὲς ἀκίνητος ἀπὸ τὴ θέση του στὸ μιντέρι ρώτησε γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής τους. Ὁ Γέροντας πῆρε τὸν λόγο καὶ ἐξήγησε, χωρὶς πολλὲς λεπτομέρειες, πὼς ἤθελε τὴν ἄδειά του προκειμένου νὰ ἐπισκευάσει τὸ ἐρειπωμένο Μετόχι στὴν ἀπέναντι πλαγιά. Ὁ Ζαπτιὲς χωρὶς
νὰ ζητήσει καμμιὰ ἐπιπλέον ἐξήγηση παρατήρησε αὐστηρά, σχεδὸν ἀρνητικά: «Δὲν ξέρεις βρὲ καλόγερε ὅτι αὐτὴ ἡ δουλειὰ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι μου. Μπορῶ νὰ σοῦ δώσω ἐγὼ ἄδεια χωρὶς νὰ ρωτήσω τὸν Βαλὴ τῆς Μυτιλήνης; Ἀδύνατο πράμα μου ζητᾶς» «Μὰ ἀφέντη μου δὲν θὰ κάνουμε μεγάλα πράγματα. Νά, τὰ ντουβάρια λίγο θὰ σουλουπώσουμε καὶ τὸν φράχτη νὰ μὴν μπαίνουν τὰ ζῶα μέσα». «Δὲν γίνεται, δὲν γίνεται» ἀπάντησε ἀπότομα ἐκεῖνος. Ὁ Γέροντας ἔκανε νόημα στὸν Κύριλλο νὰ ἀνοίξει τὸ δισάκκι καὶ σκύβοντας πῆρε ἀπὸ μέσα ἕνα μεγάλο σαμοβάρι ποὺ ἄστραψε στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ποὺ τρύπωναν ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ παράθυρο τοῦ ὀντᾶ. Κρατώντας το ὄρθιο μὲ τὰ δυό του χέρια, προχώρησε πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ζαπτιὲ καὶ λέγοντας «Νὰ μᾶς συμπαθᾶς γιὰ τὴ ἐνόχληση ἀφέντη, ἀλλὰ δέξου τοῦτο τὸ δῶρο ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καλόγερους», ἔκανε μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση, τόση ὅσο νὰ κροταλίσει στὰ τοιχώματὰ του τὸ πουγκὶ μὲ τὰ ἄσπρα. Μὲ μιᾶς τὰ μάτια τοῦ Ζαπτιὲ ἄστραψαν καὶ μόλις τὸ πῆρε στὰ χέρια του, σήκωσε τὸ καπάκι καὶ ρίχνοντας μιὰ γρήγορη ματιὰ εἶπε: «Σπουδαῖο τὸ δῶρο σου καλόγερε!». «Εἶναι ρώσσικο ἀφέντη, τὸ ἀγοράσαμε ἀπ’ τ’ Ἀιβαλί» εἶπε ὁ Γέροντας σὰν νὰ μὴν καταλάβαινε γιὰ ποιὸ δῶρο μιλοῦσε ὁ Ζαπτιές, ὁ ὁποῖος στριφογυρίζοντας τὸ σαμοβάρι στὰ χέρια του μὲ θαυμασμὸ καὶ μαλακώνοντας τὴ φωνὴ του συμπλήρωσε: «Νά ’ταν μόνο τοῦ χεριοῦ μου θὰ σᾶς ἔκανα τὴ χάρη πού μοῦ ζητήσατε, ὅμως εἶναι καὶ κεῖνος ὁ γουρσούζης ὁ Καντής». Δὲν χρειαζόταν καὶ ἰδιαίτερη ἐξυπνάδα γιὰ νὰ καταλάβουν τί ὑπονοοῦσε ὁ Ζαπτιὲς. Ἔτσι τὸ ἴδιο σκηνικὸ ἐπαναλήφθηκε τὴν ἄλλη μέρα μπροστὰ στὸν Καντή. Φυσικὰ δὲν χρειάστηκε ἡ συγκατάθεση κανενὸς ἀγᾶ καὶ κανενὸς Βαλῆ. Ἦταν ἐλεύθεροι ν’ ἀρχίσουν τὴν ἀναστήλωση, πάντα μὲ διακριτικότητα καὶ προσοχή, χωρὶς νὰ προκαλοῦν καὶ χωρὶς νὰ πολυσυζητήσουν τὸ θέμα πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς δουλειᾶς. Ὅμως τὸ ἔργο ἦταν μεγάλο καὶ δαπανηρὸ καὶ οἱ οἰκονομίες τους δὲν ἔφταναν, οὔτε φυσικὰ ἡ προθυμία τοῦ θείου τους νὰ συνδράμει. Μῆνες ὁλόκληρους μετροῦσαν καὶ λογάριαζαν, ἐξέταζαν τὸν χῶρο καὶ σχεδίαζαν, μὰ δὲν τοὺς ἔβγαινε. Συνυπολόγισαν τὰ ὑλικὰ ποὺ θὰ ξαναχρησιμοποιοῦσαν, κάτι καβάκια φυτεμένα ἀπὸ τὸν πατέρα τους ποὺ θὰ τά ’κοβαν γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς καινούριας στέγης, ὅμως καὶ πάλι δὲν ἔφταναν. Τὸ γύριζαν ἀπὸ δῶ τὸ γύριζαν ἀπὸ κεῖ, τίποτα. Δὲν ἔφταναν, δὲν ἔφταναν. Δὲν ἔμενε παρὰ νὰ καταφύγουν στὸ μοναστήρι τους. Ἀφοῦ τὸ μελέτησαν καλά, ἀποφάσισαν νὰ ἀπευθυνθοῦν στὸ μοναστήρι καὶ νὰ
ζητήσουν τὴ συνδρομή του, τὴν ὁποία θὰ ἀνταπέδιδαν μὲ ὅποιο τρόπο ἡ Σύναξη ἐπιθυμοῦσε. Κάθισε λοιπὸν ὁ Γέροντας κι ἔγραψε ἕνα μακροσκελὲς κι ἀναλυτικὸ γράμμα ἐξηγώντας τὶς λεπτομέρειες τοῦ ἐγχειρήματος, δίνοντας παράλληλα σαφὴ ὑπόσχεση τῆς ἐκπλήρωσης ἀπὸ μέρους του τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ θὰ συνεπάγετο ἡ βοήθεια ποὺ ζητοῦσε. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς κι ἡ ἀπάντηση ἦρθε. Τὸ μοναστήρι μὲ μεγάλη προθυμία ἦταν ἕτοιμο νὰ προσφέρει τὴ συνδρομή του στὴν ἐπισκευὴ τοῦ Μετοχιοῦ, θέτοντας σὲ δεύτερη μοίρα τὴν ὑποχρέωση τῶν ἀδερφῶν νὰ ἀνταποδώσουν αὐτὴ τὴν εὐεργεσία κι ἀφήνοντας στὴ διάθεσή τους νὰ προσφέρουν στὴ μονὴ ὅ,τι αὐτοὶ προαιροῦντο. Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτό, χωρὶς καμμιὰ καθυστέρηση κι ἀναβολή, ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες. Ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὸ Μετόχι γέμισε ἀνθρώπους καὶ φωνές. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ἀντηχοῦσαν τὰ σφυριὰ κι οἱ ἀξίνες καὶ τὰ μουλάρια ἀνεβοκατέβαιναν συνεχῶς κουβαλώντας πέτρες κι ἄλλα χρειώδη. Παρὰ τὶς κάποιες δυσκολίες ποὺ συνάντησαν στὴν ἀρχὴ προκειμένου νὰ σταθεροποιήσουν τὰ παλιὰ «τζουρούκικα τοβάρια», ἡ ἀνοικοδόμηση προχωροῦσε μὲ ταχύτατο ρυθμό. Βλέποντας ὁ Γέροντας τὴ μεγάλη αὐτὴ πρόοδο, ξανάγραψε στὸ μοναστήρι ζητώντας νὰ τοῦ στείλουν τὸ γρηγορότερο τεχνίτες «ὁμοῦ μὲ τὸν κερεστέν: 400 ρεντίνας, 600 καπρούλια καὶ 2.000 σανίδια», δηλώνοντας παράλληλα ὅτι ἔναντι τῆς βοήθειας ποὺ τοῦ προσφέρει τὸ μοναστήρι ὁ ἴδιος θ’ ἀνταπέδιδε «400-500 γρόσια τὸν χρόνον». Καὶ καθὼς τὰ δυὸ ἀδέλφια θαύμαζαν τὸ καθημερινὸ ἀψήλωμα τῶν τοίχων, περιμένοντας μὲ ἀγωνία τὴν ἀποστολὴ τῆς ξυλείας ἀπὸ τὸ Ὄρος, νά ’σου ἕνα πρωὶ μπροστὰ τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ζαπτιὲ καὶ τοῦ Καντῆ, νὰ τοὺς προστάζουν νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν στὸ φρούριο γιατί παραβήκανε, λέει, τὸν νόμο. Δὲν χρειαζόταν βέβαια καὶ πολὺ γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι «ἡ ὑποδοχὴ μὲ ὄμμα ἱλαρὸν ἐν ὄσῳ ἔλαμπον ἔμπροσθέν τους τὰ λαμπρὰ δῶρα» κατὰ τὶς ἐπισκέψεις τους σ’ αὐτούς, εἶχε μετατραπεῖ σὲ «αἰσχροκερδῆ διάθεσιν» κι ὅτι σκοπός τους ἦταν νὰ τοὺς μπουντρουμιάσουν προκειμένου νὰ διαπραγματευτοῦν ἀκριβὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Εὐτυχῶς ποὺ ἦταν ἄμεση ἡ ἐπέμβαση τοῦ θείου τους Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Δεσπότη, ποὺ φυσικὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιτρέψει τὴν κακοποίηση μοναχῶν, ὅσο κι ἂν τοὺς ἀντιπαθοῦσε κι ὅσο ἄν, ἐκ τῶν ὑστέρων, δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ γκρινιάζει γι’ αὐτοὺς καὶ νὰ καταφέρεται. Παρ’ ὁλ’ αὐτὰ ἡ διάθεση καὶ ἡ ὁρμή τους δὲν ἀνακόπηκε. Ἀπὸ τὸ ξημέρωμα ὣς τὴν ὥρα ποὺ σκοτεινίαζε βρίσκονταν στὸ Μετόχι μ’ ἀνασκουμπωμένα τὰ
μανίκια, καθοδηγώντας τοὺς μαστόρους καὶ τοὺς ἐργάτες. Πρῶτοι πήγαιναν καὶ τελευταῖοι ἔφευγαν.
Κάθε βράδυ, ὅταν πιὰ ἔφευγε κι ὁ τελευταῖος ἐργάτης, κάθονταν οἱ δυὸ μαζὶ δίπλα στὴ βρύση στὴν εἴσοδο τῆς αὐλῆς κι ἀγνάντευαν τὴ θάλασσα πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Ἄθωνα, ἀπ’ ὅπου θα’ ρχόταν τὸ καΐκι μὲ τὴν ξυλεία. Ξαπόσταιναν κουβεντιάζοντας ἄλλοτε τὰ καθημερινὰ καὶ τετριμμένα κι ἄλλοτε τὶς ἀνησυχίες καὶ τοὺς προβληματισμούς τους γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου, σχολιάζοντας συχνότατα τὴν πολιτεία τῶν ἀνθρώπων μέσα στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας. Οἱ μέρες κι οἱ μῆνες πέρασαν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Τὰ χτισίματα τελείωσαν, ἡ ξυλεία καὶ τὰ μαστόρια ἔφθασαν στὴν ὥρα τους καὶ στήθηκαν σωστὰ κι ὡραῖα ὅλοι οἱ χῶροι. Τοποθετήθηκαν στὸ τέμπλο κι οἱ εἰκόνες καὶ τὸ Μετόχι ἦταν πιὰ ὁλότελα ἕτοιμο γιὰ τὶς πανηγύρεις καὶ τὶς ἀγρυπνίες, στὶς ὁποῖες γέμιζε ἀπὸ πιστούς, ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ ἦταν πὼς στρώθηκαν οἱ κάμαρες ὅπου θὰ γίνονταν οἱ διδασκαλίες καὶ ἡ μελέτη τῶν μαθητῶν ποὺ στὸ ἑξῆς θὰ μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιοῦν εὔκολα τὰ βιβλία τῶν δασκάλων τους, τὰ ὁποῖα εἶχαν τοποθετηθεῖ πάνω σὲ ράφια σὲ ξεχωριστὸ χῶρο. Ἡ χαρὰ κι ἡ ἱκανοποίησή τους ἦταν ὁλοφάνερη κι ὁ ἐνθουσιασμός τους δὲν κρυβόταν. Τὸ φθινόπωρο πιὰ θά ’ρχιζαν κανονικὰ τὰ μαθήματα μὲ μέθοδο καὶ πρόγραμμα. Ὅμως ὅπως τὰ σχεδίαζαν καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν μαθητῶν ποὺ εἶχαν ἐκδηλώσει τὴν ἐπιθυμία νὰ παρακολουθήσουν τὰ μαθήματα, χρειαζόταν τὴ βοήθεια καὶ κάποιου τρίτου ποὺ ἔπρεπε ν’ ἀναλάβει τὰ καθήκοντα τοῦ παιδονόμου. Φώναξαν λοιπὸν ἕνα βράδυ τὸν μικρότερο ἀδερφό τους Δημητρό, ποὺ ἀπὸ καιρὸ τοὺς ἔτρωγε νὰ γίνει κι αὐτὸς μονάχος καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ἂν ἀκόμα ἐπιμένει, νὰ γίνει ἡ κουρά του πρὶν ἀρχίσουν τὰ μαθήματα καὶ ν’ ἀναλάβει τὴ δουλειὰ τοῦ παιδονόμου. Ὁ Δημητρὸς πέταξε ἀπὸ τὴ χαρά του κι ἄρχισε νὰ φιλᾶ τὰ χέρια τους, ὅμως ὁ Γέροντας τὸν συνέφερε λέγοντας: «Δημητρέ, μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶναι βαριὰ ἡ καλογερική. Μπορεῖ τώρα νὰ χαίρεσαι, αὔριο ὅμως μπορεῖ νὰ κουραστεῖς ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς καὶ τὶς ἀπαγορεύσεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς». «Ἀδελφοί μου, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνειρό μου καὶ ὁ πόθος μου. Σᾶς δίνω τὸ λόγο μου πὼς θ’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμά σας καὶ τὴ διαγωγή σας. Κι ἀκόμα σας ὑπόσχομαι ὅτι θὰ κάνω ὑπακοὴ σ’ ὅ,τι μου λέτε, βάζοντας ὅλη μου τὴ δύναμη ν’ ἀποδειχτῶ ἀντάξιός σας καὶ χρήσιμος στὸν τόπο μας» ἀποκρίθηκε μὲ μεγάλη σοβαρότητα καὶ συγκίνηση ὁ Δημητρός. Θέλοντας νὰ
δοκιμάσουν τὴν ἀποφασιστικότητά του ἄρχισαν νὰ τοῦ ἐκθέτουν τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν πιὸ μικρὴ ὣς τὴν πιὸ μεγάλη. Ὅμως ἐκεῖνος ἔδειχνε ἀποφασισμένος καθὼς καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς μακρᾶς συζήτησης ποὺ ἀκολούθησε δὲ φάνηκε στιγμὴ νὰ δειλιάζει μπροστὰ στὶς ποικίλες ἀντιξοότητες ποὺ ἐνδεχόμενα θὰ συναντοῦσε στὸν μοναχικό του βίο. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς κι ὁ Δημητρὸς ὡς μοναχὸς Δοσίθεος, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ παιδονόμου στὸ σχολειὸ ποὺ πιὰ εἶχε ἀνοίξει καὶ λειτουργοῦσε στὶς αἴθουσες τοῦ Μετοχιοῦ. Τὸ πόσο χρήσιμος ἦταν στὸν ρόλο αὐτὸ ὁ Δοσίθεος φάνηκε ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς, ἀφοῦ ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν, ποὺ ἔσπευσε νὰ παρακολουθήσει τὰ μαθήματα, ὑπῆρξε ἀνέλπιστα μεγάλος ὅπως ἦταν μεγάλη καὶ ἡ ποικιλία τῶν χαρακτήρων τους. Ἔτσι ὁ Δοσίθεος, αὐστηρὸς μὲ τοὺς ἄτακτους καὶ ζωηρούς, εὐπροσήγορος μὲ τοὺς ἐπιμελεῖς καὶ φρόνιμους συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν τάξη καὶ τὴν καλὴ λειτουργία τοῦ διδασκαλείου. Ἡ ὣς πρὶν μῆνες εἰκόνα τῆς ἐρήμωσης ποὺ παρουσίαζε τὸ Μετόχι, εἶχε ὁλότελα ἀλλάξει. Ὁ τόπος γέμισε ἀπὸ τὰ τρεχάματα, τὶς φωνὲς καὶ τὰ γέλια τῶν παιδιῶν. Τὰ πήγαιν’ ἔλα τῶν ἐργατῶν ποὺ φύτευαν καὶ πότιζαν τὸν κῆπο ἦταν καθημερινὰ καὶ τὰ ἀνεβοκατεβάσματα τῶν προσκυνητριῶν, μὲ τὰ κεριά, τὸ θυμίαμα καὶ τὸ λάδι στὰ χέρια τὰ Σαββατόβραδα καὶ τὶς Κυριακὲς ἔγιναν ἀσταμάτητα. Ἐκεῖ ποὺ τὶς νύχτες δέσποζαν μόνο οἱ πνιχτὲς φωνὲς τῆς κουκουβάγιας καὶ τοῦ γκιώνη, τώρα ἀκούγονταν τὰ σιγομουρμούρισματα τῶν ἀναγνωσμάτων τῶν ἀγρυπνιῶν, κι οἱ μελωδικές ψαλμωδίες. Ὁ Γέροντας ἦταν, γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ χρόνια, χαρούμενος κι εὐτυχισμένος. Ἔβλεπε, ἐπιτέλους, οἱ κόποι του νὰ πιάνουν τόπο κι οἱ θυσίες του νὰ δικαιώνονται. Μὰ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα, μποροῦσε πιὰ νὰ ὀνειρεύεται τὶς καλλίτερες μέρες τοῦ αὔριο, ὅταν τὰ μαθητούδια του θά ’ταν πιὰ ἄντρες μὲ φρόνηση καὶ θά ’παιρναν στὰ χέρια τους τὴν τύχη τῆς Ἴμβρου, προδιαγράφοντας μιὰ ἄλλη ἐποχή. Ὧρες μεθοῦσε ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὅραμα τῆς ἄλλης ἐποχῆς κι ὀνειρευόταν τὴν πατρίδα του νὰ ξαναγεννιέται καὶ νὰ φωτίζεται ἀπ’ ὅλες τὶς χάρες τοῦ παρελθόντος, ἀναβαπτισμένη στὶς ἰδέες τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης ποὺ εἶχαν ἀνατείλει ἀπὸ καιρό. Προσηλωμένος σ’ αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ δὲν καταλάβαινε πότε περνοῦσαν οἱ βδομάδες, πότε οἱ μῆνες διαδέχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ πότε ἄλλαζαν οἱ ἐποχές. Ἔτσι καὶ δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία ὅταν μιὰ μέρα ἔφτασαν στὸ Μετόχι ὁ παπὰς ἀπὸ τ’ Ἀγρίδια, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέρο καλόγερο τοῦ μεγάλου μετοχιοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ τοῦ εἶπε πὼς στὸ χωριό του δυὸ ἡλικιωμένοι πέθαναν τὴν τελευταία βδομάδα ψημένοι ἀπὸ τὸν πυρετὸ καὶ
φτύνοντας αἷμα. Ὅμως δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ νὰ σοῦ πάλι ὁ γερο-καλόγερος. Ὁ Γέροντας μόλις εἶχε τελειώσει τὴ διδασκαλία τῆς «Κύρου ἀναβάσεως» κι εἶχε βγεῖ στὸν κῆπο νὰ ξαποστάσει. Περπατοῦσε ἀνάμεσα στὶς φρεσκομπολιασμένες ἀγριελιές, ὅταν ὁ γερο-καλόγερος τὸν πλησίασε καὶ ἰδιαίτερα ἀνήσυχος τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἄλλοι τρεῖς ἄνθρωποι πέθαναν στὰ γύρω χωριὰ μὲ τὰ ἴδια συμπτώματα κι ὅτι τοῦ ἑνὸς εἶχαν πρηστεῖ οἱ βουβῶνες κι ἡ κοιλιά του. «Γέροντά μου» εἶπε «φοβοῦμαι πὼς τὶς προάλλες ὅταν εἴχαμε ἔρθει ἐδῶ μὲ τὸν Ἀγριδιανὸ παπὰ δὲν ἔδωσες τὴν ἀπαιτούμενη σημασία στοὺς θανάτους πού σοῦ ἀναφέραμε». «Ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι εἶπα, γέρο μου, καὶ σκέφτηκα πὼς κάποιο κρύωμα τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς ἀποτελείωσε, ὅμως μ’ αὐτὰ ποὺ τώρα δὰ μοῦ εἶπες ἀνησυχῶ», «Εἶναι νὰ μὴν ἀνησυχεῖς Γέροντά μου. Πανούκλα μοῦ μυρίζει, κι ἂν δὲν κάνω λάθος, μεγάλο κακό, δυστυχία καὶ θρῆνος μᾶς περιμένει». Ὁ Γέροντας σιώπησε γιὰ λίγο, βλέποντας στὸ ἔντρομο πρόσωπο τοῦ γέρου νὰ ζωγραφίζεται ἡ ἀγωνία. Οἱ φόβοι του ἦταν ἀπόλυτα δικαιολογημένοι κι ἔπρεπε γρήγορα νὰ πάρουν τὰ μέτρα τους πρὶν ὁ λοιμὸς γενικευτεῖ καὶ πάρει σβάρνα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὰ παιδιά. Στὶς γωνίες τῶν ματιῶν του εἶχε σχηματιστεῖ ἕνας κόμπος δάκρυ ποὺ δύσκολα κρατιόταν στὴ θέση του. Ὁ γέρος ἀντιλαμβανόμενος τὴ δύσκολη θέση τοῦ Γέροντα καὶ θέλοντας νὰ μαλακώσει τὸν πόνο καὶ ν’ ἁπαλύνει τὴ θλίψη του, χαμήλωσε τὸ βλέμμα καὶ μὲ σιγανὴ φωνὴ εἶπε: «Συμπάθα με, δὲν ἤθελα νὰ σὲ πικράνω μὰ ἔπρεπε νά ’ρθω νὰ στὸ πῶ. Ἔχω καὶ γὼ τὴν ἴδια μὲ σένα ἀγωνία γιὰ τὰ σκολειαρόπαιδα. Σὲ νοιώθω ὅσο κανένας ἄλλος στὸ νησὶ καὶ δὲν θέλω νὰ πάθεις κακό, οὔτε σὺ οὔτε τὰ παιδιά. Ἡ ἀποστολή σου εἶναι μεγάλη καὶ πρέπει νὰ τὴν προφύλαξεις ἀπὸ παντὸς κινδύνου. Μὴν τρομάζεις τὸν λοιμὸ καὶ καμμιὰ πανούκλα, ὅσες κι ἂν τύχουν μπροστά σου. Ὁ δρόμος σου εἶναι μακρύς. Εἶσαι ἀκόμα στὴν ἀρχὴ κι ἂς νομίζεις πὼς σὲ πήρανε τὰ χρόνια! Ἄντε τώρα, δῶσ’ μου τὴν εὐλογία σου νὰ φεύγω». «Ὁ Κύριος», εἶπε ὁ Γέροντας κι ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸν γέρο σταυρωτά, ἐνῶ οἱ δυὸ κόμποι στὰ μάτια του, ἀσυγκράτητοι πιά, κύλησαν στὰ μάγουλά του καί, καθὼς ὁ γέρος ἀπομακρυνόταν κατηφορίζοντας πρὸς τὸν κάμπο, ἐκεῖνος πιέζοντας μὲ τὶς παλάμες τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν του προσπαθοῦσε νὰ σταματήσει τὰ δάκρυά του. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς ἀπὸ κείνη τὴ μέρα τῆς ἐπίσκεψης τοῦ γέρου κι ἡ ἀρρώστια εἶχε πάρει τὴ μορφὴ τῆς πανδημίας. Καθημερινὰ οἱ καμπάνες τῶν χωριῶν χτυποῦσαν πένθιμα καὶ οἱ νεκροὶ θάβονταν ὅπως ὅπως στὰ γρήγορα, χωρὶς νὰ τηροῦνται σχολαστικὰ τὰ διατεταγμένα τῆς λατρείας καὶ τοῦ ἐθίμου. Ἀπὸ δεξιὰ κι ἀριστερὰ ἀνέβαιναν καπνοὶ ἀπὸ τὸ κάψιμο τῶν ρούχων τῶν
νεκρῶν καὶ στοὺς φράχτες κείτονταν ὁλημερὶς στὸν ἥλιο ἁπλωμένα τὰ πλυμένα στὸ καυτὸ νερὸ στρωσίδια καὶ σκεπάσματα τῶν ἀρρώστων. Τὰ καμίνια ἔκαιγαν νυχθημερὸν προκειμένου νὰ προμηθεύσουν μὲ ἀσβέστη τὸν κόσμο, ποὺ δὲν κουραζόταν ν’ ἀσβεστώνει καὶ νὰ ξανασβεστώνει τοὺς τοίχους θέλοντας ν ἀπομακρύνει τὸ μίασμα. Στὰ σπίτια ὅπου ὑπῆρχε ἄρρωστος δὲν πλησίαζε κανείς, μόνοι τους οἱ οἰκεῖοι, πασαλειμμένοι στὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ λάδι προσπαθοῦσαν ν’ ἀνακουφίσουν τοὺς πάσχοντες ἀπὸ τὸν πυρετὸ καὶ τοὺς πόνους, βράζοντας λιναρόσπορο καὶ βάζοντας καταπλάσματα στοὺς πρησμένους βουβῶνες καὶ τὶς μασχάλες τους. Κι ὅταν οἱ πόνοι καὶ ὁ ὑψηλὸς πυρετὸς τοὺς ἔφερναν στὰ πρόθυρα τῆς τρέλλας καὶ τῆς παραφροσύνης, τοὺς πότιζαν δυνατὸ κρασὶ καὶ ρακὶ γιὰ νὰ τοὺς ἠρεμήσουν. Εἰκόνες φρίκης καὶ ἀπόγνωσης, ποὺ μοῦ διηγήθηκε ὁ Γέροντας κλαίγοντας κάποια φορά, μετὰ ἀπὸ ἐπανειλημμένες καὶ ἐπίμονες ἐρωτήσεις μου γιὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὴ θλίψη του ὅταν μου περιέγραψε τὸν θάνατο ἑνὸς μικροῦ μαθητή, τοῦ Θανασάκη, ποὺ πέθανε κυριολεκτικὰ μέσα στὰ χέρια τοῦ Κύριλλου, ὁ ὁποῖος χωρὶς νὰ λογαριάζει τὸν κίνδυνο ξημεροβραδιαζόταν στὸ σπίτι τοῦ μικροῦ γιατροπορεύοντάς τον. – Δεν εἶχα κοιμηθεῖ καθόλου, εἶπε, ὁλόκληρη ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ πρὶν ροδίσει ἡ αὐγή, ἄκουσα κάτω στὴν αὐλὴ νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς καὶ ἀναφιλητὰ ὁ Κύριλλος. Κατέβηκα τρέχοντας τὴ σκάλα καὶ πῆγα κοντά του. Κάθισα δίπλα του στὸ πεζούλι καὶ τὸν ἀγκάλιασα μὲ τὸ δεξί μου χέρι σφίγγοντάς του τὸν ὦμο καὶ τραντάζοντάς τον προσπάθησα νὰ τὸν παρηγορήσω, λέγοντας πὼς ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως καμμιὰ θεολογία καὶ καμμιὰ παρηγοριὰ δὲν μποροῦσε ν’ ἁπαλύνει τὸν πόνο του. «Ἀδελφέ μου, ἔλεγε καὶ ξανάναλεγε, πῶς νὰ ξεχάσω τὰ ματάκια του καθὼς ἔσβηναν μέσα στὸν πυρετὸ καὶ τὴν ἀνάσα του νὰ λιγοστεύει συνέχεια, ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε πόνο, παραδόθηκε στὴ νεκρικὴ ἀκινησία τὸ κορμάκι του. Καὶ τὴ χαροκαμένη μάνα του, νὰ σκύβει πάνω του νὰ τοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ φιλᾶ τὸ μέτωπό του… Εἶναι σὰν ν’ ἀκούω ἀκόμα τὴ φωνούλα του, ἐδῶ δίπλα στὴ αἴθουσα, ὅταν γεμάτο συστολὴ σηκωνόταν νὰ κλίνει κάποιο ὄνομα ἡ ν’ ἀπαγγείλει κάποιο στίχο…». Ἔτσι ἀγκαλιασμένους μᾶς βρῆκε ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε τὸ θάνατο τοῦ Θανασάκη. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ὁ Θανασάκης ποὺ θάψαμε ἐκείνη τὴ μέρα, ἀλλὰ κι ὁ Νικόλας κι ὁ Ἀριστοκλῆς ποὺ δὲν ἄντεξαν στὸν λοιμὸ καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Δὲν μπορεῖς, Γιώργη, νὰ φανταστεῖς τὸν πόνο καὶ τὸν σπαραγμὸ ἐκείνων τῶν ἡμερῶν. Δὲν ἤξερε ποιὸς ποιὸν νὰ παρηγορήσει! Τρέχαμε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι κι
ἀπὸ νεκροταφεῖο σὲ νεκροταφεῖο, νὰ δώσουμε ἕνα χέρι βοήθειας, μιὰ στάλα παρηγοριά. Νὰ παραμυθήσουμε τοὺς πονεμένους καὶ νὰ συνδράμουμε τοὺς ἀνήμπορους. Ἄλλο ποὺ τ’ ἀκοῦς κι ἄλλο νὰ τά ’χεις δεῖ καὶ νὰ τά ’χεις ζήσει. – Καὶ τὰ μαθήματα; Τί ἔγιναν τὰ μαθήματα Γέροντα; Ρώτησα. – Ποιά μαθήματα; Ἦταν καιρὸς πιὰ γιὰ μαθήματα; Τὰ παιδιὰ δὲν ξανάρθαν ἀπὸ κείνη τὴ μέρα τῆς ἐπίσκεψης τοῦ γέρου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο. Τὰ στείλαμε στὰ σπίτια τους, ἀφοῦ τὰ ὁρμηνέψανε τί θά ’πρεπε νὰ προσέχουν καὶ πῶς θά ’πρεπε νὰ ζοῦν. Στὸ Μετόχι μείναμε οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ μονάχα. Ὁ Δοσίθεος νὰ φροντίζει τὰ οἰκήματα καὶ νὰ περιποιεῖται τὸν λαχανόκηπο καὶ τὰ δέντρα, ἐγὼ νὰ διακονῶ στὸν ναὸ κάνοντας τὶς ἀκολουθίες καὶ νὰ μαγειρεύω ὅ,τι μποροῦσε νὰ βρεθεῖ ἐκείνη τὴν τραγικὴ ἐποχή. Κι ὁ Κύριλλος νὰ τρέχει ἀπὸ τὸ βράδυ ὣς τὸ πρωί, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κι ἀπὸ ἄρρωστο σὲ ἄρρωστο. «Θρηνῶν καὶ συγκοπτόμενος» παρέμεινε ἔγκλειστος ὁ Γέροντας στὸ ἄδειο καὶ βουβὸ πιὰ Μετόχι, προσπαθώντας νὰ κυλήσει τὸν καιρὸ μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴ βοήθεια πρὸς τὸν Δοσίθεο, ποὺ ὁλημερὶς ἔσκαβε καὶ ξεχορτάριαζε τὸν κῆπο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσουν ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ διατροφὴ δική τους καὶ τῶν ἀναξιοπαθούντων περιοίκων. Μπαινόβγαινε ἀπελπισμένα στὶς ἄδειες αἴθουσες, ἀναζητώντας τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν καὶ διαβάζοντας ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ἀπομεινάρια τῶν γυμνασμάτων ποὺ ἄφησαν πίσω τους. Μὲ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ καὶ τίποτα δὲν τὸν ἀνακούφιζε. Ἀναλογιζόταν ὅλες τὶς ὣς τότε κακοτυχίες καὶ ἀντιξοότητες, ποὺ δὲν ἐπέτρεψαν νὰ προκόψει τὸ γραμματοδιδασκαλεῖο ποὺ ὀνειρευόταν. Τὴ μιὰ οἱ ἀγάδες, τὴν ἄλλη ὁ Δεσπότης, τὴν παράλλη ὁ λοιμός. Ἡ μιὰ πανούκλα πάνω στὴν ἄλλη. Μέσα στὴ βαθιὰ ἀπόγνωση, ὅταν πιὰ οὔτε μποροῦσε μὰ κι οὔτε ἤθελε νὰ λογαριάσει τίποτα γιὰ τὸ μέλλον, πῆρε τὸ γράμμα τοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἰωαννίκιος πληροφοροῦσε τὴ «σοφολογιότητά» του, ὅτι ὁ ἄρχοντας Καυταντζόγλου πλήρωνε ἁδρὰ προκειμένου νὰ μάθουν τὰ παιδιά του γράμματα κι ὅτι ἦταν μεγάλη εὐκαιρία γιὰ κεῖνον καὶ τὸν Κύριλλο νὰ ἀναλάβουν αὐτὴ τὴ δουλειά. Ὁ Γέροντας διάβασε τὸ γράμμα καὶ μετὰ διπλώνοντάς το, τό ’χωσε μέσα σ’ ἕνα βιβλίο καὶ τό ’βαλε στὸ ράφι, χωρὶς τίποτα νὰ ἀναφέρει στ’ ἀδέρφια του. Ὅμως καὶ καταχωνιασμένο ἀκόμα δὲν ἔπαυε νά ’ναι ἕνας κεραυνὸς ἐν αἰθρία. Ἐκεῖ ποὺ ἀπεγνωσμένος δὲν ἀποτολμοῦσε νὰ ξανασκεφτεῖ τίποτα γιὰ τὸ αὔριο, ἐρχόταν τώρα ἡ ἐπιστολὴ τούτη τοῦ Ἐπιτρόπου νὰ τοῦ προσφέρει τὴν εὐκαιρία
νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴν ἀπραξία καὶ τὴ θλίψη, ἐμβάλλοντάς τον σὲ καινούριες σκέψεις.
***
«Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
«Σαράντα ἡμέρας ἔχω, ἀφ’ οὗ ἦλθον εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ ἀρχοντικόν, καὶ οὔτε ἐβγῆκα πλέον ἔξω, οὔτε ἔχω τὴν ἄδειαν νὰ ἔβγω καὶ νὰ ὑπάγω εἰς ἄλλο μέρος, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν τὴν Κυριακὴ μόνον, καὶ τότε πάλιν μὲ μεγάλην προσοχήν· κάθημαι κλεισμένος ἕως νὰ ἰδῶμεν πότε θέλει παύσει ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ», ἔγραφε στὸν Δοσίθεο ὁ Γέροντας καθισμένος στὸ τραπέζι ἀπέναντι στὸ μοναδικὸ παράθυρο τοῦ δωματίου του, ποὺ τὸ κάλυπτε ἐξ ὁλοκλήρου σχεδόν, τὸ πυκνὸ φύλλωμα μιᾶς μουριᾶς φυτεμένης στὴ μέση της ὁλότελα κλειστῆς αὐλῆς, περιφραγμένης ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸ τοῖχο, ποὺ δὲν ἐπέτρεπε σὲ κανένα μάτι νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἐνδότερα τῆς κατοικίας τοῦ Καυταντζόγλου. Ἐδῶ λοιπόν, σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ δωμάτιο ποὺ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ ὑπόλοιπο σπίτι μέσω τοῦ στενόμακρου διαδρόμου, ὁ ὁποῖος ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὴ μεγάλη κεντρικὴ σάλα, μὲ τέσσερα ἐσωτερικὰ σκαλιά, στὴν ἔξοδο πρὸς τὴν αὐλή, εἶχε ἐγκατασταθεῖ μὲ τὰ λιγοστὰ ὑπάρχοντά του ἀπὸ τὸ πρῶτο βράδυ, ἀμέσως μετὰ τὸ καλοσώρισμά του ἀπὸ τοὺς οἰκοδεσπότες. Τίποτα τὸ ἐντυπωσιακὸ δὲν περιλάμβαναν γιὰ κείνη τὴν ὑποδοχὴ οἱ κατὰ καιροὺς ἀφηγήσεις τῆς ἄφιξής του στὴ Θεσσαλονίκη, ἐνῶ παραστατικότατα ἐξιστοροῦσε τὸν κατάπλου στὸν Θερμαϊκὸ τὴν ὥρα τῆς δύσης καθὼς οἱ ἀνακλάσεις τῶν ἀκτίνων τοῦ ἥλιου ποὺ ἔγερνε πρὸς τὰ Πιέρια, χρύσωναν τὴν πόλη, ποὺ σκαλοπατιαστὰ ἀναρριχόνταν μὲ τοὺς κορδωμένους δίπλα στοὺς βυζαντινοὺς τρούλους, μιναρέδες καὶ τὰ τείχη της ποὺ βάφονταν ὁλοένα καὶ πιὸ πορφυρά, ὀρθώνοντας ὅλο καὶ περισσότερο τὸ ἀνάστημά τους καθὼς ἡ μικρὴ ταρτάνα πλησίαζε ὅλο καὶ πιὸ κοντά. Μὲ λεπτομέρειες διηγεῖτο τὴν ἀποβίβασή του, τοὺς διαπληκτισμοὺς τῶν βαρκάρηδων καὶ τῶν χαμάληδων γιὰ τὸ ποιὸς θὰ πρωτοαρπάξει τὸν ἀποβιβαζόμενο, ἀλλὰ καὶ τὴν καλοσυνάτη προϋπάντηση ἀπὸ
τὸν γέρο Μωΰς, ποὺ μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα ἔβγαλε τὶς ἀποσκευές του ἀπὸ τὸ καΐκι καὶ μὲ περισσὴ προσοχὴ τὶς τοποθέτησε στὸ πίσω μέρος τοῦ ἀραμπᾶ δένοντάς τες σφιχτά, ἔτσι ποὺ οὔτε κὰν ταρακουνήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἔντονους κραδασμοὺς κατὰ τὴ διαδρομὴ πρὸς τὸ σπίτι. Μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση περιέγραφε τὴν ἀναπάντεχη ἀθλιότητα ποὺ ἀντίκρισαν ἐκεῖνο τὸ ἀπόβραδο τὰ μάτια του, καθὼς διέσχιζε τοὺς λασπωμένους ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ἀπόνερα καὶ πλημμυρισμένους ἀπὸ σκουπίδια δρόμους. Τοὺς σκυθρωποὺς ἀνθρώπους ποὺ βαδίζοντας σκυφτὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχόσπιτα δὲν σήκωναν τὸ βλέμμα ἀπὸ κάτω παρὰ μόνο ὅταν κοιτώντας λοξὰ διαπίστωναν ὅτι κανεὶς δὲν τοὺς παρακολουθεῖ. Αὐτὴ ἡ ἀπαράμιλλη κατήφεια συμπληρωνόταν ἀπὸ τὸν προπετὴ βηματισμὸ τῶν ζαπτιέδων καὶ τῶν μπεκτσήδων. Μὰ περισσότερο ἐντυπωσιακὴ ἦταν ἡ περιγραφὴ τῆς συμφωνίας τῶν μουεζίνηδων, ποὺ τὸ βραδινὸ ἐζάνι τους ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῶν πυκνῶν μιναρέδων ἁπλωνόταν πέρα ὣς πέρα στὴν πόλη, μὲ χρωματικὲς ἐναλλαγὲς ἐναρμόνιων καὶ πλάγιων ἤχων, σκεπάζοντας τὸν οὐρανό της καὶ ταράζοντας τὴ γαλήνη τοῦ δειλινοῦ ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μένει καμμιὰ αὐταπάτη… «Ποτὲ ὣς τότε στὴ ζωή μου δὲν εἶχα ἀκούσει τόσους μαζεμένους μουεζίνηδες νὰ διαλαλοῦν τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Ἀλλάχ, ὅσους ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ Αὐγούστου» ἐπαναλάμβανε συχνότατα, ὅταν ἀναφερόταν σὲ κεῖνο τὸ ἀπόβραδο. Μ’ αὐτὲς τὶς εἰκόνες κλείστηκε στὸ ὄχι καὶ ἰδιαίτερα εὐρύχωρο δωμάτιο, τοῦ πίσω μέρους τοῦ ἰσογείου, μὲ τὸ μοναδικὸ παράθυρο. Ἐδῶ, στὸν περιορισμένο αὐτὸ χῶρο, ὅπου ἴσα ἴσα χωροῦσε τὸ κρεβάτι του, ἕνα τραπέζι καὶ δυὸ καρέκλες θὰ περνοῦσε ὅλη τὴ μέρα του, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς διδασκαλίας ποὺ γινόταν σ’ ἄλλο δωμάτιο στὸν πρῶτο ὄροφο, τὸ ὁποῖο φωτιζόταν ἀπὸ δυὸ μεγάλα παράθυρα καλυμμένα μὲ πυκνοϋφασμένες λευκὲς κουρτίνες, ἀδιαπέραστες ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα τῶν περαστικῶν. Οἱ συστάσεις —σὲ ὕφος ἀπόλυτης ἀπαγόρευσης— περιορισμοῦ τῆς ἐξόδου του μόνο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς, τοῦ εἶχαν δημιουργήσει ἔντονα τὸ αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης καὶ ὑποταγῆς. «Νὰ πωλῶ τὴν ἐλευθερίαν μου, τὸ τιμιώτερον καὶ μεγαλύτερον πρᾶγμα τοῦ ἀνθρώπου» διαλογιζόταν κι ὡς μοναδική του παρηγοριὰ ἀνέτειλε ἡ σκέψη ὅτι ἡ κατάσταση αὐτὴ ἄλλο σκοπὸ δὲν εἶχε παρὰ τὸ καλό τῆς πατρίδας καὶ τῶν ἀδερφῶν του. Ἔτσι, τουλάχιστο, θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει τὸν ξενιτεμὸ καὶ νὰ
ὑποφέρει τὴν ὑποταγὴ «εἰς κοσμικοὺς ἀνθρώπους». Ἄλλο δὲν τοῦ ἔμενε παρὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴ διδασκαλία καὶ νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ μελέτη. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μαζέψει γύρω του ὅσα πιὸ πολλὰ βιβλία μποροῦσε. Κι ἐπειδὴ τὰ ἰσχνὰ οἰκονομικά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν ἀκόμη ἀγορές, ἔγραψε στ’ ἀδέρφια του νὰ τοῦ στείλουν, μόλις βροῦν πιστὸ ἄνθρωπο, ράβοντας καλὰ σ’ ἕνα σακκούλι ἀνάμεσα σὲ «λεπτὰ σανιδάκια», τὴν ἰταλική του γραμματική, τὴν Γραμματική του Καρατζιᾶ καὶ τὸ ποιητικὸ ψαλτήρι. Πολλὰ περίμενε ἀπὸ αὐτὰ ὁ Γέροντας, ἐκείνη τὴν ἐνδεὴ στιγμή. Μὲ τὸ διάβασμα θὰ μποροῦσε νὰ καλύψει τὰ κενὰ ἀνάμεσα στὶς ὧρες διδασκαλίας καὶ νὰ γεμίσει τὶς ἀτέλειωτες νύχτες τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ ἐγκλεισμοῦ του, ἀφοῦ ἡ μοναδικὴ ἔξοδός του, πρὸς τὸ παρόν, παρέμεινε ἡ μὲ χίλιες προφυλάξεις μετάβασή του στὴν κοντινὴ Παναγούδα καὶ σπάνια στὴ νεόδμητη Λαγουδιανή. Ἐδῶ, σὲ τούτη τὴν πόλη, ἀκόμη κι αὐτὸ τὸ πρωτεῦον κι αὐτονόητο γιὰ κάθε μοναχό, ἡ προσευχὴ στὸν ναὸ καὶ ἡ θεία εὐχαριστία ἦταν πρόβλημα πρώτου μεγέθους καὶ ριψοκίνδυνη πρωτοβουλία. Μὲ περισσὴ προσοχὴ καὶ φροντίδα νὰ περνᾶ ἀπαρατήρητος, ἀποφεύγοντας τοὺς μεγάλους δρόμους, διάβαινε βιαστικὰ μέσα ἀπὸ τὰ στενοσόκακα νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, νὰ φτάσει ὅσο τὸ δυνατὸ συντομότερα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυση ἐκμεταλλευόμενος τὴν κίνηση, ποὺ στὸ μεταξὺ φούντωνε μὲ τὰ λογῆς λογῆς σούρτα φέρτα, προσπαθοῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητο τὸ σχῆμα του μὴν καὶ τοῦ τύχει τὸ κακὸ συναπάντημα. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ ἀντιλαμβανόταν τὸ βλέμμα κάποιων περίεργων νὰ καθηλώνεται πάνω του, ἔσπευδε νὰ ἀναμιχθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ γρήγορα μὲ τὸ πλῆθος καὶ νὰ χαθεῖ ἀνάμεσα στοὺς περαστικούς. Ὅλοι φοβόνταν τὴ σκιά τους. Οἱ Ἕλληνες τρόμαζαν ἀπὸ τὸ βλέμμα τῶν Τούρκων κι ἐκεῖνοι πανικοβάλονταν ἀπὸ τὶς συναθροίσεις τῶν Ρωμιῶν. Οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴ σειρά τους ὑποψιάζονταν καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, ξέροντας πόσο κι οἱ δυό τους ἔνοιωθαν συμπιεσμένοι ἀπὸ τὴν δική τους πληθώρα καὶ πολυμηχανία. Κανένας δὲν ἐμπιστευόταν κανέναν, ὅλοι ὑπέβλεπαν ὅλους, μιλοῦσαν καὶ συναλλάσσονταν καχύποπτα καὶ τὸ βράδυ ἔπαιρναν τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι σκεφτικοὶ καὶ προβληματισμένοι γιὰ τὸ αὔριο καὶ μόνο ὅταν ἔκλεινε πίσω τους ἡ πόρτα ἄφηναν ν’ ἀνθίσει στὸ πρόσωπό τους τὸ χαμόγελο. Ἡ χαρὰ ἦταν μόνιμα κλειδωμένη στὸ σπίτι καὶ τὸ γέλιο φυλακισμένο στὰ ἐσώτερα δωμάτιά του, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφτανε τὸ ἀφτὶ τοῦ ξένου καὶ τοῦ περίεργου. Ὁ Γέροντας συνηθισμένος ὣς τότε στὴν προσηνὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἀδελφότητας τοῦ Ὄρους, τὴν εὐπροσήγορη συναναστροφὴ τῶν ξωμάχων τῆς Ἴμβρου καὶ τὴν
πραότητα τῶν σχέσεων τοῦ Ἀιβαλιοῦ, ἀσφυκτιοῦσε μέσα στὸ κλίμα αὐτῆς τῆς πόλης ποὺ ἔμελλε νὰ ζήσει τὰ ἑπόμενα χρόνια. Ἔπρεπε ὡστόσο νὰ προσαρμοστεῖ. Ἄλλος τρόπος δὲν ὑπῆρχε κι ἔτσι μέρα μὲ τὴ μέρα, ὅλο καὶ πιὸ πολύ, συμβιβαζόταν μὲ τὴν κατάσταση καὶ μάθαινε κι αὐτὸς νὰ ζεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Σιγὰ σιγὰ συνήθισε στὴν ἀπομόνωσή του, ποὺ διασκεδαζόταν μόνο κατὰ τὶς ὧρες τοῦ μαθήματος ὅταν τὰ παιδιὰ μαζεύονταν στὸν χῶρο τῆς διδασκαλίας. Στὴν ἀρχὴ τὰ μαθήματα, στὰ πλαίσια μιᾶς τυπικῆς διαδικασίας καὶ μὲ τὶς δυσκολίες προσαρμογῆς, δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἐπίπονη κι ἄχαρη θά ’λεγε κανεὶς ἐνασχόληση, ποὺ περισσότερο τὸν κούραζε παρὰ τὸν εὐχαριστοῦσε. Ὅμως μὲ τὸν χρόνο καὶ καθὼς τὰ παιδιὰ ἔμπαιναν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ νόημα τῶν πραγμάτων καὶ οἱ ἀπορίες καὶ ἐρωτήσεις τους πλήθαιναν ὁλοένα, ἡ διάθεσή του βελτιωνόταν. Ἡ διαπίστωση πὼς οἱ κόποι του δὲν πήγαιναν χαμένοι καὶ πὼς ὁ σπόρος τῆς γνώσης ἔπεφτε σὲ γόνιμο ἔδαφος, τοῦ πρόσφεραν κάποια ἀνακούφηση, ποὺ συντελοῦσε στὴν ὄρεξη γιὰ περισσότερη δουλειά. Σταδιακὰ παρέτεινε τὸν χρόνο διδασκαλίας, χωρὶς καμμιὰ δυσφορία ἀπὸ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἔδειχναν νὰ ἀκοῦνε μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τὰ ὅσα τοὺς ἔλεγε ὁ δάσκαλός τους. Αὐτὲς οἱ ὧρες, μέσα στὸ κύλισμα τῶν ἡμερῶν ἔδιναν μιὰ ἐπιτάχυνση στοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, ποὺ νωχελικὰ ταλάντευε τὴν αἰώρα του στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου μὲ τὸ ρυθμικὸ κι ἐκνευριστικό του τὶκ-τάκ, τὸ ὁποῖο συνόδευε τὸ κάθε βῆμα καὶ τὴν κάθε σκέψη τοῦ εἰκοσιτετραώρου του. Τότε μόνο ἔπαυε νὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀργὸ ἑρπυσμὸ τοῦ φωτὸς πάνω στ’ ἁπλωμένα στὸ τραπέζι του βιβλία καὶ χαρτιά, ποὺ ὣς τότε ἦταν ἀποκλειστικὰ τὸ μοναδικὸ γι’ αὐτὸν σύμπαν. Διδάσκοντας μεγάλωνε κι ἡ ὄρεξή του γιὰ μελέτη.Ἔτσι, διαβάζοντας, γράφοντας καὶ σβήνοντας, συστηματοποιοῦσε κάθε μέρα καὶ πιὸ πολὺ τὰ γαλλικά, τὰ ἰταλικὰ καὶ τὶς γραμματολογικές του γνώσεις, ἐμβαθύνοντας ὅλο καὶ περισσότερο στὴ γλώσσα, ἐνῶ παράλληλα δὲν παραμελοῦσε τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία. Κι ὅσο οἱ στοῖβες τῶν βιβλίων στένευαν τὸν χῶρο τῆς μικρῆς κάμαρας καὶ καινούρια χαρτιὰ μὲ σημειώσεις σκέπαζαν τὰ παλιότερα, τόσο ἡ ἀναγνώριση τῆς διδακτικῆς του ἱκανότητας καὶ ἡ φήμη του διαδιδόταν στὴν πόλη. Στὶς οἰκογενειακὲς συναναστροφὲς καὶ τὶς συναθροίσεις τῶν προκρίτων ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀκουγόταν τὸ ὄνομά του καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησιὰ τὰ μάτια τῶν περισσότερων στρέφονταν ἐπάνω του συνοδεύοντας θαυμαστικοὺς μορφασμοὺς καὶ ψιθύρους.
Ἕνα βράδυ, ὅταν ὅλοι στὸ σπίτι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, καθὼς τεντωνόταν ἀκουμπισμένος στὴν πλάτη τῆς καρέκλας νὰ ξεμουδιάσει ἀπὸ τὸ πολύωρο σκύψιμο στὸ διάβασμα, ἄκουσε τὰ ἀργὰ βήματα τοῦ Καυταντζόγλου νὰ πλησιάζουν στὴν πόρτα του. Σηκώθηκε γρήγορα καὶ φόρεσε τὸ ἀντερί του περιμένοντας τὸ χτύπημα, ποὺ καθόλου δὲν ἄργησε. Ὁ Γέροντας ἄνοιξε ἀμέσως καὶ στὸ μισοσκόταδο πρόβαλε σοβαρὴ ἡ μορφὴ τοῦ ἄρχοντα. Ζήτησε συγνώμη γιὰ τὸ ἀκατάλληλο τῆς ὥρας καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἀλαφροπερπατώντας πέρασαν τὸ μακρὺ διάδρομο κι ἔφτασαν στὴ μεγάλη σάλα. Τὸν ὁδήγησε καὶ κάθισαν ἀντικριστὰ στὴν ἄκρη τοῦ μεγάλου τραπεζιοῦ καὶ χαμηλόφωνα τοῦ εἶπε: «Σὲ κάλεσα τώρα ἐδῶ, τέτοια ὥρα, ὄχι γιατί ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι κρυφὸ καὶ μυστικό, ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε πιὸ ἄνετα, χωρὶς παρεμβολὲς καὶ χωρὶς τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ μόλις ἀντιληφθοῦν τὴν παρουσία σου ψάχνουν αἰτία κι ἀφορμὴ γιὰ νὰ σὲ πλησιάσουν. Σὲ φώναξα, λοιπόν, γιὰ νὰ σοῦ πῶ, ἄλλη μιὰ φορά, πόσο εὐχαριστημένος εἶμαι ἀπὸ τὴ δουλειά σου...» «Ἄρχοντα, σ’ εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὰ καλά σου λόγια, μὰ δὲν χρειάζεται κάθε τόσο νὰ μοῦ τὸ λές. Θὰ τὸ πάρω πάνω μου!» διέκοψε αὐθόρμητα ὁ Γέροντας, ποὺ δὲν τοῦ ἄρεσαν καὶ πολὺ οἱ συχνοὶ κι ἐπαναλαμβανόμενοι ἔπαινοι. «Στάσου Γέροντα, δὲν στὸ λέω γιὰ κολακεία. Ἄλλωστε τὸ ξέρεις, τό ’μαθες πολὺ γρήγορα, πὼς δὲν εἶμαι ἄνθρωπος τῆς κολακείας καὶ τῶν παραπανίσιων λόγων, ἀλλὰ ἡ πρόοδος τῶν παιδιῶν εἶναι τέτοια ποὺ ὅλοι στὸ περιβάλλον μας τὸ διαπιστώνουν μονομιᾶς. Ἔτσι παντοῦ συζητιέται τὸ πόσο καλὸς δάσκαλος εἶσαι καὶ σ’ ὅλα τὰ καλὰ σπίτια θὰ σὲ ἤθελαν γιὰ δάσκαλο τῶν παιδιῶν τους. Μερικοὶ μάλιστα μὲ ρώτησαν ἂν θὰ σ’ ἐπέτρεπα νὰ πᾶς νὰ διδάξεις τὶς ἐλεύθερες ὧρες σου. Βέβαια δὲν ἔδωσα καμμιὰ ἀπάντηση. Ἤθελα πρῶτα νὰ κουβεντιάσω μαζί σου. Νά ’κούσω τὴ γνώμη σου». «Κύριε Ἐπίτροπε» —συνήθιζε νὰ τὸν ἀποκαλεῖ ἔτσι ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἦταν Ἐπίτροπος ὄχι μόνο τῶν Ἁγιορείτικων μοναστηριῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Βλαταίων καὶ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πόλης— «ξέρεις πὼς καιρὸς μὲ περισσεύει καὶ πὼς τὴ διδασκαλία τὴν ἀγαπῶ ὅσο τίποτα στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἐσὺ μετ’ ἐπιτάσεως μοῦ συνέστησες νὰ μὴν βγαίνω ἔξω παρὰ μόνο γιὰ τὸν ἀπαραίτητο ἐκκλησιασμό μου, διαπιστώνω κι ἐγὼ ὅτι ἡ κυκλοφορία στοὺς δρόμους καλόγερου καὶ ἱερωμένου εἶναι δύσκολη. Προσέχω κάθε φορὰ ποὺ περπατῶ μόνος τὴ μοχθηρία στὰ μάτια τῶν ἀλλόθρησκων καὶ τὴ βλοσηρότητα τοῦ προσώπου τῶν διάφορων ἀξιωματούχων ποὺ τυχαίνουν στὸ συναπάντημά μου» «Χαίρομαι ποὺ τό ’χεις καταλάβει καὶ δὲν θεωρεῖς ὑπερβολὴ τὴ σύστασή μου ν’ ἀποφεύγεις τὶς ἄσκοπες ἐξόδους», εἶπε ἐμφανῶς ἱκανοποιημένος ὁ Καυταντζόγλου κι ἀμέσως συμπλήρωσε: «Ὅμως ἔχω μιὰ πρόταση, ποὺ δὲν ξέρω πῶς θὰ τὴ δεχτεῖς. Πρόκειται γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ γαμπροῦ μου, ὁ ὁποῖος
φορτικὰ μὲ πιέζει νὰ σοῦ ζητήσω νὰ τοὺς κάνεις μάθημα. Μὲ τὸ ἀζημίωτο βέβαια. Ἔτσι, τοῦ εἶπα πὼς ἂν δεχόσουν νὰ τὰ διδάξεις ἐδῶ στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὰ δικά μου, δὲν θά ’χα ἀντίρρηση. Τί λές;». Ὁ Γέροντας τί νά ’λεγε; Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει, παρὰ νὰ δεχτεῖ μιὰ πρόταση ποὺ θ’ αὔξανε τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ διδασκαλία, θὰ γέμιζε τὶς ὧρες του καὶ θὰ μεγάλωνε, ὅσο μεγάλωνε, τὶς προσόδους του. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς πρότασης ἄλλαξε ἐντελῶς τὸ τοπίο τῆς διδασκαλίας. Μὲ τὴν πρόσθεση τοῦ Δημητροῦ, τοῦ Γιάννη, τοῦ Θεαγένη καὶ τῆς Μαργιόγκας, ἡ ὁμάδα εἶχε μεταβληθεῖ σὲ μιὰ ὁλόκληρη τάξη. Τώρα εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὄχι μόνο τὶς ζωηράδες καὶ τὶς ἀταξίες τους, ἀλλὰ καὶ τὴ διαφορετικὴ μεταξύ τους προόδο. Καὶ προπάντων τὶς ἀκατάπαυστες ἐρωτήσεις τοῦ Θεαγένη καὶ τοῦ Λύσανδρου ποὺ ἤθελαν νὰ τὰ μάθουν ὅλα μαζὶ καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν κάθε εἴδους περιέργεια ποὺ τοὺς δημιουργοῦσε τὸ διάβασμα καὶ ἡ παράδοση. Οἱ ὑπόλοιποι βλέποντάς τους συχνὰ νὰ μονοπωλοῦν τὴν ἐνασχόλησή του μαζί τους καὶ θέλοντας νὰ τοῦ ἀποσπάσουν τὴν προσοχή, ἄλλοτε θορυβοῦσαν ἀπροκάλυπτα κι ἄλλοτε προσπαθοῦσαν νὰ ἐπικαλύψουν τὶς ἀπορίες τῶν ἄλλων μὲ δικές τους ἐρωτήσεις. Κι ὅταν τὸ πράγμα παραγινόταν μὲ τὴν ἐπίκλιση «Ἐγὼ Γέροντα…, Ἐγὼ Γέροντα…» καὶ τὰ χέρια ὅλων γύρω στὸ μεγάλο τραπέζι ἦταν ὑψωμένα, κατέφευγε στὸ παιχνίδι τῶν γνώσεων μὲ τὶς κάρτες, ποὺ διασφάλιζε τὴ συμμετοχὴ ὅλων μὲ τὴ σειρά. Ἔτσι πετύχαινε ἀφ’ ἑνὸς τὸν κατευνασμό, ἀφ’ ἑτέρου τὴν ἀπρόσκοπτη συνέχιση τοῦ μαθήματος. Κάποια φορὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ μὲ τὶς κάρτες, ἡ Μαργιόγκα καταφανῶς ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὴν ἀπόδοσή της ἐκείνη τὴ μέρα, πλησίασε καὶ μὲ θάρρος ρώτησε: «Γέροντα, τὸ παιχνίδι αὐτὸ τὸ φέρατε ἀπὸ τὸ σχολειό σας στὸ νησί;». Στὸ ἄκουσμα τῆς ἐρώτησης, τὰ μάτια του βούρκωσαν καὶ γύρω του ὅλα θόλωσαν. Ὁ νοῦς του πέταξε πέρα μακριὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα· στὰ δεινὰ ποὺ ἀκόμα ἀντιμετώπιζε ὁ Κύριλλος, τὸν κατατρεγμὸ τῶν προεστῶν, τὶς βρισιὲς καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ Δεσπότη, τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν συμπατριωτῶν του, τὴν κατάρα τῆς πανούκλας… τὸν Θανασάκη, τὸν Νικόλα, τὸν Ἀριστοκλῆ. Ὅλα ὅσα τον ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα, μὲ ἀφάνταστη ταχύτητα περιδινήθηκαν βίαια στὸ μυαλό του, τόσο ποὺ ξέχασε ἐντελῶς τὴ Μαργιόγκα. Ὅταν σὲ λίγο συνῆλθε, εἶδε τὸ κορίτσι νὰ τὸν κοιτᾶ στὰ μάτια περιμένοντας τὴν ἀπάντησή του. «Ὄχι κοριτσάκι μου, ὄχι. Δὲν εἴχαμε ἐμεῖς ἐκεῖ τέτοια παιχνίδια» εἶπε κι ἀμέσως σκέφτηκε πόσο χρήσιμο θά ’ταν αὐτὸ στὰ χέρια τοῦ Κυρίλλου καὶ πόσο θὰ τὸν
διευκόλυνε στὴ δουλειά του. Ἔπρεπε λοιπὸν πάση θυσία νὰ τὸ προμηθευτεῖ ὣς τὸν ἑπόμενο μήνα, γιὰ νὰ τὸ στείλει στὸν ἀδερφό του μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα παιδικὰ βιβλιαράκια ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει. Παρατηρώντας τὸ κορίτσι ποὺ ἀπομακρυνόταν κατεβαίνοντας χοροπηδηχτὰ τὴ σκάλα, ὁ νοῦς του γύρισε πάλι πίσω. Τούτη τὴ φορὰ, στὰ ξυπόλυτα τὶς περισσότερες φορὲς καὶ φτωχοντυμένα παιδιὰ τῆς πατρίδας του, μὲ κρεμασμένη στὸν ὦμο τὴν πάνινη σάκκα τους, ποὺ σπάνια περιεῖχε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ κοντύλι καὶ τὴν πλάκα, ἄντε κανένα παξιμάδι καὶ ποὺ καὶ ποὺ κανένα ξερὸ σύκο, κανένα ἀμύγδαλο ἢ καρύδι. Τὸ χαρτὶ καὶ τὸ μελάνι τό ’βλεπαν μόνο στὸ Μετόχι κάθε φορὰ ποὺ τοὺς μάθαινε πῶς νὰ καλλιγραφοῦν. Τὸ φτερὸ ὅμως ἤξεραν ὅλοι νὰ τὸ ξύνουν, ἀφοῦ κάθε φορὰ ποὺ οἱ πατεράδες τους δὲν τοὺς κουβαλοῦσαν στὶς γεωργικὲς ἀσχολίες τους, ξαμολιόνταν στὰ κατάγιαλα τοῦ νησιοῦ μαζεύοντας ὅσα σκορπισμένα ἀπὸ τὸν ἄνεμο φτερὰ τῶν γλάρων εὕρισκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Θυμήθηκε τὸ κλάμα τοῦ καημένου του Παναγιωτάκη, ὅταν προσπαθώντας νὰ πελεκήσει ὅσο πιὸ λεπτὴ μποροῦσε τὴ μύτη κάποιου φτεροῦ, πελέκησε καὶ τὸν ἀριστερό του δείκτη, τόσο βαθιὰ ποὺ γιὰ πολλὴ ὥρα ἦταν ἀδύνατο νὰ σταματήσουν τὸ αἷμα. Μὲ τὶς ἀναπολήσεις αὐτὲς ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του ἔχοντας τὴ διάθεση νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι καὶ νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπέστρεφε στὸν τόπο του· σ’ ἕνα σχολεῖο ποὺ μὲ τὸ κάλεσμα τῆς καμπάνας θὰ γέμιζε παιδιά καὶ τὸ γέλιο τους θ’ ἀντηχοῦσε ὁλόγυρα. Σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ἐπιτέλους θὰ ὁραματιζόταν γιὰ τὰ παιδιὰ της ἕνα μέλλον μακριὰ ἀπὸ τὴ φτώχια, τὴ μιζέρια καὶ τὸν πρωτογονισμό, ἀναγνωρίζοντας τοὺς κόπους, τὶς προσπάθειες καὶ τὴν ἀγωνία του γιὰ τὸ αὔριο, σ’ ἕνα κόσμο ποὺ καθημερινὰ ἄλλαζε καὶ μεταμορφωνόταν καθὼς πιὰ ὁ ρυθμός του εἶχε ριζικὰ μεταβληθεῖ. Αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοια διαλογιζόταν καθώς, ἀντὶ νὰ ξαπλώσει ὅπως σκόπευε, κάθισε μπροστὰ στὰ σκορπισμένα στὸ τραπέζι γυμνάσματα τῶν παιδιῶν ποὺ περίμεναν τὶς διορθώσεις καὶ παρατηρήσεις του. Κι ἐνῶ πρὶν λίγο ὁ νοῦς του πετοῦσε πέρα, μακριὰ ἀπὸ τὸν παρόντα χρόνο, τὰ γραμματικὰ λάθη και οἱ ἀδυναμίες στὴ φυσικὴ καὶ τὰ μαθηματικά, ποὺ διαπίστωνε στὰ χαρτιὰ τῶν μαθητῶν του, τὸν ἔκαναν νὰ διερωτηθεῖ ἂν ἦταν ἀποτέλεσμα προσωπικῆς ἀνεπάρκειας ἢ ἡ ἀναποτελεσματικότητα τῶν μεθόδων καὶ τῶν ἐγχειριδίων ποὺ χρησιμοποιοῦσε.
Τὸ πρόβλημα βέβαια δὲν ἦταν καινούριο, τὸ θέμα τὸ εἶχε ἀντιμετωπίσει καὶ στὸ νησὶ μὰ τὸ ἀπέδιδε στὴν ἀπαιδευσία τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος καὶ τὴν ὑπερβολικὴ ἀπασχόληση τῶν παιδιῶν στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Ἐδῶ ὅμως, τὰ πράγματα ἔδειχναν πὼς δὲν ἀρκοῦσε αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία κι ὅτι τὸ πρόβλημα εἶχε κι ἄλλες παραμέτρους. Τότε ἦταν ποὺ ὁ Γέροντας, ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅτι ἔπρεπε νὰ συνταχθοῦν πιὸ ἐπαγωγικὰ μαθητικὰ βοηθήματα, τὰ ὁποῖα θὰ διευκόλυναν τοὺς μαθητὲς νὰ κατανοήσουν καὶ τὰ πιὸ δύσκολα ἀκόμα κεφάλαια τῶν διδασκομένων. Καθώς μοῦ ἔλεγε, ἐκεῖνο τὸ βράδυ ξενύχτησε ὣς τὸ πρωὶ πάνω ἀπὸ τὰ γραπτὰ τῶν παιδιῶν, σταχυολογώντας τὶς συγκλίσεις καὶ τὶς κοινὲς συνισταμένες τῶν λαθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν τους, ποὺ φανέρωναν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν ἐπιμέλειά τους, δυσχέρειες στὴν κατανόηση συγκεκριμένων κεφαλαίων. Τὸ συμπέρασμά του ἦταν πώς, χωρὶς ἄλλο, οἱ μέθοδοι τῶν βιβλίων ὑστεροῦσαν, ἀλλὰ ὅτι κι ὁ ἴδιος ὑπολειπόταν ἀφοῦ δὲν εἶχε ὣς τώρα ἐντοπίσει τὸ πρόβλημα καὶ δὲν εἶχε πράξει τίποτα γιὰ νὰ τὸ λύσει. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐφεύρει τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἔκανε βατότερη τὴ διδακτέα ὕλη, καὶ βέβαια ὄχι μόνο γιὰ τοὺς δικούς του μαθητές. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τοῦ Γέροντα ἦταν τὸ προζύμι γιὰ πολλὲς ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἀποφάσεις καὶ δραστηριότητές του, οἱ ὁποῖες σημάδεψαν τὸ ἔργο του.
Ὁ θάνατος τοῦ Καυταντζόγλου, θαρρεῖς ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, ἕνα προανάκρουσμα γιὰ ὅσα ἔμελλε νὰ συμβοῦν καὶ ποὺ ἀκόμα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ παρὰ τὸ βαρὺ κλίμα τῆς πόλης. Ἤδη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ τῆς συνάντησής του μὲ τὸν Γέροντα, ὅταν τοῦ ζήτησε νὰ ἀναλάβει καὶ τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν τοῦ γαμπροῦ του, τὸ πρόσωπό του ἦταν ὠχρὸ καὶ ἔδειχνε ἐλαφρὰ καταβεβλημένος. Ὁ Γέροντας τὸ ἀπέδωσε στὸ φῶς τῆς λάμπας καὶ τὴν καθημερινὴ κούραση καὶ ἐξάντλησή του ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πολλαπλῶν ἐπαγγελματικῶν δυσχεριῶν ποὺ εἶχαν τελευταῖα ἀνακύψει. Ὅμως καθὼς οἱ μέρες κυλοῦσαν κι ὁ χρόνος περνοῦσε, ἀδυνάτιζε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ καὶ τὸ πρόσωπό του γινόταν ὁλοένα καὶ πελιδνότερο. Θυμόταν ἐκείνη τὴ μέρα στὸ Τσαοὺς Μαναστήρ, τὴ μιὰ καὶ μοναδικὴ φορὰ ποὺ ἀνέβηκαν μ’ ὅλη τὴν οἰκογένεια μαζί, τὴ μέρα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ ἀπομονώθηκε στὴν ἄκρη τοῦ περίβολου, σὰν σκιὰ δίπλα
σ’ ἕνα κυπαρίσσι. Εἶχε πάει, λέει, νὰ θαυμάσει τὶς κορφὲς τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ τόσο εἶχαν πλησιάσει μετὰ τὴν ἀναπάντεχη αὐγουστιάτικη νεροποντὴ τῆς προηγούμενης νύχτας. Τὸ βλέμμα του πλανήθηκε ἀφηρημένα σ’ ὁλόκληρο τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος τῆς πόλης, χωρὶς νὰ σταματᾶ οὔτε στοὺς ρωμαϊκοὺς ὄγκους τοῦ τζαμιοῦ τοῦ Χορτὰτς Ἐφέντη, οὔτε καὶ νὰ σκαλώνει στοὺς ἀλλεπάλληλους μιναρέδες ποὺ ὑψώνονταν πάνω ἀπὸ τὶς κεραμοσκεπὲς καὶ τοὺς τρούλους τῶν ἄλλοτε βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν. Ἀδιάφορος κι ἀπόμακρος ἀπὸ τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ξεδιπλωνόταν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του κατρακυλώντας ὣς τὸ θαλάσσιο τεῖχος ποὺ μὲ τὶς ἐπάλξεις του πριόνιζε τὴ γλαυκὴ ἐπιφάνεια τοῦ ἀκύμαντου κόλπου, ἀχαλίνωτη ἡ μνήμη του ἄρχισε νὰ παλινδρομεῖ μὲ ἀπίστευτη ταχύτητα ἀνάμεσα στὸ χτὲς καὶ τὸ σήμερα, ἕνα ἐκκρεμὲς ποὺ μιὰ ἀόρατη δύναμη συνεχῶς ἐπιτάχυνε τὴν κίνησή του. Στὸν μετεωρισμό του αὐτό, γεγονότα καὶ παραστάσεις τοῦ παρελθόντος ἀπεκδυμένα ἀπὸ τὸ χρονικό τους περίβλημα πρόβαλαν σ’ ἕνα ἄχρονο πεδίο σὰν μιὰ ἀδιάστατη παράταση τοῦ παρόντος. Ξαφνικὰ ἡ πέρα ἀπὸ τὰ τείχη ἀρυτίδωτη ἐπιφάνεια ἄρχισε νὰ αὐλακώνεται ἀπὸ τὰ ἀπόνερα τοῦ ἀπόπλου καὶ τοῦ κατάπλου τῶν ἀμέτρητων σκαφῶν, ποὺ μέσα στὴ διάρκεια ἔδεσαν κι ἔλυσαν στοὺς μώλους τοῦ λιμανιοῦ, ἄλλοτε κουβαλώντας ἀνθρώπους, πραμάτειες κι ἀγαθά, κι ἄλλοτε ἐργαλεῖα φονικὰ καὶ πανοπλίες καὶ σιδερόφρακτους κατακτητὲς ἢ ἀμύντορες, ὥσπου ὁλόκληρη ἡ γαλανὴ ἔκταση μεταβλήθηκε σ’ ἕνα πυκνοϋφασμένο ἀπὸ τὶς διασταυρούμενες πορεῖες ἀνάγλυφο δίχτυ. Φαντάσματα ἀπὸ δικάταρτα καὶ τρικάταρτα ποντοπόρα βαριοφορτωμένα καπνό, βαμβάκι, προνόμια καὶ βεράτια, στριμόχνονταν στὴ φαντασία του καὶ συνωθοῦνταν στὸ στόμιο τοῦ κόλπου ποιὸ πρῶτα θὰ τεντώσει τὰ πανιὰ γιὰ ν’ ἀνοιχτεῖ στὸ πέλαγος παίρνοντας τοὺς δρόμους τῆς Βενετιᾶς καὶ τῆς Μασσαλίας κι ἄλλοτε τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Πόλης καὶ τῆς Ἀλεξάντρειας, ἀπὸ ὅπου θὰ ἐπέστρεφαν κομίζοντας χρυσίον καὶ εὐμάρεια καὶ μαζί τους καινούριες ἰδέες, ἀπόψεις καὶ γνώση… Ὅλη τούτη ἡ ἀναδρομὴ καὶ ἡ κατόπτευση τῆς πόλης καὶ τῆς ἱστορίας της ἀπὸ κεῖ πάνω, ἀπὸ τοὺς Βλατάδες, ἔκαναν τὰ ἤδη τρεμάμενα γόνατά του νὰ λυγίσουν ἔτσι ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ἀναζητήσει κάπου νὰ καθίσει. Κάποια πέτρα… Ἐκεῖ καθισμένο στὴν πέτρα μ’ ἀκουμπισμένη τὴν πλάτη στὸν κορμὸ τοῦ
κυπαρισσιοῦ, μὲ τὰ χέρια πλεγμένα γύρω στὰ γόνατά του καὶ τὸ μπαστούνι μὲ τὴν ἀσημένια χειρολαβὴ πεσμένο δίπλα του, τὸν βρῆκαν ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ἀναζήτησης. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τοῦ Καυταντζόγλου ποὺ ἡ φυσιογνωμία του, δεκαετίες ὁλόκληρες, δέσποζε στὴ Θεσσαλονίκη, πρωτοστατώντας σ’ ὅλες τὶς πρωτοβουλίες τῆς Κοινότητας καὶ ρυθμίζοντας τὶς ἐκκρεμότητές της, χάρη στὶς λογῆς λογῆς παροχές του πρὸς τὸν ἐξουσιάζοντα κατακτητὴ ποὺ γι’ αὐτὸ παρεῖχε τὴν ἀνοχὴ καὶ κάποτε τὴν εὐμένειά του. Δὲν κράτησε πολύ. Ἡ ἐξέλιξη ἦταν ραγδαία καὶ πρὶν βγεῖ καλὰ καλὰ τὸ καλοκαίρι πέθανε ἀφήνοντας καταγεγραμμένη στὴ διαθήκη του, ποὺ πρὶν μιὰ ὁλόκληρη πενταετία εἶχαν ὡς μάρτυρες ὑπογράψει ὁ Ἰωαννίκιος κι ὁ Γέροντας, τὴ δικαιοσύνη, τὴν προνοητικότητα, καὶ τὴ φιλογένειά του. Μπροστὰ στὸ κενὸ ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο αὐτό, ὁ Γέροντας ἔνοιωθε ὁλωσδιόλου μετέωρος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ διδάξει, δὲν ὑπῆρχε πιὰ καὶ κάνεις δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει μιὰ ἀπάντηση γιὰ τὸ ποιὰ θὰ ἦταν ἡ συνέχεια. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Κάποια φορά, μετὰ τὰ σαράντα, ποὺ ρώτησε τὸν γαμπρὸ τοῦ θανόντα, γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆρε δὲν ἦταν καθόλου ἱκανοποιητική, ἀφοῦ τὸ μοναδικὸ συμπέρασμα ποὺ ἔβγαινε ἦταν τὸ «περίμενε καὶ θὰ δοῦμε». Αὐτὸ ὅμως γιὰ ἕναν ἄνθρωπο μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του, χωρὶς χρήματα καὶ δική του στέγη δὲν σήμαινε τίποτα. Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ νησὶ ἔμοιαζε πολὺ δύσκολη καὶ ἀνέφικτη, μετά, μάλιστα, τὶς ἐναντίον του ἀπειλὲς καὶ κατηγορίες τοῦ Ἀγᾶ καὶ τὴν κακεντρεχὴ συμπεριφορὰ τοῦ Δεσπότη, ποὺ δὲν μπόρεσε, μὲ τίποτα, νὰ τοῦ συγχωρήσει τὴν ἀναστήλωση τοῦ Μετοχιοῦ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ σχολείου ποὺ στεγάστηκε ἐκεῖ, διαταράσσοντας τὴ ραστώνη του καὶ ἐμβάλλοντάς του τὴν ὑποψία μείωσης τῶν προσόδων του, καθὼς ἔβλεπε ὁλοένα αὐξανόμενη τὴν προθυμία συνεισφορᾶς τοῦ κόσμου πρὸς τὸ Μετόχι. Μπροστὰ στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ περαιτέρω παραμονή του στὴ Θεσσαλονίκη γινόταν ἐντελῶς ἀμφίβολη καὶ ἡ μετάβαση στὸ μοναστήρι του ἔμοιαζε νά ’ναι μιὰ κάποια διέξοδος. Τὸ σκέφτηκε ἀπὸ δῶ τὸ σκέφτηκε ἀπὸ κεῖ, τὸ ἐξέτασε ἀπὸ τὴ μιὰ, τὸ εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὰ τελικὴ ἀπόφαση δὲν μποροῦσε νὰ πάρει, ὣς τὴ μέρα ποὺ φάνηκε ὁ Ἰωαννίκιος, στὸν ὁποῖο ἐκμυστηρεύτηκε τὴ συζήτησή του μὲ τὸν Χαρίση καὶ τοὺς ἐνδοιασμούς του γιὰ τὴν παραπέρα παραμονή του στὴν πόλη, καθὼς καὶ
τὸν προβληματισμό του ν’ ἀναχωρήσει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Ἰωαννίκιος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ κι ὣς ἕνα σημεῖο συμμερίστηκε τὶς ἀνησυχίες του γιὰ τὸ μέλλον τῆς συνεργασίας του μὲ τοὺς συγγενεῖς τοῦ ἀποθανόντα, ὅμως θεωροῦσε ὅτι ἡ μετάβασή του στὸ μοναστήρι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει τίποτα. Ὄχι μόνο θὰ τοῦ στεροῦσε τὴ χαρὰ τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε κὰν τὶς καθημερινὲς βιοτικές του ἀνάγκες. Τοῦ πρότεινε λοιπὸν νὰ κάνει γιὰ λίγες μέρες ὑπομονή, ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ Χαρίσης ἀπὸ τὴν Βιέννη, ὅπου εἶχε πάει γιὰ δουλειές. «Θὰ τοῦ μιλήσω ἐγώ» εἶπε ὁ Ἰωαννίκιος, «ἄλλωστε ἐγὼ δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ πρότεινα στὸν μακαρίτη τὸν πεθερό του νὰ σὲ καλέσει ἐδῶ γιὰ δάσκαλο; Ἒ λοιπόν, ἐγώ, προσωπικά, θὰ ξεκαθαρίσω τὴν ὑπόθεση. Σὰν ὑποχρέωση κι ὀφειλὴ τὸ βλέπω» «Θεὲ καὶ Κύριε, τί κουβέντες εἶναι αὐτές. Ποιά ὀφειλή; Τί λὲς τώρα! Τί εἴδους ὑποχρέωση μπορεῖ νά ‘χεις ἂν τὰ πράγματα ἦρθαν ὅπως ἦρθαν;». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀντέδρασε ἀκαριαία ὁ Γέροντας, ποὺ σηκώθηκε ἀπότομα ἀπὸ τὸ κάθισμά του. «Ἡσύχασε, ἡσύχασε», εἶπε ὁ Ἰωαννίκιος, κουνώντας κατευναστικὰ τὸ δεξί του χέρι «ξέρω πολὺ καλλίτερα ἀπὸ σένα τὰ πράγματα, τὰ πρόσωπα καὶ τὶς συνήθειες σ’ αὐτὴ τὴν πόλη. Γι’ αὐτὸ εἶπα ὅ,τι εἶπα. Γνωρίζω τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ χούγια τους καὶ πιστεύω ὅτι δὲν θὰ δυσκολευτῶ νὰ βρῶ μιὰ λύση. Κι ὄχι τὴν ὁποιαδήποτε, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ θὰ σὲ συμφέρει καὶ θὰ λύσει τὸ πρόβλημά σου» «Δὲν ξέρω πῶς νὰ σ’ εὐχαριστήσω Ἰωαννίκιε, νοιώθω βαθιὰ ὑποχρεωμένος. Ἂν ποτὲ νὰ μ’ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ στ’ ἀνταποδώσω». Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Ἰωαννίκιου, τὰ πράγματα τακτοποιήθηκαν. Ὁ Γέροντας συνέχισε τὰ μαθήματα μὲ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀνυποψίαστα ἀπὸ τὰ σύννεφα ποὺ ἔζωναν ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν πόλη, χαίρονταν τὴ διδασκαλία. Ἡ ξενοιασιὰ αὐτὴ βέβαια δὲν κράτησε καὶ πολὺ καθὼς στὸ μεταξὺ ἡ κατάσταση ἔβαινε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Ὅσο πλήθαιναν τὰ μαντάτα τοῦ ξεσηκωμοῦ κι οἱ πληροφορίες γιὰ τὶς ἐξεγέρσεις τῶν ραγιάδων στὶς γύρω περιοχές, τόσο ὁ Γιουσοὺφ Μπέης σκυλίαζε καὶ δὲν ἄφηνε ἀτιμώρητο τὸ παραμικρό. Καθημερινὰ γέμιζαν τὰ μπουντρούμια ἀπὸ ἀθώους χριστιανούς. Ἔφτανε κάποιος νὰ πεῖ πὼς λοξοκοίταξες ἢ ἀπέφυγες νὰ παραμερίσεις στὸ πέρασμα ἑνὸς πιστοῦ τοῦ Μωάμεθ καὶ σὲ πετοῦσαν στὴ φυλακή. Ἐξαίρεση δὲν ὑπῆρχε γιὰ κανέναν· οὔτε γέρο, οὔτε ἄρρωστο, οὔτε γκαστρωμένη. Ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ στὸ καβούκι τους. Τὰ πάρε δῶσε στὶς ἀγορὲς γινόταν μὲ χίλιες προφυλάξεις καὶ τὰ σούρτα φέρτα στοὺς δρόμους περιορίστηκαν στὰ
τελείως ἀπαραίτητα, ὅσο νὰ ἐξασφαλίζουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν· τίποτα παραπάνω. Σταμάτησαν οἱ βεγγέρες κι οἱ γιορτὲς καὶ τὰ σπίτια μανταλώνονταν ἀπὸ νωρὶς τὸ ἡλιοβασίλεμμα, ἐνῶ τὰ παράθυρα ἔπαψαν νὰ φωτίζονται καὶ σπάνια μόνο κάποιο ἀμυδρὸ φῶς ἔφτανε ὣς τὰ τζάμια ἀπὸ κάποιο λυχνάρι ποὺ ἔκαιγε γιὰ νὰ φέξει τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες τῆς νύχτας. Οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν τὶς Κυριακὲς κι οἱ ἀκολουθίες καὶ τὰ μυστήρια γίνονταν χαμηλόφωνα μ’ ἑρμητικὰ κλειστὲς τὶς πόρτες. Ὁ φόβος εἶχε κυριέψει τὰ πάντα. Τὰ μηνύματα γιὰ τὴ λευτεριὰ ποὺ ἔμοιαζε νὰ κατηφορίζει ἀπὸ τὸν βορρὰ ἦταν ἀνίσχυρα νὰ ὑπερνικήσουν τὴ φοβέρα καὶ τὸν τρόμο ποὺ εἶχαν σπείρει οἱ χαφιέδες κι οἱ γενίτσαροι. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπερίγραπτη κατάσταση ποὺ ἔζωνε τὸν τόπο κι ἡ καθημερινὴ ἀγωνία γιὰ τὸ πῶς θὰ ξημερώσει τὸ αὔριο, σὰν νὰ μὴν ἔφταναν οἱ κραυγὲς καὶ τὰ βογκητὰ τῶν ἀθώων, ποὺ σέρνονταν μὲς στὴ νύχτα ἀπὸ τοὺς μπασιμποζούκηδες, κι οἱ μαῦρες σκέψεις πὼς δὲν θ’ ἀργοῦσε ἡ ὥρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σούμπαση θά ’σπαζαν καὶ τὴ δική του πόρτα καὶ θὰ τὸν ἅρπαζαν γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ μπουντρούμια τοῦ κονακιοῦ ἢ ἀκόμα χειρότερα στὸν Κανλὴ Κουλέ, ἦρθαν καὶ τὰ γεμάτα παράπονα γράμματα τῶν ἀδερφῶν του, ποὺ μὲ χίλιες προφυλάξεις, γλυστρώντας μὲς στὸ μισοσκόταδο, ἔφερε ὁ καπετὰνΒαγγέλης προερχόμενος ἀπὸ τὸ Ὄρος. Στὸ νησὶ ἡ κατάσταση ἦταν ἐλεεινὴ καὶ τρισάθλια, στὸ Μετόχι «οἱ προσκηνυτὲς ἐφέτος πολλοὶ ὀλίγοι» καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἄνω κάτω καθὼς ἀπὸ τὴ μιὰ πλήθαιναν οἱ ψίθυροι, τὰ κρυφομιλητὰ καὶ οἱ ναυτολογήσεις στὰ ἐπαναστατημένα καΐκια ποὺ λαθραῖα ἀγκυροβολλοῦσαν τὶς νύχτες στοὺς ἀπόμερους ὅρμους κι ἀπὸ τὴν ἄλλη καθημερινὰ βάραιναν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ οἱ φόροι καὶ πλήθαιναν οἱ συλλήψεις καὶ οἱ τιμωρίες τῶν ἀρχῶν γιὰ ἀσήμαντες ἀφορμές. Μὰ κι ὁ καπετάνιος, παρὰ τὴ γνωστὴ τραχύτητα καὶ τὴν ἁψάδα του, ἔδειχνε ἐντελῶς ἀπελπισμένος καὶ τρομοκρατημένος, περισσότερο ἀπ’ ὅσο οἱ ἀδερφοί του στὰ γραφόμενά τους. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, ὁ Γέροντας θέλοντας νὰ γλυκάνει τὸν πόνο τῶν ἀδερφῶν του παρέδωσε στὸν καπετάνιο δυὸ ἀντεριὰ νὰ τοὺς τὰ δώσει μόλις πάει, κι ὅπως τοὺς ἔγραφε ἦταν ραμμένα σύμφωνα μὲ τὴν «καινούρια μόδα», μὲ πλατεῖς γιακάδες, πρακτικοὺς γιὰ τὸν χειμώνα. Τὸ γράμμα του εἶχε τὸ συνηθισμένο ὕφος χωρὶς καμμιὰ ἀναφορὰ στὰ συμβαίνοντα στὴν πόλη. Ὅ,τι μυστικὸ εἶχε νὰ πεῖ τὸ ἐμπειστεύτηκε στὸν καπετὰν-Βαγγέλη. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐπαναλάμβανε, γραπτά, ἦταν ἡ προτροπὴ νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γεροὶ γιατί «ἡ παροῦσα δυστυχία θέλει φέρει ποτὲ καὶ εὐτυχίαν», ἐνῶ παράλληλα τοὺς συνέστηνε νὰ
κάνουν ὑπομονὴ γιατί «καὶ ἄλλοι τόποι πάσχουσι» καὶ «δὲν εἶναι μόνον ἡ Ἴμβρος». Αὐτὸ ἔμελλε νὰ εἶναι καὶ τὸ τελευταῖο γράμμα ποὺ τοὺς ἔστελνε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν, ἦταν ραγδαῖα καὶ κάνεις ὣς τότε δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὴν ἀπρόσμενη ταχύτητα καὶ τὴν ἀγριότητά τους. Ὁ Μουτεσελίμης, ποὺ πίστευε ὅτι μὲ τὶς μέχρι τότε φυλακίσεις καὶ βασανισμοὺς τῶν Ρωμιῶν εἶχε κατορθώσει νὰ τοὺς νουθετήσει καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ παράτολμες ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅταν πληροφορήθηκε πὼς οἱ ἐξεγερμένοι σήκωσαν μπαϊράκι καὶ ἀνέβηκαν στὰ βουνά, καὶ οἱ ὁπλαρχηγοί τους μιλώντας ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ λευτεριὰ ποὺ ζύγωνε, ἦταν ἕτοιμοι ὄχι μόνο ν’ ἀντικρούσουν τὰ σουλτανικὰ στρατεύματα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτεθοῦν μόλις τοὺς δινόταν ἡ εὐκαιρία, λύσσαξε καὶ βγάζοντας τοὺς μισοὺς ἀπὸ τοὺς τετρακόσιους μπουντρουμιασμένους στὸ κονάκι του χριστιανούς, διέταξε νὰ τοὺς σφάξουν σὰν ἀρνιὰ μπροστὰ στὰ μάτια του. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ ἐλεεινὴ σφαγή, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνελέητο κυνηγητὸ ποὺ ἐξαπέλυσε ἀδιάκριτα ἀπέναντι σὲ κάθε χριστιανό.Ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ γίνονταν καθημερινὰ θύματα μαστιγώσεων, βιασμῶν καὶ ἐξανδραποδισμοῦ καὶ συχνότατα ἀνασκολοπισμῶν καὶ ἀποκεφαλισμῶν. Τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γυναῖκες γιὰ νὰ γλιτώσουν τὰ σκλαβοπάζαρα ἔτρεχαν νὰ βροῦν καταφύγιο στὶς ἐκκλησιές, μὰ τὸ μίσος καὶ ἡ μανία ἦταν τόση ποὺ ξεπερνοῦσε κάθε δισταγμό. Οἱ γενίτσαροι ἀνακατεμένοι μὲ τὸ ὀργισμένο πλῆθος ἔσπαζαν τὶς πόρτες καὶ μπαίνοντας μέσα τοὺς ἔσφαζαν στὸν τόπο, ἄλλους τοὺς παλούκωναν στὶς πλατεῖες καὶ μ’ ἄλλων τὰ κεφάλια στόλιζαν τὶς ἐπάλξεις τοῦ κάστρου. Κανεὶς χριστιανὸς πιὰ δὲν τολμοῦσε νὰ ξεμυτήσει ἀπὸ τὴν πόρτα του κι ὅλοι μανταλωμένοι προσεύχονταν ὁλημερὶς στὴν Παναγιὰ νὰ τελειώσει τοῦτος ὁ ἐφιάλτης. Μόνο οἱ Τοῦρκοι κυκλοφοροῦσαν προκλητικὰ στὰ σοκάκια, ἀναζητώντας ὕπουλα κανένα ἐπαναστάτη γκιαούρη ἢ καμμιὰ ὀμορφούλα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοσχοπουληθεῖ στὰ παζάρια τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Σμύρνης. Ἀκόμα κι οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν κουρνιάσει. Ὅσοι ἀπὸ τὴ δουλειά τους ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ βγαίνουν στὸ δρόμο καὶ νὰ κυκλοφοροῦν, ἦταν ἀφάνταστα φοβισμένοι καὶ προσεκτικοί. Τὸ λαλίστο ἐκεῖνο πλῆθος τῆς ἀγορᾶς καὶ τοῦ λιμανιοῦ εἶχε μεταμορφωθεῖ σὲ μιὰ μουγκὴ καὶ σκυθρωπὴ μάζα, ποὺ πιὰ οὔτε γελοῦσε, οὔτε διαπληκτιζόταν, οὔτε τραγουδοῦσε, παρὰ λιγόλογη καὶ πάντα καχύποπτη ἐκτελοῦσε τὶς συναλαγές της, διαρκῶς ὑποχωρητική, στὶς πολυποίκιλες καὶ παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν μωαμεθανῶν ποὺ εἶχαν ἐντελῶς πιὰ ἀποθρασυνθεῖ μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν κατάσταση. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος
Ἑβραῖος, καταφανῶς ζημιωμένος τολμοῦσε νὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση βρισκόταν πάραυτα ἀντιμέτωπος μὲ τὸ βλοσυρό, γεμάτο ἀπειλὴ βλέμμα τοῦ Τούρκου μουστερῆ του. Κι ἐνῶ ἡ φοβέρα, σὰν ἀδιαπέραστος πέπλος εἶχε καλύψει ὁλόκληρη τὴν πόλη, στὶς παρυφές της κάποιοι γενναιόφρονες καὶ παράτολμοι δὲν ἔλεγαν νὰ τὸ βάλουν κάτω κι ὅλο μιλοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά, ποὺ ἡ ὥρα της δὲν ἦταν πιὰ μακριά. Οἱ χαφιέδες τοῦ Μουτεσελίμη τὰ μάθαιναν ὅλ’ αὐτά, μὰ οὔτε ἀποδείξεις εἶχαν, οὔτε νὰ προσπελάσουν τὸν κλοιὸ τῆς μυστικῆς δράσης ἦταν δυνατό. Ἔτσι διψασμένος ἀπὸ ἐκδίκηση καὶ θέλοντας μιὰ γιὰ πάντα νὰ σβήσει τὸ ὅραμα καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν διέταξε κι ἔφεραν δεμένους στὸ Οὔνκαπαν τὸν Μελέτιο τὸν τοποτηρητὴ καὶ μερικοὺς ἀγιάνηδες. Μόλις τοὺς εἶδαν οἱ μπασιμποζούκηδες ποὺ ἀπὸ τὰ πρὶν εἶχαν στηθεῖ στὴν ἀλευραγορά, ὅρμησαν σὰν λυσσασμένοι λύκοι πάνω τους. Κραυγάζοντας ἄναρθρα, ἐπικαλούμενοι τὸν Ἀλλὰχ καὶ βρίζοντας μ’ ὅση χυδαιότητα μπορεῖ νὰ φανταστεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, κατασπάραξαν τοὺς δόλιους ἐκείνους ποὺ δὲν πρόφτασαν οὔτε τὸν σταυρό τους νὰ κάνουν. Γέμισε ἡ ἀλάνα ἀπὸ ἀλαλαγμούς, βογκητὰ καὶ αἷμα. Τρέμοντας ὁλόκληρος καὶ μὲ φωνὴ ποὺ κάθε τόσο χανόταν στὸ βάθος τοῦ λαιμοῦ καὶ τὴ διέκοπταν τὰ ἀναφιλητά, διηγοῦνταν ὅλα αὐτὰ ὁ Μωΰς, ποὺ μόλις εἶχε ξεφορτώσει τὰ σακκιὰ μὲ τὸ σιτάρι στὸ μεϊντάνι, τὸν πρόφτασε ὅλος ἐκεῖνος ὁ συρφετὸς ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν σερνάμενο ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια Μελέτιο. Πίσω του σέρνονταν ὁ Παπαγιάννης καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πρώτους ποὺ ὅποιος πρόφταινε τοὺς ἔφτυνε καὶ τοὺς κλωτσοῦσε. Οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένοι κουνώντας τὰ χέρια τους στὸν ἀέρα φώναζαν «Ἀλλὰχ κάχρετσιν» καὶ τοὺς πετροβολοῦσαν. Καὶ πρὶν καλὰ καλά τους φέρουν στὸ κέντρο τῆς πλατείας, ὁρμώντας ἕνας ἐξαγριωμένος μπασιμποζούκης ἔριξε στὸ χῶμα τὸν Μελέτιο καὶ τὸν ἔσφαξε σὰν τραγὶ καὶ στὴ συνέχεια, ἄλλοι μὲ τὶς χαντζάρες τους χτυποῦσαν τὸ κυλισμένο στὸ αἷμα καὶ τὴ λάσπη ἄψυχο σῶμα προκειμένου νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι... Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ Μωΰς, πνίγηκε μέσα στὰ ἀναφιλητὰ ποὺ τράνταζαν ὁλόκληρο τὸ κορμί του, ἐνῶ τὰ μουστάκια καὶ τὰ γένια του εἶχαν γίνει μούσκεμα ἀπὸ τὰ δάκρυα, ποὺ ἀσταμάτητα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἀπέναντί του ὁ Χαρίσης ἀποσβολωμένος σὰν ἄγαλμα, μὲ τελείως διεσταλμένα τὰ μάτια του, συνέχιζε νὰ παρακολουθεῖ ὠχροκίτρινος τὸν Μωῢς νὰ σφαδάζει. Δὲν μποροῦσε ἢ δὲν ἤθελε νὰ πιστέψει στ’ αὐτιά του. Τὸ ἄλλο βράδυ, τὴν ὥρα ποὺ σκοτεινίαζε κι ὁ μουεζίνης καλοῦσε σὲ προσευχὴ τοὺς πιστούς τοῦ Ἀλλάχ, ὁ Ἀμπτουρραχμὰν μὲ ἑβραίικη ἀμφίεση χτυποῦσε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ κυρὰ ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ βρισκόταν στὴ μεγάλη σάλα,
παραξενεύτηκε ἀφοῦ κανέναν δὲν περίμεναν ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ἄλλωστε ἀπὸ καιρὸ τώρα εἶχαν σταματήσει ἀνάμεσα στὶς οἰκογένειας τῆς Κοινότητας οἱ βραδινὲς ἐπισκέψεις. Ὅλοι κλειδαμπαρώνονταν ἀπὸ τὸ σούρουπο, ἀποφεύγοντας τὸ πλησίασμα στὰ παράθυρα. Δὲν πέρασε τὸ πρῶτο ξάφνιασμα κι ἡ πόρτα ξαναχτύπησε δυνατότερα αὐτὴ τὴ φορά. Ἡ κυρὰ στάθηκε ἀναποφάσιστη στὴ μέση της σάλας. Δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα της ἐκείνη τὴν ὥρα· φίλος νά ’ταν τάχα ἢ ἐχθρός; Κάποιος ποὺ ἀπὸ ἀνάγκη —πράγμα ὄχι σπάνιο γιὰ τὸ σπίτι της— ἔφτασε στὸ κατώφλι της ἢ κάποιος προδότης καὶ χαφιὲς ἦταν ἀπὸ πίσω. Κι ἐνῶ σκεφτόταν ὅλα τοῦτα ἡ πόρτα ξαναχτύπησε ἀκόμη δυνατότερα καὶ πιὸ παρατεταμένα. Τὸ τελευταῖο χτύπημα ἦταν τόσο δυνατὸ ποὺ ἀκούστηκε ὣς τὸ δωμάτιο τοῦ Γέροντα στὸ βάθος, ὁ ὁποῖος ἀνήσυχος ἔτρεξε κι αὐτὸς στὴ σάλα. «Τί τρέχει;» ρώτησε ἀγωνιωδῶς τὴν οἰκοδέσποινα ποὺ ἀναποφάσιστη βημάτιζε νευρικὰ μὲ μικρὰ βήματα, τρίβοντας ἀμήχανα τὰ χέρια της. «Εἶναι τρίτη φορὰ ποὺ χτυπᾶνε, εἶπε χαμηλόφωνα, καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω» «Θὰ πάω νὰ δῶ ἐγώ» εἶπε ὁ Γέροντας καὶ κινήθηκε πρὸς τὴν πόρτα, ὅμως ἐκείνη ἁπλώνοντας τὸ χέρι τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ μανίκι λέγοντας: «Ὄχι, δὲν εἶναι δουλειὰ γιὰ σένα Γέροντα, μέρες ποὺ περνᾶμε. Ἄλλωστε τὸ σπίτι εἶναι δικό μου, τὴ δική μου πόρτα χτυπᾶ ὅποιος καὶ νά ’ναι. Κι ἀκόμη μὴν ξεχνᾶς, ἀλλοιῶς ἀντιμετωπίζεται κι ἀντιμετωπίζει μιὰ γυναίκα. Πήγαινε στὸ δωμάτιό σου» εἶπε καὶ προχώρησε ἀποφασιστικὰ πρὸς τὴν ἐξώπορτα μὰ βλέποντας τὸν Γέροντα ἀκίνητο ἀκόμη, ἐπανέλαβε ἐπιτακτικὰ: «Πήγαινε στὸ δωμάτιο... Σὲ παρακαλῶ!». Μὴ μπορώντας νὰ ἀντισταθεῖ στὴ παράκληση-διαταγή της, προχώρησε στὸν διάδρομο τόσο ὅσο νὰ μὴν φαίνεται ἀπὸ τὴ σάλα καὶ σταμάτησε. Ἄκουσε τὴν πόρτα ν’ ἀνοίγει καὶ τὴν κυρὰ νὰ λέει: «Τί ἔπαθες βρὲ Ματαλὸν καὶ μᾶς κοψοχόλιασες τέτοια ὥρα;». Ὁ Ματαλὸν ἦταν ἕνας λίγο λαφρὺς ἀχθοφόρος, ποὺ κάπου κάπου ἡ οἰκογένεια τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ χοντροδουλειές, κυρίως χαμαλοδουλειές. Μὲ ἔκπληξη ὅμως καὶ ταραχὴ διαπίστωσε ἀμέσως, καθὼς ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης σήκωσε τὸ κεφάλι, ὅτι δὲν ἦταν ὁ κακόμοιρος ὁ χαμάλης, ἀλλὰ ἕνα ὁλότελα ἄγνωστο πρόσωπο, ποὺ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ εἶπε χαμηλόφωνα μὲ σπασμένα ἑλληνικά: «Νὰ μὲ συμπαθᾶς κυρὰ ποὺ σὲ τρόμαξα, μὰ πρέπει νὰ μιλήσω στὸν δάσκαλο».
«Ποιὸν δάσκαλο, τί λὲς τώρα; Δὲν εἶσαι μὲ τὰ καλά σου. Σπίτι εἶν’ ἐδῶ δὲν εἶναι σχολειό, ἀπάντησε ἀνεβάζοντας τὸν τόνο τῆς φωνῆς της καὶ προσθέτοντας μιὰ χροιὰ κατηγορηματικότητας ποὺ σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ὁ συνομιλητὴς θὰ παραιτεῖτο ἀμέσως. Ὅμως ὁ ἀπρόσμενος ἐπισκέπτης, χωρὶς καθόλου νὰ πτοηθεῖ ἐπανέλαβε: «Κλεῖσε τὴν πόρτα κυρὰ καὶ μὴ φωνάζεις, πρέπει νὰ μιλήσω μὲ τὸν δάσκαλο, τὸν καλόγερο, εἶναι μεγάλη ἀνάγκη». Κι ἐνῶ φαινόταν ἀνυποχώρητη κι ἕτοιμη νὰ τοῦ κλείσει τὴν πόρτα στὰ μοῦτρα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ τίμημα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἡ πράξη της αὐτὴ ἀπέναντι στὸν μυστηριώδη ἄγνωστο, ὁ ὁποῖος φαινόταν νὰ γνωρίζει τὰ τοῦ οἴκου της, πρόβαλε ὁ Γέροντας ποὺ εἶχε κοντοσταθεῖ στὸ διάδρομο ἀναγνωρίζοντας τὴ φωνὴ τοῦ Ἀμπντουρραχμάν. «Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνεις αὐτὸ Ἀμπτουρραχμάν. Δὲν ἔπρεπε νά ’ρθεις σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Τόσο καιρὸ ἤξερες τὶς ἐκκλησίες ποὺ πήγαινα, μποροῦσες νὰ μὲ καταδώσεις, ὄχι ὅμως νὰ μπλέξεις κι ἄλλους ἀνθρώπους», εἶπε βέβαιος γιὰ τὶς κακὲς προθέσεις τοῦ ἐπισκέπτη ὁ Γέροντας, ποὺ ὅλο τὸν τελευταῖο καιρὸ καλλιεργοῦσε μέσα του τὸ ἐνδεχόμενο νὰ παρακολουθεῖται ἢ νὰ καταδοθεῖ ἀπὸ κάποιον ποὺ τὸν γνώριζε. Ὄχι ὅμως ἀπὸ τοῦτο τὸν σκύλο, στὸν ὁποῖο εἶχε δείξει μεγάλη ἐμπιστοσύνη. – Και ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ Ἀμπντουρραχμάν, ρώτησα τὸν Γέροντα ὅταν μοῦ πρωτοδιηγήθηκε τὸ περιστατικό. – Ἦταν ὁ Καζαντζὴ Ντεντέ, ὁ ἐπὶ τῆς προετοιμασίας καὶ ἐκπαίδευσης τῶν δόκιμων δερβισάδων, τοῦ μεγάλου τεκὲ τῶν μεβλεβήδων, στὴ δυτικὴ ἄκρη τῆς πόλης. Ξέρεις δὰ τοὺς μεβλεβῆδες! – Και ποῦ σὲ ἤξερε ἐσένα Γέροντα; – Τον γνώρισα κάποια Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὸ προαύλιο τῆς Λαγουδιανῆς. Δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσα. Τὸν εἶχα δεῖ κι ἄλλες φορὲς στὴν αὐλὴ ἢ ἔξω ἀπὸ τὸν προαύλιο χῶρο κι ἄλλων ναῶν, τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ ἀλλοῦ, νὰ κάθεται κουρελής, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν καταλαβαίνεις ἀπὸ τὴ ἐνδυμασία του ἂν εἶναι Τοῦρκος, Ρωμιὸς ἢ Ἑβραῖος, καὶ νὰ ζητιανεύει. Καμμιὰ φορὰ περνώντας ἀπὸ μπροστὰ του ἄφηνα κανένα παρὰ καὶ αὐτὸς ὑποκλινόταν χωρὶς νὰ βγάζει μιλιά. Ἐκείνη τὴν καλοκαιρινὴ μέρα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔτυχε νά ’ναι ἄρρωστος ὁ ψάλτης, κι ὁ ἐφημέριος προσπαθώντας νὰ τὸν ἀναπληρώσει μὲ διέκρινε στὸ βάθος τοῦ δεξιοῦ κλίτους κι ἔστειλε τὸν καντηλανάφτη καὶ μὲ φώναξε. Μὲ
παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσω, πράγμα ποὺ τὸ ἔκανα εὐχαρίστως προκειμένου νὰ οἰκονομήσω τὴν κατάσταση, γιατί ὅπως πολὺ καλὰ ξέρεις πότε δὲν ἀνεβαίνω στὸ ψαλτήρι ἀπρόσκλητος καὶ ἄνευ λόγου καὶ αἰτίας. Μετὰ τὴ Ἀπόλυση, διασχίζοντας τὸ προαύλιο πέρασα πάλι μπροστὰ ἀπὸ κεῖνο τὸν ζητιάνο. Ἔβγαλα ἕνα ἀσήμαντο κέρμα καὶ καθὼς ἅπλωσα τὸ χέρι μου νὰ τοῦ τὸ δώσω, αὐτὸς σηκώνοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὸ βλέμμα του μὲ κοίταξε στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν ἔχω ἀκούσει τέτοιο ράστ σὰν καὶ τὸ δικό σου σήμερα». Ἀναφερόταν στὸ Δοξαστικό της ἑορτῆς, ποὺ καθὼς φαίνεται τὸν εἶχε ἐνθουσιάσει τόσο ποὺ ἀποφάσισε νὰ μοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς γνωριμίας μας. Τῆς γνωριμίας ἑνὸς ὀρθόδοξου καλόγερου κι ἑνὸς δερβίση, ποὺ παρὰ τὸ χάσμα τῶν θρησκειῶν τους πολλὰ εἶχαν νὰ ποῦν. Συναντηθήκαμε κάποιες ἀκόμα φορὲς μετὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ ἔτυχε νὰ ἐκκλησιαστῶ ἀσυνόδευτος. Δὲν ἤθελα κανεὶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον μου νὰ γνωρίζει αὐτὲς τὶς συναντήσεις. Φοβόμουν πὼς κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καταλάβει τί κοινὰ ἐνδιαφέροντα θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἕνας Ἁγιορείτης μοναχὸς κι ἕνας δερβίσης. Ἔτσι περιφερόμενοι κρυφὰ σὲ στενοσόκακα κι ἀνάμεσα σὲ φράχτες καὶ φυλλώματα μπαχτσέδων κουβεντιάζαμε γιὰ τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ὑπακοή, τὸν ἀναχωρητισμό, τὸν μυστικισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ διακονήματα, τὴν τελετουργία, τὶς ἱεροτελεστίες, τὴν ὑμνολογία, τὴν ποίηση καὶ τὴ μουσικὴ ποὺ ἦταν τὸ μεγάλο πάθος τοῦ Ἀμπτουρραχμὰν καὶ ποὺ εἶχε συντελέσει καὶ στὴ γνωριμία μας. Ὁ μεβλεβὴς αὐτός, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος μεβλεβής, ἀπ’ ὅτι μοῦ ἔλεγε, ἔτρεφε βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, γιατί ὁ ἱδρυτὴς τοῦ τάγματός τους, ὁ μεγάλος Μεβλανὰ ὁ Ρωμιὸς ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν, εἶχε στενὴ καὶ ἀδελφικὴ σχέση μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνα ποὺ ἄκμαζε στὸ Ἰκόνιο κατὰ τὸν δέκατο τρίτο αἰώνα. Τὴ μονὴ αὐτή, στὴν ὁποία ὁ Μεβλανὰ καὶ οἱ διάδοχοί του διανυκτέρευαν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο «εἰς ἀνάμνησιν» τοῦ θαύματος τοῦ Ἁγίου ποὺ ἔσωσε τὸν γιό του, ὅταν πάνω ἀπὸ τοὺς βράχους γκρεμίστηκε μέσα στὸν αὐλόγυρο τοῦ μοναστηριοῦ, τὴ μνημονεύουν στὰ χαρτιά τους ὡς «Μονὴ τοῦ Πλάτωνος», γιατί ὁ ἱδρυτής τους γνώρισε ἐκεῖ τὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα μὲ τὴν ὁποία μπόλιασε τὴ δική του φιλοσοφία. Ὁ Γέροντας διέκοψε ἀπότομα τὴν ἀφήγησή του, παρ’ ὅλο ποὺ ἔδειχνε νὰ τὸν εὐχαριστεῖ αὐτὴ ἡ ἀναδρομὴ καὶ τότε ἐγὼ τὸν ρώτησα: – Καὶ καλὰ τί τὸν ἔκανε νά ’ρθει ἐκεῖνο τὸ σούρουπο στὸ σπίτι καὶ νὰ
ἀποκαλύψει τὴ μυστικὴ γνωριμία σας; – Μετά τὰ γεγονότα τῆς προηγούμενης μέρας καὶ τὴ φυλάκιση ἀπὸ τὸν Μουτεσελίμη στὸν Κανλὴ Κουλέ, τοῦ Μολᾶ τῆς Θεσσαλονίκης ἐξ αἰτίας τῆς συμπάθειάς του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς καὶ τῆς ἐπίσκεψής του στὸν τοποτηρητὴ τοῦ μητροπολίτη πρὶν μαρτυρήσει, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ὁ αἱμοβόρος Μουτεσελίμης δὲν διστάζει πρὸ οὐδενός, ἀποφάσισε νά ’ρθει νὰ μὲ προστατέψει. Ἐγὼ ὅμως τρομαγμένος ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ νόμισα πὼς τρύπωσε γιὰ κακὸ σκοπό. Τὸν φουκαρά, ἐκεῖνος ἦρθε γιὰ νὰ μοῦ προσφέρει ἄσυλο κι ἐγὼ τὸν ἀποκάλεσα σπιοῦνο. Ἤθελε νὰ μὲ πάει νύχτα στὸν Μεβλεβηχανέ, ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοὶ δικοί μας, ποὺ ὅπως ἔμαθα ἀργότερα ὅλοι γλίτωσαν ἀπὸ τὴ ὀργὴ τοῦ Γιουσούφ. Ἐγὼ ὡστόσο ἀρνήθηκα. Πῶς μποροῦσα νὰ καταφύγω στὸν τεκὲ ἕνας δάσκαλος ποὺ τὸν κάλεσαν νὰ μάθει γράμματα στὰ παιδιὰ καὶ νὰ διδάξει τὰ «ἑλληνικὰ διδάγματα» καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος; Ὁ Ἀμπντουρραχμὰν ἀφοῦ εἶδε κι ἀποεῖδε, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ μὲ πείσει καὶ κατάλαβε ὅτι μάταια ἐπέμενε κι ὅτι μὲ τίποτα δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀκολουθήσω, ἅπλωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ σφίγγοντας τὸ δικό μου ἔσκυψε καὶ τὸ φίλησε καί, κατὰ τὴ συνήθειά τους, τὸ ἀκούμπησε στὸ μέτωπο του λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ προστατεύει». Ὕστερα προχώρησε πρὸς τὴν πόρτα κι ἀνοίγοντάς την ἀθόρυβα, χάθηκε μέσα στὴ σκοτεινιὰ τῆς Σαλονίκης κι οὔτε ποὺ τὸν ξανάδα ποτέ. Ἡ ἐπίσκεψη ἐκείνη ὑπῆρξε ἀπόλυτα καθοριστικὴ γιὰ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὶς περαιτέρω ἀποφάσεις τῆς οἰκογένειας Χαρίση. Πρῶτα γιατί ἀντιλήφθηκαν πὼς τὸ ἀπόρρητο τῆς «ἐν τῷ οἴκῳ ζωῆς» τους, δὲν ἦταν τόσο ἀπαραβίαστο, ὅσο ὣς τότε πίστευαν, κι ὕστερα γιατί συνειδητοποίησαν ὅτι γιὰ τὸν Μουτεσελίμη δὲν ὑπῆρχε κανένας φραγμός. Τοῦτο τὸ δεύτερο ἦταν ποὺ τρόμαξε περισσότερο τὸν Χαρίση, ὁ ὁποῖος ὣς ἐκείνη τὴ μέρα ἔνοιωθε ἀσφαλὴς πίσω ἀπὸ τὴ αὐστριακή του ὑπηκοότητα. Βέβαια προσπάθησε νὰ τὰ ρίξει ὅλα στὴν ἀπρονοησία τοῦ Γέροντα καὶ τὴ συναναστροφή του μὲ τὸν μεβλεβή, γι’ αὐτὸ κι ἀποφάσισε νὰ τὸν θέσει ὑπὸ αὐστηρὸ περιορισμὸ στὸ ὑπόγειο τοῦ ἀρχοντικοῦ του, ὅπου κανένα μάτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τρυπώσει καὶ ν’ ἀνακαλύψει τὴν παρουσία καὶ τὸ σχῆμα του. Ὡστόσο δὲν ἦταν μόνο αὐτὸ ποὺ ὑπαγόρευσε τὸν ἐγκλισμό του, ἀλλὰ καὶ ἡ
πρόθεση παραδειγματισμοῦ καὶ τιμωρίας. Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ὁ Χαρίσης ἤθελε βέβαια νὰ προφυλάξει τὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα, ὅμως αὐτὸ ποὺ κυρίως τὸν ἐνδιέφερε, τὶς ἄγριες καὶ πονηρὲς ἐκεῖνες μέρες, ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση κάθε ἐνδεχόμενου ἀπὸ τὸ κατώφλι του. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ τὸν τρόμαξε, κι ἔχασε τὸν ὕπνο του ἦταν ἡ εἴδηση ποὺ ἔφερε ἐκεῖνο τὸ βράδυ τῆς ἐπίσκεψής του ὁ Ἀμπντουρραχμάν. Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Γιουσοὺφ εἶχε ρίξει στὰ μπουντρούμια τοῦ Κανλῆ Κουλὲ τὸν Μολὰ τῆς πόλης. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πὼς ἕνας Μουτεσελίμης θὰ τολμοῦσε νὰ πετάξει στὴ φυλακὴ σιδηροδέσμια τὴν ἄλλη μεγάλη ἐντεταλμένη ἐξουσία τοῦ Σουλτάνου. Αὐτὸ ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν χωροῦσε σὲ καμμιὰ λογική, σημαίνοντας ταυτόχρονα πὼς ἡ πρακτική του Μουτεσελίμη ὑπερέβαινε κάθε ἔθος καὶ νομό. Οἱ μέρες ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν ἀπὸ τὶς χειρότερες τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα. Οὔτε μαθήματα πιά, οὔτε ἐκκλησιασμός. Μέρα νύχτα κλεισμένος στὸ ὑπόγειο τοῦ Χαρίση, διασκέδαζε τὴν ἀγωνία του καὶ τὸν ἐγκλεισμό του προσπαθώντας νὰ διαβάσει ἢ νὰ σημειώσει τὶς σκέψεις του μπροστὰ σ’ ἕνα χλωμὸ λυχνάρι, ποὺ ὅταν ἔκαιγε λίγο παραπάνω γέμιζε καπνὸ τὸ χαμηλοτάβανο κελλί του. Μοναδικὴ συντροφιά του ἦταν πιὰ οἱ ἀράδες τῶν βιβλίων καθὼς χοροπηδοῦσαν στὸ ἀμυδρὸ φῶς καὶ ἡ βραδυκίνητη σκιά του στὸν ἀπέναντι τοῖχο. Οἱ ὧρες ἦταν ἀτέλειωτες κι οἱ μέρες ἔμοιαζαν αἰῶνες καθὼς δὲν ἔπαιρνε καμμιὰ ἀπάντηση γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, γιατί βέβαια δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συνεχιστεῖ γιὰ πολὺ αὐτὴ ἡ κατάσταση. Ὅποιος κι ἂν ἦταν ὁ λόγος τῆς ἀπόκρυψής του στὰ ὑπόγεια, δὲν ἦταν κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παραταθεῖ γιὰ πολύ. Ἀλλὰ καὶ δὲν διέκρινε καὶ καμμιὰ προθυμία τοῦ Χαρίση νὰ δώσει τέλος στὸ μαρτύριό του. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν ρωτοῦσε, κατὰ τὶς μέρα παρὰ μέρα ἐπισκέψεις του ἡ ἀπάντηση ἦταν στερεότυπη: «Μὴ βιάζεσαι, θά ’ρθει ἡ ὥρα του». Αὐτὸ τὸ παγερὸ «θά ’ρθει ἡ ὥρα του» τὸν γέμιζε ἀπελπισία κι αὐτόματα ἐρχόταν στὸν νοῦ του ὁ ψαλμικὸς στίχος: «οἱ ἀνταποδίδοντές μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν...». Διαλογιζόταν —«ἥμαρτον Κύριε»— πὼς ἐκεῖνος ὁ δερβίσης λογάριασε λιγότερο τὴ ζωή του ἐκεῖνο τὸ βράδυ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν ἀπαγάγει στὸν τεκέ, ἀπ’ ὅ,τι οἱ προστάτες του, ποὺ τὰ παιδιά τους ἔμαθαν ἀπ’ αὐτὸν πέντε γράμματα. Παράπονο θές, ἀγανάκτηση πές, ἔτσι ὅμως αἰσθανόταν κλειδαμπαρωμένος στὰ κατώγια τοῦτα τῆς Θεσσαλονίκης, λὲς κι ὁ κίνδυνος προερχόταν ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸ σχῆμα του, ποὺ ἄλλωστε μποροῦσε νὰ κρυφτεῖ καὶ στὰ δωμάτια τῶν ἀνωγείων. Εὐτυχῶς ποὺ ἦταν καὶ τὰ παιδιά, καὶ πιὸ πολὺ ὁ Λύσανδρος καὶ ὁ Θεαγένης, ποὺ κάθε τόσο τρύπωναν στὴν κρυψώνα του τάχα νὰ ρωτήσουν γιὰ τοῦτο κι ἐκεῖνο τῶν μαθηματικῶν ἢ τῆς γραμματικῆς. Τὴ Μαργιόγκα δὲν τὴν ἔπαιρναν μαζί τους γιατί φοβόταν, λέει, τὸ σκοτάδι καὶ διαρκῶς τρόμαζε σὲ κάθε τρίξιμο τῆς
σκάλας τῆς καταπακτῆς. Ἄλλωστε τὰ ὅσα συζητοῦσαν τ’ ἀγόρια μὲ τὸν Γέροντα, τὴν ἄφηναν ἀδιάφορη, ἐκείνη προτιμοῦσε τὶς ἱστορίες ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια· οἱ πλανῆτες, οἱ ἤπειροι, τὰ τρίγωνα καὶ τὰ κλάσματα δὲν τὴ συγκινοῦσαν. Ἡ ὑπὸ περιορισμοὺς καὶ μισολαθραία αὐτὴ συντροφιὰ τῶν παιδιῶν, ὅλο καὶ πιὸ συχνὴ ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἁπάλυνε τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀνυπόφορη ἀπομόνωση τοῦ Γέροντα, ὣς τὴ μέρα ποὺ ὁ πατέρας τους τοῦ ἔφερε ἐπιτέλους τὰ καλὰ νέα. Ἦταν, λέει, ἕνα γαλλικὸ καράβι στὸ λιμάνι, στὸ ὁποῖο θὰ ἔμπαινε ὅλη ἡ οἰκογένεια κι ἴδιος μαζὶ γιὰ νὰ ἀποβιβαστοῦν στὴ Μασσαλία. Ἡ ἄδεια, ἔστω μετὰ κόπων καὶ βασάνων, ἀλλὰ κυρίως ἔναντι σημαντικοῦ χρυσίου, τοὺς εἶχε δοθεῖ χάρη στὴν ξένη ὑπηκοότητα τοῦ Χαρίση. Ὅμως κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἦταν μέλος τῆς οἰκογένειας καὶ κυρίως ὅτι ἦταν μοναχὸς καὶ κληρικός. Ἀλλοιῶς θὰ κινδύνευαν ὅλοι. Ὄχι μόνο νὰ μὴ φύγουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποστοῦν πολὺ μεγαλύτερες, τιμωρίες...ὣς καὶ τὸν θάνατο ἀκόμη. Θὰ ἔφευγαν ἀμέσως. Τὸ πλοῖο θ’ ἀπέπλεε τὴν παράλλη πρὶν προφτάσει καὶ διαρρεύσει τὸ μυστικὸ ἀπὸ κανέναν χαφιὲ τοῦ περιβάλλοντος τοῦ τελώνη, ποὺ εἶχε πάρει πάνω του τὴ δουλειά. Ὁ Γέροντας ἔπρεπε νὰ ἑτοιμαστεῖ γρήγορα καὶ κατάλληλα. Ἔπρεπε νὰ κόψει τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά του, νὰ βγάλει τὰ ράσα καὶ νὰ περιβληθεῖ τὴν φράγκικη ἐνδυμασία, ἔτσι ποὺ κατὰ τὴν ἄφιξή του στὸ λιμάνι, νὰ μὴν ὑποψιαστεῖ κανεὶς τὴν ἰδιότητά του. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ἡ ἀπόπειρα ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν πόλη θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τραγικὴ κατάληξη. Ἐμβρόντητος τ’ ἄκουσε ὅλ’ αὐτά, χωρὶς ὅμως καμμιὰ ἀντίδραση. Τί τάχα μποροῦσε νὰ κάνει; Νὰ μὴν ὑπακούσει προτιμώντας νὰ παραμείνει στὴν πόλη, μὲ τὸν κίνδυνο ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ τὸν ἀνακαλύψουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ κονάκι μὲ τὴν κατηγορία ὅτι κρυμμένος τόσον καιρὸ παρακινοῦσε τοὺς ραγιάδες στὴν ἐξέγερση κατὰ τοῦ Σουλτάνου; Μὰ κι ἂν ἀκόμα δὲν συνέβαινε αὐτὸ ἡ ἀποσκίρτηση ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ προστάτη του, ποὺ παρὰ τὶς ὅποιες κατὰ καιροὺς δυσαρμονίες, φρόντισε νὰ μὴν ἐκτεθεῖ καὶ νὰ μὴν κινδυνέψει, δὲν θά ’ταν ἕνα εἶδος ἀχαριστίας; Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια σκεφτόταν σκυμμένος πάνω στὸ τραπέζι ἀπὸ τὸ μεσημέρι ποὺ τοῦ ἀνακοινώθηκαν τὰ νέα. Οὔτε ἔφαγε, οὔτε ἤπιε ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα κι ἂς ἦταν κατάστεγνο τὸ λαρύγγι του. Μόνο σκεφτόταν. Σκεφτόταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ γλιτώσει αὐτὴ τὴ ἀτίμωση ν’ ἀπεκδυθεῖ τὸ σχῆμα
του, προκειμένου νὰ σώσει τὸ εὐτελὲς σαρκίο του. Τὸ γύριζε ἀπὸ δῶ τὸ γύριζε ἀπὸ κεῖ μὰ ἄκρη δὲν ἔβγαζε. Ὅπως καὶ ἂν τὸ γύριζε πάντα στὸ ἴδιο κατέληγε: Ἢ θὰ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπαν καὶ θὰ διασφάλιζε τὴ ζωή του φεύγοντας μαζί τους ἢ θ’ ἀπέρριπτε τὴν πρόταση καὶ θά ’μενε στὴ Θεσσαλονίκη τῆς σφαγῆς καὶ τοῦ ὀλοφυρμοῦ περιμένοντας τὴν ὥρα του. Αὐτὴ ἦταν ἡ ὠμὴ ἀλήθεια, ὅλα τ’ ἄλλα, περὶ προδοσιῶν καὶ ἀχαριστιῶν ποὺ γυρόφερνε στὸ μυαλό του, ἦταν φτηνὲς δικαιολογίες κι ἐπινοήσεις αὐτοσυγχώρησης καὶ αὐτοαπαλλαγῆς καθὼς ἡ ζυγαριὰ ἔγερνε σιγὰ ἀλλὰ σταθερὰ πρὸς τὴν ἀπόφαση νὰ πάρει τὸ δρόμο τῆς Ἑσπερίας, ἀφήνοντας πίσω του τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ μαρτυρίου γιὰ ὅσους εἶναι πλασμένοι γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μποροῦν, ὅπως κι κείνους ποὺ δὲν προλαβαίνουν νὰ τὸ ἀποτρέψουν καὶ νὰ τὸ ἀποφύγουν. Ὅταν ἄνοιξε, τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἡ καταπακτὴ αὐτὸς ἦταν ἀκόμη σκυμμένος μπροστὰ στὸ σβησμένο λυχνάρι μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στοὺς σταυρωμένους πάνω στὸ τραπέζι βραχίονες. Τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος μετὰ τὸν πολύωρο βασανισμό του καὶ πέρασε ὁλόκληρη τὴ νύχτα στὴ θέση αὐτή. Μιὰ ἀκτίνα φωτὸς ποὺ τρύπωσε ἀπὸ τὸν φεγγίτη τῆς σάλας διαβαίνοντας μέσα ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ καταπακτή σκίζοντας τὸ σκοτάδι πῆγε κι ἀκούμπησε πάνω στὰ μαλλιά του. Ἀνασηκώνοντας τὸ κεφάλι ἀντίκρυσε γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ τὸ φῶς τῆς μέρας κι ὅπως ἔστρεψε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ φωτὸς τὰ μάτια του ἔκλεισαν ἀπότομα μὴ ἀντέχοντάς το. Χρησιμοποιώντας τὰ χέρια του ὡς γεῖσο ἄνοιξε ἀργὰ ἀργὰ τὰ βλέφαρά του καὶ στὸ μισοσκόταδο διέκρινε τὴ φυσιογνωμία τοῦ Χαρίση, ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ὅτι μέχρι τὸ βράδυ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ὑπόγειο καὶ νὰ ἑτοιμαστεῖ, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ, γιὰ τὸ ταξίδι τὴν ἑπομένη. Μάζεψε ἀπὸ νωρὶς ὅσα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πάρει. Σχεδὸν τίποτα ἀπὸ τὴν ἱερατική του ἀμφίεση, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ἀντερὶ κι ἕνα σκοῦφο ποὺ τὰ καταχώνιασε στὸν πάτο τοῦ καλαθιοῦ ἀνάμεσα στὰ ἐσώρουχά του, δυὸ τρία βιβλία καὶ τὰ γράμματα τῶν ἀδερφῶν του ποὺ παρέμειναν διπλωμένα ἀνάμεσα στὰ φύλλα τῆς τετράτομης ἔκδοσης τοῦ Ξενοφώντα, τὴν ὁποία τοὺς εἶχε γράψει πρὶν δυὸ χρόνια νὰ τοῦ τὴ στείλουν γιὰ νὰ τὴν πουλήσει μιὰ κι ἦταν γεμάτη λάθη. Θά ’μενε κι αὐτὴ μαζὶ μ’ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ποιὸς ξέρει πότε κι ἂν θὰ μποροῦσε κάποια μέρα ὁ Ἰωαννίκιος νὰ φροντίσει νὰ πᾶνε στὸ νησί. Ἐκεῖ θὰ ἦταν πολὺ χρησιμότερα ἀπ’ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Παρ’ ὅλο ποὺ στὴν ὥρα τούτη τῆς ἐγρήγορσης καὶ τοῦ συναγερμοῦ δὲν χωροῦσαν μνῆμες καὶ συναισθήματα, στὴ θέα τοῦ γραφικοῦ χαρακτήρα τοῦ Δοσίθεου δὲν μπόρεσε νὰ ὑπερβεῖ τὴ συγκίνηση καὶ τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα. Εἶχε ἔρθει στὴ Θεσσαλονίκη μὲ τ’ ὄνειρο νὰ δουλέψει καὶ νὰ βοηθήσει τ’ ἀδέρφια του καὶ τὴν πατρίδα καὶ τώρα
φεύγει λάθρα καὶ κυνηγημένος, χωρὶς καμμιὰ προσδοκία, χωρὶς κὰν νὰ γνωρίζει ποὺ καλὰ καλὰ πηγαίνει. Σκούπισε τὰ δάκρυά του, ρούφηξε μιὰ δυὸ φορὲς τὴ μύτη του καὶ συνέχισε τὸ συμμάζεμα. Τελείωσε τὶς προετοιμασίες του ἀργὰ ὅταν τὸ φεγγάρι εἶχε ἀρχίσει νὰ γέρνει πρὸς τὴ δύση, ἀλλ’ ἀκόμη φώτιζε ἀμυδρὰ τὸ δωμάτιο στὸ ὁποῖο θὰ κοιμόταν γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορά. Ἡ νύχτα ἦταν ἥσυχη· τίποτα δὲν τάραζε τὴ γαλήνη της, οὔτε ποδοβολητὰ στοὺς δρόμους, οὔτε φωνές, οὔτε κραυγές. Ἀκόμα θαρρεῖς πὼς κι ὁ ἀέρας εἶχε κάνει ἀνακωχή. Ποὺ καὶ ποὺ μόνο τὸ νιαούρισμα κάποιας γάτας ἢ κάποιος σκύλος ποὺ ἀλυχτοῦσε κάπου μακριά, διέκοπταν τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀκινησία τῆς νύχτας. Μιᾶς νύχτας ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ ἄλλες συνθῆκες θά ’ταν ὅτι πρέπει γιὰ ρεμβασμό. Ποιός ρεμβασμὸς ὅμως μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μέσα στὴν ἀγωνία τῆς προσμονῆς τοῦ λυτρωμοῦ; Τὸ μόνο πιὰ ποὺ τὸν ἔνοιαζε ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησης, ἡ στιγμὴ ποὺ θ’ ἄκουγε τὴν ἀργὴ καὶ βαριὰ κίνηση τῆς ἁλυσίδας νὰ τραβᾶ τὴν ἄγκυρα. Εἶχε ἀκόμα ξεχάσει ὁλότελα τὸ κούρεμα καὶ τὸ ξύρισμα ποὺ τοῦ ἐπιβλήθηκε… ...Εἶχε κατεβεῖ λέει στὸν κόλπο τοῦ Κάρδαμου, κάτω ἀπὸ τὸ Μετόχι, λίγο μετὰ τὰ μαθήματα καὶ μπῆκε στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς, τὸ χτισμένο πάνω στοὺς βράχους, ποὺ χειμώνα καλοκαίρι τὸ ραντίζουν τὰ κύματα τοῦ Αἰγαίου. Σκούπισε τὰ φύκια ποὺ εἶχε σωρεύσει μέσα ὁ βοριάς, ἄναψε τὰ καντήλια κι ἀφοῦ θυμιάτισε μιὰ μιὰ ὅλες τὶς εἰκόνες, κλειδαμπαρώθηκε μέσα καὶ γονατίζοντας μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, ἄρχισε νὰ προσεύχεται ὅταν κάποιος ἄρχισε νὰ χτυπᾶ δυνατὰ κι ἐπίμονα τὴν πόρτα. Στὴν ἀρχὴ τρόμαξε μὰ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέση τῆς προσευχῆς. Ὅταν ὅμως ἐπαναλήφθηκε τὸ χτύπημα, πιὸ δυνατὸ καὶ παρατεταμένο, ἀνασηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, ἀλλὰ δὲν ἦταν πιὰ στὸ ἐξωκκλήσι τῆς πατρίδας του. Ἦταν στὸ δωμάτιο ποὺ κοιμήθηκε τὸ προηγούμενο βράδυ κι αὐτὸς ποὺ χτυποῦσε ἐπαναληπτικὰ τὴν πόρτα ἦταν ἡ ὑπηρέτρια ἡ Περμαθούλα, ποὺ ἀκούστηκε νὰ λέει: «Ξύπνα Γέροντα, ξύπνα, γιατί ὅπου νά ’ναι θὰ ’ρθει ὁ Μωῢς μὲ τὸ κάρο». Πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἅρπαξε τὰ φράγκικα ροῦχα ποὺ ἦταν διπλωμένα πάνω στὸ σεντούκι καὶ χωρὶς χρονοτριβὴ ἄρχισε νὰ ντύνεται γρήγορα. Τόσο γρήγορα ποὺ οὔτε κὰν ἀντιλήφθηκε τὴ δυσκολία μὲ τὴν ὁποία στρίμωξε τὸ φαρδὺ σώβρακο του μέσα στὸ στενὸ παντελόνι. Φόρεσε τὸ κρεμασμένο στὸν τοῖχο πλατύγυρο καπέλο καὶ παίρνοντας στὸ χέρι τὸ καλάθι μὲ τὰ λιγοστὰ ὑπάρχοντά του βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ προχώρησε στὸν μισοσκότεινο διάδρομο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ σάλα. Ἐκεῖ ἦταν ἕτοιμη, ἐπὶ ποδός, ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια. Τοὺς καλημέρισε μόλις τοὺς ἀντίκρισε, ἀκούμπησε κι αὐτὸς τὸ
καλάθι του στὴ γωνία κοντὰ στὶς δικές τους ἀποσκευὲς καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ κέντρο ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι καὶ τόν παρατηρούσαν ἐξεταστικά. Στὴν ἀρχὴ δὲν κατάλαβε τί συνέβαινε, τὸ διαπίστωσε ὅμως, ὅταν πλησιάζοντάς τους ἦρθε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν μεγάλο καθρέφτη ποὺ πλαισίωνε μιὰ μορφὴ ἐντελῶς ἄγνωστη. Κάποιον ποὺ θὰ μποροῦσε νά ’ναι γάλλος ἔμπορος ἢ ἀκόλουθος ἢ ὅ,τι ἄλλο· ποτὲ ὅμως ἕνας νησιώτης καὶ πολὺ περισσότερο καλόγερος. Κοκκάλωσε ἐμβρόντητος μπροστὰ στὸν καθρέφτη κι οὔτε ἤξερε τί νὰ πεῖ καὶ τί νὰ κάνει. Θὰ προτιμοῦσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ν’ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ, νὰ καταποντιζόταν στὴ μαύρη σκοτεινιὰ τοῦ πελάγου, νὰ ἐξαφανιζόταν ἀπὸ προσώπου γῆς καὶ ἀνθρώπων. Ἔνοιωσε τόσο γελοῖος, τόσο ταπεινωμένος, τόσο ἐξευτελισμένος, ποὺ μιὰ ἀσυγκράτητη ὀργὴ παρ’ ὀλίγο νὰ τὸν ρίξει πάνω στὸν Χαρίση. Ἀμέσως ὅμως κυριάρχησε μέσα του ἡ λογικὴ καί, τὴν εὐθύνη τῆς κατάντιας του τὴν πῆρε ὁλόκληρη πάνω του, ἀπαλλάσσοντας κάθε ἄλλον ἀπ’ αὐτή. Τὸ κατακόκκινο ἕτοιμο νὰ ἐκραγεῖ πρόσωπό του στὴ στιγμὴ ἔγινε κάτασπρο. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα ποὺ βουβὰ κυλοῦσαν πάνω στὸ πελιδνὸ πρόσωπο καὶ τὸ λαρύγγι του εἶχε ὁλότελα στεγνώσει. Ἦταν σχεδὸν ἕτοιμος νὰ σωριαστεῖ στὸ πάτωμα κι ὁ Χαρίσης ἔγνεψε στὴν Περμαθούλα νὰ τοῦ φέρει μιὰ καρέκλα. Ἐκείνη σαστισμένη οὔτε ποὺ κατάλαβε τί τῆς ζητοῦσε καὶ μὲ γρήγορες κινήσεις ἔφερε ὁ ἴδιος μιὰ καρέκλα καὶ τὸν κάθισε ἐπάνω. Καταφανῶς ταραγμένος ὁ Χαρίσης ἔσκυψε καὶ σκούπισε μὲ τὸ μαντήλι του τὰ δάκρυα τοῦ Γέροντα, λέγοντας ψιθυριστά: «Συγχώρα με Γέροντα, ἂν ἤξερα πὼς θὰ συνέβαινε αὐτὸ κάτι ἄλλο θὰ σκεφτόμουν. Συγχώρα με...». Κι ἐκεῖνος ἐπιστρατεύοντας ὅλο τὸ κουράγιο του ἀπάντησε μὲ βραχνὴ φωνή: «Δὲν πειράζει… θέλημα Θεοῦ εἶναι κι αὐτό». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὴ φράση του κι ἀκούστηκαν τὰ πέταλα τοῦ ἀλόγου καὶ ὁ ἀραμπὰς τοῦ Μωΰς. Χωρὶς καμμιὰ κουβέντα, ἕνας ἕνας σταυροκοπήθηκαν μπροστὰ στὴ εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς καὶ τοῦ Χριστοῦ κι ὕστερα ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἀνέβηκαν στὸ κάρο. Μέχρι νὰ φτάσουν στὸν Τοπχανὲ εἶχε γιὰ τὰ καλὰ πιὰ χαράξει. Μπροστὰ στὸ τελωνεῖο πρὶν καλὰ καλὰ προφτάσουν νὰ τοὺς σταματήσουν οἱ μπεκτσῆδες, πρόβαλε βλοσυρὸς στὴν εἴσοδο ὁ τελώνης, ρωτώντας ποιοὶ εἶναι αὐτοί. «Δὲν ξέρουμε» ἀπάντησε ἕνας ἀπ’ τοὺς μπεκτσῆδες. «Καλὰ φέρτε τους μέσα» εἶπε ὅλο αὐστηρότητα ἐκεῖνος καὶ χάθηκε πίσω ἀπὸ μιὰ πόρτα τοῦ μακρόστενου διαδρόμου. Τοὺς ὁδήγησαν στὸ βάθος τοῦ κτιρίου καὶ τοὺς
διέταξαν νὰ περιμένουν. Σὲ λίγο πρόβαλε ξανὰ ὁ τελώνης λέγοντας πὼς νόμιζε ὅτι ἡ ἀναχώρηση ἦταν γιὰ τὴν ἑπομένη καὶ πὼς καλὰ καὶ βρέθηκε τυχαῖα στὸ τελωνεῖο. Ὁ Χαρίσης ποὺ ἤξερε καλὰ τὴ γλώσσα αὐτή, ἕτοιμος ἀπὸ τὰ πρίν, ἐγχείρισε τὰ καταλλήλως ἐμπλουτισμένα ἀποδεικτικά του. Ὁ τελώνης τὰ παρέλαβε κι ἀνοίγοντάς τα μὲ τὴ δέουσα προσοχὴ τὰ βρῆκε ἀπολύτως ἐντάξει. «Εἶν’ ὅλα ἐντάξει Γιωργάκη ἐφέντη, μπορεῖς μὲ τὴν οἰκογένειά σου νὰ ταξιδέψεις». Γιὰ τὸν Γέροντα οὔτε ποὺ εἶπε κουβέντα. Ἔκανε πὼς δὲν τὸν εἶδε. Τοὺς συνόδεψε ὣς τὴν ἐξώπορτα διατάζοντας τοὺς φρουροὺς νὰ τοὺς ἐπιτρέψουν νὰ φτάσουν στὴ σκάλα. Λίγο πιὸ ἀνοιχτὰ περίμενε ἕτοιμο ἕνα τρικάταρτο βριγαντίνο, μὲ ἤδη τοὺς παπαφίγκους ἁπλωμένους, νὰ σαλπάρει. Ἦταν οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες ποὺ ἀνέβηκαν κι εὐθὺς ὡς ἔλυσε ἡ βάρκα ποὺ τοὺς πῆγε, ἀκούστηκε ἀγκομαχώντας ἡ καδένα ν’ ἀνεβάζει τὴν ἄγκυρα, ἐνῶ ἕνας ἐλαφρὸς Βαρδάρης ποὺ φούσκωνε τὰ πανιά, ἄρχισε νὰ τοὺς σπρώχνει ἀργὰ πάνω στὴ ρυτιδωμένη ἐπιφάνεια. Μοῦτσοι καὶ ναῦτες κρεμασμένοι στὰ στράλια, φώναζαν κι ἔβριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἔκριναν ἀπαραίτητο. Ὁ Γέροντας, παραφωνία στὸ κατάστρωμα, ἀκουμπισμένος στὴν κουπαστὴ τῆς πρύμης, δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὴ στεριά. Ἡ Θεσσαλονίκη ἀναδυόταν μέσα ἀπὸ τὴν πρωινὴ ἀχλὴ λογχισμένη ἀπὸ τοὺς ἀλλεπάλληλους μιναρέδες ποὺ προπετεῖς σκαρφάλωναν ὣς πάνω στὸ Γεντὶ Κουλὲ κι ὁλοένα μίκραινε στὰ μάτια του καθὼς ὁ ἀέρας ποὺ δυνάμωνε ἔσπρωχνε ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα τὸ βριγαντίνο. Ἔτσι ὅπως τὴν ἀγνάντευε, ἀπὸ μακριά, σφηνωμένη μέσα στὰ τείχη της, ἀκίνητη καὶ σιωπηλή, τοῦ θύμισε μιὰ παλιὰ χαλκογραφία της, ποὺ εἶχε δεῖ κάποτε στὸ Ὄρος. Μιὰ χαλκογραφία ἄψυχη, μιὰ ἀπεικόνισή της ποὺ σὲ τίποτα δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴ σφαγμένη, γεμάτη φόβο, γόους καὶ κοπετούς, ἀπροστάτευτη ἀπὸ τὸν Ἅγιό της, ἐγκαταλελειμμένη στὴ μανία τοῦ Μουτεσελίμη, πόλη. Μιὰ εἰκόνα ποὺ δὲν ἔμοιαζε καθόλου μ’ ἐκείνην τῆς ἄφιξής του πρὶν ὀχτὼ χρόνια. Τότε μποροῦσε νὰ ἐλπίζει, νὰ ὀνειρεύεται καὶ νὰ λογαριάζει. Νὰ λογαριάζει τὸν χρόνο καὶ νὰ σχεδιάζει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του, στ’ ἀδέρφια του ποὺ τά ’χε ἀφήσει νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο του. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἔγιναν καπνός. Καὶ τώρα στὴν κουβέρτα ἑνὸς πλοίου ἀγναντεύοντας ἀπὸ μακριὰ τὴν πόλη τῶν προσδοκιῶν του, κατευθύνεται στὸ ἄγνωστο, χωρὶς προορισμό, χωρὶς ὄνειρα,
χωρὶς ἐλπίδα. Τὰ δάκρυά του κυλοῦσαν ποτάμι στὸ ξυρισμένο πρόσωπό του, ποὺ κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀκουμποῦσε σκουπίζοντάς το μὲ τὶς παλάμες ἀνατριχίαζε ὁλόκληρος, καθὼς ἐρχόταν μπροστά του τὸ ἀπαίσιο πρωινό του εἴδωλο. Ἔκλεισε τὰ μάτια ἀκουμπισμένος πάντα στὴν κουπαστή. Τὸ θρόισμα τῶν πανιῶν, τὸ σφύριγμα τοῦ ἀνέμου στὶς ἀντένες κι ὁ παφλασμὸς τῶν κυμάτων λικνίζοντας τὸ τρικάταρτο σκαρὶ σχεδὸν τὸν ἀποκοίμισαν. Ὅταν ξανάνοιξε τὰ μάτια εἶχαν περάσει τὸ Καράμπουρνου καὶ τὸ πέλαγος, κάτω ἀπὸ ἕνα λαμπρὸ ἥλιο, ἁπλωνόταν ἀπέραντο, χωρὶς τίποτα νὰ κλείνει τὸν ὁρίζοντα. Ἔβγαλε ἕνα βαθὺ ἀναστεναγμὸ ποὺ ξεφούσκωσε τὸ στῆθος του κι ὕστερα σηκώνοντας τὸ κεφάλι ἄφησε τὸ βλέμμα του νὰ πλανηθεῖ στὴν ἀπεραντοσύνη, σὰν νά ’θελε νὰ σκορπιστεῖ μέσα της καὶ νὰ χαθεῖ…
***
CAMPO DEI GRECI
Χαμογέλασε μὲ βαθιὰ ἱκανοποίηση καθὼς οἱ φωνὲς τῶν μαθητῶν του, συνομιλώντας —μὲ ἀρκετὴ ἄνεση πιὰ— στὰ ἑλληνικά, χάνονταν σταδιακὰ μέσα στὸ ποδοβολητό τους καθὼς βιαστικὰ κατέβαιναν τὴ σκάλα. Μιὰ μέρα ἀκόμη εἶχε περάσει, μιὰ ὁλόκληρη γεμάτη μέρα στὴν ἁλυσίδα τοῦ χρόνου ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού, ἐδῶ κι ἕνα χρόνο, ἄρχισε νὰ διδάσκει στὰ σχεδὸν ἰταλόφωνα αὐτὰ παιδιά. Στὴν ἀρχὴ πολλὰ δυσκολεύονταν ἀκόμα καὶ τ’ ὄνομά τους νὰ ποῦν ἑλληνικά, ὅμως μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ὑποχρεωτικὴ χρήση τῆς ἑλληνικῆς μέσα στὸ Φροντιστήριο ἔφερε τὰ ἀποτελέσματά της. Εἶχε τρομάξει κι ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῶν προτάσεών του, ὅταν ξαναδιάβασε τὴν ἔκθεσή του πρὸς τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Κοινότητας γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῆς σχολῆς. Ὅμως καθὼς φάνηκε αὐτὸ ἦταν ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν δάσκαλο, ὁ ὁποῖος ἀναλάμβανε τὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους, κι ὡς πρὸς αὐτὸ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Πολυζώη ποὺ εἶχε λάβει στὴ Μασσαλία, δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολικὴ ὅπως ἀρχικὰ εἶχε νομίσει. Ἄλλωστε ἡ μόλις πρὸ ἡμερῶν ἐπιβράβευσή του μὲ τὴν ἀνάθεση στὸν ἴδιο καὶ τῆς διεύθυνσης τοῦ Φροντιστηρίου, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀπόλυτη ἐπιβεβαίωση τῶν ἐξ’ ἀρχῆς προθέσεων καὶ ἐπιθυμιῶν τῆς παροικίας. Ἀναμετρώντας ὅ,τι ἔγινε μέσα στὸν χρόνο ποὺ πέρασε γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο καὶ στρέφοντας τὸ πόμολο ἄνοιξε διάπλατα καὶ τὰ δυὸ παραθυρόφυλλά του. Οἱ τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου τρύπωσαν στὴν αἴθουσα μαζὶ μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ φθινοπώρου, ἐπαυξάνοντας τὴν εὐεξία του. Στὰ ἤρεμα νερὰ τοῦ καναλιοῦ γλιστροῦσε κάθε τόσο κάποια γόνδολα ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα ἢ κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τῆς πόλης. Τὸν διασκέδαζε αὐτὸ τὸ θέαμα τῆς μονόκουπης πλοήγησης, ποὺ μὲ τόση μαεστρία ὄρθιοι στὴν πρύμη ἔκαναν ἄλλοτε μὲ κέφι κι ἄλλοτε μὲ βαριεστημάρα οἱ γονδολιέρηδες. Γοητευμένος ἀπὸ τὴν τερπνὴ θέα τοῦ παραθύρου του, ἡ μνήμη παλινδρόμησε στὶς χαλεπὲς μέρες τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὸν ἀπάνθρωπο ἐγκλεισμό του τῶν τεσσάρων τελευταίων ἐτῶν στὴ Μασσαλία. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ τίποτα, οὔτε κὰν τὴν ὑπεσχημένη ἀνταμοιβὴ τῶν διδασκαλικῶν ὑπηρεσιῶν του.
Κάτι ἔπρεπε νὰ γίνει· δὲν μποροῦσε νὰ χωνέψει, πὼς οἱ κόποι τόσων χρόνων θὰ πήγαιναν χαμένοι, ἄσε πιὰ τὰ δεινὰ καὶ τὶς ταλαιπωρίες ὅλου αὐτοῦ τοῦ διαστήματος, ποὺ μὲ τίποτα δὲν πληρώνονται. Ἔτσι ἡ πρόσφατη ἀπόφασή του νὰ πληροφορήσει δεόντως μὲ ἐπιστολὴ τὴν κυρία Χαρίση, ὅτι ἀνέθεσε στὸν ἀνεψιό του τὴν εἴσπραξη τῶν ὅσων τοῦ ὀφείλονται, ἀκόμη καὶ ὑπὸ μορφὴ ὁμολόγων, ὅπως στὶς περιπτώσεις Μεναχὲμ καὶ Μαρκάντο, ἦταν ἡ σωστότερη ἐνέργεια τὴν ὥρα αὐτή. Ὄχι βέβαια πὼς ἔτρεφε ἰδιαίτερες ἐλπίδες γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἂν κατόρθωνε νὰ πάρει ἔστω κι ἕνα μέρος τῶν ὅσων τοῦ χρωστοῦσαν θά ’ταν μιὰ καλὴ ἐνίσχυση τῶν μελλοντικῶν σχεδιασμῶν του, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα ποὺ τόσο ἐπίμονα τὸν καλεῖ μὲ τὰ γράμματα τοῦ καινούριου Δεσπότη της. Ἔστω καὶ μετὰ ἕνα δυὸ χρόνια, ὅταν οἱ ἀνειλημμένες ὑποχρεώσεις του θὰ ἔχουν τελειώσει καὶ τὸ δρομολογημένο συγγραφικὸ καὶ ἐκδοτικό του ἔργο θὰ ἔχει περατωθεῖ. Ἐκεῖνο βέβαια ποὺ προέβαλε ἐπισήμως ὡς ἀδιαμφισβήτητο ἐμπόδιο τῆς πραγματοποίησης μιᾶς ἐπανάκαμψης στὸν γενέθλιο τόπο ἦταν οἱ ὑποχρεώσεις ἀπέναντι στὴν Κοινότητα, ὅμως ἡ βαθύτερη, ἡ πραγματικὴ αἰτία ποὺ καὶ στὸν ἑαυτό του δύσκολα ὁμολογοῦσε ἦταν ἡ ἀνάγκη του νὰ γράψει καὶ νὰ ἐκδώσει. Ἦταν στὰ μέσα τῆς πέμπτης δεκαετίας τοῦ βίου του κι αἰσθανόταν γεμάτος καὶ ὥριμος. Αἰσθανόταν ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα ποὺ ἔπρεπε ν’ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ ὅτι κυοφόρησε μέσα του ἡ διαρκὴς μελέτη καὶ συνεχὴς σπουδὴ κατὰ τὸν ἀναγκαστικὸ ἐγκλεισμὸ τὰ μαῦρα χρόνια ποὺ πέρασαν. Τόση ἦταν ἡ ὄρεξή του γιὰ τὴ συγγραφή, ὥστε ἀκόμη κι ὅταν ἱερουργοῦσε ἢ ἐκτελοῦσε τὸ τόσο προσφιλὲς διδακτικό του ἔργο, ἀδημονοῦσε πότε θὰ καθίσει μπροστὰ στὸ ἄδειο χαρτὶ νὰ γράψει καὶ νὰ σβήσει, νὰ διαγράψει καὶ νὰ μουντζουρώσει ὅ,τι δὲν τοῦ ἄρεσε, προκειμένου νὰ συστηματοποιήσει καὶ νὰ διατυπώσει τὶς σκέψεις καὶ τοὺς διαλογισμούς του. Καὶ βέβαια δὲν ἦταν μόνο ἡ διάθεση γιὰ δημιουργία, ἦταν κι ἡ ἐπίγνωση τῆς εὐκαιρίας ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ παραμονή του στὴ Βενετία. Τώρα ποὺ βρισκόταν ἐδῶ, στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας, ἀλλὰ καὶ τῶν βιβλιοθηκῶν, ἦταν ἡ καλλίτερη εὐκαιρία γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς συγγραφικὲς φιλοδοξίες του καὶ ν’ ἀφήσει πίσω του καταγεγραμμένη τὴν ἐμπειρία καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ παιδεμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς του ἄσκησης. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀνεκπλήρωτος καημός του γιὰ τὴν ἐκπαίδευση στὴν πατρίδα, ταλάνιζαν καθημερινὰ τὸ εἶναι του καὶ φούντωναν τὸ ἄγχος του γιὰ τὴν ἐπάρκεια τοῦ χρόνου. Πῶς τάχα μποροῦσαν νὰ χωρέσουν τόσα πράγματα, τόσα ὄνειρα, τόσες λαχτάρες σὲ μιὰ ζωή; Κι ὅμως
κάποτε θαρρεῖς πὼς ὁ χρόνος ἁπλώνει καὶ τὰ χωρᾶ ὅλα. Οὔτε ποὺ τοῦ περνοῦσε ἀπ’ τὸ μυαλὸ ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ποὺ ξεφόρτωνε τὶς λιγοστὲς ἀποσκευές του ἐδῶ κάτω, ὅτι μέσα σ’ ἕνα χρόνο θὰ εἶχε βάλει σὲ τάξη τὸ πρόγραμμα λειτουργίας τοῦ Φροντιστηρίου, θὰ εἶχε δεῖ τυπωμένα βιβλία του καὶ θὰ ἀπολάμβανε ἀπεριόριστα τὴν ἐκτίμηση ὁλόκληρης της Κοινότητας καὶ τῶν Ἐπιτρόπων της, ποὺ τὸν κάλεσαν νὰ ξαναζωντανέψει τὴν περιώνυμη αὐτὴ Σχολὴ τοῦ Φλαγγίνη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ τῆς νέας γενιᾶς ἡ ὁποία βαθμιαία ἐκλατινιζόταν. Τότε, διατυπώνοντας χωρὶς περιστροφὲς τὴ γνώμη του καὶ συντάσσοντας τὶς προτάσεις του γιὰ τὸ δέον γενέσθαι, πολὺ ἀμφέβαλε ἂν θὰ γίνονταν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Ἐπιτρόπους. Ὅταν εἶδε ὅμως τὴν ἀπόλυτη ἀποδοχὴ καὶ τὴν πλήρη υἱοθέτησή τους, ἀντιλήφθηκε τὸ μέγεθος τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ πήγαζαν μέσα ἀπὸ τὰ δικά του λόγια. Γιατὶ τὰ προτεινόμενα ἀφοροῦσαν αὐτὸν τὸν ἴδιο. Ἐκεῖνος ἦταν ποὺ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιήσει μὲ ἐπιτυχία ὅ,τι εἶχε θέσει στὸ χαρτὶ ὡς ἄποψη ἢ ὅρο. Μέσα του σήμανε συναγερμός. Ἔπρεπε γρήγορα καὶ συντονισμένα νὰ σπεύσει. Ἡ πίστωση τοῦ χρόνου δὲν ἦταν μεγάλη καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα ἔπρεπε νὰ καταρτίσει τὸ ἐργαλεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς γλώσσας, γιατὶ χωρὶς αὐτὸ τίποτε ἀπ’ ὅσα ὑποσχόταν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει. Καὶ τὸ ἐργαλεῖο ἦταν ἡ Γραμματική. Χρειαζόταν ἕνα καινούριο ἐγχειρίδιο γιὰ τοὺς πρωτόπειρους, κυρίως, μαθητὲς γιατί ἐκεῖνες τοῦ Βάμβα καὶ τοῦ Πατούσα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς ἀπαιτήσεις τῆς στιγμῆς. Κι ἀκόμα ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσας ἔπρεπε νὰ προχωρήσει. Γιατὶ ὅσο σημαντικὴ ἦταν ἡ γνώση της γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ «προγονικοῦ ἀγαθοῦ», ἄλλο τόσο σημαντικὴ ἦταν γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν ἰδεῶν καὶ ρευμάτων τοῦ καιροῦ καθὼς καὶ τὴ διατύπωση τῆς σκέψης καὶ τῶν στοχασμῶν τῶν συγχρόνων του. Ἔτσι ξεκίνησε νὰ δουλεύει ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ κι ἔτσι κατόρθωσε μέσα στὸν χρόνο ποὺ πέρασε καὶ νὰ βάλει σὲ καινούριο ρυθμὸ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου καὶ νὰ βρίσκεται ἀνοιχτὴ στὰ θρανία τῶν παραδόσεών του, τυπωμένη ἀπό τὸν Ἀνδρεώλα, ἡ «Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Γραμματικήν της Ἑλληνικῆς Γλώσσης», γρήγορο καὶ ἀποτελεσματικὸ ὄργανο τῆς ἐκμάθησης τῆς ἑλληνικῆς ὅπως φανερώνουν οἱ ἐπιδόσεις τῶν μαθητῶν. Τόσο τὸν ἀπορρόφησε ἡ ἀναδρομὴ αὐτὴ στὸ πρόσφατο παρελθόν, ὥστε ἐντελῶς λησμόνησε πὼς ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχει μπεῖ στὸν Ἑσπερινό. Καὶ θὰ συνέχιζε τοὺς συλλογισμοὺς μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἂν οἱ καμπάνες ἀπὸ ὁλόγυρα δὲν
τοῦ ὑπενθύμιζαν, ὅτι ἦταν Σαββατόβραδο κι ὅτι μέσα στὰ καθήκοντά του ἦταν καὶ ἡ ἱερουργία στὸν Ἅι Γιώργη. Ὁ Ἑσπερινὸς, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν πολύμοχθη μέρα, ἦταν γι’ αὐτὸν μιὰ ἀνάπαυλα καθὼς ἡ ἀνάδυση τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ θυμιάματος συναντοῦσαν τὸ ἱλαρὸ φῶς, ποὺ διαχεόταν στὸν ναὸ μέσα ἀπὸ τὸ στρογγυλὸ παράθυρο τοῦ ὑπερώου τῆς πρόσοψης. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μετὰ τὸ δεῖπνο ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἑσπερινό, εἶχε ἀκουμπήσει τὴν ἀναμμένη λάμπα πάνω στὸ μεγάλο τραπέζι μὲ τὰ ἀνοιχτὰ βιβλία καὶ τὰ διάφορα χειρόγραφά του καὶ ὄρθιος μπροστά τους συλλογιζόταν ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει, ὅταν τοῦ ἀνήγγειλαν τὴν ἄφιξη τοῦ Μιχαήλου. Πρόβαλε στὸ κεφαλόσκαλο νὰ τὸν προϋπαντήσει ρωτώντας: «Πῶς τέτοια ὥρα ἀπὸ δῶ;» «Πῶς τέτοια ὥρα ἀπὸ δῶ;» ἀντιρώτησε ὁ Μιχαῆλος καὶ σηκώνοντας ψηλὰ τὸ ἀριστερό του χέρι, κουνώντας ἐπιδεικτικὰ στὸν ἀέρα τὸν φάκελο ποὺ κρατοῦσε συνέχισε: «Νά, γι’ αὐτό τέτοια ὥρα». «Τί εἶναι αὐτό; Γράμμα;» ρώτησε ὁ Γέροντας. «Ὅταν πᾶμε μέσα θὰ δεῖς» ἀπάντησε ὁ Μιχαῆλος, καθὼς περνοῦσε τὸ κατώφλι τοῦ δωματίου ἀκολουθώντας τὸν Γέροντα, ποὺ κατευθυνόταν πρὸς τὸν καναπέ. «Ὄχι ἐκεῖ, στὸ τραπέζι πρέπει νὰ καθίσουμε» ὑπέδειξε ὁ Μιχαῆλος κι ὁ Γέροντας ἄλλαξε κατεύθυνση καὶ φθάνοντας στὸ φορτωμένο τραπέζι μὲ τὴν ἀναμμένη πάνω λάμπα, κάθισε στὴ συνηθισμένη του θέση, ἐνῶ ὁ Μιχαῆλος κάθισε ἀκριβῶς ἀπέναντί του καὶ τοῦ πρότεινε τὸν φάκελο. Τὸν ἄνοιξε μὲ γοργὲς κινήσεις καὶ ξεδιπλώνοντας ἔκπληκτος τὰ τυπογραφικὰ δοκίμια τοῦ Προσευχηταρίου εἶπε: «Δὲν τὸ φανταζόμουν ὅτι θὰ ἔκανες τὴ δουλειὰ τόσο γρήγορα, δὲν πέρασε κὰν βδομάδα ἀπὸ τότε ποὺ σὲ παρέδωσα τὸ χειρόγραφο» «Δὲν τὸ φανταζόσουν μέν, γεγονὸς δὲ» εἶπε γελώντας ὁ τυπογράφος καὶ συνεχίζοντας διευκρίνισε ὅτι ἀφ’ ἑνὸς ὁ ὄγκος τῆς δουλειᾶς ἦταν μικρὸς κι ἀφ’ ἑτέρου εἶχε τὴν ἀγωνία νὰ δεῖ πῶς θά ’δειχνε τὸ κείμενο σ’ ἕνα τόσο μικρὸ σχῆμα, ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν καθημερινῶν προσευχητικῶν ἀναγκῶν τῶν μαθητῶν. Περιεργαζόμενος τὴν ἔξοχη στοιχειοθέτηση καὶ τὴν ἐκπληκτικὴ σελιδοποίηση στὸ δέκατο ἕκτο, ὁ Γέροντας δὲν ἔκρυψε τὸν ἐνθουσιασμό του ξεστομίζοντας ἕνα «Εὖγε» καὶ συμπληρώνοντας εὐθὺς ἀμέσως «Βρὲ Γλυκύ, πράγματι εἶσαι ἀντάξιος της φήμης σου!» «Γέροντά μου, δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ διαπιστώνεις» ἀντέτεινε μὲ νόημα ἐκεῖνος κι ὁ Γέροντας, ἀντιλαμβανόμενος ποῦ τὸ πήγαινε, παρατήρησε: «Φαντάζομαι πὼς τὸ τελευταῖο αὐτὸ ποὺ εἶπες, ἀφοροῦσε τὴν ὑπόσχεσή μου νὰ παρακαλέσω τὸν Πατριάρχη, νὰ συστήσει κατὰ προτίμηση τὶς δικές σου ἐκδόσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἒ, μάθε λοιπὸν ὅτι πρὸ πολλοῦ τὸ ἔχω πράξει».
Σὰν ἐλατήριο τινάχτηκε ἀπ’ τὴ θέση του ὁ Γλυκὺς κι ἔσκυψε νὰ φιλήσει τὸ χέρι του. Ὅμως ὁ Γέροντας τὸ τράβηξε ἀπότομα λέγοντας: «Ὄχι τέτοια μεταξύ μας Μιχαῆλο, ὅ,τι ἔκανα τὸ ἔκανα γιατί ἐκτιμῶ τὴ δουλειά σου καὶ θεωρῶ τὶς ἐκδόσεις σου τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ὡς τὶς καλλίτερες αὐτῆς τῆς στιγμῆς. Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, νά ’σαι σίγουρος πὼς τίποτα δὲν θὰ ἔκανα, ὅ,τι κι ἂν μοῦ ’λεγες». Ἀφοῦ συζήτησαν γιὰ λίγο ἀκόμη, τὶς διάφορες τεχνικὲς καὶ οἰκονομικὲς λεπτομέρειες τῆς ἔκδοσης, ὁ Μιχαῆλος ἀποχαιρέτισε τὸν Γέροντα καὶ κεῖνος ξανακάθισε στὴν ἴδια θέση κι ἄρχισε τὴ διόρθωση τῶν δοκιμίων. Ὅσο ὁ χρόνος κυλοῦσε, τόσο δενόταν παραπάνω μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν τόπο. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε ἦταν θαρρεῖς ἕνας ἀκόμη κόμπος στὸ δέσιμό του μ’ αὐτὴ τὴν ἀνθυγιεινὴ πόλη, ποὺ τὸ κλίμα της γινόταν συχνὰ αἰτία παραμονῆς του στὸ κρεβάτι γιὰ μέρες πολλές. Ὅμως κάθε μέρα καὶ περισσότερο ἔβλεπε νὰ στεριώνει τὸ ἔργο του καὶ νὰ δίνει καρπούς. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ προγράμματος ἐκπαίδευσης, ὕστερα ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ταξινόμησης τῶν βιβλίων καὶ τῆς δημιουργίας βιβλιοθήκης καί, παράλληλα, τῆς συγγραφῆς καὶ τῆς ἔκδοσης τῶν βιβλίων του. Στὴ συνέχεια ἡ συγκρότηση τοῦ Παρθενώνα, τοῦ «παιδαγωγείου» αὐτοῦ ποὺ θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία στὰ κορίτσια τῆς ὁμογένειας ποὺ ἀναγκάζονταν νὰ φοιτοῦν σὲ παρθεναγωγεῖα ἑτεροδόξων, ὅπου πολλοὶ κίνδυνοι παραμόνευαν. Τέλος, εἶχε φτάσει καὶ ἡ ὥρα τῆς Σύνοψης, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Καποδίστριας διαρκῶς ἀδημονοῦσε, πιστεύοντας ὅτι ἦταν τὸ καταλληλότερο ὄργανο γιὰ τὴν διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἔθνους. Ὁ Γέροντας βέβαια κατανοοῦσε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἔκδοσής της μόνο πού, ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς, δὲν τὴν θεώρησε ἔργο πρώτης προτεραιότητας. Γι’ αὐτὸ καὶ πέρασαν σχεδὸν δυὸ χρόνια, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Μουστοξύδης τοῦ διαβίβασε τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυβερνήτη, μέχρι νὰ καταπιαστεῖ μαζί της. «Ἔργον ὁμολογουμένως κοινωφελὲς καὶ θεῖον» ἡ Σύνοψη, ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τῆς παραχωρήσει τὴ θέση τῆς Γραμματικῆς. Τὸ πρωτεῦον γιὰ τὸ μόλις χτὲς ἐλευθερωμένο Γένος, ἦταν νὰ μάθει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει σωστὰ τὴ γλώσσα του, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀξιολογήσει τὸ μέγεθος τῆς κληρονομιᾶς τῶν προγόνων του καὶ νὰ ἐκτιμήσει σωστὰ τὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὶς πνευματικὲς κατακτήσεις τῶν λαῶν, ποὺ ἀδούλωτοι ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες τοῦ δικοῦ του ζυγοῦ οἰκοδομοῦσαν τὸν πολιτισμό τους.
Αὐτὰ σκεφτόταν ὅταν μπροστά του ἀνοίχτηκε ἡ πλατεία Ἀρσενὰλ καὶ ἀπέναντί του ὀρθώθηκε ἡ μεγαλόπρεπη εἴσοδος τοῦ ναύσταθμου φρουρούμενη ἀπὸ τὸ τεράστιο ἄγαλμα τοῦ ἀνθρωπόμορφου λέοντα, ποὺ κάποτε στόλιζε τὸ Πόρτο Λεόνε. Στάθηκε γιὰ λίγο ἀτενίζοντας τοὺς ἑκατέρωθεν πύργους κι ὕστερα παίρνοντας ἕνα στενορύμι πρὸς τὴ θάλασσα, συνέχισε τὸν καθιερωμένο μεσημεριανὸ Κυριακάτικο περίπατό του καὶ τὶς σκέψεις του... Τώρα ποὺ ἡ Γραμματικὴ ἐκδόθηκε καὶ δόξα τῶ Θεῶ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Μουστοξύδη, διατέθηκαν τὰ περισσότερα ἀντίτυπά της, καὶ ἡ ἐκτύπωση τοῦ Μικροῦ Προσευχηταρίου μετρᾶ μέρες, μπορεῖ ὁλοκληρωτικὰ σχεδὸν νὰ διαθέσει τὸν ἐλεύθερο χρόνο του στὴ σύνταξη τῆς Σύνοψης. Ἀπόψε κιόλας θὰ ἔγραφε στὸν Κυβερνήτη, προκειμένου νὰ τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ἡ Κατήχηση τὴν ὁποία ἐπιθυμοῦσε νὰ προσαρτήσει στὸ τέλος τοῦ βιβλίου θὰ συντελοῦσε στὸ νὰ μεγαλώσει πολὺ ὁ ὄγκος του ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι δὲν ὑπάρχει τὸ ἀπολύτως κατάλληλο κείμενο γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτή, δεδομένης τῆς διχογνωμίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν ἐργασία τοῦ Οἰκονόμου. Ὅσο γιὰ τὴ συγγραφὴ τῶν εὐχῶν καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν τροπαρίων στὴν καθομιλουμένη ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει ὅτι, ἐνῶ τοῦτο θὰ ἦταν χρησιμότατο γιὰ τὴν κατανόηση ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῶν προσευχῶν ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε συντάξει, θὰ ἀπέβαινε καταστρεπτικὸ ἂν ἐφαρμοζόταν στοὺς ὕμνους καὶ τὰ τροπάρια ποὺ θὰ συμπεριλαμβάνονταν. Γιατί ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς τῶν περιεχομένων μεταφυσικῶν, θεολογικῶν καὶ δογματικῶν ἐννοιῶν στὴν ἀνώριμη ἀκόμα κοινή μας γλώσσα, θὰ καταντοῦσε μιὰ δυσκατάληπτη «ἀπεραντολογία» καὶ πιθανότατα «ἀηδὴς πολυλογία». Ἄλλωστε καὶ ἀπὸ μόνος του θὰ τὸ καταλάβει ὅταν διαβάσει καὶ τὶς μεταγραφὲς ποὺ ἀποτόλμησε τὶς προηγούμενες μέρες καὶ τὶς ὁποῖες θὰ τοῦ στείλει ὡς δείγματα μαζὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπο σχέδιο. Δὲν κατάλαβε πότε προσπέρασε τὸ παλάτι τῶν Δόγηδων καὶ βρέθηκε μπροστὰ στὸν Ἅγιο Μάρκο. Κάθε φορὰ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ κεῖ δὲν μποροῦσε νὰ τιθασεύσει τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ ἀριστούργημα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ διακοσμητικῆς, ὅμως καὶ δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή του γιὰ τὰ κλοπιμαῖα τῆς Βασιλίδος, κι ἂς ἤξερε πὼς ἡ τύχη τους θά ’ταν τρισχειρότερη στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν της. Μὲ τὶς ἴδιες πάντα θλιβερὲς σκέψεις ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴ μεγάλη πλατεία, στὴν ὁποία ἐκείνη τὴν ὥρα ἐλάχιστοι διαβάτες περπατοῦσαν, μιὰ καὶ τὰ βαριὰ σύννεφα ποὺ εἶχε κουβαλήσει ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ νοτιὰς εἶχαν ἀρχίσει νὰ ραντίζουν τὴν πλατεία μὲ ἀραιὲς σταγόνες.
Τὸ ρολόι ἔδειχνε τέσσερις καὶ εἴκοσι κι ὁ Γέροντας ἐπιτάχυνε τὸ βῆμα γιὰ νὰ μὴ βραδύνει στὸ Ἀπόδειπνο, ἐνῶ πίσω του ἡ κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου, σὰν οὐρανομήκης προσευχὴ ἢ ματαιόδοξο καὶ προπετὲς ἀνάστημα, χανόταν στὴν ὁμίχλη ποὺ ἀργὰ κατέβαινε στὴν πόλη. Τρέχοντας σχεδὸν μετὰ τὸ «Δι’ εὐχῶν», ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό του, πέταξε τὸ ράσο του πάνω στὸ κρεβάτι καὶ πλησίασε στὸ παράθυρο. Ὁ οὐρανὸς εἶχε γίνει κατασκότεινος καὶ οἱ πρῶτες χοντρὲς σταγόνες ρυτίδωναν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ καναλιοῦ, ἐνῶ ὁ μοναδικὸς ἐκείνη τὴν ὥρα γονδολιέρης βάζοντας ὅλη του τὴ δύναμη στὸ κουπὶ προσπαθοῦσε νὰ προλάβει τὴν μπόρα ποὺ ὁλοταχῶς ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα. Σκούπισε μὲ τὴν παλάμη του τὸ νοτισμένο τζάμι θέλοντας νὰ δεῖ καλλίτερα, μὰ τὸ νερὸ κυλώντας ἤδη σὰν καταρράκτης πάνω του παραμόρφωνε τὰ πάντα. «Βλέπω πάλι τὰ κανάλια νὰ ξεχειλίζουν» μονολόγησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ μεγάλο τραπέζι. Ἄναψε τὴ λάμπα κι ὅταν τὸ κρύο, θαμπὸ λαμπόγυαλο ζεστάθηκε, ἀνέβασε τὴ φλόγα κι ἕνα γλυκὸ φῶς ξεχύθηκε παντοῦ, διώχνοντας τὴν ἀγριότητα τοῦ σκοταδιοῦ κι ἐπαναφέροντας τὴν οἰκειότητα τοῦ χώρου. Παραμέρισε τὰ σκορπισμένα στὸ τραπέζι χαρτιά, διάλεξε δυὸ τρία λευκὰ ποὺ τὰ τοποθέτησε μπροστά του κι ἄρχισε νὰ γράφει ὅσα σχεδίαζε στὸ μυαλό του περπατώντας πρὶν λίγο στὴν πόλη. Σταματοῦσε μόνο ὅταν κάτι δὲν τοῦ πήγαινε καλὰ στὴ διατύπωση. Τὸ διέγραφε καὶ τὸ διόρθωνε, ἄλλοτε ἀλλάζοντας τὴ σύνταξη κι ἄλλοτε ἐπιστρατεύοντας ἄλλες λέξεις ὥστε νὰ ἀποδίδεται σωστότερα καὶ εὐκρινέστερα τὸ νόημα τῶν σκέψεων καὶ τῶν συλλογισμῶν του. Κάπου δυὸ ὧρες κράτησε ἡ σύνταξη τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου ἀναλυτικὰ καὶ τεκμηριωμένα ἐξέθετε τὴ γνώμη καὶ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴ σύνθεση καὶ τὴ μορφὴ τῆς Σύνοψης. Πῆρε τὸ γράμμα στὰ χέρια του κι ἀκουμπώντας τὴν πλάτη στὴν καρέκλα τὸ διάβασε μὲ προσοχὴ διορθώνοντας καὶ κάποτε διαγράφοντας μὲ λοξὲς γραμμὲς ὅ,τι ἦταν περιττολογία ἢ ἐπανάληψη προηγούμενου. Μόλις τελείωσε καὶ ἡ δεύτερη ἀνάγνωση καὶ πιὰ δὲν ἔμεινε τίποτα γιὰ ν’ ἀλλάξει, μάζεψε καὶ στοίβαξε στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ τραπεζιοῦ ὅλα τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία. Ἄνοιξε τὸ συρτάρι κι ἔβγαλε δυὸ μεγάλα, ὑδατογραφημένα χαρτιά, ἀπὸ τὰ καλλίτερα βενετσιάνικα ποὺ διέθετε. Τοποθέτησε τὸ ἕνα στὴν κορυφὴ τῆς στοίβας καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἅπλωσε μὲ προσοχὴ
στὸν κενὸ χῶρο μπροστά του. Πῆρε μιὰ ἀπὸ τὶς πέννες του καὶ τὴν κοίταξε μὲ προσοχὴ στὸ φῶς. Δὲν τοῦ ἄρεσε καὶ πῆρε μιὰ δεύτερη ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἴδια διαδικασία. Τὴν τέταρτη τὴ θεώρησε κατάλληλη καὶ τὴν τοποθέτησε στὸν κονδυλοφόρο. Τὴ βούτηξε στὸ μελανοδοχεῖο κι ἀφοῦ τὴ στράγγισε ξεκίνησε καλλιγραφικὰ τὸ καθαρογράψιμο: Πρὸς τὸν Ἐξοχώτατον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος Κύριον Ἰωάννην Ἀντωνίου Καποδίστριαν, ……………………………………………………… Ὅταν βεβαιώθηκε ὅτι τὸ μελάνι εἶχε ὁλότελα στεγνώσει, δίπλωσε προσεκτικὰ τὸ γράμμα καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἤδη ἑτοιμασμένο σχέδιο ποὺ περιλάμβανε τὶς προσευχὲς τὶς ὁποῖες τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε συντάξει, τὰ τύλιξε σ’ ἕνα μικρὸ δέμα, τὸ ὁποῖο ἀφοῦ τὸ ἔδεσε σφιχτὰ μὲ σπάγκο τὸ σφράγισε μὲ βουλοκέρι, ἕτοιμο νὰ ταξιδέψει μὲ τὸ πρῶτο πλοῖο ποὺ θὰ σάλπαρε γιὰ τὸ Ναύπλιο. Τὸ καλοκαίρι εἶχε μπεῖ γιὰ τὰ καλὰ μὰ ἀπάντηση στὸ γράμμα δὲν εἶχε φανεῖ. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀνήσυχος κι ἐκνευρισμένος. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Νὰ συνεχίσει τὴ δουλειὰ τῆς Σύνοψης; Κι ἂν ἡ ἀπάντηση ἦταν ἀρνητική; Ὅλοι οἱ κόποι του θὰ πήγαιναν χαμένοι. Νὰ ἐνδώσει στὴν πίεση του Ἀνδρεώλα καὶ νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴ διόρθωση τοῦ Ὡρολογίου; Κι ἂν ἐν τῶ μεταξὺ ἐρχόταν θετικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸ Ναύπλιο τί θά ’κάνε; Θὰ τὸν παρατοῦσε στὰ κρύα του λουτροῦ; Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα. Μιὰ καὶ δὲν ἦταν οὔτε μὲ τὸ ἕνα οὔτε μὲ τὸ ἄλλο νὰ καταπιαστεῖ, ἀποφάσισε νὰ συνεχίσει τὸν κατάλογο τῶν δωρητῶν τοῦ Φροντιστηρίου. Χώθηκε λοιπὸν μέσα στὰ χαρτιὰ καὶ τὰ κατάστιχα κι ἄρχισε νὰ ψάχνει. Ὁλημερὶς ἀνακάτευε χαρτιά, διάβαζε καὶ σημείωνε. Κεφάλι δὲν σήκωνε. Ἔτσι χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἦρθε καὶ πέρασε τὸ φθινόπωρο κι ἀπὸ τὸ Ναύπλιο «μοῦδε γράμμα, μοῦδε πράμα» ποὺ λὲν καὶ στὴν πατρίδα του. Εἶχε τελειώσει τὸ Δωδεκαήμερο ὅταν ἕνα σκοτεινὸ ἀπομεσήμερο, καθὼς τὰ γράμματα στὰ κιτρινισμένα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες χαρτιὰ θόλωναν τὸ βλέμμα του καὶ ζάλιζαν τὸ μυαλό του, σηκώθηκε, ἔριξε στοὺς ὤμους τὸ πανωφόρι του, κατέβηκε τὴ σκάλα καὶ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ ἕνα φίλο του χαρτοπώλη στὸ Ριάλτο. Ἔνοιωθε πὼς μὲ τὸ περπάτημα θὰ ξεμούδιαζε ἀπὸ τὴ συνεχὴ καθήλωση στὴν καρέκλα καὶ θ’ ἀνακουφίζονταν τὰ ἐπὶ ὧρες προσηλωμένα στὶς ἀράδες τῶν ἐγγράφων μάτια του.
Δὲν εἶχε ἄδικο. Ὅταν πῆρε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ αἰσθανόταν πολὺ καλλίτερα, βάδιζε ἀργὰ ἀνάμεσα στὰ στενὰ ἀπολαμβάνοντας στὰ σκοτεινὰ νερὰ τῶν καναλιῶν τοὺς ἀντικατοπτρισμοὺς τῶν φωτισμένων παραθύρων τῶν μεγαλόπρεπων κατοικιῶν χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὸ ψιλόβροχο, ποὺ σιγὰ σιγὰ πότιζε τὰ ροῦχα του. Ὅταν ἀνέβηκε στὸ δωμάτιο τότε κατάλαβε ὅτι τὸ νερὸ εἶχε ὁλότελα διαπεράσει τὰ ροῦχα του. Ἄρχισε νὰ ξεντύνεται ἁπλώνοντάς τα στὶς καρέκλες ἀπέναντι στὸ τζάκι, ὅπου τὰ κάρβουνα εἶχαν σκεπαστεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα στάχτης. Φόρεσε στεγνὰ ροῦχα καὶ ἔριξε μερικὰ ξύλα στὸ τζάκι, φυσώντας τὰ κάρβουνα. Δὲν ἄργησε νὰ φουντώσει ἡ φωτιὰ μὰ τὸ κορμί του δὲν ἔλεγε νὰ ζεσταθεῖ καὶ τὸ ἕνα φτέρνισμα ἀκολουθοῦσε τὸ ἄλλο, καθὼς ἔπινε ἕνα ζεστὸ φασκόμηλο ἀπὸ κεῖνο ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ἐκεῖνος ὁ Θιακὸς καπετάνιος, ποὺ ὅλο ξεχνᾶ τ’ ὄνομά του. «Ἂς εἶναι καλὰ ὅπου κι ἂν βρίσκεται κι ἂς γαληνεύει τὰ ταξίδια του ὁ Ἅι Νικόλας», μονολόγησε κι ἡ μιὰ γουλιὰ δὲν πρόφταινε τὴν ἄλλη. Ὅμως οὔτε οἱ φλόγες ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχαν θεριέψει, οὔτε καὶ τὸ δεύτερο φλιτζάνι τοῦ φασκόμηλου, κατόρθωσαν νὰ μετριάσουν τὰ σύγκρυα κι ἔτσι ἀποφάσισε νὰ κουκουλωθεῖ στὸ κρεβάτι. Τὸ ἄλλο πρωὶ ξύπνησε ἀργὰ μέσα σὲ λήθαργο κι ἦταν ἀδύνατο νὰ σηκωθεῖ. Πονοῦσε ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, τὸ κεφάλι του ἦταν βαρύ, τὰ μάτια του ἔκαιγαν κι ἕνας ἐπίμονος ξερόβηχας ἐμφανιζόταν κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε ν’ ἀνασάνει βαθιὰ ἢ νὰ μιλήσει δυνατά. Εἰκοσιτέσσερις μέρες δὲν σηκώθηκε ἀπὸ κεῖ. Πέντε μερόνυχτα καιγόταν στὸν πυρετὸ κι ὁ ἱδρώτας τὸν περιέλουζε μουσκεύοντας πέρα ὣς πέρα τὸ στρῶμα. Ὕστερα ὁ ξερὸς κι ὀδυνηρὸς βήχας, μαλάκωσε βγάζοντας ἀκατάσχετα φλέματα, ποὺ δὲν καθάρισαν παρὰ μόνο μετὰ σαράντα μέρες. Τριανταεπτὰ γιὰ τὴν ἀκρίβεια μέρες πέρασε κρεβατωμένος στὸ δωμάτιό του μὲ γιατρούς, γιατροσόφια καὶ περιποίηση χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ πάρει τὰ πόδια του. Μὲ τεράστια δυσκολία ἀνταποκρινόταν καὶ στὶς πιὸ ἀπαραίτητες σωματικές του ἀνάγκες. Σκέψη νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ δωμάτιο δὲν γινόταν, ἀφοῦ κάθε φορὰ ποὺ ἐπιχειροῦσε νὰ σηκωθεῖ ὄρθιος ἔνοιωθε τὸ ἔδαφος νὰ φεύγει ἀπὸ τὰ πόδια του κι ἀμέσως σωριαζόταν στὸ κρεβάτι ἀδύναμος καὶ ἐξαντλημένος, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἀδυνατεῖ ὁλότελα νὰ συγκεντρώσει καὶ νὰ κουμαντάρει τὴ σκέψη του. Μὲς στὸ θολὸ μυαλό του ἔρχονταν κι ἔφευγαν τὰ πρόσωπα τῶν δικῶν του, οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ πεθαμένοι, καὶ τὰ τοπία τῆς πατρίδας του: οἱ κάμποι ὁλοπράσινοι τὴν ἄνοιξη κι ὁλόχρυσοι τὸ καλοκαίρι, τὰ γυμνὰ βουνά, οἱ δροσερὲς ρεματιὲς καὶ οἱ
νερόμυλοι, οἱ δασωμένες κοιλάδες μὲ τὸ βούισμα τῶν μελισσῶν καὶ τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν κι ἡ θάλασσα, πότε γαλήνια καὶ προσηνὴς καὶ πότε ἀγριεμένη κι ἀπειλητικὴ ἀπ’ τὸν βοριά. Ὅταν ὁ μεγάλος πυρετὸς πέρασε κι ὁ ὁρίζοντας τοῦ νοῦ του ἄρχισε νὰ καθαρίζει, συνειδητοποιώντας τὴν πραγματικότητα, ρωτοῦσε κάθε τόσο τί μέρα εἶναι καὶ πόσο ἔχει ὁ μήνας. Ἔτσι σιγὰ σιγὰ ἀνασυστήθηκε ὁ εἱρμός του κι ἐπανῆλθε ἡ μνήμη στὰ καθημερινὰ καὶ τὰ τρέχοντα. Τότε ἔμαθε πὼς εἶχε φτάσει ἐπιτέλους καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυβερνήτη. Μόλις τὸ πληροφορήθηκε ζήτησε νὰ τὴ διαβάσει. Τοῦ ἔδωσαν τὸ κλειστὸ γράμμα καὶ κεῖνος μὲ τὰ τρεμάμενα ἀκόμη ἀπὸ τὴν πολυήμερη ἀσθένεια, ἀλλὰ καὶ τὴ συγκίνηση, χέρια, ἄνοιξε τὸ γράμμα κι ἀνακάθισε πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ παραθύρου νὰ τὸ διαβάσει. Ἡ ἀπάντηση ἐν μέρει μόνο ἱκανοποίησε τὸν Γέροντα, ἀφοῦ ναὶ μὲν συμφωνοῦσε μὲ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὶς εὐχὲς καὶ τὰ τροπάρια, διαφωνοῦσε ὅμως στὸ θέμα τῆς μὴ ἐπισύναψης τῆς Κατήχησης τὴν ὁποία θεωροῦσε ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ διδάσκεται, λέει, «ὁ πολὺς ὁ λαός» ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο βιβλίο τὴ θρησκεία του καὶ «τὴν ὑποθήκην τῶν ἱερῶν χρεῶν του». Βέβαια δὲν κατανοοῦσε ποιὸ νόημα ἀκριβῶς ἔδινε στὰ «ἱερὰ χρέη». Ἂν δηλαδὴ ἐννοοῦσε τὶς θρησκευτικὲς καὶ μόνο ὑποχρεώσεις τοῦ λαοῦ ἢ τὸ ἐπεξέτεινε καὶ στὶς ὑποχρεώσεις πρὸς τὴν πατρίδα; Πράγμα ποὺ συνδυαζόταν μὲ τὰ γραφόμενά του σὲ μιὰ δεύτερη ἐπιστολή, γραμμένη τρεῖς μέρες μετά, μὲ τὴν ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ πάει ἐκεῖ νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση «ἑνὸς τῶν καταστημάτων τῆς δημοσίας παιδεύσεως ἢ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σχολείου» τὸ ὁποῖο σχεδίαζε νὰ συστήσει. Ἔτσι θὰ γινόταν ὠφελιμότερη στὸ Ἔθνος, ὅπως σημείωνε στὸ γράμμα, ἡ ἀρετὴ τοῦ Γέροντα, τὴν ὁποία ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχε ἀνάγκη ἡ πατρίδα καὶ ἐπὶ πλέον θὰ ἐξασφάλιζε στὸν ἴδιο τὴν ἀληθινὴ ἀμοιβὴ ποὺ δικαιοῦνται οἱ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ καινούριος χρόνος ποὺ τόσο ἄσχημα ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἔμελλε νά ’ναι γεμάτος ἔγνοιες καὶ δυσκολίες. Καὶ πρῶτα πρῶτα ἦταν ἡ πίεση τοῦ Δεσπότη τῆς Ἴμβρου νὰ ἐπιστρέψει γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του. Νὰ βοηθήσει τὴν πατρίδα του, βγάζοντας τοὺς συμπατριῶτες του ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἀγραμματοσύνης.
Δὲν χρειαζόταν βέβαια νὰ τοῦ τὸ πεῖ ὁ Δεσπότης, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ γράμματά του διαβίβαζε τὴν ἐπιθυμία τῶν συμπατριωτῶν του, χωρὶς βέβαια νὰ γνωρίζει τὸ πόσο φουντωμένος ἦταν μέσα του ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς. Ἄλλωστε ὅσα κι ἂν εἶχε ἀκούσει γι’ αὐτὸν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὸ πάθος μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε τὴν περιπέτεια αὐτὴ τῆς ἵδρυσης τοῦ σχολείου. Κι οὔτε βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ καταλάβει, ὅ,τι κι ἂν τοῦ ἔγραφε γιὰ τὶς τρομακτικὲς περιπέτειες ποὺ ἔζησε, πλάνητας, προσπαθώντας νὰ ἐξοικονομήσει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ κάποια καινούρια ἀρχή. Οἱ ταλαιπωρίες ὅλων αὐτῶν τῶν χρόνων ὄχι μόνο ἔκαμψαν τὸ ἠθικό του, ἀλλὰ καὶ ἔφθειραν ἀνεπανόρθωτα τὴν ὑγεία του καὶ περισσότερο τὰ μάτια του, ποὺ ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια δὲν ἀντέχουν τὸ δυνατὸ φῶς, ἀλλὰ καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ μελετᾶ τὶς νύχτες. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση, ὅτι μετὰ ἐνάμιση χρόνο, ὅταν θὰ ἔχουν τελειώσει οἱ ἀνειλημμένες ὑποχρεώσεις του, θὰ ἐπανακάμψει γιὰ «νὰ θυσιάσῃ εὐχαρίστως τὰ λείψανα τῆς ὑγείας του διὰ τὴν ὠφέλειαν τῆς φίλης του πατρίδος καὶ εἰς αὐτὴν νὰ κλείσει τοὺς ὀφθαλμούς του». Θὰ γύριζε ὅμως, ὄχι ὅπως τὸ εἶχε ὀνειρευτεῖ φεύγοντας γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ σκοπὸ νὰ μαζέψει λίγα χρήματα κι ἔτσι νὰ βοηθήσει τ’ ἀδέρφια του νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο ποὺ εἶχε ξεκινήσει κι ὅταν θά ’φτανε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, νὰ στήσει ἕνα πιὸ μεγάλο σχολειό. Θὰ γύριζε φτωχότερος ἀπὸ ὅ,τι ἔφυγε, ἀφοῦ καὶ οἱ τελευταῖες ἐλπίδες του νὰ εἰσπράξει μέρος τοῦ ἀντίτιμου τῶν κόπων μιᾶς ὁλόκληρης ὀκταετίας ἀπὸ τὰ ὁμόλογα τῶν Ἑβραίων, διαψεύστηκαν μετὰ τὴν διαπίστωση ὅτι οἱ γραμματεῖς τοῦ Χαρίση εἶχαν ἁρπάξει ὅ,τι βρισκόταν στὰ χέρια τοῦ Μεναχὲμ καὶ τοῦ Μαρκάντο. Οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους δούλεψε μὲ ζῆλο καὶ τοὺς συμπαραστάθηκε μὲ αὐτοθυσία στὶς δύσκολες στιγμές τους τὸν ἄφησαν μὲ χέρια ἀδειανά. Ποτὲ δὲν φανταζόταν, καθώς μοῦ ἔλεγε, ὅτι οἱ κληρονόμοι τοῦ Καυταντζόγλου θὰ ἀθετοῦσαν τὴ συμφωνία τοῦ μακαρίτη καὶ θὰ θεωροῦσαν ἀρκετὴ ἀνταμοιβὴ τὸ ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ τὸ κρεβάτι. Ὅποιες κι ἂν ἦταν οἱ δυσκολίες τους δὲν δικαιολογοῦσαν αὐτὴ τὴν ἄδικη συμπεριφορὰ πρὸς τὸν δάσκαλο, ποὺ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ μάθουν τὰ παιδιά τους γράμματα. Βαθιὰ ἦταν ἡ πίκρα του καὶ κάθε φορὰ ποὺ τό ’φερνε ἡ κουβέντα τὰ μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Κι ἐνῶ μὲς στὴν ἀπελπισία του αὐτὴ καὶ τὴ θλίψη προσπαθοῦσε νὰ ζυγιάσει τὶς ὑποχρεώσεις του πρὸς τὴν Κοινότητα καὶ τὶς προσόδους στὸν ἐνάμιση χρόνο ποὺ τοῦ ἀπέμενε, ἔτσι ὥστε νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ κάποια ἀξιοπρέπεια, νά ’σου τὸ γράμμα τῶν ἀδελφῶν Σκουρταίων ἀπὸ τὸ Κουτλουμούσι, οἱ ὁποῖοι μὲ
μέγιστη αὐθάδεια, μέσω τῶν φίλων του Ἀλέξη καὶ Κωνσταντίνου, ρωτοῦσαν ἂν ζεῖ ἢ ὄχι κι ἂν πέθανε, ποῦ καὶ πότε καί, κυρίως, σὲ ποιόν ἄφησε τὴν περιουσία του. Ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση τὸν κατέλαβε μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀναιδέστατης αὐτῆς ἐπιστολῆς. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἠρεμήσει, γύριζε ὁληνυχτὶς σβούρα στὸ κρεβάτι προσπαθώντας νὰ ἀντιπαρέλθει τὸ θράσος καὶ τὴν ἰδιοτέλειά τους. Καλόγεροι ἦταν αὐτοὶ ἢ ἀνενδοίαστα ἁρπακτικὰ ἕτοιμα νὰ ἐφορμήσουν στὸ πρῶτο κουφάρι ποὺ θὰ βρεθεῖ μπροστά τους; Ἔτσι, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν τὸν χωροῦσε τὸ κρεβάτι σηκώθηκε, ἄναψε τὴ λάμπα καὶ κάθισε στὸ τραπέζι. Διάλεξε ἕνα μεγάλο κομμάτι χαρτί, βούτηξε τὴν πέννα στὸ μελανοδοχεῖο κι ἄρχισε νὰ γράφει, ἀπευθυνόμενος στὸ σύνολο τῶν ἀδελφῶν τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ κι αὐτοὶ δὲν ἦταν ἄμοιροι εὐθυνῶν ἀφοῦ γνώριζαν τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος. Ἀφοῦ τοὺς ἐξήγησε τὰ προβλήματα τῶν θαλάσσιων συγκοινωνιῶν καὶ τῶν ταχυδρομικῶν δυσκολιῶν ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν τὴ συχνὴ καὶ τακτικὴ ἐπικοινωνία, τοὺς ἐξέθεσε κατ’ ἀρχὴ τὴν οἰκονομική του κατάσταση ὥστε νὰ πάψουν νὰ προσβλέπουν στὴν κληρονομιὰ κάποιας περιουσίας κι ὕστερα μὲ ἄκρα δηκτικότητα ἀναφέρθηκε στοὺς Σκουρταίους γράφοντας: «εἰπέτε πρὸς αὐτοὺς ὅτι ἠσπασάμην τοὺς κυρίους Ἀλέξιον Νικολαΐδην καὶ Κωνσταντίνον Καβάκον, ζητήσας παρ’ αὐτῶν καὶ τὰς ἀναγκαίας πληροφορίας, κατὰ τὴν αἴτησιν τῆς πανοσιότητος των, περὶ τοῦ ἂν ζεῖ ἢ πέθανε ἡ ταπεινότης μου· καὶ τὸ οὐσιωδέστερον, εἰς ποίους ἀφῆκε τὴν περιουσίαν της· καὶ μοὶ ἀπεκρίθησαν ὅτι ζῇ ἀκόμη καὶ ἐλπίζει εἰς Θεὸν νὰ μὴν ἀφήσῃ τὰ κόκκαλα εἰς γῆν ἀλλοτρίαν, ἀλλ’ εἰς πατρῴαν καὶ ἑλληνικήν· ὅπου οἱ ἐνταφιασταί της θέλουσιν ἔχει ὅλον τὸ δικαίωμα εἰς τῶν ράσων της περιουσίαν, κατὰ διαταγὴν τῆς διαθήκης της…». Κράτησε ὅμως γιὰ τὸ τέλος τὸν μεγαλύτερο ψόγο, κατακρίνοντας καὶ κατακεραυνώνοντάς τους μὲ τὴν παρατήρηση, ὅτι ὡς πνευματικοὶ πατέρες τὸ πρῶτο ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς νοιάζει σὲ περίπτωση θανάτου του θὰ ἦταν ἂν πέθανε σὰν χριστιανὸς καὶ καλόγερος. Μιὰ φορά, ὅλο κι ὅλο, μοῦ διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ Γέροντας κι ἦταν ἴσως καὶ ἡ μοναδικὴ ποὺ εἶδα τὸ βλέμμα του νὰ θολώνει, τὰ χέρια του νὰ τρέμουν καὶ τὴ φωνή του νὰ σκληραίνει τόσο ποὺ νὰ τρομάζει ἄνθρωπος. Κι ὅταν τελείωσε τὴν ἀφήγησή του, μὲ τὴν ἴδια σκληρὴ φωνή κοιτώντας με στὰ μάτια πρόσθεσε:
– Γι’ αὐτὸ σὲ λέω Γιώργη, δὲ φτάνει νὰ γίνεις καλόγερος γιὰ νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου. Οἱ πόρτες κι οἱ ἀμπάρες τῶν μοναστηριῶν δὲν κρατοῦν τὸν διάβολο ἀπ’ ἔξω. Ὁ σατανὰς τρυπώνει παντοῦ, ἀρκεῖ νὰ βρεῖ κάποια, ἔστω ἐλάχιστη, χαραμάδα ραθυμίας ἢ ἀμεριμνησίας. Καὶ σὲ κυριεύει χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις, σπρώχνοντάς σε σὲ ἑωσφορικὲς πράξεις καὶ συμπεριφορὲς σὰν τῶν Σκουρταίων. Ἐσὺ τώρα ξέρω βιάζεσαι νὰ καλογερέψεις, μὰ δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα σου. Ἔχεις ἀκόμα δρόμο μπροστά σου, δρόμο ὥσπου νὰ καταλάβεις ὅτι, «ὁ μοναχὸς βία ἐστὶ τῆς φύσεως» κι ὅτι γι’ αὐτὸ χρειάζεται μεγάλη ἀπόφαση. Μέρα μὲ τὴ μέρα ὁ Γέροντας ἀνακτοῦσε τὶς δυνάμεις του κι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὸν ἔτρωγε ἡ ἔννοια γιὰ τὴ Σύνοψη. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ἡ ἄποψη καὶ πίεση τοῦ Κυβερνήτη νὰ συμπεριληφθεῖ καὶ Κατήχηση στὸ ἔργο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ δική του γνώμη, πὼς στὴν ἐν λόγω ἔκδοση οὔτε ἦταν ἀπαραίτητη ἡ προσάρτηση τῆς Κατήχησης, οὔτε ὅμως καὶ ὑπῆρχε τὸ κατάλληλο κείμενο γιὰ τὴ δουλειὰ αὐτή. Τόσο στὰ γράμματα τοῦ Κυβερνήτη, ὅσο καὶ σὲ κεῖνα τοῦ φίλου του Ἀνδρέα, ἦταν ὁλοφάνερη ἡ σπουδὴ τῆς ἐκτύπωσης τοῦ ἔργου, γιὰ τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου εἶχε διαφορετικὴ γνώμη ὁ ἴδιος καὶ ἐπιπλέον, λόγω τῆς ἀρρώστιας καὶ τῶν διδασκαλικῶν καθηκόντων του, δὲν εἶχε ἑτοιμάσει πλήρως τὴν ὕλη του. Καὶ γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια περισσότερο τὸν ἔθελγε ἡ ἐνασχόληση τῆς διόρθωσης καὶ ἔκδοσης τοῦ Ὡρολογίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης ἦταν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θετικὸς καὶ δὲν ὑπῆρχαν ἀντιγνωμίες καὶ ἀμφισβητήσεις γιὰ νὰ τοῦ χαλοῦν τὴ διάθεση γιὰ δουλειὰ καὶ νὰ ἀνακόπτουν τὴν ὁρμή του. Ἡ σπουδὴ ἐπίσπευσης τῆς ἐκτύπωσης τοῦ ἔργου καὶ μάλιστα στὴν Αἴγινα κι ὄχι στὴν Βενετία, ὅπου ὁ ἴδιος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὴν ἐποπτεία καὶ ἐπιμέλειά του, φαίνεται πὼς δὲν ἦταν ἄσχετη ἀπὸ τὶς ἀνησυχίες τοῦ Μουστοξύδη γιὰ τὴν τύχη τῆς διακυβέρνησης τῆς χώρας. Πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ἀναζητοῦσαν ἕνα «ἡγεμόνα», ἕνα βασιλιά, ἕνα «ξένο, ἀντὶ ἀνδρὸς ἐκλεγμένου ἀπὸ τὸ Ἔθνος», κάποιον «αὐθαιρέτως διοριζόμενο ἀπὸ τοὺς Δυνατούς», γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ «Ἕλληνες δὲν ἔχουσιν ἀκόμη τὴν ἐπίσημον κοινοποίησιν». Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ τοῦ συνιστοῦσε νὰ ἀναβάλλει τὴν ἐνδεχόμενη ἀναχώρησή του γιὰ ἐκεῖ πρὶν νὰ δοῦν ἂν τὰ πράγματα, ποὺ βρίσκονταν «ἐπὶ ξηροῦ ἀκμῆς», θὰ τακτοποιηθοῦν ἢ ὄχι καὶ «ἂν τὸ νέφος λυθῇ ἢ γίνῃ πυκνότερον». Βέβαια αὐτὴ ἡ προτροπὴ τοῦ φίλου του τὸν βόλευε ἀφάνταστα, ἀφοῦ ὁ Γέροντας δὲν σκόπευε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Βενετία πρὶν πραγματοποιήσει τὴ διόρθωση τοῦ Ὡρολογίου καὶ τὴ βελτιωμένη ἐπανέκδοση τῆς Γραμματικῆς, τῆς ὁποίας ἡ πρώτη ἔκδοση ἔβαινε πρὸς ἐξάντληση. Χώρια ποὺ ἔνοιωθε ὥριμη πιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα καὶ νὰ ἀναβαθμίσει τὸ σχολειό του, ξεκουράζοντας καὶ
ἀνακουφίζοντας τ’ ἀδέρφια του καὶ προπαντὸς τὸν Κύριλλο, ποὺ μὲ νύχια καὶ δόντια κατάφερε νὰ τὸ κρατήσει ὣς τότε ἀνοιχτό. Ὄφειλε ὅμως νὰ δώσει μιὰ ἀπάντηση γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ νὰ ζητήσει συγνώμη γιὰ τὸ γεγονός τοῦ ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη ἑτοιμάσει τὰ ἐλλείποντα ποὺ τάχιστα τοῦ ζητοῦσαν νὰ στείλει. Ἔτσι λοιπὸν συσκεύασε σ’ ἕνα δέμα τὴν πρόσφατα ζωγραφισμένη εἰκόνα του, τὴν ὁποία τοῦ εἶχε ζητήσει ὁ φίλος του καὶ σ’ ἕνα ἄλλο ἑκατονπενήντα ἀντίτυπα τῆς Γραμματικῆς καὶ τριακόσια Προσευχητάρια, ποὺ τοῦ εἶχε παραγγείλει καὶ μαζὶ μ’ ἕνα γράμμα, στὸ ὁποῖο ἀνέφερε ὅτι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Κυβερνήτη τὸν γέμισε περηφάνια, ἀλλ’ ὅτι μὲ ντροπὴ καὶ λύπη ὁμολογεῖ ὅτι τὰ κείμενα ποὺ τόσο ἐσπευσμένα τοῦ ζητήθηκαν, δὲν τὰ ἔχει ἕτοιμα ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν διδακτικῶν του ὑποχρεώσεων στὸ Φροντιστήριο, καὶ τὰ ταχυδρόμησε ὅλα μαζί. Τὰ ὅσα ἔγραφε στὸ γράμμα δὲν ἦταν ψέματα, δὲν ἦταν ὅμως κι ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια. Γιατὶ ἡ μὴ ὁλοκλήρωση τῆς ἐργασίας του, δὲν προερχόταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη χρόνου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀποθάρρυνση, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπὸ τὴν παραγγελία τῆς συγγραφῆς, στὴν ὁποία δὲν τοῦ ἀναγνωριζόταν τὸ δικαίωμα τῆς συγγραφικῆς ἐλευθερίας, ὅσο τοῦ ἀναγνωριζόταν αὐτὴ ἡ ἴδια συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἔνοιωθε τρόπον τινὰ ἐνεργούμενο ἀντικείμενο καὶ ὄχι ἐνεργὸ ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ ἐκφράζεται καὶ νὰ ἐκφέρει ἐλεύθερα τὶς ἀπόψεις του καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόζει στὴν πράξη. Τόσο ἡ —παρὰ τὶς ἐξηγήσεις του— ἐπιμονὴ τοῦ Κυβερνήτη γιὰ τὴν Κατήχηση, ὅσο καὶ ἡ χρονοτριβὴ καὶ οἱ ἀνούσιες παρατηρήσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς, τοῦ δημιουργοῦσαν τὸ αἴσθημα τοῦ χειρώνακτα παραγγελιοδόχου, ποὺ ἔπρεπε νὰ προσαρμόζεται σὲ πολιτικὲς ἐπιδιώξεις, ἐγκρίσεις καὶ ἀπορρίψεις τοῦ παραγγέλοντος. Καὶ βέβαια, δὲν προόριζε τὸν ἑαυτό του, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια σπουδῆς καὶ ἐμπειρίας, γιὰ τυφλὸ ἐκτελεστὴ ἐντολῶν καὶ ἐπεξεργαστὴ ἀπόψεων καὶ δοξασιῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν δικές του καὶ ποὺ μὲ πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς διαφωνοῦσε. Ἀλλά, τέλος πάντων, γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν ἀγώνα τοῦ Καποδίστρια νὰ δημιουργήσει τὶς προϋποθέσεις βελτίωσης τῆς ποιότητας τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου καὶ ἀνύψωσης τοῦ ἠθικοῦ τοῦ Ἔθνους, ὥστε γρήγορα νὰ μπορέσει νὰ συνταχθεῖ μὲ τὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τῶν χωρῶν τῆς Ἑσπερίας, εἶχε ἀποφασίσει νὰ προσφέρει καὶ κεῖνος τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ τό ὁποῖο ἐπίμοχθα καλλιέργησε ἐπὶ μισὸ αἰώνα. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν Σύνοψη τὸν εἶχε κουράσει καὶ πιὰ δὲν τὸν γέμιζε ὡς συγγραφέα καὶ δημιουργό, ὅπως συνέβαινε μὲ τὴ Γραμματικὴ καὶ τὸ Προσευχητάρι, ἀλλὰ καὶ τώρα μὲ τὴ διόρθωση τοῦ Ὡρολογίου.
Αἰσθανόταν ὅτι ἦταν πιὰ ἕνας ἔμπειρος συγγραφέας, ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ σπαταληθεῖ, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὸν χρόνο του προκειμένου νὰ διδάξει καὶ νὰ καταγράψει ὅσα πίστευε καὶ ἀποτελοῦσαν τὸ ὅραμά του. Ὡστόσο ἦταν μιὰ δουλειὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ φέρει εἰς πέρας. Ἦταν κρίμα, ὁ ὣς τότε κόπος του νὰ πάει χαμένος. Ἔτσι, παρὰ τὶς ὅποιες ἀντιρρήσεις του γιὰ τὸν τρόπο ἔκδοσης τοῦ ἔργου καὶ τὶς διάφορες ἔξωθεν παρεμβάσεις, συνέχισε τὴ σύνθεση τῶν ὑπολειπόμενων λίγων εὐχῶν. Τελείωνε τὸ καθαρογράψιμό τους ὅταν ἔφτασε ἀπὸ τ’ Ἀνάπλι τὸ μαντάτο τῆς δολοφονίας τοῦ Κυβερνήτη. Ὣς ἐκεῖ λοιπὸν εἶχε φτάσει ὁ φθόνος καὶ ἡ μισαλλοδοξία τῶν ἀντιπάλων του; Τόση πιὰ ἦταν ἡ μωρία τους ὥστε νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται ὅτι τὸ μόλις ἐλευθερωμένο Ἔθνος διέτρεχε ἄμεσο καὶ τεράστιο κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ τὴν ἄλλη μέρα τῆς ἀποτίναξης τοῦ ζυγοῦ του; Τί τάχα προσδοκοῦσαν οἱ συνωμότες καὶ οἱ φθορεῖς; Τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ θεωροῦσαν τύραννό τους ἢ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀναρχίας πάνω στὴν ὁποία θὰ βλάσταινε καὶ θὰ ἀνθοφοροῦσε ἡ δικαιολογία τῆς ἤδη ἐπιλεγμένης βασιλικῆς διακυβέρνησης; Ἢ μήπως, τελικά, τὴν ἐκκαθάριση τοῦ τοπίου ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ ὀργανωμένου κράτους καὶ τῆς νομιμοφροσύνης, ἔτσι ὥστε ὁ καθένας κατὰ ποὺ βούλεται νὰ νέμεται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ νεοσύστατου κράτους; Πόσα τέτοια ἀναπάντητα ἐρωτήματα, δὲν γεννιοῦνταν καθημερινὰ στὸ μυαλό του καὶ στὴ σκέψη ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἔβλεπαν τὴν προσδοκία τῆς παλιγγενεσίας νὰ μεταμορφώνεται σὲ ἔριδα καὶ σπαραγμό! Ἐξήγηση λογικὴ δὲν ὑπῆρχε γιὰ τοὺς σώφρονες καὶ συνετούς. Οἱ δικαιολογίες καὶ οἱ προφάσεις τῶν ἐναντίων ποὺ ἐπιστρατεύονταν, δὲν ἀποσκοποῦσαν παρὰ μόνο στὴν κάλυψη τῶν κρυφῶν καὶ δόλιων ἐπιδιώξεων ὅσων τὶς ἐπικαλοῦνταν. Ὅ,τι κι ἂν ἔλεγε ὅμως κανεὶς, ἦταν ἀνώφελο καὶ μάταιο. Ὅ,τι εἶχε συντελεστεῖ, ἦταν ἀνεπανόρθωτο καὶ μοιραῖα θὰ εἶχε τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις του στὶς μέλλουσες ἐξελίξεις. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἦταν τὸ «μὴ χειρότερα» καὶ νὰ παρακαλέσει τὸν Θεὸ νὰ φωτίσει τὸ Γένος καὶ τοὺς ἡγήτορές του. Πολλοὶ ἔκρυβαν μέσα τους καὶ κάποτε ψέλλιζαν, τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ ξένος ἄνακτας πού μᾶς ἐπιβαλλόταν, θὰ κατόρθωνε, ἴσως, νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀκαταστασία μας. Λίγοι ὅμως ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ὀσμίζονταν ὅτι ἡ πολυπόθητη λευτεριά μας ἔσκυβε τὸν αὐχένα σὲ καινούρια δουλεία.
Μ’ αὐτοὺς κι ἄλλους παρόμοιους διαλογισμοὺς περιπλανιόταν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ στὴν πόλη παρατηρώντας τὰ σάντολα καὶ τὶς γόνδολες νὰ μπαινοβγαίνουν στὸ μεγάλο κανάλι καὶ τὰ τραμπάκουλα νὰ σηκώνουν πανιὰ καὶ βαριὰ παρακάμπτοντας τὸν San Giorgio Maggiore ν’ ἀνοίγονται πρὸς τὸν νότο, σὰν νὰ τοῦ ὑπόσχονταν σύντομα τὴν πολυπόθητη ἀναχώρησή του. Ὅμως πρὶν ἔρθει ἐκεῖν’ ἡ ὥρα εἶχε πολλὲς ἀκόμα ἐκκρεμότητες νὰ τακτοποιήσει κι ἔπρεπε νὰ παραμερίσει τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις, ποὺ τὸν κατέκλυσαν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη καὶ νὰ ἐπισπεύσει τὴν διεκπεραίωση τῶν ἀνειλημμένων ὑποχρεώσεών του. Ὁ ἀνεψιός του πρὸ πολλοῦ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὴν Ἴμβρο καὶ βρισκόταν καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν Τεργέστη ἀπ’ ὅπου θὰ κατέφθανε στὴ Βενετία. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ προετοιμάσει καὶ τὸ ἔδαφος τῆς μετεκπαίδευσής του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο γιὰ ὅ,τι ἐνδεχομένως θὰ συναντοῦσε στὸ διάβα του. Μέχρι καὶ γιὰ τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὴν ἀμφίεσή του νοιαζόταν καὶ σκόπευε νὰ τοῦ γράψει πῶς νὰ φέρεται στοὺς ξένους, πῶς νὰ προφυλαχτεῖ ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ πῶς νὰ ντυθεῖ. Μάλιστα σκεφτόταν ὅτι κολακευτικὸ γιὰ τὴν ἐμφάνισή του θά ’ταν νὰ φορέσει ἕνα κόκκινο φέσι. Θὰ τοῦ τά ’γραφε καταλεπτῶς ὅταν θὰ ἔφτανε μὲ τὸ καλὸ στὴν Τεργέστη. Τώρα ὅμως ἐκεῖνο ποὺ προεῖχε ἦταν ἡ περάτωση τῆς ἐκτύπωσης τοῦ Ὡρολογίου καὶ τὸ τί θὰ γινόταν μὲ τὸ θέμα τῆς Σύνοψης, ποὺ τὰ «διασωθέντα» δοκίμια τῆς ἀπόπειρας ἐκτύπωσής της τοῦ ἔστειλε ὁ Μουστοξύδης, προκειμένου νὰ τυπωθεῖ μὲ τὴν ἐπικύρωσή της Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ «νὰ διαδοθεῖ εἰς τόπους, οἵτινες μολονότι ὑπὸ τῶν βαρβαρικὸν ζυγὸν διατηροῦσιν τὰς ψυχὰς ἀνεπάφους, τῆς διαφθορᾶς ἐκχεομένης ὑπὸ τῶν διαστρεφόντων τὴν ἠθικὴν καὶ τὴν Ἑλλάδα». Κάθισε λοιπὸν κι ἔγραψε στὸν Πατριάρχη, ἐκθέτοντας τὶς ἀπόψεις του καὶ ζητώντας του τὴν ἄδεια νὰ προχωρήσει. Ὅμως ὅσο εὐμενὴς καὶ ἐνθαρρυντικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀνταπόκριση γιὰ ἔκδοση τοῦ Ὡρολογίου, συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν προτροπὴ νὰ πράξει τὸ ἴδιο γιὰ τὴν Παρακλητικὴ καὶ τὰ Μηναῖα, τόσο ἀπογοητευτικὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἦρθε γιὰ τὴ Σύνοψη, γιὰ τὴν ὁποία τὸ Πατριαρχεῖο ἀποφαινόταν ὅτι, οἱ περιλαμβανόμενες σ’ αὐτὴ εὐχὲς γιὰ τὰ διάφορα ἐπαγγέλματα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν «ἀφορμὴ διαιρέσεως τοῦ Ἔθνους» καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ ἑξαιρεθοῦν. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἐξάτμισε καὶ τὰ τελευταῖα ἴχνη διάθεσης ποὺ διέθετε γιὰ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴν ὑπόθεση αὐτή, ποὺ τόσο τὸν ταλαιπώρησε καὶ τόσο ἀνούσια εἶχε πιὰ καταντήσει. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ παραιτηθεῖ μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν προσπάθεια αὐτή, ποὺ μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ εἶχε ξεκινήσει καὶ σὲ
τόσους κόπους εἶχε ὑποβληθεῖ. Ὅλες οἱ ἀνατροπὲς τοῦ τελευταίου καιροῦ τὸν ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὰ περιθώρια παραμονῆς του στὴ Βενετία, εἶχαν στενέψει ἀπελπιστικά. Ἐπιπρόσθετα στὸ ὑγρὸ καὶ βαρὺ κλίμα της, ἡ ἐπισφαλὴς ὑγεία του συχνότατα τὸν πρόδιδε καὶ γινόταν αἰτία ἀνάσχεσης καὶ ἀναβολῆς κάθε δραστηριότητάς του. Νά, μόλις χτὲς ἀκόμη μπόρεσε νὰ ξεπορτίσει γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ τὸν πολυήμερο βασανισμό του ἀπὸ τὰ ὀδυνηρὰ ἐξανθήματα καὶ τὴ θεραπεία τους μὲ τὶς βδέλλες ποὺ κράτησε δεκαπέντε σχεδὸν μέρες. Ὅπου νά ’ταν ὁ Γεώργιος θὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν Τεργέστη. Μέχρι νὰ τὸν τακτοποιήσει καὶ νὰ ἐγκλιματιστεῖ θά εἶχε τελειώσει καὶ ἡ ἐκτύπωση τῆς καινούριας ἔκδοσης τῆς Γραμματικῆς καὶ ἡ Κοινότητα θά ’χει ὅλο τὸν χρόνο νὰ βρεῖ ἀντικαταστάτη του. Ἔτσι τὸ ἐρχόμενο Πάσχα θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει στὴν Κέρκυρα, ὅπου ὕστερα ἀπὸ τὶς συστάσεις τοῦ —πρόσφατα ἐκλεγμένου στὸ Νομοθετικὸ Σῶμα— Μουστοξύδη, ἡ Βουλὴ τὸν καλοῦσε νὰ διδάξει στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σπουδαστήριο. Δὲν εἶχε παραιτηθεῖ βέβαια ἀπὸ τὸ σχέδιό του νὰ ἐπιστρέψει μέσω Ἄθωνος στὴν πατρίδα του ποὺ ἀπεγνωσμένα τὸν καλοῦσε, ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ φίλου του καὶ τοῦ Κόμη Βιάρου, κι ἔτσι ἀποφάσισε ἔστω καὶ προσωρινὰ νὰ ἐνδιατρίψει στὴν Κέρκυρα.
***
ΚΟΡΦΟΙ: ΕΝΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Δυὸ ὁλόκληρους μῆνες τὸν πῆρε μέχρι νὰ ἀποφασίσει ἂν θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα ἢ θὰ πήγαινε στὴν Κέρκυρα. Δυὸ μῆνες παιδεμὸς ἀνάμεσα στὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν ἀπαιτήσεων τῆς στιγμῆς. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ἀκατάσχετη νοσταλγία, ἡ λαχτάρα νὰ ξαναβρεθεῖ στὸν τόπο του κι ἀνάμεσα στοὺς δικούς του, συγγενεῖς, φίλους, μαθητὲς τοῦ σχολειοῦ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θ’ ἀντίκριζε, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ οἰκονομικὴ δυσπραγία του καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ
συνεχίσει ὁ ἀνεψιὸς τὶς σπουδές, ὥστε νὰ γίνει ἄξιος διάδοχός του. Νὰ ὁπλιστεῖ ὁ Γεώργιος ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο, ὥστε ἐπάξια νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο ποὺ μὲ τόσους κόπους καὶ δυσκολίες ξεκίνησε πρὶν τριάντα τόσα χρόνια καὶ νὰ διαδεχτεῖ τὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἀδιάκοπα συνέχιζε τὴ διδασκαλία στὸ νησί. Κάθε φορὰ ποὺ θυμόταν τὰ γραφόμενα τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς παρακλήσεις του νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα καὶ νὰ συστήσει ἀνώτερο σχολειό, ἡ φλόγα τῆς παλιννόστησης φούντωνε ἀκόμα πιὸ πολύ. Φανταζόταν ἕνα λαμπρὸ διδακτήριο, ὅπου θὰ συνέρρεαν νέοι ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά, νὰ διδαχτοῦν τὴ λαμπρότητα τῆς ἱστορίας τῶν προγόνων τους καὶ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ φωτισμένους δασκάλους τὰ καινούρια ἐπιτεύγματα καὶ τὶς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις τῆς Ἑσπερίας, ὥστε νὰ χτίσουν ἕνα καλλίτερο μέλλον γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ τὸν τόπο. Κι ἂν ὁ Δεσπότης εἶχε τὴ διάθεση καὶ τὸ κουράγιο νὰ χτίσει, ὅπως ἔκανε μὲ τὶς ἐκκλησιές, τὸ καινούριο οἰκοδόμημα γιὰ νὰ στεγάσει τὴ γνώση καὶ τὴ διδαχή, κάποιος ἔπρεπε νὰ φροντίσει τὴν ἐπάνδρωσή του μὲ δραστήριους καὶ ἱκανοὺς δασκάλους, ἀφοσιωμένους στὶς ἀξίες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, φορεῖς τοῦ νέου πνεύματος καὶ τῆς προόδου. Κι ὁ ἴδιος ἦταν ὁ καταλληλότερος γι’ αὐτό. Ἔτσι, πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό, ἡ ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τοῦ ἀνεψιοῦ του, ποὺ καὶ ἔξυπνος ἦταν καὶ μελετηρός, ἀποκτοῦσε πρωτεύοντα χαρακτήρα. Εἴκοσι χρόνια ἔπνιγε μέσα του τὴ νοσταλγία, μποροῦσε νὰ τὸ κάνει γιὰ λίγο ἀκόμα. Ἄλλωστε μέχρι νὰ τελειοποιήσει τὶς γνώσεις του ὁ Γεώργιος, μπορεῖ νὰ καταφέρει νὰ πουλήσει καὶ τὰ ἀντίτυπα τῆς δεύτερης ἔκδοσης τῆς Γραμματικῆς καὶ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ ἐκδώσει τὸ Συντακτικό του. Τότε θὰ πάει στὴν Ἴμβρο μ’ ἕνα πλήρως καταρτισμένο δάσκαλο καὶ δυὸ πολύτιμα διδακτικὰ βιβλία. Τέτοιες σκέψεις τὸν ὁδήγησαν νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν πρόσκληση τοῦ φίλου του Ἀνδρέα, ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὡς πρόεδρος τῆς Γενικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἰονίου Κράτους, νὰ ἀναλάβει καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σπουδαστηρίου στὴν Κέρκυρα. Ἡ Βενετία δὲν τὸν σήκωνε πιά. Ἡ ἔνδεια τῆς Κοινότητας ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ ἱκανοποιητικὰ στὶς οἰκονομικὲς ὑποχρεώσεις της ἀπέναντί του, ἡ ἀνάγκη του, παρὰ τὸ ἀδυνάτισμα τῆς ὅρασής του, νὰ κάνει τὸν διορθωτὴ γιὰ ἕνα ἀσημένιο φλωρίνι τὸ τυπογραφικὸ φύλλο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἀμοιβὴ τοῦ δασκάλου τῆς ἰταλικῆς τοῦ ἀνεψιοῦ του καὶ οἱ ἀλλεπάλληλες προσβολὲς τῆς ὑγείας του, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑγροῦ κλίματος, εἶχαν καταστήσει ἀδύνατη τὴν περαιτέρω παραμονή του ἐκεῖ. Ἡ καρδιά του φλεγόταν ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ οἱ
τύψεις τῆς ἀθέτησης τῆς ὑπόσχεσης ἐπιστροφῆς τὸν ἔτρωγαν μέρα νύχτα. Ὅμως τὸ ὄνειρο τῆς ἐπανάκαμψης δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ πρὶν «προκόψῃ ὁπωσοῦν ὁ ἀνεψιός» καὶ παραδώσει πρὸς ἔκδοση τὶς μισοτελειωμένες συγγραφικὲς δουλειές του. Πῆρε λοιπὸν τὴν ἀπόφαση καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιὸ ξεκίνησε γιὰ τὴν Κέρκυρα. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀφάνταστη ταξιδιωτικὴ περιπέτεια τριῶν ἑβδομάδων σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, πρόβαλαν μὲς στὴν παγωμένη μαρτιάτικη αὐγὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ Κορφοί. Ταλαιπωρημένος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὰ ἐξανθήματα τοῦ τελευταίου καιροῦ, ξεμπαρκάρισε μαζὶ μὲ τὸν Γεώργιο στὸ λιμάνι τῆς Κέρκυρας στὶς 11 τοῦ Μάρτη τοῦ 1834. Στὴν ἀποβάθρα τοὺς περίμενε ἕνα μόνιππο ποὺ τοὺς μετέφερε χωρὶς τὶς ἀποσκευές τους στὸ σπίτι τοῦ Μουστοξύδη. Μετὰ τὰ καλωσορίσματα, τοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ τὶς συστάσεις στὴ εἴσοδο, τοὺς περίμενε ἕνα πλούσια στρωμένο τραπέζι καὶ μιὰ ἀνεπανάληπτη ἔκπληξη καθὼς ὁ οἰκοδεσπότης τοὺς ὁδήγησε στὸν χῶρο ἐργασίας του, μέχρι νὰ ἑτοιμαστεῖ τὸ νηστίσιμο γεῦμα. Ἐκεῖ ἔκπληκτος ὁ Γέροντας ἀντίκρισε ἀναρτημένο στὸν τοῖχο τὸ πορτρέτο του, τὸ ὁποῖο ἐπίμονα εἶχε ζητήσει ὁ φίλος του κατὰ τὸ διάστημα τῆς διδασκαλίας του στὴ Βενετία. Στὴ θέα τῆς προσωπογραφίας του ὁ Γέροντας ἔγινε κατακόκκινος ἀπὸ ντροπὴ καὶ μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι κατευθυνόμενος πρὸς τὴν πολυθρόνα τὴν ὁποία τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ἀνδρέας, ψέλλισε: «Τί δουλειὰ ἔχει ἡ εἰκόνα τῆς ταπεινότητάς μου, εὐγενέστατε, ἀνάμεσα στὶς ἐξοχότητες ποὺ κοσμοῦν τὸ ἐνδιαίτημά σου; Ἡ θέα αὐτὴ μὲ κάνει νὰ μετανιώνω ποὺ ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία σου ἐπέτρεψα τὴ φιλοτέχνηση τοῦ εἰδώλου μου! Ἂν μποροῦσα νὰ φανταστῶ τί περίοπτη θέση τοῦ ἐπιφυλασσόταν, ποτὲ δὲν θὰ συγκατένευα». «Ἂν θυμᾶσαι, περιπόθητε φίλε μου» ἀνταπάντησε ἐκεῖνος, «τὴ χάρη αὐτὴ σοῦ τὴ ζήτησα ὅταν ὁ ἐρχομός σου γιὰ διδασκαλία στὴν Αἴγινα κι ἀργότερα ἡ ἐπίσκεψή σου ἐδῶ, ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις σου στὸ Φλαγγίνειο· ζήτησα τὴν εἰκόνα σου γιὰ νὰ μὲ συντροφεύει στὶς δύσκολες μέρες. Τὶς μέρες ποὺ χρειαζόμουν τὴν παρηγοριὰ τῆς μορφῆς σου καὶ τὸ βάλσαμο τῶν λόγων σου, ποὺ μὲ ἀνείπωτη χαρὰ ἀπολάμβανα κάθε φορὰ ποὺ τὸ ταχυδρομεῖο ἔφερνε γράμμα σου. Διάβαζα τὰ γράμματά σου κοιτώντας τὸ στοργικὸ βλέμμα τῆς εἰκόνας σου κι ἦταν σὰν νὰ μὲ μιλοῦσες ζωντανά, σὰν ν’ ἄκουγες καὶ ν’ ἀπαντοῦσες στοὺς προβληματισμούς μου. Δὲν φαντάζεσαι πόσο περίμενα τὴ σημερινὴ μέρα. Χρόνια ὁλόκληρα ὀνειρευόμουν αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς ἀντάμωσής μας. Ἄργησε πολύ, μὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἐν τέλει ἦρθε. Ἔστω μέσα ἀπὸ χίλια ἐμπόδια καὶ συμφορές, μὲ πιὸ μεγάλη βέβαια τὴν ἄνανδρη δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη. Ἀκόμα δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω πὼς δὲν ζεῖ, ἀκόμα δὲν μπορῶ νὰ
συνηθίσω στὴν ἰδέα ὅτι ἡ ξαναγεννημένη πατρίδα δὲν μπόρεσε ν’ ἀντέξει τὸ ἀνάστημά του κι ἀναζητεῖ τὸν ἡγεμόνα της ἀνάμεσα σὲ ξένες πρὸς τὸ Γένος δυναστεῖες κι ἀμφίβολης ἀξίας ἀξιωματούχους». «Δὲν ἀμφιβάλλω», εἶπε ὁ Γέροντας «γιὰ τὰ ὅσα λέει ἡ εὐγένειά σου, οὔτε φυσικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη της, ποὺ τόσο συχνὰ ἔμπρακτα ἔχει ἐκδηλωθεῖ, ἀλλὰ τί δουλειὰ ἔχει ἡ ἀναξιότητά μου ἐκεῖ ψηλά;» «Ἀκόμα ψηλότερα θά ’πρεπε νὰ τοποθετηθεῖ γιὰ νὰ φτάσει στὸ ὕψος ποὺ βρίσκεται τοποθετημένη στὴν καρδιά μου ἡ ὀσιολογιότητά σου» ἀπάντησε ὁ Μουστοξύδης. Κάθε φορὰ ποὺ ἀναφέρεται σ’ ἐκείνη τὴν προϋπάντηση καὶ ὑποδοχὴ ὁ Λογιώτατος, ὅπως ἀποκαλεῖται σήμερα ὁ Γεώργιος, δὲν παραλείπει νὰ τονίσει τὴ θερμότητα τῶν ἐκδηλώσεων, τὴν ἀμοιβαία ἀλληλοεκτίμηση καὶ τὸν ἀλληλοσεβασμὸ τῶν δυὸ αὐτῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔδωσαν ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἀλκή τους γιὰ τὸ Γένος. Τὸ γεῦμα κράτησε ὧρες ὁλόκληρες καθὼς τὰ ὅσα εἶχαν νὰ ποῦν οἱ δυὸ φίλοι ἦταν ἀτελείωτα. Ἡλιοβασίλεμα σχεδὸν ἔφτασαν στὸ σπίτι ποὺ θὰ ἔμεναν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θεῖος κι ἀνεψιὸς γιὰ ὅσο καιρὸ χρειαζόταν νὰ μείνουν στοὺς Κορφούς. Ἀργὰ καὶ κουρασμένα ἀνέβηκε τὶς σκάλες ὣς τὸ δεύτερο πάτωμα ὁ Γέροντας κι ἀμέσως ἄφησε τὸ κορμί του στὸ πρῶτο κάθισμα ποὺ βρῆκε μπροστά του, ἐνῶ ὁ ἀνεψιὸς προχώρησε πρὸς τὰ παράθυρα γιὰ νὰ τραβήξει τὶς κουρτίνες· νὰ μπεῖ λίγο φῶς, νὰ δοῦν τὸν χῶρο καὶ νὰ ἐξοικειωθοῦν μαζί του. Πρῶτα τράβηξε ἐκεῖνες τοῦ βορινοῦ παραθύρου, τὸ ὁποῖο ἄνοιγε σ’ ἕνα στενό. Ἀπέναντι, σὲ μικρὴ ἀπόσταση, ἕνα γυμνὸ παράθυρο ἄφηνε τὸ βλέμμα νὰ περάσει στὸ κενὸ ἐσωτερικό του· τὰ δυὸ παραπάνω πατώματα φαίνονταν κατοικημένα. Τὰ ἀνατολικὰ παράθυρα πλαισίωναν τὸ χρυσίζων ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέλαγος ποὺ πάνω του πρόβαλε σκοτεινὸς ὁ ὄγκος τοῦ Παλαιοῦ Φρουρίου. Ἡ ἀντανάκλαση ἔφτασε ὣς τὰ μάτια τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος παρὰ τὴν κόπωσή του σηκώθηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὰ κεῖ. Ἄνοιξε τὰ παραθυρόφυλλα κι ἄφησε τὸ βλέμμα του νὰ πλανηθεῖ στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς φθορίζουσας ἐπιφάνειας κι ἕνα πλατὺ χαμόγελο ἁπλώθηκε στὰ χείλη του φωτίζοντας τὸ πρόσωπό του. Κατάκοποι ἀπὸ τὸ ταξίδι κοιμήθηκαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ χωρὶς κὰν νὰ μετακινήσουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὶς ἀποσκευές τους. Τὶς ἄφησαν στὴ θέση ὅπου τὶς εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ βαστάζοι ποὺ τὶς μετέφεραν ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ξάπλωσαν ὅπως ὅπως στὰ κρεβάτια τους. Τὴν ἄλλη μέρα, καθὼς κι ὅλες τὶς
ὑπόλοιπες τῆς ἑβδομάδας τὶς διέθεσαν γιὰ τὴν τακτοποίηση τοῦ καινούριου τους σπιτιοῦ. Ὁ Γέροντας ἔδινε ὁδηγίες κι ὁ ἀνεψιὸς ἐκτελοῦσε. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημά τους ἦταν ποῦ καὶ πῶς θὰ βάλουν τὰ βιβλία. Τακτοποίησαν σὲ θέσεις προσιτὲς ὅσα θὰ χρησιμοποιοῦσαν καθημερινά, ὁ Γεώργιος γιὰ τὴ μελέτη του κι ὁ Γέροντας γιὰ τὴ συγγραφή, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔκαναν δέματα κι ἄλλα τὰ στοίβαζαν πάνω ἀπὸ τὰ ἀντίτυπα τῆς Γραμματικῆς ποὺ κουβάλησαν μαζί τους γιὰ νὰ τὰ πουλήσουν κι ἄλλα τὰ ἔχωναν κάτω ἀπὸ τὰ κρεβάτια. Ὅταν πιὰ καταστάθηκαν λίγο πολύ, ὁ Γεώργιος ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὴ μελέτη, ἀφοῦ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ τελειοποιήσει τὶς γνώσεις του μέχρι τὴν ἀποχώρησή τους ἀπὸ τὴν Κέρκυρα κι ὁ Γέροντας καταπιάστηκε μὲ τὸν καταρτισμὸ ἑνὸς προγράμματος, ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ καλύψει τὴν ὕλη στὸ ἐναπομεῖναν χρονικὸ διάστημα. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν σχεδὸν ὁλημερὶς σκυμμένοι πάνω στὰ βιβλία καὶ τὰ χαρτιὰ καὶ μόνο ὁ Γέροντας, ὅταν πλησίαζε τὸ βράδυ καὶ τὰ κουρασμένα ἀπὸ τὴν ἐλαττωμένη ὅραση μάτια του δὲν ἄντεχαν πιά, κατέβαινε προσεκτικὰ τὰ σκαλοπάτια κι ἔπαιρνε ἀργὰ τὸ δρόμο γιὰ τὸ Φρούριο, ἀπολαμβάνοντας τὴ μητρική του γλώσσα στὶς συνομιλίες τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ ἔπαιζαν. Ἦταν κάτι ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ εἶχε στερηθεῖ κι ἤθελε τώρα νὰ τὸ ἀναπληρώσει. Ἔφτανε ἔτσι ὣς τὴν Contra-fossa, σταματοῦσε γιὰ λίγο χαζεύοντας τὰ νερὰ τοῦ καναλιοῦ, περιεργαζόταν τὴν ὀχύρωση τοῦ Φρουρίου κι ὕστερα ἀνηφόριζε μέσα ἀπὸ τὰ δέντρα γιὰ τὴ Στέρνα. Ἐκεῖ ἔκανε μιὰ στάση, ξεκουραζόταν γιὰ λίγο στὰ σκαλοπάτια της καὶ μετὰ ἔπαιρνε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸ σπίτι. Ἦταν ἕνας περίπατος ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸν ἐνθουσίασε καὶ τὸν ξεκούραζε ἀφάνταστα. Ἕν’ ἀπόγευμα κατὰ τὰ μέσα Ἀπριλίου, καθὼς κατέβηκε γιὰ τὸν περίπατό του, νά ’σου μπροστὰ του ὁ Μουστοξύδης: «Θὰ μοῦ ἐπιτρέψει ἡ ὀσιολογιότητά σου νὰ τὴ συνοδέψω στὸν περίπατό της;» «Θέλει καὶ ρώτημα;» εἶπε ὁ Γέροντας συμπληρώνοντας «πῶς νὰ μὴν ὑποκλιθῶ σὲ τέτοια τιμή, νὰ περπατήσω στὴν πόλη συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ἐξοχότητά σου;» «Ἡ τιμὴ εἶναι γιὰ μένα πολύτιμε φίλε, νὰ συνοδεύσω ἕνα ἄνθρωπο σοφὸ ὅπως ἐσύ!» ἀντιγύρισε ὁ Μουστοξύδης. Μεσολάβησε μιὰ μικρὴ σιωπή. «Τὰ παραλέει ἡ εὐγένειά σου, ἀλλὰ ἂς μὴν μείνουμε σ’ αὐτά. Πᾶμε, ἡ βραδιὰ εἶναι τόσο καλὴ κι ἔχουμε τόσα καὶ τόσα νὰ ποῦμε, ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἔφταναν ὅλα τ’ ἀπογεύματα γιὰ νὰ τὰ τελειώσουμε» εἶπε ὁ Γέροντας. Περπατώντας ἀργὰ καὶ κοντοστέκοντας, κάθε λίγο, συζητοῦσαν γιὰ τὰ
γράμματα καὶ τὴν ἐκπαίδευση, τὴ διδασκαλία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ὡς ὄργανο μεταφορᾶς γνώσεων καὶ ἰδεῶν καθιστᾶ ἀναγκαία τὴν ἐντελὴ κατάκτησή της. Πράγμα ἐξαιρετικὰ δύσκολο, ὅπως συμφωνοῦσαν, γιὰ ἕνα λαὸ ποὺ ὄντας κληρονόμος μιᾶς γλώσσας ἡ ὁποία γέννησε τόσα καὶ τόσα ἀριστουργήματα, ἔμεινε ἐπὶ αἰῶνες στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, κρατώντας στὰ χείλη του μόνο τὰ στοιχεῖα ποὺ τοῦ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴν καθημερινὴ συναλλαγή. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν ποὺ ἔμελλε νὰ ἀπαντηθεῖ ἦταν ἂν στὸ Γένος, ποὺ αἰῶνες τώρα ἔμεινε ἀνεκπαίδευτο, θὰ ἐπιβαλλόταν ἡ ἐκμάθηση μιᾶς γλώσσας καταγεγραμμένης στὰ μνημεῖα ἢ ἂν ἡ καταγεγραμμένη αὐτὴ ἀριστουργηματικὴ γλώσσα θὰ προσχωροῦσε στὸ λαϊκὸ γλωσσικὸ αἴσθημα ὅπως αὐτὸ διαμορφώθηκε μέσα στὸν χρόνο. Παρὰ τὶς ὅποιες μικρὲς ἀποκλίσεις καὶ οἱ δυὸ ἔκλιναν πρὸς τὴ μέση ὁδό, τὸν συγκερασμὸ τῶν ἀρχαίων γλωσσικῶν προτύπων μὲ τὸν ἐν χρήσει προφορικὸ λόγο. Ἔτσι, μοιραία, ὁ λόγος ἦρθε καὶ στὸν «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν». Τὴν υἱοθέτηση τῆς λαϊκῆς λαλιᾶς ἀπὸ τὸν ποιητή, ποὺ κάνει τὸ ποίημα ἀμεσότερο καὶ εὐληπτότερο. «Ὅμως, ὅπως ἀσφαλῶς, θὰ διαπίστωσες εὐγενέστατε, ὁ ποιητὴς στὴν προσπάθειά του αὐτὴ νὰ συνδέσει τὸν «Ὕμνον» του μὲ τὰ δημώδη γλωσσικὰ στοιχεῖα δὲν μπόρεσε νὰ παρακάμψει ὁλότελα τοὺς ἀρχαίους τύπους ὅπως ἐντάφια, ρέει, μακρόθεν καὶ πολλὰ ἄλλα προκειμένου νὰ ἐκφραστεῖ καί, ἐνδεχομένως, νὰ ἀποφύγει τὴ χρήση ἀδόκιμων ἐκφορῶν καθὼς ἐπετιοῦντο, κτυπίες, ἀποκλιοῦνται, ἀπεθαίνανε καὶ τὰ παρόμοια ἂν θυμᾶσαι. Αὐτὰ βέβαια πρὸς διαστολὴ ἀπὸ τὶς «Ὠδές» τοῦ καθηγητοῦ κυρίου Κάλβου, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιώντας ἀριστοτεχνικὰ τὸν παραδοσιακὸ λόγο οἰκοδομεῖ στερεότατα, ἀπὸ γλωσσικὴ ἄποψη, ποιητικὰ οἰκοδομήματα τὰ ὁποῖα ὅμως ὑστεροῦν καταφανῶς σὲ ἀμεσότητα ἀπὸ τὸν «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν». Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ καὶ οἱ δυὸ συνεισφέρουν τὸ ἴδιο στὴν ὑπόθεση τοῦ γλωσσικοῦ μας μέλλοντος» παρατήρησε προσέχοντας τὴν κάθε λέξη του ὁ Γέροντας. Ὁ Μουστοξύδης, ἔχοντας ζήσει ἀπὸ κοντὰ τὶς πολεμικές, τὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὶς κονταρομαχίες τῶν προσκείμενων καὶ τῶν ὀπαδῶν τῶν δυὸ ποιητῶν, ἀνακάλυπτε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴ σοφία τοῦ Γέροντα. Ἔμεινε γιὰ λίγο ἀμίλητος κι ὕστερα πρόσθεσε: «Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσουν οἱ διάφοροι θερμοκέφαλοι τοῦτα τὰ συνετὰ λόγια, μήπως κάποια στιγμὴ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ πατρίδα τὴν ὥρα αὐτή, περισσότερο ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἔχει ἀνάγκη τὴ νηφάλια σκέψη, τὴν περίσκεψη καὶ τὴ σύνεση». Καὶ συνέχισε τὸν
λόγο του προσκαλώντας τὸν Γέροντα στὴ συνάθροιση ποὺ θὰ γινόταν σ’ ἕνα φιλικό του σπίτι καὶ ὅπου μιὰ τετράφωνη χορωδία θὰ τραγουδοῦσε τὸν μελοποιημένο ἀπὸ καιρὸ «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν», παρουσία τοῦ ποιητῆ ὁ ὁποῖος ἀποφεύγει τὶς παρόμοιες συγκεντρώσεις καὶ γενικὰ τὶς συναναστροφές. Μὲ τοῦτο καὶ μὲ τ’ ἄλλο ἔφτασαν ὣς τὴ Γερουσία, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος εἶχε πιὰ ὁλότελα βασιλέψει. Ἀφοῦ ξαπόστασαν γιὰ λίγο, ὁ Μουστοξύδης πρότεινε νὰ μὴν ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Ἔτσι χώθηκαν μὲς στὰ καντούνια, πότε περπατώντας δίπλα δίπλα καὶ πότε ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, κουβεντιάζοντας γιὰ τὴν ἱστοριογραφία: τὸν τρόπο τοῦ χρονικοῦ προσδιορισμοῦ τῶν γεγονότων, τὶς τεχνικὲς προσέγγισης τῶν πηγῶν, τὴν ἐξερεύνηση τῶν βιβλιοθηκῶν καὶ τῶν ἀρχείων. Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ περπάτημά τους γινόταν ὅλο καὶ δυσκολότερο ἐξ αἴτιας τοῦ σκοταδιοῦ ποὺ πύκνωνε, ἡ συζήτηση γινόταν ὁλοένα καὶ πιὸ ἐνδιαφέρουσα καθὼς ὁ Γέροντας ἐκμυστηρεύτηκε τὸν καημό του: «Τὰ χρόνια ποὺ ζοῦσα στὴ Βενετία δίπλα σὲ μεγάλες βιβλιοθῆκες, ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν ἱστορία τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας μου, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῶν βιοποριστικῶν μου ἀναγκῶν ὅλο τὸ ἀνέβαλα. Πάντα ἔλεγα πὼς αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία μου συγγραφική δουλειὰ πρὶν φύγω ἀπὸ κεῖ, ὅμως ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐκτίμησα λάθος τὶς ἀντοχές μου καὶ τὸν χρόνο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ παρατείνω τὴ διαμονή μου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ πρόλαβαν γεγονότα ποὺ ἐπίσπευσαν τὴν ἀναχώρησή μου. Τώρα ὅ,τι καὶ νὰ πῶ ὅ γέγονεν γέγονεν, τὸ νὰ τὸ λέω δὲν ὠφελεῖ. Δὲν ἀλλάζει τίποτα. Ἡ εὐκαιρία χάθηκε»… Ἡ κουβέντα σταμάτησε ἀπότομα καθὼς πλησιάζοντας μιὰ διασταύρωση εἶδαν ἀπὸ μακριὰ ὅτι τὴν ἔφραζε ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ χώματα. Πλησιάζοντας διαπίστωσαν ὅτι τὰ χώματα προέρχονταν ἀπὸ ἕνα μεγάλο λάκκο βαθὺ καὶ πλατὺ ἕως δυὸ μέτρα, τὸν ὁποῖο, ὅπως ἔδειχναν οἱ πατημασιές, οἱ ἄνθρωποι παρέκαμπταν ἀπὸ μιὰ στενὴ δίοδο ἀνάμεσα στὸ ἐλεύθερο χεῖλος του καὶ τὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ ποὺ βρισκόταν δεξιά. Πατώντας προσεκτικὰ πέρασε πρῶτος, χωρὶς κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα ὁ Μουστοξύδης. Ὁ Γέροντας, σηκώνοντας τὸ ράσο, ἀκολούθησε τὸν φίλο του ἀλλὰ πρὶν τὸ τελευταῖο του βῆμα ὑποχώρησε τὸ εὔθραυστο χεῖλος τοῦ ὀρύγματος καὶ βρέθηκε μὲ τὴν ἀριστερὴ πλευρά του πεσμένος στὸν πάτο. Ὁ γδοῦπος τοῦ σώματός του καὶ στὴ συνέχεια τὰ βογκητά του, ἔκαναν τὴ γειτονιὰ νὰ βγεῖ στὰ παράθυρα. Μόλις εἶδαν τὸν Γέροντα πεσμένο στὸν λάκκο δυὸ νέοι πήδησαν μέσα καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν σηκώσουν, ἀλλὰ ἐκεῖνος πονοῦσε ἀφάνταστα σὲ κάθε μετακίνηση τοῦ σώματος. «Μαλακὰ μαλακά, μὴν τὸν τραβᾶτε ἀπότομα» φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ Μουστοξύδης, κοιτώντας σκυμμένος τὴν προσπάθεια τῶν νεαρῶν ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀνασύρουν.
Ξαπλωμένο πάνω σὲ δυό, καρφωμένα δίπλα δίπλα, μαδέρια ποὺ κατέβασαν μὲ σκοινιά, ἔβγαλαν τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸν λάκκο. Πονοῦσε κι ἔτρεμε ὁλόκληρος. Μιὰ γυναίκα ἔτρεξε κι ἔφερε μιὰ κουβέρτα νὰ τὸν σκεπάσουν κι ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ λίγο νερὸ καθὼς τὸ στόμα του εἶχε ἐντελῶς στεγνώσει, οἱ νεαροὶ ἔλυσαν τὰ σκοινιὰ καὶ χρησιμοποιώντας ὡς φορεῖο τὰ μαδέρια τὸν πῆγαν στὸ σπίτι καὶ τὸν ἀνέβασαν ἐπάνω. Δὲν πέρασε πολὺ καὶ τὰ βήματα τοῦ γιατροῦ, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε στείλει ὁ φίλος του νὰ φωνάξουν, ἀκούστηκαν στὴ σκάλα. Τὸν ἐξέτασε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια, ψάχνοντας λεπτομερῶς ἕνα ἕνα τὰ μέλη του μήπως καὶ ξεφύγει κάποιο ἔστω καὶ μικρὸ κάταγμα. Ὅταν τελείωσε τὴν ἐξέτασή του, ἀπευθυνόμενος στὸν Γέροντα εἶπε: «Εὐτυχῶς δὲν ἔχετε, πέρα ἀπὸ ἐκείνη τὴ μικρὴ ἀμυχὴ στὸ δεξί σας χέρι, κανένα τραῦμα καὶ τὸ σημαντικότερο δὲν ἔχετε κανένα κάταγμα. Ὅλη ἡ ὑπόθεση περιορίζεται στοὺς μωλωπισμούς. Ἤσασταν τυχερὸς ποὺ τὸ χῶμα ἦταν φρέσκο καὶ δὲν βρέθηκε καμμιὰ πέτρα μέσα στὸν λάκκο, ἀλλοιῶς τὰ πράγματα θὰ ἦταν πολὺ δύσκολα γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἡ πτώση ἀπὸ τόσο ὕψος θὰ μποροῦσε νὰ ἀποβεῖ μοιραία ἂν τὸ κεφάλι σας χτυποῦσε σὲ κάποια σκληρὴ ἐπιφάνεια. Νὰ δοξάζετε τὸν Θεό». «Δόξα Σοι Κύριε» εἶπε ὁ Γέροντας κι ὕστερα ἀπευθυνόμενος στὸ γιατρὸ ρώτησε: «Καὶ γιατί πονῶ τόσο πολὺ γιατρέ;» «Ἂ!» ἀπάντησε ἐκεῖνος «πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι οἱ μωλωπισμοὶ καὶ κυρίως τῶν πλευρῶν, πονοῦν πολύ. Τὶς πρῶτες μέρες σὲ κάθε σας κίνηση θὰ πονᾶτε ἀφόρητα καὶ πολὺ δύσκολα θὰ μπορεῖτε νὰ γυρίστε στὸ κρεβάτι κι ἀκόμη δυσκολότερα νὰ ἀνασηκωθεῖτε». «Καὶ γιατρέ μου, πόσο θὰ κρατήσει αὐτό;» «Ἂ!» ξανάκανε ὁ γιατρός, «δὲν ἔχετε ἀκούσει αὐτὸ πού λέει ὁ λαός, ὅτι τὰ πεσίματα κάνουν τόσες μέρες νὰ περάσουν, ὅσα εἶναι τὰ χρόνια τῆς καμπούρας μας;». Ὁ Γέροντας γύρισε κι εἶδε τὸν Μουστοξύδη σὰν νὰ τού λεγε, πᾶνε τὰ μαθήματα. Ἐκεῖνος χαμογέλασε καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καθησυχάζοντάς τον. Ἀφοῦ ὁ γιατρὸς ἔδωσε στὸν Γεώργιο λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς θὰ ἑτοιμάζει τὰ ἐπιθέματα καὶ κάθε πότε θὰ τὰ ἀλλάζει, καληνύχτισε κι ἔφυγε εὐχόμενος «ταχείαν ἀνάρρωσιν». Τὶς πρῶτες δυὸ μέρες τὶς πέρασε μὲ φρικτοὺς πόνους σὲ μιὰ μισοληθαργική κατάσταση, χωρὶς νὰ ἔχει πλήρη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων γύρω του. Τὴν τρίτη μέρα, ὅταν ὁ ἀνεψιός του βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι προκειμένου νὰ φροντίσει γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους καὶ τὸν ἄφησε μόνο, μέσα στὴν ἡσυχία ἄρχισε νὰ
ξαναποκτᾶ τὸν ἔλεγχο τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. – Γιώργη, μοῦ εἶπε κάποια φορὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκείνη τὴ μέρα καθὼς οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἔμπαιναν ἀπὸ τὰ παράθυρα, ἔφτασαν ὣς τὸ κρεβάτι καὶ πέφτοντας πάνω μου ζέσταναν τὸ κορμί μου. Τότε θαρρεῖς ἄρχισε τὸ μυαλό μου νὰ ξυπνᾶ καὶ τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἦρθε στὴ σκέψη μου ἦταν τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ: «ἤσασταν τυχερὸς ποὺ τὸ χῶμα ἦταν φρέσκο καὶ δὲν βρέθηκε καμμιὰ πέτρα μέσα στὸν λάκκο, ἀλλοιῶς…». Μὲ τὸ μαλάκωμα τοῦ πόνου συνειδητοποίησα τὴ σοβαρότητα τῶν λόγων τοῦ γιατροῦ, ὁ ὁποῖος οὔτε λίγο οὔτε πολύ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ μποροῦσα κάλλιστα νὰ ἤμουν μακαρίτης. Ναί, μακαρίτης ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ χωρὶς νὰ προηγηθεῖ καμμιὰ ἀρρώστια, ποὺ τόσο πολὺ τὶς ἔχω συνηθίσει, θὰ βρισκόμουν στὴν ἄλλη πλευρά. Κι ὅσα λέγαμε μὲ τὸν Ἀνδρέα τί θὰ γινόταν; Θὰ χάνονταν στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου; Πρώτη φορὰ μὰ τὴν ἀλήθεια μοῦ γεννιόταν αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ἡ πίστη μου στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ποτὲ ὣς τότε δὲν μὲ εἶχε ἐπιτρέψει νὰ ἀντιμετωπίσω αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Καὶ καλὰ εἶπα μέσα μου, δὲν ἀσπάζομαι τὴ γνώμη τῶν ὑλιστῶν φυσιολόγων, κατὰ τοὺς ὁποίους τὰ πάντα τερματίζονται μὲ τὸν σωματικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ποὺ μένει συνεχίζει νὰ κουβαλᾶ τὶς ἰδιότητες ποὺ εἴχε κατὰ τὴ σωματικὴ ζωή; Τί γίνεται ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οἰκοδομεῖται μέρα μὲ τὴ μέρα, χρόνο μὲ τὸν χρόνο; Μεταθανάτια ἡ ψυχὴ τοῦ νηπίου εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνη τοῦ ἐνήλικα, χωρὶς ἐγγραφές; Τὸ μυαλό μου εἶχε πάρει φόρα, θαρρεῖς βρὲ Γιώργη πὼς ἡ ἀνενεργησία τοῦ σώματος ἐπιτάχυνε τὴ σκέψη καὶ ὁ ἀποσοβηθεὶς παρὰ λίγο θάνατος αὔξανε τὴν περιέργεια καὶ μαζί της τὴν ἀμφισβήτηση καὶ τὴν ἀπιστία. Τί γίνεται διαλογιζόμουν ἡ μνήμη μετὰ τὸ θάνατο; Χάνεται κι αὐτή; Σβήνει; Σβήνουν ὅλα; – Καὶ ποῦ κατέληξες Γέροντα τὸν ρώτησα μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ σιωπή. Ἔκανε πὼς δὲν ἄκουσε, ὅμως διαπιστώνοντας ὅτι τὰ μάτια μου ἐξακολουθοῦσαν νὰ παραμένουν ἐρωτηματικὰ κολλημένα πάνω του, ὕστερα ἀπὸ λίγο συνέχισε δῆθεν ἀδιάφορα. – Ἐπέστρεψε ὁ Γεώργιος γεμάτος νέα ἀπὸ τὴν ἀγορά… κι ἔτσι ξεχάστηκα.
Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς λίγες φορές, ἴσως καὶ ἡ μοναδική, ποὺ ὁ Γέροντας δὲν μοῦ εἶπε τὴν ἀλήθεια. Προσπάθησα πολλὲς φορὲς νὰ ἐξηγήσω τὴ στάση του αὐτὴ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Κάποτε σκέφτομαι πὼς δὲν ἤθελε νὰ μὲ σκανδαλίσει ὁμολογώντας τὸν κλονισμὸ τῆς πίστης, ποὺ τοῦ προξένησε ὁ παραλίγο αἰφνίδιος θάνατος ὁ ὁποῖος, οὕτως ἤ ἄλλως, ἀποφεύχθηκε καὶ ἔμεινε μόνο ἡ ταλαιπωρία τοῦ τραυματισμοῦ ποὺ τὸν καθήλωσε μὲ πόνους στὸ κρεβάτι ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Εὐτυχῶς ἕνας πυρετὸς ποὺ ἐμφανίστηκε δὲν κράτησε παρὰ δυὸ τρεῖς μέρες, ἀλλὰ παρὰ τὴ θεραπεία οἱ πόνοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ τὸν καθηλώνουν στὸ κρεβάτι. Οὔτε ἀκολουθίες, οὔτε Ἀνάσταση. Γιὰ πρώτη φορά, μὲ μεγάλη δυσκολία, κατόρθωσε νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ περπατήσει τὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα. Κάθισε στὸ τραπέζι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνεψιοῦ του καὶ τσούγκρισε τὸ κόκκινο αὐγὸ μὲ τὸν Μουστοξύδη, ὁ ὁποῖος εἶχε περάσει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν ἡ βελτίωση ἦταν θεαματική. Καθημερινὰ ὁ πόνος λιγόστευε καὶ οἱ κινήσεις του γινόταν εὐκολότερα. Δυὸ βδομάδες μετὰ τὸ Πάσχα ἦταν πιὰ ἀρκετὰ καλά, τόσο ποὺ ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει τὰ μαθήματα στὸ Σπουδαστήριο, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μικρὸ μισθὸ ποὺ τὸν εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἔπρεπε νὰ φροντίσει τὴν προώθηση τῆς Γραμματικῆς του στὰ σχολεῖα ὅταν θὰ ξανάρχιζαν τὰ μαθήματα τὸν Ὀκτώβριο, μιὰ καὶ ἡ ἕως τώρα ἀπολαβὴ, ἀπὸ τὰ διασκορπισμένα στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἀντίτυπά της, ἦταν πολὺ πενιχρή. Ἀπὸ τὰ ἑκατὸν εἰκοσιπέντε ἀντίτυπα ποὺ πουλήθηκαν, λέει, στὴ Σμύρνη δὲν εἶδε οὔτε φλωρίνι, οὔτε ναπολεόνι. Ὅλο τοῦ στέλνουν τὰ χρήματα κι ὅλο δὲν ἔρχονται. Ἐκεῖνα τὰ σαράντα ποὺ ἔστειλε στὴ Θεσσαλονίκη οὔτε ξέρει τί ἔγιναν, πουλήθηκαν; Δὲν πουλήθηκαν; Κανεὶς δὲν μπῆκε στὸν κόπο νὰ τοῦ στείλει ἕνα σημείωμα, νὰ τὸν ἐνημερώσει. Γράφει καὶ ξαναγράφει μ’ ἀπόκριση δὲν παίρνει. Μόνο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη εἰσέπραξε ὅλο κι ὅλο πέντε σβάντσικα ἀπὸ τὴν πώληση ἑνὸς ἀντιτύπου. Κάτι λοιπὸν ἔπρεπε νὰ γίνει. Νὰ βρεῖ ἕνα τρόπο νὰ μαζέψει τὰ λεφτά του, ὅ,τι δηλαδὴ τοῦ χρωστοῦσαν γιὰ τοὺς κόπους τόσων χρόνων, ἀπὸ διδασκαλία καὶ συγγραφή. Ἀλλοιῶς πῶς θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα. Πένης καὶ χρεωμένος; Κι αὐτὸς ὁ δεσπότης, ὁ πρώην Δαλματίας, ἔγραφε καὶ τοῦ ξαναέγραφε γιὰ κεῖνα τὰ ἔρημα ἑκατονογδόντα σβάντσικα, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ δανειστεῖ προκείμενου νὰ συμπληρώσει τὸ ποσὸ γιὰ τὴν ἀποπληρωμὴ τῶν δασκάλων τοῦ ἀνεψιοῦ του. Πάση θυσία ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ τρόπος νὰ συμμαζέψει, ὅσο ἦταν δυνατό, τὰ οἰκονομικά του. Νὰ μὴν ντρέπεται κανέναν καὶ νὰ συνδράμει τοὺς συμπατριῶτες του, οἱ ὁποῖοι ἔστω κι ἀργά, κατάλαβαν τὴν ἀξία του κι ἐπίμονα
τὸν καλοῦσαν πίσω. Ἡ ὑπόθεση τῆς ἐπιστροφῆς εἶχε καταντήσει μονοϊδεασμὸς τὸν τελευταῖο καιρό. Κοιμόταν καὶ ξυπνοῦσε μὲ τὴ σκέψη αὐτή. Στὸ μυαλό του δὲν ὑπῆρχε τίποτ’ ἄλλο παρὰ τὸ πῶς θὰ τὴν ὀργανώσει καὶ τὸ πῶς θὰ προετοιμαστεῖ ὁ ἴδιος γιὰ τὴν πραγματικότητα ποὺ θὰ συναντοῦσε ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια ἀπουσίας. Δὲν ὑπῆρχαν ἀλλὰ περιθώρια. Τὰ χρόνια του εἶχαν προχωρήσει κι ἄλλη πιὰ ἀναβολὴ δὲν χωροῦσε. Ἂν καθυστεροῦσε πάνω ἀπὸ δυὸ τρία χρόνια, ἡ ἐπίστροφή του δὲν θὰ εἴχε πιὰ κανένα νόημα, ἀφοῦ γέρος, ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν περιπλάνηση καὶ τὶς ἀρρώστιες, ἀνήμπορος καὶ μὲ ἐντελῶς ἐξασθενημένη τὴν ὅρασή του θά ’ταν ἀδύνατο νὰ διδάξει. Ἕνας ἄχρηστος ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ εἶχε λόγο νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα, ποὺ χρόνια περίμενε τὴν προσφορά του καὶ τώρα τὸν καλοῦσε ἐπιτακτικά. Τί; Θὰ γύριζε πίσω γιὰ νὰ γηροκομηθεῖ ἢ γιὰ νὰ ἐξοφλήσει τὰ «θρέπτρα»; Τὴ σπουδή του αὐτὴ ἦρθε νὰ ἐπιτείνει καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυριάκου, τὸν ὁποῖο, ὡς ὕστατο μέσο, ἔστειλε ὁ Δεσπότης νὰ τοῦ διαβιβάσει προφορικὰ τὴν ἀνυπομονησία τῶν συμπατριωτῶν του ποὺ τὸν περίμεναν μέρα μὲ τὴ μέρα νὰ τὸν δοῦν νὰ ἀποβιβάζεται στὸ νησί, ἀλλὰ καὶ τὴ διαβεβαίωση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης θὰ πρωτοστατοῦσε στὴν πραγματοποίηση κάθε ἐπιθυμίας καὶ πρότασής του γιὰ τὴν προκοπὴ τῶν γραμμάτων. Γιὰ νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του δὲν ἀρκοῦσε ἡ πνευματικὴ ἰκμάδα, ἔπρεπε κατὰ πρῶτο λόγο νὰ διαθέτει κάποια ἴχνη σωματικῆς εὐεξίας, ἀλλὰ καὶ κάποια οἰκονομικὰ ἀποθέματα, ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ αὐτοσυντηρηθεῖ καὶ νὰ διασφαλίσει τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ τὸ κύρος του. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι, δυστυχῶς, σπανιότατα ἐκτιμοῦν αὐτὸν ποὺ προστρέχουν καὶ συμπαρίστανται, ὅποιος κι ἂν εἶναι, ὅ,τι ἀξία κι ἂν ἔχει. Τὸ συντομότερο λοιπὸν δυνατὸ ἔπρεπε νὰ δημιουργήσει ἕνα κομπόδεμα προκειμένου νὰ ξεκινήσει γιὰ τὸ νησί. Ἦταν βέβαια ἡ ἐλπίδα εἴσπραξης κάποιου σεβαστοῦ ποσοῦ ἀπὸ τὴν προώθηση τῆς Γραμματικῆς στὰ σχολεῖα, τὴν ὁποία θὰ ἐξασφάλιζαν οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Κόμη Βιάρου, ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν μαζευόταν δὲν θά ’φτανε ἀπὸ μόνο του γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς πολυπόθητης ἐπανόδου στὴν πατρίδα. Ἔτσι σκέφτηκε, παρὰ τὶς ἀποτυχημένες ὣς τότε ἀπόπειρες εἴσπραξης τῶν δεδουλευμένων ἀπὸ τοὺς κληρονόμους τοῦ Καυταντζόγλου, νὰ ξαναπροσπαθήσει. Δὲν ἦταν δὰ καὶ λίγα, δωδεκάμισι χιλιάδες γρόσια καὶ χώρια
οἱ τόκοι ἀπὸ τὰ ὁμόλογα· ἦταν ἕνα σημαντικὸ ποσὸ ποὺ κι ἀπὸ μόνο του ἀρκοῦσε γιὰ ὅλα ὅσα σχεδίαζε. Ἀφοῦ οἱ ἕως τώρα ἐνέργειες καὶ ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς ὀφειλέτες του δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα, ἔκρινε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ κεντρίσει τὴ φιλοτιμία τῶν συζύγων τους μὲ τὶς ὁποῖες εἶχε πάντα ἀγαθὴ σχέση. Διεκτραγωδώντας λοιπὸν τὴ δεινὴ οἰκονομική του θέση καὶ θωπεύοντας τὴ γυναικεία αὐταρέσκεια τῆς κυρίας Χαρίση καὶ τῆς κυρίας Νινῆ, ὑπῆρχε μιὰ κάποια ἐλπίδα νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, ὑπολογίζοντας στὴν καταλυτικὴ ἐπιρροὴ ποὺ διαθέτουν οἱ γυναῖκες στοὺς ἄνδρες. Παράλληλα ὅμως θὰ ἔγραφε καὶ στὸν Ἄγγελο Μουστοξύδη, νὰ καλέσει, μὲ τὸ κύρος τοῦ Προξένου τῆς Ρωσσίας στὴ Θεσσαλονίκη, τὸν Χαρίση καὶ νὰ τοῦ ζητήσει ὡς δῆθεν ἀπαίτηση τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀνδρέα, νὰ ἐκπληρώσει τὶς οἰκονομικὲς ὑποχρεώσεις του πρὸς τὸν Γέροντα. Ὅπως πολλὲς φορές μοῦ ἐξήγησε, ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ δὲν ἦταν μιὰ εὔκολη κι ἀνώδυνη ὑπόθεση γι’ αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια ἔζησε μὲ τὴν οἰκογένεια Χαρίση κι εἶχε δεθεῖ μαζί της καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα συχνά τοῦ ἔγραφαν ἐκφράζοντας τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ ὅσα τοὺς δίδαξε καὶ τοὺς ἔμαθε. Ἔλα ὅμως ποὺ ὁ πατέρας τους ἐμπράκτως δὲν ἔδειχνε νὰ ἀναγνωρίζει τὴν προσφορὰ αὐτή, ἀποφεύγοντας μὲ χίλιους τρόπους νὰ καταβάλει τὴν ἀμοιβὴ τῆς πολυετοῦς ἐργασίας τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ τὴ μιὰ θλιβόταν γιατί θὰ στεναχωροῦσε μὲ τὰ γραφόμενά του τὶς κυρίες κι ἴσως οἱ ἐπιστολὲς του αὐτὲς γινόταν ἀκόμα καὶ αἰτία διακοπῆς κάθε σχέσης μεταξύ τους, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πῶς νά ’παιρνε ὁριστικὰ τὴν ἀπόφαση ὅτι τόσα χρόνια ξενιτιᾶς, κακουχιῶν, ἀγωνίας καὶ δουλειᾶς θὰ πήγαιναν στὰ χαμένα. Καὶ τὸ κυριότερο θὰ ματαίωναν μιὰ γιὰ πάντα τὸ ὄνειρό του νὰ στήσει ἕνα ἀνώτερο σχολειὸ γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδας του. – Ντροπή ἦταν, μοῦ ἔλεγε, νὰ τοὺς ἐκβιάσω μὲ τὴν ἰσχὺ τοῦ Πρόξενου τῆς Ρωσσίας, μὰ δὲν ἦταν καὶ ντροπὴ γιὰ τοὺς ἴδιους νὰ καταφεύγουν σὲ τόσες μηχανορραφίες γιὰ νὰ μὴν πληρώσουν τοὺς κόπους μου, ποὺ δὲν ξεπερνοῦσαν τὰ ἔξοδα συντήρησης τοῦ σπιτιοῦ τους γιὰ ἕνα μήνα, ὅπως εἶχε γράψει στὴν κυρία Αἰκατερίνη; Ὁ οἰκονομικὸς σχεδιασμός του γιὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἴμβρο συμπληρώθηκε μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς πρότασης του παλιοῦ Θεσσαλονικιοῦ φίλου του Σταυράκη Καστρινσίου, νὰ ἀναλάβει τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐπανέκδοσης τοῦ Πεντηκοσταρίου, ποὺ συνέχιζε νὰ ἀνατυπώνεται τὸ ἴδιο πάνω ἀπὸ ἑκατονπενήντα χρόνια, μὲ πολλὰ λάθη. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Σταυράκη κι ἡ ἀνάγκη νὰ
ἐνισχύσει τὸν προϋπολογισμὸ τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπὸ τὴ μιά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ αἴσθηση τοῦ χρέους τῆς κατάθεσης τῶν γνώσεών του στὸ νὰ ἀποκτήσει ἡ Ἐκκλησία ἕνα ἐγκυρότερο καὶ εὐχρηστότερο λειτουργικὸ βιβλίο, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀνάληψη αὐτῆς τῆς ὑποχρέωσης, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ Κέρκυρα δὲν διέθετε τὰ χειρόγραφα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν παλαίτυπων τῆς Κωνσταντινούπολης, τοῦ Ὄρους καὶ τῆς Βενετίας, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν «παραβλήδην» συμβουλή. Ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὴ δουλειά. Μάζεψε γύρω του ὅ,τι παλιὲς ἐκδόσεις τοῦ Πεντηκοσταρίου βρῆκε στὰ ἀναλόγια καὶ τὰ ἑρμάρια τῶν ναῶν τοῦ νησιοῦ καὶ ἔπεσε πάνω τους διαβάζοντας καὶ σημειώνοντας, γράφοντας καὶ σβήνοντας ὣς ἀργὰ τὴ νύχτα. Παρὰ τὴ μεγάλη κόπωση ἐξ αἰτίας τῆς ἀπὸ καιρὸ ἐξασθενημένης ὅρασής του, δὲν τό ’βαζε κάτω καὶ ξαγρυπνοῦσε νύχτες ὁλόκληρες ἐπιμένοντας νὰ ἐρευνᾶ ἐξονυχιστικὰ τὸ κάθε τί. Κάθε βράδυ, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν παραδόσεων στὸ Σπουδαστήριο καθισμένοι ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλο, θεῖος κι ἀνεψιός, κρατώντας στὰ χέρια τους ἀνοιχτὲς τὶς διάφορες ἐκδόσεις ἀντιπαρέβαλαν ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀσήμαντη διαφορὰ ποὺ τύχαινε νὰ συναντήσουν. Ἔπρεπε σύντομα νὰ τελειώσουν τὸ ἔργο, ὥστε πρὶν ἀναχωρήσουν γιὰ τὴν πατρίδα νὰ ἔχει πραγματοποιηθεῖ ἡ ἔκδοση. Μ’ αὐτὸ τὸν ἐξαντλητικὸ τρόπο καὶ μὲ ταχὺ ρυθμὸ ἐπὶ ἐνάμιση περίπου χρόνο, δούλευαν ὥστε νὰ προφτάσει νὰ τυπωθεῖ τὸ Πεντηκοστάρι πρὶν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής τους. Καθημερινὰ σχεδὸν παρέδιδαν κείμενα γιὰ στοιχειοθέτηση καὶ παραλάμβαναν τυπογραφικὰ δοκίμια γιὰ διόρθωση. Ἤξεραν ὅτι ἡ διορία ποὺ εἶχαν δὲν ἦταν μεγάλη ὅμως οὔτε ὁ Γέροντας, οὔτε ὁ ἀνεψιός του δὲν φανταζόταν ὅτι κάποιο ἔκτακτο γεγονὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισπεύσει ἀκόμα πιὸ πολὺ τὰ πράγματα, ὣς τὴν μέρα ποὺ ἔφτασε τὸ γράμμα τοῦ Πατριάρχη ποὺ ἀνέτρεψε ἐντελῶς τὰ χρονοδιαγράμματα τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὑπολόγιζε ὅτι τοῦ ἔμενε ἀκόμα καιρὸς γιὰ νὰ μαζέψει ὅ,τι τοῦ ὀφειλόταν καὶ νὰ τακτοποιήσει τὰ οἰκονομικά του. Ὅμως ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη ἄλλαζε ἄρδην τὰ πράγματα κι ἀναποδογύριζε τὰ σχέδιά του. Ἡ πατριαρχικὴ προτροπὴ «ἐνδεικνυόμενος ἐγκαίρως τὸ φιλόπατρι καὶ φιλογενὲς τῆς διαθέσεώς σου, καὶ ἀπεκδεχόμενος τὴν κοινὴν παράκλησιν τῶν συμπολιτῶν σου, ἔλθῃς προθύμως εἰς τὴν ρηθείσαν νῆσον Ἴμβρον τὴν πατρίδα σου, διὰ νὰ ἀποδώσεις αὐτῇ τὰ τροφεῖα...», δὲν ἄφηνε κανένα περιθώριο ἀντίρρησης ἢ ὑπεκφυγῆς. Ἔπρεπε ἄμεσα νὰ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στοὺς ἰθύνοντες, ποὺ τὸν εὐεργέτησαν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξεμπάρκαρε στὸν φιλόξενο τόπο, ὁ ὁποῖος μὲ τόση ἀγάπη καὶ σεβασμὸ τὸν περιέβαλε.
Βέβαια οἱ προθέσεις του τοὺς ἦταν γνωστὲς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὸν φίλο του Ἀνδρέα καὶ ἀσφαλῶς στὸν Κόμη Βιάρο. Ὡστόσο δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ τοὺς ἀναγγείλει τὴν ἐσπευσμένη ἀναχώρηση μεσούσης τῆς ἐκπαιδευτικῆς περιόδου, ὅμως ἡ προτροπή-ἐντολὴ τοῦ Πατριάρχη δὲν τοῦ ἄφηνε ἐν προκειμένω καθόλου περιθώρια. Ἀφοῦ ὁ Γέροντας ἀνακοίνωσε στὸ Σπουδαστήριο τὴν ἐσπευσμένη ἀναχώρησή του καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴν διακοπὴ τῆς διδασκαλίας του, ἄρχισε ἀμέσως νὰ τακτοποιεῖ τὶς ὑπόλοιπες ὑποθέσεις καὶ ἐκκρεμότητές του. Πρὶν ἀπ’ ὅλα φρόντισε νὰ μαζέψει ὅ,τι χρήματα τοῦ ὀφείλονταν ἀπὸ πωλήσεις βιβλίων του καὶ διδασκαλία, ἔπρεπε νὰ ξέρει ποιὸ θὰ ἦταν τὸ ταμεῖο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐπέστρεφε στὴ γενέτειρα καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἐκεῖ μὲ τὰ χρήματα ποὺ θὰ εἶχε στὴ διάθεσή του. Ὅταν τελείωσε μὲ τὴν ἄχαρη ἀλλὰ τόσο ἀναγκαία λογιστική, κάθισε καὶ συνέταξε σ’ ἕνα κείμενο τὶς τελευταῖες παρατηρήσεις καὶ ὁδηγίες τῆς ἐκτύπωσης τοῦ Πεντηκοσταρίου καὶ τὸ παράδωσε στὸν ἐκδότη, ἐπιμένοντας νὰ τηρηθοῦν κατὰ γράμμα χωρὶς καμμιὰ ἀπολύτως παρέκκλιση. Ἐν τῶ μεταξὺ ὁ Γεώργιος, συμμάζευε καὶ συσκεύαζε σὲ κιβώτια τὰ χαρτιὰ καὶ ὅσα βιβλία δὲν φόρτωσαν στὸν Κυριάκο κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἴμβρο. Φρόντιζε τὰ δέματα νὰ εἶναι μικρὰ καὶ εὐκολομετακίνητα, κατὰ τὸ δυνατὸ ἐλαφρότερα στὴ μεταφορά τους. Μὲ τὶς ἔγνοιες αὐτὲς οὔτε ποὺ κατάλαβε ὁ Γέροντας πότε ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησης καὶ τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν φίλων του, ποὺ τόσο τοῦ στάθηκαν καὶ οἱ ὁποῖοι παρ’ ὅτι γνώριζαν ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς τὸ σύντομο της παραμονῆς του στὴν Κέρκυρα, ἦταν ἰδιαίτερα στεναχωρημένοι καὶ πηγαινοέρχονταν στὸ σπίτι του προσπαθώντας νὰ τὸν βοηθήσουν στὸ κάθε τὶ γιὰ νὰ κάνουν ὅσο τὸ δυνατὸ ἀνετότερη τὴν προετοιμασία του. Τὴν τελευταία μέρα ἀφοῦ ὅλους τοὺς εἶχε ἀποχαιρετήσει κι ἀφοῦ ὁ ἀνεψιός του εἶχε συνοδέψει τὴ μεταφορὰ τῶν ἀποσκευῶν στὸ λιμάνι, ἔμεινε μόνος στὸ γυμνὸ σπίτι. Περιφέροντας τὸ βλέμμα του γύρω γύρω στὸ ἄδειο δωμάτιο, ἀχνὰ φωτιζόμενο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ προχωρημένου χειμωνιάτικου ἀπογεύματος, σταμάτησε στὸ κρεβάτι ὅπου πάνω του ἦταν διπλωμένο τὸ στρῶμα καὶ στὸν νοῦ του ἦρθαν οἱ εἰκόνες τῆς πτώσης του ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν εἶχε ἀφήσει στὸν τόπο. Καθὼς ἔμενε προσηλωμένος ἐκεῖ ἀναλογιζόμενος τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεξε καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀνδρέα, ἀκούστηκαν τὰ βήματα τοῦ τελευταίου, ποὺ ἀνέβαινε τὶς σκάλες καὶ σὲ λίγο πρόβαλε στὴν ἐξώπορτα κρατώντας στὸ χέρι του ἕνα τετράδιο μὲ σκοῦρο κόκκινο ἐξώφυλλο.
«Ἕτοιμος;» ρώτησε ὁ Μουστοξύδης θέλοντας νὰ διασκεδάσει τὴν ἀμηχανία τῆς στιγμῆς. «Ἕτοιμος εὐγενέστατε», ἀνταπάντησε ὁ Γέροντας χωρὶς νὰ ξεκολλήσει τὰ ὑγρὰ μάτια του ἀπὸ τὸ ἄστρωτο κρεβάτι. Ὕστερα γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος του συνέχισε: «Τί θὰ γινόμουν ἂν ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲν ἤσουν μαζί μου ἀγαπημένε φίλε. Ἀνεπιφύλακτα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι σοῦ χρωστῶ τὴ ζωή μου». «Κι ἐγώ σοῦ χρωστῶ αὐτὸ» εἶπε ὁ Μουστοξύδης κι ἁπλώνοντας τὸ χέρι τοῦ πρόσφερε τὸ τετράδιο μὲ τὸ βαθύχρωμο κόκκινο ἐξώφυλλο. «Τί εἶναι αὐτό;» ρώτησε ὅλο περιέργεια ὁ Γέροντας. «Θυμᾶσαι ποιὰ ἦταν ἡ κουβέντα μας ἐκεῖνο τὸ βράδυ, λίγο πρὶν συναντήσουμε στὸ σκοτάδι τὸν λάκκο, ποὺ παρ’ ὀλίγο νὰ ἀποβεῖ μοιραῖος;» ἀντιρώτησε ὁ Μουστοξύδης, ἐνῶ ὁ Γέροντας κοιτοῦσε μιὰ τὸ προτεταμένο τετράδιο καὶ μιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀνδρέα, μὰ ἦταν ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ θυμηθεῖ τὸ παραμικρό. Τίποτα δὲν τοῦ ἐρχόταν στὸ μυαλό. «Πάρ’ το, ἔχει ἀρκετὲς ἄγραφες σελίδες γιὰ νὰ συμπληρώσεις τὴν ἱστορία τῆς ἀγαπημένης σου Ἴμβρου, γιὰ τὴν ὁποία μοῦ μιλοῦσες ἐκεῖνο τὸ βράδυ πρὶν τὸ ἀτύχημα. Ἐγὼ μάζεψα καὶ σημείωσα ὅ,τι μπόρεσα νὰ βρῶ καταγεγραμμένο στὰ βιβλία, ἐσὺ τώρα ποὺ θὰ πᾶς ἐκεῖ κατέγραψε τὴ ζωὴ καὶ τὸ σήμερα». Μὲ τρεμάμενα χέρια ἄγγιξε τὴ μεγάλη προσφορὰ τοῦ φίλου του, ποὺ ἀθόρυβα ἑτοίμαζε ὅλο αὐτὸν τὸν καιρό. Ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Νὰ τοῦ πεῖ πόσο βαθιὰ ὑπόχρεος τοῦ εἶναι. Πόσο ἡ πατρίδα του καὶ οἱ μελλούμενες γενιὲς τῶν συμπατριωτῶν του θὰ τὸν εὐγνωμονοῦν, μὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ βγεῖ ἡ φωνή του. Σφίγγοντας στὸ δεξί του χέρι τὸ τετράδιο τὸν ἀγκάλιασε, ἐνῶ τὸ στῆθος του ἀναπηδοῦσε ἀπὸ τοὺς λυγμούς. Οἱ δυὸ φίλοι ἔμειναν γιὰ πολλή ὥρα σφιχτὰ ἀγκαλιασμένοι καὶ τὰ δάκρυα τους κυλοῦσαν ἀσταμάτητα. Χωρίζονταν χωρὶς νὰ ξέρουν ἂν ἡ ζωὴ θὰ τοὺς ξανάκανε τὴ χάρη νὰ συναντηθοῦν.
***
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια περιπλάνησης σὲ ξένες πόλεις καὶ χῶρες, ξαναπατοῦσε στὴ γῆ τῆς πατρίδας του, ποὺ συνέχιζε νὰ τὴ σκεπάζει ἡ ὀθωμανικὴ κατήφεια. Ἀπὸ κεῖνο τὸ πρωινὸ τῆς γεμάτης ἀγωνία ἀναχώρησής του ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, εἶχε νὰ νοιώσει αὐτὸ τὸ πλάκωμα καὶ τὴ δυσφορία ποὺ ἀπέπνεε ὁ τρόπος ἐπιτήρησης κι ὁ αὐταρχισμὸς τῶν ἀρχῶν πρὸς τοὺς ἀποβιβαζόμενους καὶ τὸ πλήρωμα. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ στὸ στῆθος του χοροπηδοῦσε ἀπὸ χαρὰ ἡ καρδιά του, γιατί ἐδῶ ἦταν ὁ τόπος του, τὸ σπίτι του, οἱ δικοί του, οἱ φίλοι του κι ἀκόμη «ἥμαρτον Κύριε» οἱ δικοί του Ἅγιοι κι οἱ δικές του Παναγίες: ἡ Καρδαμιώτισσα, ἡ Ταξειδιανή, ἡ Μνημορίτσα, ἡ Πετσλιανή, ἡ Καμένη, ἡ Μπαλωμένη καὶ τόσες ἄλλες. «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι…» μουρμούρισε καθὼς πατώντας σὲ μιὰ παλιόκασα πεταμένη στὸ μουράγιο, καβάλησε στὸ μουλάρι ποὺ σὲ λίγο, γλιστρώντας κάθε τόσο στὸ λασπωμένο ἀπὸ τὸ μαρτιάτικο ψιλόβροχο δρόμο, ἀνηφόριζε γιὰ τὸ χωριὸ ταρακουνώντας τον δυνατὰ πάνω στὸ σαμάρι. Σούρουπο ὅταν ἔφτασαν στὸ σπίτι. Ἀπέναντι ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς ἀνοιχτή· τὸ Ἀπόδειπνο δὲν εἶχε ἀκόμα τελειώσει. Κατέβηκε βιαστικὰ ἀπὸ τὸ ζῶο καὶ παρέδωσε τὸ καπίστρι στὸν ἀγωγιάτη λέγοντας: «Ξεφορτῶστε τὰ ζῶα καὶ βάλτε τὰ πράγματα στὸ χαμόγι, ὁ ἀνεψιός μου θὰ σᾶς δείξει πού, ἀλλὰ αὔριο νωρὶς τὸ ἀπόγευμα νὰ εἶστε δῶ νὰ φορτώσουμε γιὰ τὸ Μετόχι». Τελειώνοντας βιαστικὰ τὴ φράση του κατέβηκε μὲ γοργὰ βήματα τὴ μικρὴ κατηφορίτσα κι εὐθὺς βρέθηκε μπροστὰ στὸν νάρθηκα. Ἔκανε τὸν σταυρό του, πῆρε ἀπὸ τὸ παγκάρι ἕνα κερὶ καὶ προχώρησε πρὸς τὸν κηροστάτη μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὸ βλέμμα τοῦ παπα-Κυριάκου δὲν ξεκολλοῦσε ἀπὸ πάνω του παρακολουθώντας τὸν ἀργὸ βηματισμὸ καὶ τὸ παράστημα τοῦ Γέροντα, ποὺ ὁ χρόνος, ἡ περιπλάνηση καὶ ἡ σπουδὴ τοῦ προσέδωσαν ἀκόμα περισσότερη σεβασμιότητα. Ὁ ἀγωγιάτης ποὺ περίμενε ὁ Γέροντας νωρὶς τὸ ἀπόγευμα δὲν εἶχε φανεῖ κι ὁ ἥλιος ἔγερνε πρὸς τὴ δύση. Γύρισε πρὸς τὸν ἀνεψιό του λέγοντας «Καλὰ θὰ ἦταν ἀνεψιὲ νὰ πάρουμε τὸ δρόμο μὲ τὰ πόδια πρὶν σκοτεινιάσει, γιατί καθὼς φαίνεται ὁ Σταμάτης μᾶς γέλασε». Σηκώθηκε φόρεσε τὸν καλογερικό του σκοῦφο, ἔριξε καὶ μιὰ ἐλαφριὰ κάπα στὴν πλάτη καὶ μαζὶ μὲ τὸν Λογιώτατο
κατέβηκαν γρήγορα τὴ σκάλα. Τὴν ὥρα ποὺ κλείδωναν τὴν πόρτα, λαχανιασμένη ἔφτασε τρέχοντας ἡ κόρη τοῦ Σταμάτη. Πρὶν προφτάσουν νὰ ρωτήσουν ὁτιδήποτε τὸ κορίτσι ἀσθμαίνοντας εἶπε: «Ὁ πατέρας μου εἶπε νὰ τὸν συμπαθᾶτε, ἀλλὰ τὸ μουλάρι μας ξεπαλουκώθηκε τὴ νύχτα κι ὅλη μέρα τὸ γύρευε στὸν κάμπο καὶ τώρα μόλις γύρισε στὸ σπίτι χωρὶς νὰ τό ’χει βρεῖ» «Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι δὲν πειράζει, θὰ πᾶμε στὸ Μετόχι μὲ τὰ πόδια, ἀλλὰ νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου τὸ Σάββατο πρωὶ νά ’ρθει μὲ δυὸ ζωντανὰ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν Δεσπότη. Ἄκουσες; Μὴν τὸ ξεχάσει...». Τὸ κορίτσι, κουνώντας καταφατικὰ τὸ κεφάλι, ἀπομακρύνθηκε τρέχοντας καὶ ἐξαφανίστηκε μέσα στὸ στενό. Σχεδὸν κόντευε νὰ σκοτεινιάσει ὅταν ἔφτασαν στὸ Μετόχι. Στὴν πόρτα τοὺς περίμεναν ὅλα τ’ ἀδέρφια τοῦ Γέροντα μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος φανερὰ καταβεβλημένος καὶ κουρασμένος ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά του. Οἱ δυὸ μικρότεροι ἀδερφοὶ ποὺ χτὲς τοὺς εἶχαν ὑποδεχτεῖ στὸ λιμάνι παρακολουθοῦσαν τὴ σκηνὴ βουρκωμένοι μὲ τρεμάμενα χείλη. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ βγάλει μιλιά, νὰ πεῖ μιὰ λέξη. Στὴν γαλήνη τοῦ ἀπόβραδου μόνο τὸ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ τῆς βρύσης δίπλα στὴν εἴσοδο συνόδευε τὴ συγκίνηση καὶ τοὺς λυγμοὺς τῆς ἀντάμωσης ὕστερα ἀπὸ εἰκοσιτρία ὁλόκληρα χρόνια ἀποχωρισμοῦ, χρόνια γεμάτα ἀναταράξεις, οἱ ὁποῖες τοὺς ταλαιπώρησαν, σημάδεψαν τὴ ζωή τους, μέστωσαν τὴ σκέψη, καλλιέργησαν τὸν νοῦ καὶ τὸν λογισμό τους, ἀλλὰ καὶ ὑπέσκαψαν βαθιὰ τὴν ὑγεία τους καὶ προπαντὸς τοῦ Κύριλλου. Ἡ ἄλλη μέρα ξημέρωσε μ’ ἕνα ἀστραφτερὸ ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν Ἅι Θανάση. Τὰ σκολιαρόπαιδα ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ νωρὶς καὶ δασκαλεμένα ἀπὸ τὸν Δοσίθεο, νὰ πλησιάζουν τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν Γέροντα, νὰ τὸν καλωσορίζουν, νὰ κάνουν μετάνοια καὶ νὰ φιλοῦν τὸ χέρι του. Μὲ τάξη μπαινόβγαιναν στοὺς χώρους τοῦ Μετοχιοῦ χωρὶς περιττὲς φωνές, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ κρύψουν τὴν περιέργειά τους, νὰ δοῦν καὶ νὰ ξαναδοῦν τὸ Γέροντα, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσα καὶ τόσα εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ παντοῦ. Νὰ περιεργαστοῦν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τόσα πολλὰ βιβλία, ὥστε νὰ γεμίσουν ὣς πάνω τὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μετοχιοῦ, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν πατέρα Κύριλλο περνοῦσαν ἀτέλειωτες ὧρες ἀνεβάζοντας καὶ κατεβάζοντας, ἀνοίγοντας καὶ κλείνοντας τοὺς πλουμισμένους μὲ εἰκόνες καὶ κόκκινα ἀρχιγράμματα πολύτιμους δερματόδετους τόμους, οἱ ὁποῖοι ξεχείλιζαν ἀπὸ γνώση καὶ σοφία. Τοῦ τό ’λεγαν μὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ πιστέψει, πὼς οἱ μαθητές τους δὲν εἶχαν πιὰ καμμιὰ σχέση μ’ ἐκείνους τοὺς πρὸ εἰκοσαετίας. Τώρα τὸ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια του, τώρα ἀντιλαμβανόταν καλλίτερα τὴν ἐπιμονὴ τοῦ προαπελθόντα Μητροπολίτη Ἰωσὴφ νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα καὶ νὰ
«φανῇ ἐπωφελὴς» γιὰ τὴν «ὁμοπάτριο νεολαία» ὅπως τοῦ ἔγραψε στὸ γράμμα του ὁ Πατριάρχης. Βλέποντας αὐτὴ τὴν καινούρια εἰκόνα τοῦ σχολείου, τὴν ὁποία μὲ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ διερωτήθηκε σοβαρὰ καὶ ὄχι χωρὶς κάποια τύψη μήπως ἄργησε πολὺ νὰ ἐπιστρέψει· μήπως στ’ ἀλήθεια θὰ μποροῦσε νὰ παραμερίσει κάποιες ἄλλες φροντίδες, προκειμένου νὰ συνδράμει νωρίτερα στὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῆς πατρίδας του. Ἄραγε, ἦταν δικαιολογημένη ἡ τόση καθυστέρηση; Μήπως τὰ ἐμπόδια ποὺ κάθε τόσο ὀρθώνονταν μπροστά του δὲν ἦταν παρὰ προσχήματα καὶ παραπετάσματα ποὺ κάλυπταν τὴν ἀναποφασιστικότητά του... προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις δηλαδή; Ὅμως τί σημασία θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὴν ὥρα αὐτὴ, αὐτὸς ὁ ἀδιέξοδος καὶ ἀνώφελος ἐσωτερικὸς μονόλογος. Τώρα ἦταν ἐδῶ· ἀργὰ ἢ γρήγορα δὲν ἔχει πιὰ σημασία. Εἶναι ἐδῶ καὶ πρέπει νὰ πιάσει ἀμέσως δουλειά. Καὶ πρώτη του δουλειὰ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ στέγαση τῆς Σχολῆς, ἕνα σύγχρονο διδακτήριο ποὺ θὰ προσελκύει τοὺς μαθητές, ἐξασφαλίζοντάς τους τὶς κατάλληλες συνθῆκες γιὰ τὴ μάθηση καὶ τὸ ὁποῖο θὰ προσφέρει στοὺς διδάσκοντες ὅλες ἐκεῖνες τὶς προϋποθέσεις, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες καὶ ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς συστηματικῆς διδασκαλίας καὶ τῶν σύγχρονων διδακτικῶν μεθόδων. Ἡ μεθαυριανὴ συνάντηση μὲ τὸν Μητροπολίτη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων. Δυστυχῶς ὁ Ἰωσήφ, ποὺ εἶχε ξεκινήσει τὴν ἐπίμονη ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἐπιστροφή του, προαποφασισμένος νὰ τὸν βοηθήσει στὴν προσπάθεια τῆς ἀνέγερσης, καὶ τῆς ὀργάνωσης τῆς Σχολῆς, δυὸ χρόνια τώρα βρίσκεται προβιβασμένος στὴ Βάρνα. Ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ νησὶ ἑνὸς τόσο δραστήριου Μητροπολίτη ἦταν μεγάλο πρόβλημα, ὅμως κι ὁ σημερινὸς ποὺ ἀντικατέστησε τὸν ὑπέργηρο διάδοχο τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ πέθανε μέσα σ’ ἕνα χρόνο, ἦταν μιὰ κάποια παρηγοριά. Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν διακρινόταν καθὼς ἔλεγαν γιὰ φιλοπραγμοσύνη, ἦταν προσηνὴς καὶ καλοδιάθετος. Ἔμενε νὰ τὸ διαπιστώσει κι ὁ ἴδιος· δυὸ μέρες ἔμεναν ἄλλωστε. Πρωὶ πρωὶ σαμάρωσε ὁ πατέρας τὰ ζῶα καὶ καβάλα αὐτὸς στὸ μουλάρι κι ἐγὼ στὸν γάιδαρο, κατηφορίσαμε ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ Μετόχι. Ἔξω ἀπὸ τὴν πορτάρα μᾶς περίμεναν, κουβεντιάζοντας ὄρθιοι, ὁ Γέροντας μὲ τὸν ἀνεψιό του. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συναντοῦσα τὸν Γέροντα, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσα ἔλεγαν καὶ θαύμαζαν οἱ μεγάλοι. Τὰ μάτια μου ἦταν κολλημένα ἐπάνω του, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ξεχώρισα ἀπὸ μακριὰ τὴν ἄγνωστη ὣς τότε φυσιογνωμία του. Ὅταν πιὰ πλησιάσαμε ἀρκετά, ὁ πατέρας μου πήδηξε ἀπὸ τὸ μουλάρι λέγοντας
«Καλημέρα σας, Γέροντα τὴν εὐλογία σου!» «Καλῶς τὸν Σταμάτη» ἀπάντησε ἐκεῖνος, κοιτάζοντας πρὸς τὸ μέρος μου ἐνῶ ἀκόμα καθόμουν στὸ σαμάρι μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι. «Γιός σου εἶν’ αὐτός ὁ ντροπαλὸς στὸν γάιδαρο Σταμάτη;» ρώτησε, κι ὁ πατέρας μου προσβεβλημένος ἀπὸ τὴ ράθυμη διαγωγή μου, γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος μου διέταξε μὲ αὐστηρὴ φωνή: «Κατέβα βρὲ ἀπ’ τὸ ζὸ κι ἔλα νὰ χαιρετίσεις καὶ νὰ φιλήσεις τὸ χέρι τοῦ Γέροντα. Ἄκουσες; Μάνι μάνι!». Πήδηξα ἀμέσως κάτω, ἐνῶ ὁ Γέροντας παρατηροῦσε τὸν πατέρα μου «Μὴν τὸν ἀποπαίρνεις, παιδὶ εἶναι». Ὁ πατέρας δὲν εἶπε τίποτα κι ἐγὼ πλησιάζοντας δειλά, εἶπα καλημέρα καὶ σκύβοντας να φιλήσω τὸ χέρι του, μὲ ρώτησε: – Πώς σὲ λένε; – Γιώργη, ἀπάντησα ψιθυρίζοντας. – Δὲν σὲ εἶδα Γιώργη ἀνάμεσα στ’ ἄλλα παιδιὰ τοῦ σχολειοῦ. Δὲν πᾶς ἐσὺ στὸ σχολειό; – Ὄχι, ἀποκρίθηκα, δικαιολογούμενος μὲ τὴν ἀπάντηση πού μοῦ ἔδινε ὁ πατέρας μου κάθε φορὰ ποὺ τὸν ρωτοῦσα πότε θὰ πάω κι ἐγὼ στὸ σχολειό. – Εἶμαι μικρὸς ἀκόμα, εἶπα ντροπαλὰ σκύβοντας ἀκόμα πιὸ πολὺ τὸ κεφάλι. – Μικρός; ἐπανέλαβε ἐρωτηματικὰ σέρνοντας τὴν τελευταία συλλαβὴ καὶ κοιτώντας ἀκόμα πιὸ ἐρωτηματικὰ τὸν πατέρα μου. – Ἀπό τὴ Δευτέρα θά’ σαι κάθε μέρα στὸ σχολειό, εἶπε κι ἐγὼ γύρισα ἀμέσως τὸ βλέμμα μου πρὸς τὸν πατέρα μου, ποὺ κάτι ἑτοιμάστηκε νὰ πεῖ μὰ ὁ Γέροντας τὸν ἔκοψε σηκώνοντας τὸ χέρι του ἀποτρεπτικά. Ὕστερα γυρνώντας πρὸς ἐμένα ρώτησε: – Ἐντάξει; Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου, χωρὶς νὰ βγάλω ἄχνα ἀπὸ τὸ στόμα μου. – Δὲν ἄκουσα, εἶπε ὁ Γέροντας καὶ ξαναρώτησε. – Σύμφωνοι; Ἐντάξει; – Ἐντάξει εἶπα μὲ σιγανὴ φωνή, θέλοντας νὰ μὴν ἀκουστεῖ ὣς τὸ σημεῖο ποὺ
στεκόταν ἀμήχανος ὁ πατέρας. Στὸ μεταξὺ βγῆκε κι ὁ Κύριλλος βαδίζοντας ἀργὰ καὶ κουρασμένα. Ὁ Γεώργιος, ὁ ἀνεψιός τους, ἔσυρε τὸν γάιδαρο στὸ πεζούλι δίπλα στὴ βρύση καὶ μὲ τὴ βοήθειά του, ἀνέβηκε ὁ Κύριλλος στὸ ζῶο. Στὴ συνέχεια καβάλησε κι ὁ Γέροντας τὸ μουλάρι καὶ ξεκινήσαμε. Μπροστὰ ὁ πατέρας σέρνοντας τὸν Γέροντα, ἀπὸ πίσω ὁ Γεώργιος μὲ τὰ πόδια, σέρνοντας τὸν Κύριλλο καὶ πίσω πίσω, ἀπομακρυσμένα, ἐγώ. «Τὸ παιδὶ θὰ μείνει ἐδῶ;» ρώτησε ὁ Γέροντας τὸν πατέρα μου. «Θὰ ἀκολουθεῖ περπατώντας» ἀπάντησε κεῖνος. «Τί λὲς βρὲ χριστιανέ μου, καβάλα ἐμεῖς καὶ μὲ τὰ πόδια τὸ παιδί;» «Συνηθισμένο εἶναι», εἶπε ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ μὲ ὕφος ποὺ δὲν ἐπιδεχόταν ἀμφισβήτηση, ὁ Γέροντας τὸν διέταξε νὰ μὲ βάλει στὰ καπούλια τοῦ μουλαριοῦ. Σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ πρὸς τὴ Μητρόπολη, ὁ Γέροντας μὲ βολιδοσκοποῦσε προκειμένου νὰ σταθμίσει τὴν ἐπιθυμία μου καὶ τὴν ἔφεσή μου γιὰ τὰ γράμματα. Ἐπαναλάμβανε μὲ διάφορους τρόπους τὶς ἴδιες ἐρωτήσεις, ξανὰ καὶ ξανά, ζυγιάζοντας κάθε φορὰ τὶς ἀπαντήσεις μου. Στὸν γυρισμὸ ὅμως ἡ κουβέντα εἶχε ἀλλάξει. Κυρίως συζητοῦσαν ὁ Γέροντας μὲ τὸν ἀνεψιό του, ἐνῶ ποὺ καὶ ποὺ ἔπαιρνε τὸν λόγο καὶ ὁ Κύριλλος. Ἐγὼ καθισμένος καὶ πάλι στὰ καπούλια τοῦ μουλαριοῦ, ἀνάμεσα στὸν Γέροντα καὶ τὸν Γεώργιο ποὺ ἔσερνε τὸν γάιδαρο τοῦ Κύριλλου, ἄκουγα ὅλα ὅσα ἔλεγαν καὶ παρ’ ὅλο ποὺ ἤμουν μικρὸς καὶ ἄβγαλτος καταλάβαινα τὸν προβληματισμό τους γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς μεγάλου σχολειοῦ στὸ νησί. Ὁ Γέροντας ἦταν εὐχαριστημένος, ἀπὸ τὴ μιά, γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Δεσπότης νὰ τὸν ὁρίσει πνευματικὸ ὁλόκληρου τοῦ νησιοῦ καὶ τὴν πρόθεσή του συντομότατα νὰ τὸν κάνει ἀρχιμανδρίτη, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἔδειχνε πολὺ ἀνήσυχος γιὰ τὶς δυνατότητές του νὰ ἀνταποκριθεῖ καὶ στὰ ἱερατικὰ καὶ τὰ διδακτικὰ καθήκοντά του, μετὰ μάλιστα τὴν ἀνακοίνωση τοῦ Δεσπότη, ὅτι τὰ πάνω χωριὰ ἀπαιτοῦσαν τὴν οἰκοδόμηση τῆς Σχολῆς κάπου πρὸς τὸ μέσο τοῦ νησιοῦ ὥστε νά’ ναι εὐχερέστερη ἡ πρόσβαση στὰ παιδιά τους. Τὸ αἴτημά τους δὲν ἦταν ἄδικο, ἦταν μιὰ λογικὴ ἀπαίτηση ἡ δυνατότητα συμμετοχῆς στὴ γνώση ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ νησιοῦ, μόνο ποὺ θὰ χρειαζόταν πολὺς χρόνος καὶ κόπος ὥστε νὰ συνταιριαστοῦν οἱ γνῶμες καὶ οἱ ἀπόψεις. Ἔπρεπε νὰ συμφωνήσουν ὅλοι καὶ νὰ συνεισφέρουν ὅλοι, προκειμένου νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ὅραμα ἑνὸς μεγάλου καὶ σύγχρονου σχολειοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ καιροῦ.
«Καὶ νομίζετε πῶς εἶναι εὔκολο αὐτό;» παρατήρησε ὁ Κύριλλος, ποὺ ἔδειχνε ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις του, «Χρόνια τώρα καὶ δὲν μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε μεταξύ μας ἐδῶ κάτω, ἐμεῖς οἱ λίγοι, σκέψου νὰ μποῦνε στὸ χορὸ καὶ τὰ μεγάλα χωριὰ ἀπὸ πάνω. Δύσκολο, πολὺ δύσκολο τὸ βλέπω». Ὁ Γέροντας καταλάβαινε πολὺ καλὰ πὼς ὁ ἀδελφός του εἶχε δίκιο. Ἤξερε καλλίτερα ἀπὸ τὸν καθένα τί ἀγῶνες ἔκανε ὁ Κύριλλος γιὰ νὰ κρατήσει ἀνοιχτὸ τὸ σχολειὸ ὣς σήμερα. Ἤξερε ἀκόμα, πολὺ καλλίτερα τὸν πόλεμο ποὺ εἶχε κηρύξει ἐναντίον του ὁ Δεσπότης Νικηφόρος πρὶν εἴκοσι χρόνια, μετὰ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀναχωρήσει γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη καί, τὸ κυριότερο, γνώριζε τὴν ἐλάχιστη στήριξη καὶ ἀλληλεγγύη ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες. Ὅμως τώρα δὲν ἦταν ὥρα ἀπολογισμοῦ, δὲν ἦταν ἡ ὥρα τοῦ καταμερισμοῦ εὐθυνῶν, ἀστοχιῶν καὶ λαθῶν, ἀλλὰ ὥρα αὐτοσυγκέντρωσης, αὐτοπειθαρχίας καὶ δράσης. Βρισκόταν τώρα πιὰ στὴν πατρίδα, ὕστερα ἀπὸ δυὸ δεκαετιῶν ἀπουσία, πλούσιος σὲ γνώση καὶ ἐμπειρία, ἕτοιμος νὰ δώσει ὅλες τὶς δυνάμεις ποὺ τοῦ ἀπόμειναν ἀπὸ τὴν πολύχρονη περιπλάνηση, γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα σχολειό. Ἕνα σχολειό, ἄξιο τοῦ ὀνόματός του, ποὺ θὰ ἄλλαζε τὴ μοίρα τῆς πατρίδας του. Αὐτὸς ἦταν ὁ μεγάλος του πόθος, τὸ ὄνειρό του καὶ θὰ ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσει. «Γιὰ τ’ ἄλλο» ἀποδέχτηκε πρὶν λίγο τὴν ἐπιχρυσωμένη, μὲ τὴ χειροθεσία τοῦ ἀρχιμανδρίτη, πρόταση τοῦ Δεσπότη νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ; Γιατὶ, ἐκπληρώνοντας μὲ βαθύτατη βέβαια συναίσθηση τὸ ρόλο τοῦ πνευματικοῦ, θὰ περιερχόταν τὰ χωριὰ μὲ σκοπὸ νὰ ἐμπνεύσει τοὺς συμπατριῶτες του· νὰ τοὺς δώσει νὰ καταλάβουν πόσο μεγάλη σημασία θὰ εἶχε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ νησιοῦ ἕνα μεγάλο καὶ καλὸ σχολεῖο.
Μετὰ ἀπὸ μιὰ μεγάλη σιωπή, ποὺ τὴ γέμιζε μόνο ὁ ρυθμὸς τοῦ βηματισμοῦ τῶν ζώων, ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἀδελφέ, ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀνησυχία σου καὶ τὴν ἀβεβαιότητά σου, μετὰ τὰ ὅσα εἶδες ἀγωνιζόμενος μόνος νὰ κρατήσεις ἀνοιχτὸ τὸ σχολειό μας, ὅμως τώρα δὲν εἶσαι μόνος. Εἶμαι πάλι ἐδῶ κι ἀκόμα πιὸ πολὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός μας, φορτωμένος μὲ καινούριες γνώσεις καὶ γεμάτος ὄρεξη κι ὁρμὴ γιὰ τὸ νέο ξεκίνημα. Ἔτσι δὲν εἶναι Γεώργιε;» «Ἔτσι εἶναι θεῖε, κι εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποστῶ ὅσες κι ἂν χρειαστοῦν θυσίες γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο προετοιμάστηκα. Θὰ ἐπιστρατεύσω ὅλες μου τὶς δυνάμεις ποὺ διαθέτω, γιὰ νὰ ἐπαληθεύσω τὶς προσδοκίες σου καὶ νὰ φανῶ χρήσιμος στὸν τόπο». «Μακάρι, εἴθε ὁ Παντοδύναμος νὰ βοηθήσει καὶ νὰ μὴν πάει στὰ χαμένα κι αὐτὴ ἡ προσπάθεια» εἶπε ὁ Κύριλλος σηκώνοντας τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανό, σὰν τελευταία ἱκεσία. «Μακάρι, μακάρι» ἐπανάλαβε καὶ πρόσθεσε «ὅ,τι περνᾶ καὶ μένα ἀπὸ τὸ χέρι μου θὰ τὸ κάνω, νὰ τὸ ξέρετε. Νὰ ξέρετε πὼς ἡ κόπωση ὅλων αὐτῶν τῶν χρόνων καὶ τῶν δυσκολιῶν ποὺ πέρασαν δὲν θὰ μοῦ σταθεῖ ἐμπόδιο. Ὅταν μὲ βλέπετε περίσκεπτο, δὲν θέλω νὰ ἀμφιβάλετε γιὰ τὴ διάθεση καὶ τὸ κουράγιο μου. Κάποτε θὰ συμβαίνει κι αὐτό, ἀλλὰ μὴν δίνετε σημασία. Εἶναι κάτι ποὺ ἔρχεται καὶ φεύγει, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζει τὶς ἀποφάσεις μου. Ἄλλωστε, πῶς τὰ κατάφερα τόσα χρόνια; Πῶς κράτησα, ἔστω κουτσὰ στραβά, τοῦτο τὸ σχολειό;». Δὲν πέρασαν οὔτε δέκα μέρες ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη κι ὁ Δεσπότης εἰδοποίησε τὸν Γέροντα, νὰ παρευρεθεῖ στὴ σύναξη τῶν προεστῶν τῶν χωριῶν, ποὺ θὰ γινόταν σὲ δεκαπέντε μέρες στὴ Μητρόπολη. Ἡ ἄμεση αὐτὴ ἀντίδραση, ὑποδήλωνε, ἐκ πρώτης ὄψεως, τὴν καλὴ πρόθεση τοῦ Μητροπολίτη καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνάλογη θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ἡ δική του ἀνταπόκριση. Κάλεσε λοιπὸν ἀμέσως τὸν Κύριλλο καὶ τὸν ἀνεψιό του καὶ τοὺς εἶπε ὅτι θεωροῦσε ἀπαραίτητη τὴν παρουσία καὶ τῶν τριῶν στὴ σύναξη αὐτή. «Ἀδελφέ μου, εἶπε ὁ Κύριλλος, ἀπαλλάξτε μου ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ταλαιπωρία αὐτή. Τὸ βλέπετε πὼς τὸ κουράγιο μου εἶναι λίγο. Ἄλλωστε οἱ δυό σας φτάνετε γιὰ νὰ ὑποστηρίξετε τὴν ἀναγκαιότητα ἑνὸς συστηματικότερου σχολειοῦ. Σὲ παρακαλῶ...». Ὁ Γέροντας ἀντιλαμβανόταν τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀδερφοῦ του, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ μικρότερός του, ἔδειχνε γερασμένος καὶ ἀδύνατος, ἀλλὰ ποιὸς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον εἶχε τόσο μακρόχρονη ἐκπαιδευτικὴ ἐμπειρία στὸ νησί; Ποιὸς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριλλο θὰ μποροῦσε νὰ ἐκθέσει καὶ νὰ ἀναλύσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ νησιῶτες ἀντιμετώπιζαν τὰ γράμματα καὶ προπάντων διαχειρίζονταν τὸν ἐκπαιδευτικὸ χρόνο τῶν μαθητῶν, ποὺ ἄλλοτε ἀπουσίαζαν ἀπὸ τὰ μαθήματα λόγω τοῦ φόρτου
τῶν γεωργικῶν ἀπασχολήσεων τῶν οἰκογενειῶν τους κι ἄλλοτε, ἡ ἀπόσταση καὶ οἱ καιρικὲς συνθῆκες τοὺς κρατοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τὸ σχολειό; Ἦταν ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ μιλήσει ἐμπράγματα καὶ νὰ ὁριοθετήσει τόσο τὶς ἀνάγκες, ὅσο καὶ τὶς δυνατότητες τῆς κοινωνίας νὰ ὑποστηρίξει τὴ δημιουργία καὶ στήριξη ἑνὸς μεγαλύτερου διδακτηρίου. Ἡ δική του ἐμπειρία, ἀπὸ τὴν πολύχρονη διδασκαλία σὲ συστηματικὰ ἐκπαιδευτήρια ἦταν πολύτιμη καὶ χρήσιμη, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀρκετή. Μόνο ὁ Κύριλλος ἦταν σὲ θέση νὰ κατανοήσει στὴν πληρότητά τους, τὶς ὅποιες ἀνησυχίες, φόβους, ἐλπίδες, ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήσεις τῶν ἐκπροσώπων τῶν κοινοτήτων. Αὐτός, καλλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ πνεῦμα τῶν ὅσων θὰ ἀκούγονταν στὴ συνάθροιση, ἀλλὰ καὶ νὰ καταστήσει κατανοητὴ σὲ ὅλους τὴ σημασία τοῦ ἐγχειρήματος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Κύριλλος ἦταν ἀνένδοτος· ἔνοιωθε τόσο κουρασμένος καὶ τόσο ἀπαυδισμένος ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς συμπεριφορὲς τῆς ἡγεσίας τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας ὅσο καὶ τῶν συμπατριωτῶν του, ποὺ μὲ κανένα τρόπο δὲν ἤθελε νὰ ξαναπρωταγωνιστήσει στὰ ἐκπαιδευτικὰ θέματα. Ἀρκετὲς πίκρες καὶ ἀπογοητεύσεις τοῦ προσέφερε ὁ ρόλος τοῦ δασκάλου τόσα χρόνια! Τώρα τὴ σκυτάλη ἔπρεπε νὰ τὴν πάρει ὁ Γεώργιος, σὲ κεῖνον, λαμπρὰ σπουδαγμένο στὴν Ἑσπερία, ἔπεφτε ὁ κλῆρος τῆς συνέχισης. Ἤδη ἀπολάμβανε τῆς ἐκτίμησης καὶ τῆς ἀποδοχῆς ἑνὸς μεγάλου μέρους τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσε Λογιώτατο, ἀναγνωρίζοντας ὄχι μόνο τὴν ὑψηλὴ στάθμη τῶν σπουδῶν του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀκέραιο χαρακτήρα του. Ἔφτανε λοιπὸν ἡ παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τοῦ Λογιώτατου, στὴ συγκέντρωση ποὺ εἶχε προγραμματίσει ὁ Ὑπέρτιμος, ἐδῶ καὶ λίγο καιρό, Μητροπολίτης, τὴν προσεχὴ ἑβδομάδα. Ὅσο ὅμως διστακτικὸς καὶ ἐπιφυλακτικὸς ἦταν ὁ Κύριλλος, ἄλλο τόσο ἐπίμων καὶ πιεστικὸς φάνηκε καὶ ὁ Γέροντας, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Λογιώτατου, τὸν ἔφερε βόλτα κι εἶπε, ἔστω καὶ ἀνόρεχτα, τὸ ναί. Οἱ μέρες πέρασαν καὶ πρωὶ πρωὶ τὸ Σάββατο τῆς ἑπόμενης ἑβδομάδας ξεκίνησαν γιὰ τὴ Μητρόπολη. Τὸ συνοδικὸ ἦταν γεμάτο ἀπὸ κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δεσπότης εἶχε ζητήσει νὰ ἐκπροσωπηθοῦν τὰ χωριὰ ἀνάλογα μὲ τὸν πληθυσμό τους. Μὲ δυσκολία τακτοποιήθηκαν στριμωχτὰ στὰ μιντέρια, ἐνῶ γιὰ τὸν Γέροντα καὶ τὸν Ἄρχοντα Λογοθέτη, ποὺ παρίστατο ὡς σύμβουλος, μὴ ἐκπροσωπώντας καμμιὰ κοινότητα, ὁ Δεσπότης διέταξε κι ἔφεραν τὶς δυὸ πολυθρόνες ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ. Ἡ συζήτηση ἄρχισε μὲ τὸ ἐπίσημο καλωσόρισμα τοῦ Γέροντα, ἀπὸ τὸν Δεσπότη, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων τόνισε ἰδιαίτερα τὴν ἀνάγκη συνεργασίας ὅλων μαζί του
λέγοντας: «Νὰ λοιπὸν ἀγαπητοὶ καὶ ἀξιοσέβαστοι δημογέροντες τοῦ νησιοῦ μας, ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσά μας ὁ ἐκλεκτὸς καὶ διακεκριμένος συμπατριώτης σας δάσκαλος, τὸν ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ καιροὺς προσκλήσεις ποὺ τοῦ ἀπευθύνατε, παρενέβημεν καὶ εἰς τὴν Παναγιότητα τοῦ Πατριάρχου μας, ὁ ὁποῖος διὰ προσωπικῆς ἐπιστολῆς του, τὸν παρότρυνε νὰ ἐπιστρέψει στὸ νησὶ προκειμένου θέσει “ὑπὸ τὴν διδασκαλικήν του προστασίαν” τὴ Σχολὴ καὶ νὰ ἐκπαιδεύσει τὴν “ὁμοπάτριόν του νεολαίαν”. Ὁρίστε λοιπόν, τώρα εὑρίσκεται μεταξύ μας καὶ ὅλοι πρέπει νὰ συνταχθοῦμε μαζί του καὶ νὰ καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει ἐπιτέλους ἡ Ἴμβρος νὰ ἀποκτήσει ἕνα ἀντάξιο τοῦ διδασκάλου της σχολεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ βγάλει τὶς μέλλουσες γενεὲς ἀπὸ τὴν ἀμάθεια καὶ θὰ ὁδηγήσει τὴν πατρίδα στὴν εὐημερία...». Εἶπε κι ἄλλα πολλά, ποὺ εἶχαν, κυρίως, σχέση μὲ τὴν ὑποχρέωση ὅλων νὰ ὁμονοήσουν καὶ νὰ συμβάλουν μὲ τὶς δυνάμεις τους στὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου, αὐτοῦ τοῦ μεγάλου στόχου, ὁ ὁποῖος χρόνια τώρα φαντάζει μακρινὸς καὶ ἄπιαστος, ἐξ αἰτίας ἀδικαιολόγητων συμπεριφορῶν. Ὕστερα ἀπὸ τὶς πιέσεις ποὺ ἄσκησαν στὸν Γέροντα, γιὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν πατρίδα, προκειμένου νὰ μορφώσει τὰ παιδιά της, ὄχι μόνο εἶχαν χρέος νὰ τὸν συνδράμουν καὶ νὰ τὸν συμπαρασταθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπερβάλουν σὲ προσπάθεια καὶ νὰ ὑποβληθοῦν σὲ προσωπικὲς θυσίες, ἂν αὐτὸ κρινόταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ σκοποῦ. Μετὰ τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας, ὅλοι ἔδειχναν ἀμήχανοι καὶ κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε νὰ πάρει τὸν λόγο ὥσπου παρενέβη ὁ Δημήτριος Κώστογλου, ὁ Ἄρχων. «Συμπατριῶτες μαζευτήκαμε ἐδῶ γιὰ νὰ πεῖ καθένας τὴ γνώμη του καὶ τὶς σκέψεις του —ὅποιες κι ἂν εἶναι— κι ὁ ἐξάδελφός μου», εἶπε δείχνοντας μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸν Γέροντα ποὺ ἦταν δίπλα του, «νὰ μᾶς πεῖ κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του τὸ πῶς φαντάζεται τὸ καινούριο αὐτὸ σχολειό». Λίγο ὣς πολύ, ὅλοι τους φανταζόταν τί ὁ καθένας εἶχε στὸ κεφάλι του· ὅλοι ἤθελαν νὰ πάρουν τὸ λόγο μὰ κανένας δὲν ἤθελε νὰ κάνει τὴν ἀρχὴ καὶ νὰ γίνει σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν ὑπολοίπων. Ἔτσι, συνέχιζαν νὰ παραμένουν σιωπηλοὶ κοιτώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ποιὸς πρῶτος θὰ μιλήσει. Ὁ Δεσπότης ποὺ φυσικὰ μάντευε τὴν αἰτία τοῦ δισταγμοῦ, ἔδωσε τὴ λύση λέγοντας: «Ἐγὼ θὰ πρότεινα νὰ ξεκινήσουμε γεωγραφικά, ἐξ ἀνατολῶν πρὸς δυσμάς. Πρῶτα τὸ Κάστρο καὶ τὸ Γλυκύ, μετὰ τὸ Εὐλάμπιο καὶ ἡ Παναγία, στὴ συνέχεια οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, ὕστερα τ’ Ἀγρίδια καὶ τελευταῖο τὸ Σχοινούδι. Λοιπὸν τί λέτε τὸ κάνουμε ἔτσι;». Ἔτσι κι ἔγινε ἀφοῦ κανεὶς ὣς ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχε ἀποφασίσει νὰ πάρει ἀπὸ μόνος του τὸν λόγο. Ἀναγκαστικὰ πιά, μὴ μπορώντας νὰ κάνουν ἀλλοιῶς, ὁ κλῆρος ἔπεφτε στοὺς Καστρινοὺς νὰ μιλήσουν πρῶτοι.
«Ἀκούσαμε» ξεκίνησε νὰ λέει, ἕνας ἀπὸ τὸ Κάστρο «πὼς ὁ Γέροντας ἐπέστρεψε στὸ νησὶ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο σχολειό. Ἐμεῖς εἴμαστε εὐχαριστημένοι μὲ τὸ σχολειὸ τοῦ Μετοχιοῦ, ὁ πάτερ Κύριλλος μαθαίνει καλὰ γράμματα στὰ παιδιά. Ἀλλὰ ἂν εἶναι καὶ πρέπει νὰ γίνει ἕνα μεγάλο σχολειό, γιατὶ νὰ μὴ μεγαλώσουμε αὐτὸ στὸ Μετόχι». Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει τὴν κουβέντα του, κι ἀμέσως πετάχτηκε ἀπὸ τὴ θέση του ἕνας Γλυκιανὸς γιὰ νὰ ὑπερθεματίσει λέγοντας: «Γιὰ νὰ γίνει ἕνα καινούριο σχολειὸ θὰ ξοδευτοῦν ἕνα σωρὸ λεφτά, γιατὶ νὰ μὴ μεγαλώσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καὶ νὰ ἐξοικονομήσουμε παράδες γιὰ τοὺς δασκάλους καὶ τὰ βιβλία ποὺ θὰ χρειαστοῦν». «Σωστὰ σωστά...», ἀκούστηκε ἡ φωνὴ ἑνὸς δεύτερου Γλυκιανοῦ, ποὺ συμπληρώθηκε ἀπὸ τὴ συνολικὴ κατάφαση τῶν Καστρινῶν. Ἡ συμμαχία αὐτὴ Καστρινῶν καὶ Γλυκιανῶν ἦταν ἀναμενόμενη, ἀφοῦ τὸ καινούριο σχολεῖο δὲν ἦταν καθόλου βέβαιο ὅτι θὰ στεγαζόταν στὴ δική τους περιοχὴ ὅπου βρισκόταν τὸ Μετόχι. Ἑπόμενοι ποὺ ἔπρεπε νὰ μιλήσουν ἦταν οἱ Αὐλαμπιανοί, οἱ ὁποῖοι λόγω τῆς ἐγγύτητας τῆς κοινότητάς τους μὲ τὴν Παναγία, παραχώρησαν τὸν λόγο σ’ ἕνα Παναγιαλῆ ποὺ ἐκ τῶν πρότερων εἶχε ἀποφασιστεῖ νὰ μιλήσει ἐκ μέρους καὶ τῶν δυό. «Νὰ σᾶς πῶ εἶπε. Τὸ λογικὸ καὶ δίκαιο εἶναι ἡ καινούρια Σχολὴ νὰ γίνει στὴν Παναγιά, ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ νησιοῦ μαζὶ μὲ τὸ Εὐλάμπιο κι ἔχουν μαζὶ τὸν μεγαλύτερο σχεδὸν πληθυσμὸ ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Δὲν ξέρω ἂν συμφωνεῖτε ἢ ὄχι, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. Ἕνα μεγάλο καὶ καλὸ σχολειὸ στὸ κέντρο τοῦ νησιοῦ, ποὺ θὰ μαθαίνει στὰ παιδιὰ τὰ γράμματα ποὺ χρειάζεται ἡ σημερινὴ ἐποχή, πρέπει νὰ βρίσκεται στὸ κέντρο καὶ νά ’χει πολλὰ σπίτια, ὅπως ἡ Παναγιά, γιὰ νὰ βρίσκουν εὔκολα τόπο διαμονῆς οἱ μαθητὲς ἀπὸ τὰ πάνω χωριά». Σ’ ὅλους φάνηκαν πολὺ λογικὰ τὰ ὅσα εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπο τῶν Παναγιαλήδων καὶ τῶν Αὐλαμπιανῶν, ὥστε νὰ μὴν ἐκδηλωθεῖ καμμιὰ ἄμεση ἀντίρρηση. Ἀκολούθησε μιὰ μικρὴ σιωπὴ κι ἀμέσως μετὰ πῆρε τὸν λόγο ὁ Δημήτριος Κώστογλου: «Σωστὰ καὶ λογικὰ ἦταν τὰ ὅσα ἀκούστηκαν» εἶπε «μόνο ποὺ ἕνα σχολειό μας κάτω ἀπὸ τὴ μύτη τῶν ἀρχῶν, ποὺ ἐδῶ καὶ καιρὸ μετακόμισαν στὴν Παναγιά, θὰ εἶναι δύσκολο νὰ λειτουργήσει ἀπρόσκοπτα. Ὅλοι θυμούμαστε τὰ δεινὰ ποὺ πέρασε ὁ πατὴρ Κύριλλος μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τοῦ σχολειοῦ στὸ Μετόχι, ὅταν εἶχε γείτονά του στὸ Κάστρο τὸν Ἀγά. Καλὰ εἶναι λοιπὸν νὰ ἀποφύγουμε ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο παρόμοιες ἐνοχλήσεις καί, ἐνδεχόμενα, παρεμβάσεις, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ προκληθοῦν ἀπὸ ἕνα σύγχρονο καὶ μεγάλο σχολειὸ τῶν ραγιάδων. Κάλλια γαϊδουρόδενε, παρὰ γαϊδουρογύρευε, ποὺ λέμε. Καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση κάλλια ἕνα σχολειὸ σὲ τόπο μὲ λιγότερα πλεονεκτήματα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρει ἡ Παναγιὰ, παρὰ ἕνα σχολειὸ ἐκεῖ, ποὺ θὰ βρίσκεται διαρκῶς κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ κατακτητῆ
προκαλώντας τὴν ζηλοφθονία καὶ τὴν ὀργή του». Μὲ προσοχὴ ἄκουσαν ὅλοι τὶς συνετὲς κουβέντες τοῦ Λογοθέτη καὶ κανεὶς δὲν ἀντιμίλησε. Κι ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Παναγιᾶς, ποὺ μὲ τόση πειστικότητα, μόλις πρὶν λίγο, εἶχε ἀναπτύξει τὸ σκεπτικό του, κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι, ἄλλωστε οἱ Παναγιαλῆδες γνώριζαν καλλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον τί σημαίνει νὰ βρίσκεσαι μέρα νύχτα κάτω ἀπὸ τὴν ἄγρυπνη παρακολούθηση τῶν ἀγάδων. Ἡ κατ’ οὐσία, παραίτηση τῶν Παναγιαλήδων ἀπὸ τὴν ἀρχική τους πρόταση, διαμόρφωσε ἕνα κλίμα ἠττοπάθειας. Δὲν τό ’λεγαν ἀνοιχτὰ μὰ ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, καταλάβαινε κανεὶς πὼς ὅλοι οἱ κατοχωριανοί, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἁγιοθοδωριτῶν ποὺ μέσω τοῦ μεγάλου κάμπου εἶχαν εὔκολη πρόσβαση στὸ Μετόχι, θὰ ἦταν εὐχαριστημένοι μὲ τὴ συνέχιση τῆς λειτουργίας τοῦ ὑπάρχοντος σχολειοῦ. Ἐκείνους ποὺ δὲν βόλευε ἡ λύση αὐτὴ ἦταν οἱ Σχοινουδιῶτες κι οἱ Ἀγριδιανοί. Ἔτσι ὁ Λιάπης ἀπὸ τὸ Σχοινούδι ξαφνικὰ γύρισε πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ εἶπε: «Γιὰ σταθεῖτε βρὲ πατριῶτες, βάλαμε λυτοὺς καὶ δεμένους, ἀκόμα καὶ τὸν Πατριάρχη, γιὰ νὰ φέρουμε πίσω τὸν Γέροντα νὰ μᾶς μάθει πέντε γράμματα παραπάνω σ’ ἕνα καλλίτερο σχολειὸ καὶ τώρα εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τοῦ ποῦμε πὼς δὲν τὸν χρειαζόμαστε γιατί δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε ποῦ θὰ στήσουμε τὴν καινούρια Σχολή; Ἅμα εἶναι καὶ μᾶς φτάνει ἕνα σχολειὸ σὰν τοῦ Μετοχιοῦ καὶ δὲ θέλουμε κάτι παραπάνω, ἂς κάνει τὸ κάθε χωριὸ ἕνα δικό του σχολειὸ νὰ τελειώνουμε». Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Λιάπης ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι κάτι τέτοιο ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄλλο ἀπὸ τὰ πολυπληθέστερα χωριὰ Σχοινούδι καὶ Παναγιά, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πραγματοποιήσει. Καὶ βέβαια ὅλοι κατάλαβαν ἀμέσως τί ἤθελε νὰ πεῖ ὁ προεστὸς αὐτὸς τοῦ Σχοινουδιοῦ μὲ τὸν πολὺ κόσμο καὶ τὴν οἰκονομικὴ εὐρωστία του. Τότε ἕνας ἐπιτήδειος Ἀγριδιανός, ποὺ κατάλαβε πολὺ καλὰ τί ὑπονοοῦσε ὁ Λιάπης, παίρνοντας τὸ πιὸ μειλίχιο ὕφος σηκώθηκε ἀργὰ ἀπὸ τὴ θέση του κι ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν Κώστογλου: «Ἄρχοντα, εἶπε, πολὺ σωστὰ εἶπες πὼς δὲν πρέπει νὰ χτίσουμε τὸ καινούριο σχολειὸ στὴν Παναγιά, ὅμως τί θά ’λεγες γιὰ τὸν Ἅι Θόδωρο;» Ὁ Κώστογλου ποὺ ἀμέσως ἀντιλήφθηκε τὸν ἑλιγμὸ τοῦ Ἀγριδιανοῦ προκειμένου νὰ ἀποσπάσει τοὺς Ἁγιοθοδώρητες ἀπὸ τὴ συμμαχία τῶν κατοχωριανῶν, δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ Δεσπότη καὶ τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὣς ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν εἶχε μιλήσει ἀλλὰ μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦσε τὴ συζήτηση. «Νὰ ἀκούσουμε τὴν ὀσιολογιότητά του εἶπε ὁ Δεσπότης» γυρίζοντας πρὸς τὸν Γέροντα. Ἐκεῖνος, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε αὐτὴν τὴν ἰδέα καὶ κατ’ ἰδὶαν τὴν εἶχε συζητήσει μὲ τὸν Δεσπότη, ἀλλὰ ἀπέφευγε νὰ τὴν διατυπώσει δημοσίως μὴ θέλοντας νὰ στενοχωρήσει τοὺς συγχωριανούς του, κρίνοντας πὼς ὁ βαρύνων
λόγος τοῦ Μητροπολίτη θὰ συνέπιπτε μὲ τὴ δική του ἄποψη, ἀποκρίθηκε λέγοντας: «Εὐχαρίστως νὰ μιλήσω, ὅμως προηγουμένως θὰ ἤθελα νὰ μάθω πὼς ἡ Σεβασμιότητά σας κρίνει τὴν πρόταση γιὰ ἀνέγερση τῆς Σχολῆς στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους». «Νὰ σᾶς πῶ» εἶπε ὁ Δεσπότης, «ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεώς μας, ὅπου κοντά της θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἡ Σχολὴ, βρίσκεται στὸ ἄκρο τῆς νήσου, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὰ δυὸ μεγάλα χωριὰ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐξυπηρετηθοῦν καὶ ἀφοῦ, καθὼς ὀρθῶς παρατήρησε ὁ Ἄρχων Λογοθέτης, ἡ λειτουργία της στὴν ἐπίσημη πολιτικὴ πρωτεύουσα εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ διεγείρει τὴ μνησικακία τινῶν ἀρχῶν, φρόνιμο νομίζω εἶναι νὰ χτιστεῖ ἡ Σχολὴ σὲ σημεῖο προσιτὸ σὲ ὅλους. Τί λέει ἡ ὀσιολογιότητά σου γι’ αὐτό;». Ὁ Γέροντας σταθμίζοντας ὅσα εἶχαν ἀκουστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους, ζυγιάζοντας μὲ λεπτομέρεια τὴν ἀποφασιστικότητα καὶ τὴ σοβαρότητα τοῦ καθενός, εἶχε καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι στὴ σύναξη δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑπάρξει ἀπόλυτη συμφωνία καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ ἀδράξει χωρὶς χρονοτριβὴ τὴν πρώτη εὐκαιρία, τὴν πρώτη πιθανὴ συμφωνία μόλις διαφανεῖ. Ἔτσι, δηλώνοντας ἐξ ἀρχῆς, ὅτι συμφωνεῖ μὲ τὸν Δεσπότη, περιόρισε τὶς πιθανότητες ἀντιδράσεως, κυρίως ἀπὸ τοὺς συγχωριανούς του καὶ τοὺς Καστρινούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχαναν μέσα ἀπὸ τὰ πόδια τους τὸ σχολειό. Αὐτὸς ἦταν κι ὁ λόγος ποὺ ἐμφαντικὰ τόνισε ὅτι μέσα σ’ ἕνα μικρὸ μετόχι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ στηθεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει ἕνα ἐκπαιδευτήριο τέτοιο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἐποχὴ καὶ ἔχει ἀνάγκη τὸ νησὶ γιὰ νὰ πάει μπροστά. Ἄλλωστε ἡ καινούρια αὐτὴ Σχολὴ θὰ ἦταν κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ σχολειὸ τοῦ Μετοχιοῦ. Θά ’ταν ἕνα μεγάλο κτίριο μὲ πολλὲς αἴθουσες στὶς ὁποῖες ταυτόχρονα θὰ διδάσκονταν πολλοὶ μαθητὲς σὲ διαφορετικὲς τάξεις, ἀνάλογα μὲ τὴν πρόοδο ποὺ θὰ ἔδειχναν· θὰ διέθετε μεγάλο ξεχωριστὸ χῶρο γιὰ βιβλιοθήκη καὶ ἀναγνωστήριο, χῶρο ἑστίασης ὅπου θὰ ἔτρωγαν οἱ μαθητὲς καί, φυσικά, ἐντευκτήριο διδασκάλων. Ἀκόμα ἔπρεπε νὰ ἔχει μεγάλο προαύλιο χῶρο ὅπου θὰ ἔπαιζαν τὰ παιδιὰ στὰ διαλείμματα τῶν μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ θὰ γυμνάζονταν. Ἡ περιγραφὴ ἀπὸ τὸν Γέροντα τοῦ σχολείου τῶν ὀνείρων του ἦταν τόσο γλαφυρή, ὥστε δὲν ἄφηνε κανένα περιθώριο ἀντιρρήσεων καὶ ἀμφισβητήσεων κι ἔτσι στὸ τέλος ὅλοι συμφώνησαν νὰ χτιστεῖ στὸν Ἅι Θόδωρο. Δὲν ἔμενε παρὰ νὰ βρεθεῖ ὁ χῶρος καὶ νὰ συσταθεῖ τὸ ταμεῖο ἀνέγερσης. Ἀνατέθηκε λοιπὸν στὸν Κώστογλου νὰ ψάξει γιὰ οἰκόπεδο καὶ στὸν Λιάπη νὰ φροντίσει γιὰ τὴ συγκρότηση τοῦ ταμείου. Μετὰ τὸ τέλος τῆς σύναξης, οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν κοντινῶν χωριῶν ἀναχώρησαν γιὰ τὰ σπίτια τους, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὰ μακρινὰ χώρια φιλοξενήθηκαν στὸ Κάστρο καὶ τὸ Γλυκύ, γιατί ἔπρεπε νὰ εἶναι παρόντες τὴν ἑπόμενη, ποὺ ὁ
Δεσπότης θά ’κάνε ἀρχιμανδρίτη τὸν Γέροντα. Στὸν κατάμεστο μὲ προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλα τὰ χωριὰ μητροπολιτικὸ ναό, ὁ Δεσπότης φανερὰ χαρούμενος, χειροθετώντας ἀρχιμανδρίτη τὸν Γέροντα καὶ ὁρίζοντάς τον ἱεροκήρυκα καὶ πνευματικὸ ὅλου τοῦ νησιοῦ, ἐκφώνησε ἕνα θερμότατο καὶ ἄκρως ἐγκωμιαστικὸ λόγο γιὰ τὸν προχειριζόμενο, ἐκθέτοντας ὄχι μόνο τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα καὶ ἰδιαίτερα προτερήματά του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἱκανότητές του καὶ πρὸ πάντων τὸ μεγάλο του ἔργο στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἑλληνικὰ γράμματα. Δὲν παρέλειψε βέβαια νὰ ἐπισημάνει τὴ φιλοπατρία του, ποὺ ὁδήγησε τὰ βήματά του πίσω στὴν πατρίδα μετὰ ἀπὸ μιὰ λαμπρὴ σταδιοδρομία στὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Μασσαλία, τὴ Βενετία καὶ τὴν Κέρκυρα, ὅπου τὸ πνευματικό του ἀνάστημα ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ σπουδαίους ἀνθρώπους ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ οἰκτρὰ δολοφονηθεὶς Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἔκλεισε τὴν ὁμιλία του τονίζοντας τὴ σημασία τοῦ ἔργου τῆς ἀναμόρφωσης τῆς ἐκπαίδευσης στὴν πατρίδα καὶ ἀνακοινώνοντας στὸ ἐκκλησίασμα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς διάσκεψης τῆς προηγούμενης καὶ τὴν ἀπόφαση τῶν προεστῶν τοῦ νησιοῦ, νὰ ἱδρυθεῖ μιὰ καινούρια μεγάλη Σχολὴ γιὰ τὴν ἀρτιότερη μόρφωση τῶν παιδιῶν, ἡ ὁποία θὰ στεγαστεῖ σ’ ἕνα εἰδικὰ κατασκευασμένο κτίριο ποὺ θὰ κτιστεῖ στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους. Στὸ ἄκουσμα τοῦ τόπου ἀνέγερσης ἕνα ἔντονο ψιθύρισμα ἁπλώθηκε πέρα ὣς πέρα στὸν ναό. Ἕνα ψιθύρισμα ποὺ μέσα του ἀνακατεύονταν ἡ ἔκπληξη, ἡ ἀπογοήτευση, ὁ αἰφνιδιασμός, ἡ ἱκανοποίηση, ἡ διαμαρτυρία καὶ ἡ ἐπιβράβευση.
Φυσικὸ ἦταν στὸ πρῶτο κήρυγμά του, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων, ὁ Γέροντας νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ πρέπει νὰ γίνει μὲ καθαρὴ καρδιὰ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση, στὴν ἔννοια τῆς ὁποίας ἀφιέρωσε ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία του, ἐπιμένοντας ὅτι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων προϋποθέτει τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ συγχώρεση τῶν ἄλλων, κι ὄχι αὐτὸ τὸ ὁποῖο κάνουν μερικοὶ ποὺ «ὅταν ἔλθει καιρὸς νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ μεταλάβουν, ἀφίνουν τὴν ἔχθρα τους στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας» κι ἀφοῦ μεταλάβουν «φεύγοντες τὴν ξαναπαίρνουν πάλιν ἀπὸ τὴν πόρταν»… Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ ἀκολούθησε ἦταν γεμάτη συγκινήσεις γιὰ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες βρέθηκε στὸ χωριὸ του
ἱερουργώντας σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες. Καὶ τὸ Πάσχα ἦταν μιὰ ἀληθινὴ Ἀνάσταση, ποὺ χρόνια στὰ ὄνειρά του πρόβαλε ὡς μιὰ Λαμπρὴ γεμάτη μὲ τοὺς ἀσπασμοὺς τῶν δικῶν του καὶ τὸ τσούγκρισμα τῶν αὐγῶν στὸ πατρικό του σπίτι. Μετὰ τὴ Λαμπροβδομάδα, ὕστερα ἀπὸ τὶς αὐστηρὲς συστάσεις του πρὸς τὸν πατέρα μου, βρισκόμουν πιὰ καθημερινὰ στὸ σχολειό, ὅπου ὁ Κύριλλος ἄρχισε νὰ μὲ διδάσκει ἀνάγνωση καὶ γραφή. Τὸν Γέροντα τὸν ἔβλεπα μόνο ἀπὸ μακριά, ἀφοῦ δίδασκε μόνο στοὺς προχωρημένους, καὶ μάλιστα βιαστικά, καθὼς διαρκῶς ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, τὴ μιὰ νὰ κηρύξει, τὴν ἄλλη νὰ ξομολογήσει, τὴν παράλλη νὰ συναντήσει κάποιο δημογέροντα γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ σχολείου. Μεγάλη ἦταν ἡ χαρά μου κάθε φορὰ ποὺ ἔπεφτα πάνω στὸν δρόμο του ἢ ἱερουργοῦσε στὸ χωριό μας καὶ τοῦ φιλοῦσα τὸ χέρι. Μὰ ὅπως εἶπα, αὐτὸ μόνο σπάνια συνέβαινε, ἀφοῦ συνεχῶς βρισκόταν σὲ πυρετώδη κίνηση προκειμένου νὰ προφτάσει ὅλα τὰ καθήκοντά του καὶ προπάντων νὰ συντονίσει τὶς ἐνέργειες γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνέγερσης τῆς Σχολῆς. Ὅπως μοῦ ἐξομολογήθηκε, πολλὰ χρόνια μετά, ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ ἀντοχές του εἶχαν φτάσει στὰ ὅριά τους, καθὼς ἦταν ἀναγκασμένος ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Μητροπολίτης, ἀφ’ ἑτέρου νὰ καταφέρει νὰ συνεννοηθοῦν τὰ χωριὰ μεταξύ τους καὶ νὰ ὁμονοήσουν προκειμένου νὰ ξεκινήσει τὸ ἔργο τῆς ἀνέγερσης. «Ἔπρεπε, μοῦ ἔλεγε, νὰ τὰ κάνω καὶ τὰ δυὸ μὲ τὸν καλλίτερο δυνατὸ τρόπο γιατί εἶχα καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς στήριξης τοῦ Δεσπότη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἀντιπροσώπων τῶν χωριῶν. Ἀρκεῖ νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὸ ἕνα χωριὸ ἦταν ἕτοιμο νὰ διαφωνήσει μὲ τὸ ἄλλο, καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ διαφωνήσουν μεταξύ τους. Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ κοπιαστικὲς καὶ βασανιστικὲς περιόδους τῆς ζωῆς μου· μεγαλύτερη ἀγωνία δὲν εἶχα ζήσει παρὰ μόνο τὰ χρόνια του ξεσηκωμοῦ στὴ Θεσσαλονίκη». Οἱ ζέστες ἦταν πρώιμες ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι καὶ τὰ μεγάλα παιδιά, πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ Μάιος ἄρχισαν νὰ ἐγκαταλείπουν τὰ μαθήματα καὶ ν’ ἀκολουθοῦν τοὺς γονεῖς τους στὶς δουλειές· ἄλλος νὰ βόσκει τὰ πρόβατα καὶ τὰ γίδια, ἄλλος νὰ ποτίζει τοὺς μπαχτσέδες κι ἄλλος νὰ τρέχει στὸ θέρος, θερίζοντας ἢ κουβαλώντας δεμάτια. Στὸ σχολειὸ εἴχαμε μείνει κάτι μικρὰ σκολιαρούδια, ἄπραγα κι ἀνίκανα νὰ συμβάλουν στὴν οἰκογενειακὴ ἐργασία. Ἀπὸ τὸ νὰ ἤμασταν μπελὰς στὰ πόδια τους, καλλίτερα στὸ σχολειό, ὅπου ὅλο καὶ κάτι θὰ μαθαίναμε. Παρ’ ὅλο ποὺ ἐμᾶς τοὺς πρωτόπειρους μᾶς ἔκανε μάθημα ὁ Κύριλλος, ἐγὼ ἤμουν μὲς στὴ χαρὰ ποὺ μποροῦσα νὰ πλησιάσω εὐκολότερα τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἀσχολιόταν καθημερινὰ μὲ τὴν τακτοποίηση καὶ ταξινόμηση
τῶν βιβλίων ποὺ εἶχε στείλει μὲ τὸν Κυριάκο ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, στὸ δωμάτιο τὸ ὁποῖο εἶχαν διαμορφώσει ὡς βιβλιοθήκη τ’ ἀδέρφια του ὅσο καιρὸ ἐκεῖνος ἔλειπε. Ἔτσι μόλις τελείωνε τὸ μάθημα, ἔτρεχα ὁλοταχῶς στὴ βιβλιοθήκη ὅπου ἐξετάζοντας ἕνα ἕνα τὰ βιβλία, σημείωνε ἀπαλὰ στὸ ἐμπροσθόφυλλο τὰ στοιχεῖα τῆς κατάταξης καὶ μοῦ τὰ ἔδινε ἐμένα νὰ τὰ τοποθετήσω στὴν ἀνάλογη στοίβα. Ἤμουν τρισευτυχισμένος γιὰ τὴ συμμετοχή μου αὐτὴ καὶ τὴν συνεργασία μαζί του, ὥστε δὲν ξεκολλοῦσα ἀπὸ κοντά του παρὰ μόνο ὅταν τὸ ἡλιοβασίλεμα μοῦ θύμιζε ἐπιτακτικὰ ὅτι ἦταν ὥρα νὰ γυρίσω στὸ σπίτι πρὶν βγεῖ ἡ μάνα μου καὶ μ’ ἀναζητᾶ στοὺς δρόμους. Τὴν εἰδυλλιακή, γιὰ μένα, αὐτὴ σχέση τὴ χαλοῦσαν μόνο οἱ ἐπισκέψεις τοῦ ξαδέρφου του Κώστογλου, τοῦ Λογοθέτη, ὁ ὁποῖος μόλις μ’ ἔβλεπε ἔλεγε στερεότυπα: «Πάλι ἐδῶ εἶσ’ ἐσύ; Δὲν πᾶς στὸ σπίτι σου ποτέ;». Μὲ τὰ χρόνια κατάλαβα ὅτι ὁ ἄνθρωπος τά ’λεγε αὐτὰ ἀπὸ χαρά, βλέποντας ἕνα παιδὶ νὰ περνᾶ τὴ μέρα του ἀνάμεσα στὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία, ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ παίζει στοὺς δρόμους καὶ τὴν ἐξοχή. Ἐγὼ ὅμως τὸ εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀνάποδα, γιατί μὲ τὸ ποὺ κατέφθανε, ὁ Γέροντας μ’ ἔστελνε νὰ παίξω ἢ νὰ κάνω κάποια δουλειὰ στὴν αὐλὴ ἢ τὸν ναό. Κάθονταν, οἱ δυό τους, ὧρες ὁλόκληρες κλεισμένοι στὴ βιβλιοθήκη καὶ συζητοῦσαν. Καμμιὰ φορὰ στὶς συζητήσεις αὐτὲς καλοῦσαν καὶ τὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἀπ’ ὅτι κατάλαβα δὲν ἦταν καὶ πολὺ πρόθυμος νὰ παρευρίσκεται, γιατί θυμᾶμαι μιὰ μέρα, ποὺ πρὶν μὲ διώξουν, μοῦ εἶπαν νὰ πάω νὰ τοῦ πῶ ὅτι τὸν περίμεναν. Ἐκεῖνος δυσφόρησε μονολογώντας: «Τί μὲ θέλουν τώρα ἐμένα, ἂς τὰ κανονίσουν οἱ δυό τους». Τὴν τελευταία διετία, ὁ Κύριλλος δὲν ἦταν ὁ παλιὸς Κύριλλος, εἶχε χάσει τὴ ζωτικότητά του κι ἔδειχνε πολὺ γερασμένος ὅπως ἔλεγαν ὅλοι στὸ χωριό, μάλιστα ὁρισμένοι κατέκριναν πλαγίως τὸν Δοσίθεο γιατί δὲν ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπου εἶχε πάει τάχα γιὰ λίγο καὶ δὲν ἔλεγε νὰ γυρίσει, ὅμως ὁ Δοσίθεος δὲν γνώριζε τὴν πλήρη κατάσταση τοῦ ἀδερφοῦ του, ἐπειδὴ ἐκεῖνος τοῦ ἔκρυβε στὰ γράμματά του τὴν πραγματικότητα. Ὅμως οἱ συναντήσεις τοῦ Γέροντα μὲ τὸν Ἄρχοντα Λογοθέτη καὶ τὴν σπάνια συμμετοχὴ τοῦ Κύριλλου, δὲν ἦταν οἱ μοναδικὲς ποὺ γίνονταν στὸ Μετόχι ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι. Συχνὰ ἔρχονταν οἱ προεστοὶ ἀπὸ τὰ χωριά, ἄλλοτε ἕνας ἕνας, ἄλλοτε δυὸ δυὸ κι ἄλλοτε πολλοὶ μαζὶ καὶ κλείνονταν μέσα καὶ κουβέντιαζαν καμμιὰ φορὰ κι ὣς τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅταν, φαντάζομαι, λυτρωτικὰ γιὰ ὅλους, χτυποῦσε τὸ σήμαντρο. Πολὺ ἀργότερα, ὅταν ἀκολούθησα τὸν Γέροντα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἔμαθα πὼς ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀτέλειωτες κουβέντες εἶχαν νὰ κάνουν μὲ τὴν κατασκευὴ τοῦ νέου διδακτηρίου. Γιατὶ τὸ οἰκόπεδο στὸν Ἅι Θόδωρο λόγω τῶν γνωριμιῶν καὶ τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Λογοθέτη δὲν εἶχε ἀργήσει νὰ βρεθεῖ, ὅμως τὸ πρόβλημα ἦταν
τί εἴδους σχολεῖο θὰ χτιζόταν τελικά. Οἱ πιὸ πολλοὶ φαντάζονταν ἕνα μονώροφο κτίσμα μὲ δυὸ τρεῖς αἴθουσες διδασκαλίας, ἄντε κι ἕνα ἐντευκτήριο τῶν δασκάλων καὶ τίποτα παραπάνω. Ὁ Γέροντας ἔλεγε πὼς κάτι τέτοιο δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὶς σύγχρονες διδακτικὲς ἀνάγκες καὶ πὼς χρειαζόταν ἕνα διώροφο κτίριο, ποὺ θὰ περιλάμβανε, ἀπαραιτήτως, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς αἴθουσες διδασκαλίας καὶ τὸ γραφεῖο τῶν καθηγητῶν, ἕνα εὐρύχωρο χῶρο γιὰ τὴν ἐγκατάσταση τῶν βιβλίων τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβάσει χωρὶς νὰ τὰ μεταφέρει δεξιὰ ἀριστερά, δηλαδὴ βιβλιοθήκη καὶ ἀναγνωστήριο μαζί. Ἀκόμα θεωροῦσε ἐντελῶς ἀπαραίτητους κάποιους βοηθητικοὺς χώρους ὅπως γιὰ τὴν ἀποθήκευση ξύλων γιὰ τὸν χειμώνα, ἀλλὰ πρωτίστως ἕνα χῶρο ὅπου θὰ ἔμενε, νύχτα μέρα ὁ παιδονόμος —εἶχε βέβαια κατὰ νοῦ νὰ ἀναθέσει στὸν Δοσίθεο αὐτὴ τὴ δουλειά— γιατί τὸ σχολειὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀφήνεται ἀφύλαχτο ὅλη τὴ νύχτα καὶ θὰ ἔπρεπε πρωὶ πρωὶ νὰ εἶναι ἕτοιμο νὰ ὑποδεχτεῖ τοὺς μαθητές. Ἐκεῖνο ὡστόσο ποὺ περιέπλεκε τὰ πράγματα καὶ ἀποτελοῦσε τροχοπέδη στὴν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων, ἦταν ἡ δικαιολογημένη κατὰ τὸν Γέροντα ἀπαίτηση τῶν πάνω χωριῶν νὰ ἐξασφαλιστεῖ στὸ συγκρότημα ἡ διαμονὴ τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὸ Σχοινούδι καὶ τ’ Ἀγρίδια, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ πηγαινοέρχονται καθημερινά, περπατώντας ἕξι ὁλόκληρες ὧρες. Αὐτὸ βέβαια σήμαινε ἀκόμα μεγαλύτερη κατασκευαστικὴ δαπάνη, γιατὶ γιὰ τὴ λειτουργία του δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα ἀφοῦ τὰ ἐνδιαφερόμενα χωριὰ ὑπόσχονταν νὰ καλύψουν τὰ ἔξοδα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ λειτουργοῦσε τὸ οἰκοτροφεῖο. Ἔτσι ἀφ’ ἑνὸς μὲν οἱ κατωχωριανοὶ δὲν συμφωνοῦσαν στὴν οἰκοδομικὴ ἐπέκταση ποὺ θὰ περιλάμβανε καὶ μιὰ πτέρυγα οἰκοτροφείου, ἀφ’ ἑτέρου, βέβαια, τὰ πάνω χώρια δὲν ἔδειχναν καθόλου πρόθυμα ν’ ἀνοίξουν τὸ πουγκὶ γιὰ ἕνα σχολειὸ ποὺ θ’ ἄφηνε ἀπ’ ἔξω τὰ παιδιά τους. Καὶ βέβαια κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς ἔναρξης τοῦ ἔργου, πρὶν ἀπολύτως ἐξασφαλιστεῖ ἡ συνεισφορὰ ὅλων ἀνεξαρτήτως καὶ μάλιστα τοῦ Σχοινουδιοῦ, ποὺ ὡς τὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο ἤθελε νὰ εἶναι βέβαιο πρὶν ἀκόμα ξεκινήσουν οἱ ἐργασίες ὅτι τὸ σχέδιο θὰ περιλάμβανε, ἐξ ἀρχῆς, τὸ οἰκοτροφεῖο. Οἱ κουβέντες αὐτὲς κράτησαν ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι. Διαπραγματεύσεις ἐπὶ διαπραγματεύσεων χωρὶς ἀποτέλεσμα. Πλησιάζοντας πιὰ τὸ φθινόπωρο, οἱ σκοτοῦρες τοῦ Γέροντα πλήθαιναν καθὼς ἀπὸ τὴ μιὰ ἔπρεπε νὰ γεφυρώσει τὰ διεστῶτα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ὀργανώσει ὅσο γινόταν πιὸ καλά τὴ διδασκαλία στὸ Μετόχι, καταρτίζοντας ἕνα καινούριο πρόγραμμα ποὺ θὰ προετοίμαζε καλλίτερα τοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ καινούριο σχολειό. Ἔτσι, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀπουσία ἑνὸς μηνός, γύρισα μετὰ τῆς Παναγίας στὸ Μετόχι, ὁ Γέροντας βρισκόταν μέσα σ’ ἕνα πυρετό, συνομιλώντας καθημερινὰ μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν
κοινοτήτων, ποὺ ἔμπαιναν κι ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ, ἐνῶ παράλληλα ἔσβηνε κι ἔγραφε ὧρες ὁλόκληρες μαζὶ μὲ τὸν Λογιώτατο καὶ κάποτε τὸν Κύριλλο, τὰ σχέδια τοῦ καινούριου προγράμματος, τὸ ὁποῖο δίνοντας μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἕως τότε βαρύτητα στὰ μαθηματικὰ καὶ τὰ φυσικὰ μαθήματα, ἔπρεπε νὰ ἔχει ἕνα μεταβατικὸ χαρακτήρα, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ τὸ παρακολουθήσουν οἱ μαθητὲς ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένοι κυρίως μὲ τὸ γλωσσικὸ μάθημα, τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὴν ἱστορία. Σὲ λίγο οἱ μέρες ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ μικραίνουν καὶ τὰ πρωτοβρόχια νὰ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους. Οἱ ἐπισκέψεις στὸ Μετόχι ἀραίωσαν κι ὁ Γέροντας θέλοντας νὰ ξεκουράσει τὸν Κύριλλο πύκνωσε τὶς παραδόσεις του συμπεριλαμβάνοντας στὴ διδασκαλία του καὶ τοὺς ἀρχάριους στοὺς ὁποίους δίδασκε μὲ καινούριο τρόπο τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὴν ἱστορία, ἐνῶ ὁ Λογιώτατος εἶχε ἀναλάβει τὴ διδασκαλία τῶν μαθηματικῶν καὶ τῆς φυσικῆς στοὺς προχωρημένους. Στὸν Κύριλλο ἀπέμεινε μόνο ἡ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν στοὺς ἀρχάριους, ἀφοῦ τῶν προχωρημένων τὴν εἶχε ἀναλάβει ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Τὰ βράδια, μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ πρὶν ἀναχωρήσουμε γιὰ τὰ χωριά μας καὶ τὰ σπίτια μας ὁ Γέροντας μᾶς μάζευε ὅλους μαζὶ στὸν ναὸ καὶ εἴτε μᾶς μάθαινε νὰ ψέλνουμε, εἴτε συζητοῦσε μαζί μας γιὰ τὸ ποιὸ μάθημα μᾶς ἀρέσει περισσότερο ἢ τὸ τὶ θὰ θέλαμε νὰ γίνουμε ὅταν θὰ τελειώναμε τὸ σχολειό. Οἱ πιὸ πολλοὶ δήλωναν πὼς θὰ γίνονταν καλόγεροι, μερικοὶ ψάλτες ἢ παπάδες καὶ μόνο κάποιοι ἐλάχιστοι πὼς θὰ ἀκολουθοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα τους καὶ θὰ γίνονταν τεχνίτες, γεωργοί, ψαράδες καὶ ναυτικοί. Ἔτσι ἕνα βράδυ στὶς ἀρχὲς τοῦ σαραντάμερου, πού μας εἶχε μαζέψει γιὰ νὰ μᾶς μάθει νὰ ψέλνουμε τὰ Καθίσματα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων, ρώτησε καὶ μένα. – Ἐσὺ Γιώργη, τί θὰ κάνεις ὅταν μὲ τὸ καλὸ τελειώσεις τὸ σχολειό; – Καλόγερος, ἀπάντησα χωρὶς καθόλου νὰ σκεφτῶ. Ὁ Γέροντας γέλασε κι ὕστερα εἶπε: – Βλέπω ἀπάντησες ἀμέσως, οὔτε ποὺ πρόλαβα νὰ τελειώσω τὴν ἐρώτησή μου… – Ἀφοῦ καλόγερος θὰ γίνω, ἐπανέλαβα θαρρετά. Βλέποντας τὴν χωρὶς ἐνδοιασμοὺς ἐπιμονή μου ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε; – Τὸ σκέφτηκες καθόλου ἢ ἔτσι σοῦ ἦρθε καὶ τό ’πες; Ξέρεις τί λέει ὁ κόσμος; Εἶναι βαριὰ ἡ καλογερική! Ἐγὼ βλέπω πὼς εἶσαι πολὺ καλὸς στὴν ἀριθμητικὴ
καὶ γι’ αὐτὸ νομίζω πὼς θὰ γινόσουν ἕνας καλὸς ἔμπορος. – Καλόγερος θὰ γίνω, ξαναεῖπα ἐγὼ κάπως πεισματικὰ κι ἡ κουβέντα σταμάτησε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, μὲ κάποιο συγκαταβατικὸ μειδίαμα τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ προχωρημένου τῆς μέρας καὶ τῆς βαριᾶς συννεφιᾶς ποὺ προμηνοῦσε βροχή, μᾶς ἔδιωξε συμβουλεύοντάς μας νὰ πᾶμε κατευθείαν στὸ σπίτι. Μὲ τὴν κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε ὁ χειμώνας ἔκανε ὅλο καὶ πιὸ αἰσθητὴ τὴν παρουσία του. Οἱ ζευγολάτες εἶχαν ὀργώσει καὶ σπείρει τὰ χωράφια. Οἱ ἐλιὲς εἶχαν μαζευτεῖ καὶ πατηθεῖ, τὸ λάδι ἦταν πιὰ στὰ πιθάρια καὶ ἡ μπουροὺ, ποὺ ἀνάγγειλε κάθε αὐγὴ τὸ ἄνοιγμα τῶν λαδόμυλων, εἶχε σιγήσει. Τὰ κοπάδια εἶχαν μαζευτεῖ στὰ χειμαδιὰ κι ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ Χριστούγεννα ἦταν κοντά. Οἱ βροχὲς καὶ τὰ κρύα ἔκαναν ὅλο καὶ πιὸ σπάνιες τὶς ἐπισκέψεις τῶν διάφορων προεστῶν στὸ Μετόχι, ὅμως οἱ μετακινήσεις τοῦ Γέροντα πρὸς τὰ χωριὰ συνεχιζόταν κανονικά, ἰδιαίτερα τώρα ποὺ ζύγωναν οἱ μέρες τῆς μετάληψης. Δὲν τοῦ ἔμειναν παρὰ οἱ ἐξομολογήσεις στὸ Εὐλάμπιο καὶ στὸ χωριό του τὸ Γλυκύ, ποὺ ἦταν κοντά, κι ὕστερα θὰ ξεκουραζόταν γιορτάζοντας μὲ τοὺς δικούς του. Εἶχε πολλὰ χρόνια νὰ συνεορτάσει μαζί τους τὸ Δωδεκάμερο καὶ νὰ τοὺς ἀπολαύσει. Χριστούγεννα στὸ χωριό του, Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, Χριστούγεννα μὲ τοὺς δικούς του. Πόσες καὶ πόσες φορὲς δὲν εἶχε ὀνειρευτεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὰ χρόνια του ξενιτεμοῦ. Πόσες φορὲς μὲ μάτια δακρυσμένα παραμονὴ Χριστούγεννα δὲν παρακάλεσε τὸ Θεῖο Βρέφος νὰ τὸν ἀξιώσει κάποια μέρα νὰ γιορτάσει τὸν ἐρχομό του στὸ δικό του χωριό, στὸ δικό του σπίτι· νὰ συμπροσευχηθεῖ μὲ τοὺς συχωριανούς του στὴν ταπεινὴ ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ του, νὰ καθίσει στὸ τραπέζι μὲ τ’ ἀδέρφια του καὶ τοὺς ὑπόλοιπους συγγενεῖς του. Ὁ ὑπόλοιπος χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη ποὺ ἀκολούθησε πέρασαν χωρὶς ἰδιαίτερα γεγονότα. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀφοσιωθεῖ στὴ διδασκαλία ἐφαρμόζοντας ὅσο γινόταν πιὸ πιστὰ τὸ πρόγραμμα ποὺ εἶχε καταρτίσει, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ περισσότεροι μαθητὲς δὲν ἦταν κατάλληλα προετοιμασμένοι γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὰ προχωρημένα καὶ ἐντατικὰ μαθήματα τῶν μαθηματικῶν καὶ τῆς φυσικῆς, κυρίως τῆς διδασκαλίας τοῦ Λογιώτατου. Τὰ πήγαιν’ ἔλα τῶν δημογερόντων στὸ Μετόχι εἶχαν ἀραιώσει πολὺ καὶ μόνο ὁ
Ἄρχων Λογοθέτης πηγαινοερχόταν, συζητώντας ἀτέλειωτες ὧρες μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὸν Λογιώτατο τὸ θέμα τῆς ἀνέγερσης τοῦ νέου σχολείου, γεγονὸς ποὺ ὠθοῦσε κάποιες φορὲς τὸν Κύριλλο νὰ ἐγκαταλείπει τὴ στωικότητά του καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνει: «Μὴ χάνετε τὸν καιρό σας, δὲν ὑπάρχει προκοπὴ σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Δὲν καταλαβαίνουν ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι τί εἶναι τὰ γράμματα κι οἱ πιὸ πολὺ ποὺ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ σχολειό, εἶναι γιὰ νὰ τὰ ξεφορτώνονται τὸν χειμώνα κι ὅταν κοντεύει τὸ καλοκαίρι νὰ τὰ πάρουν στὰ χωράφια καὶ τ’ ἁλώνια». Παρ’ ὅλο ποὺ καὶ οἱ δυό τους ἀντιδροῦσαν στὰ λεγόμενά του, κατὰ βάθος συμφωνοῦσαν. Ἡ ὑπόθεση τῆς ἀνέγερσης, μετὰ τὶς ἔντονες διαφωνίες ποὺ εἶχαν προκύψει ἀνάμεσα στὰ χωριά, βρισκόταν σὲ ὕπνωση καὶ κανεὶς δὲν φαινόταν νὰ ἐνδιαφέρεται. Ὁ Γέροντας συνέχιζε κάθε Σάββατο νὰ πηγαίνει καὶ σ’ ἄλλο χωριὸ γιὰ κήρυγμα, γεγονὸς ποὺ τὸν ἀνάγκασε ν’ ἀγοράσει ἕνα ἄλογο γιὰ νὰ μετακινεῖται. Βέβαια στὸ Μετόχι εἶχαν δυὸ γαϊδούρια, ἀλλὰ δὲν ἦταν γιὰ τὶς μακρινὲς ἀποστάσεις καὶ τὴ γρήγορη μετακίνηση ποὺ χρειαζόταν. Μὲ τὸ ἄλογο, λοιπὸν, πάντα σὲ ἑτοιμότητα, γυρόφερνε τὰ χωριὰ ἐξυπηρετώντας τὶς ἀνάγκες τους καὶ συζητώντας μὲ τοὺς χωριανοὺς τὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Αὐτὲς οἱ συζητήσεις ἦταν καὶ μιὰ εὐκαιρία συλλογῆς πληροφοριῶν καὶ ὑλικοῦ γιὰ τὴ σύνταξη «τῆς ἐνεστώσας καταστάσεως» τῆς Ἴμβρου, μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ συμπληρώσει τὸ ἔργο ποὺ φιλότιμα εἶχε ἐκπονήσει ὁ Μουστοξύδης γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ νησιοῦ. Ἔτσι δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ ἀναζητήσει κάποια ἐπιγραφή, νὰ ἐξακριβώσει ἕνα γεγονὸς ἢ νὰ διασταυρώσει κάποια πληροφορία καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν ὀρθότητά της. Μιὰ τέτοια ἦταν κι ἐκείνη τοῦ Φιλόστρατου ἀπὸ τὴ Λῆμνο, ποὺ ἔζησε τὸν δεύτερο π.Χ. αἰώνα καὶ ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιὰ τὸ ἀξιοπερίεργο τῆς ἀποκάλυψης ἑνὸς σώματος γίγαντος μετὰ ἀπὸ κατολίσθηση καὶ τὴν ὕπαρξη μιᾶς στειρωτικῆς καὶ μεθυστικῆς πηγῆς στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς Ἴμβρου. Βέβαια οἱ ἐξωχίτες καὶ οἱ βοσκοὶ τῆς περιοχῆς ἐκείνης διαβεβαίωναν, ὅτι ποτὲ δὲν εἶδαν στὴν παραλία τὸ σῶμα κανενὸς γίγαντα, οὔτε καὶ ποτὲ τὰ ζῶα τους ξεδίψασαν σὲ κάποια πηγή, ποὺ νὰ στειρώνει τ’ ἀρσενικὰ καὶ νὰ μεθᾶ τὰ θηλυκά, καθὼς γράφει ὁ Φιλόστρατος. Ὅμως ἦταν πολὺ περίεργος νὰ δεῖ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια του τὸ τοπίο, ποὺ τόσο πολὺ εἶχε ἐξάψει τὴ φαντασία τοῦ συγγραφέα. Ἔτσι, πρὶν ἀρχίσουν γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸν Αὔλακα προκειμένου νὰ λύσει τὸ περιγραφόμενο αὐτὸ μυστήριο.
Ἐπειδὴ ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη κι ὁ τόπος δύσβατος καὶ ἄγνωστος, ὁ παπαΓιωργὴς ἀπὸ τὸ Σχοινούδι πρότεινε στὸ Γέροντα, ἀφοῦ φιλοξενηθεῖ τὸ βράδυ στὸ σπίτι του, νὰ ξεκινήσει νωρὶς τὸ πρωὶ συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιο χωρικό τῆς περιοχῆς ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια στὸ ἀπομακρυσμένο ἀκρωτήρι. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Αὐγὴ σχεδόν, μόλις ποὺ χάραζε, ὁ παπα-Γιωργὴς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα, κατέβηκε στὸν σταῦλο, τάισε καὶ σαμάρωσε τὸ ἄλογο τοῦ Γέροντα, ἐνῶ ἡ παπαδιὰ ἀφοῦ ἄρμεξε τὶς γίδες, τοὺς ἑτοίμασε σιγὰ σιγὰ τὸ κολατσιό. Σὲ λίγο νὰ κι ὁ Πανάγος καβάλα στὸ μουλάρι του, περιποιημένος μὲ καινούριο κεφαλόδεμα. «Σὰν γαμπρὸς ντύθηκες βρὲ Παναγή!» εἶπε ἡ παπαδιὰ καθὼς πρόβαλε στὴν ἐξώπορτα. «Ἒ κυρὰ παπαδιά, τέτοιον ἄνθρωπο ποὺ θὰ συντροφέψω δὲν πρέπει νά ’μαι ἄπλυτος καὶ κουρελής», «Ἔλα δὰ Παναγή, σὺ πάντα νοικοκυρεμένος εἶσαι» εἶπε ἡ παπαδιὰ καὶ ἀμέσως συμπλήρωσε, «ἀλλὰ σήμερα ἕνα παραπάνω». Μπροστὰ ὁ Πανάγος μὲ τὸ μουλάρι, πίσω ὁ Γέροντας στὸ ἄλογο πῆραν τὸ δρόμο γρήγορα. Γιὰ πότε πέρασαν κάτω ἀπὸ τοὺς ἀνεμόμυλους κι ἔφτασαν στὸ Καλάμι καὶ τὸ μετόχι τῆς Λαύρας, τὸν Ἅι Γιώργη, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβαν. Ὁ Πανάγος ρώτησε τὸν Γέροντα ἂν ἤθελε νὰ χαιρετίσει τοὺς πατέρες, ὅμως ἐκεῖνος πρότεινε νὰ συνεχίσουν τὸ δρόμο καὶ πρόσθεσε ὅτι θὰ σταματοῦσαν στὸ γυρισμό, ἀφοῦ ἐκπληρωνόταν ἡ ἀποστολὴ γιὰ τὴν ὁποία ξεκίνησαν. Ἔτσι κατηφόρισαν καὶ σὲ λίγο ἀφοῦ διάβηκαν προσεκτικὰ τὸν Ἀπέρατο ποταμό, ποὺ ἀκόμα κατέβαζε πολὺ νερὸ ὁρμητικά, γυρόφεραν τὸν Ἄσπρο Β’νὸ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ πορεία μισῆς ὤρας, κάτω ἀπὸ τὰ πανύψηλα πεῦκα, ἔφτασαν στὴν Τσαντήρα καὶ πῆραν τὴν κοιλάδα πρὸς τὰ δυτικὰ ἔχοντας ἀριστερά τους τὸν ὄγκο τῆς Τσούκας καὶ δεξιὰ τὴν κορυφὴ τοῦ Ἀψηλοβουνιώτη. Ὅταν ἔφτασαν στὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς διαδρομῆς ἔλαμψε μπροστά τους τὸ καταγάλανο Αἰγαῖο, ποὺ ἀπόθετε τὰ λαμπυρίσματά του στὴν ἀπέραντη παραλία τοῦ Λιμένα, ἐνῶ στὸ βάθος διαγράφονταν οἱ χαμηλὲς ἀκτὲς τῆς Λήμνου. «Τί θέαμα εἶν’ αὐτὸ βρὲ Πανάγο!» εἶπε μὲ θαυμασμὸ ὁ Γέροντας, ποὺ τραβώντας δυνατὰ τὸ καπίστρι σταμάτησε τὸ ζῶο γιὰ ν’ ἀπολαύσει τὸ ἀνεπανάληπτο γαλήνιο αὐτὸ τοπίο. «Καὶ ποὺ νά ’σαι Γέροντα τὸ φθινόπωρο, βράδυ, νὰ δεῖς τ’ Ἁγιονόρος μέσα στὴν κοκκινίλα τοῦ ἥλιου ποὺ βασιλεύει» «Ἀλήθεια Πανάγο, φαίνεται τὸ Ὄρος ἀπὸ δῶ;» ρώτησε ἀμφιβάλλοντας, γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπάντηση τοῦ προσβεβλημένου σχεδὸν Πανάγου: «Τί ψέματα θὰ σὲ πῶ! Ἔλα κατὰ τ’ Ἁγιοῦ Δημητριοῦ καὶ θὰ δεῖς» «Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσὺ θά ’ρθω βρὲ Πανάγο» εἶπε διαβεβαιώνοντας τον ὅτι δὲν ἀμφιβάλλει πιὰ γιὰ τὰ λεγόμενά του. «Ἔλα, ἔλα...νά ’ρθουμε πάλι μαζί» προθυμοποιήθηκε ὁ συνοδὸς τοῦ Γέροντα κι ἀμέσως λάλησαν τὰ ζῶα καὶ πῆραν τὴν κατηφόρα πρὸς τὸν γιαλό. Ὅταν ἔφτασαν στὸ σημεῖο ποὺ σταματᾶ ἡ
βλάστηση κι ἀρχίζει ἡ πλατιὰ ἀμμουδιά, πρόσθεσε ὁ Πανάγος ἀπὸ ἕνα μακρὺ σκοινὶ στὸ καπίστρι τοῦ κάθε ζώου καὶ τὰ ἔδεσε στοὺς θάμνους, τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο, νὰ βοσκήσουν. Διέσχισαν κάθετα τὴ λωρίδα τῆς ἄμμου κι ἔφτασαν ὡς τὸ κύμα κι ὕστερα μὲ ἀργὰ βήματα, βουλιάζοντας τὰ πόδια τους στὴν ἄμμο, κατευθύνθηκαν πρὸς τὸν Τράχηλα, τὸν πέτρινο ὄγκο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς παραλίας. Πλησιάζοντας ὁ Γέροντας πρόσεξε, ὅτι ὁ βράχος παρουσίαζε στὴ βάση του μιὰ μεγάλη λοξὴ σχισμή. «Καλὰ κούφιος εἶν’ ὁ βράχος ἀπὸ κάτω;» ρώτησε. «Κούφιος γιά, ἔχει σπηλιὰ ἀπὸ κάτω ποὺ βγαίνει στὴ θάλασσα» συμπλήρωσε γρήγορα ὁ Πανάγος. Ὅταν ἔφτασαν στὸ στόμιο τῆς σπηλιᾶς παρατήρησε ὅτι πάνω στὸν βράχο ὑπῆρχαν δεξιὰ ἀριστερὰ σχηματισμοὶ προσκολλημένων ἀπολιθωμάτων ὀστράκων, ὅμως ἡ βιασύνη του νὰ μπεῖ στὴν σπηλιὰ δὲ τοῦ ἄφησε τὸ περιθώριο νὰ περιεργαστεῖ τὸ φαινόμενο. Ἡ σπηλιὰ δὲν ἦταν βαθιά, σταματοῦσε μετὰ μερικὰ μέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδό της, ἀλλὰ ἡ αἴσθηση ἦταν μαγευτικὴ καθὼς τὰ γαλαζοπράσινα νερὰ τῆς ἐξόδου της πρὸς τὴ θάλασσα, ἀντικαθρέφτιζαν τὶς ἀντανακλάσεις τοῦ ἥλιου στὰ τοιχώματά της κι ἡ δροσερὴ ἀτμόσφαιρά της πλημύριζε ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τῆς θαλασσινῆς αὔρας. Κάθισε πάνω σ’ ἕνα βράχο ἀπέναντι στὴν ἔξοδο πρὸς τὴ θάλασσα κι ἀπολάμβανε τὸν παφλασμὸ τοῦ κύματος ποὺ ἔφευγε καὶ ξαναρχόταν ἀντηχώντας μονότονα στὸ κοίλωμα αὐτὸ τῆς γῆς. Ἔμεινε γιὰ ὥρα καθισμένος στὸν ὑγρὸ βράχο, κρατώντας ἀμετακίνητα προσηλωμένο τὸ βλέμμα στοὺς ἰριδισμοὺς τῆς γαλαζοπράσινης ἀνταύγειας, ἔχοντας σχεδὸν ξεχάσει τὸν λόγο ποὺ τὸν ἔφερε ὣς ἐδῶ. Ὁ Πανάγος ποὺ μὲ τὸ πρωτόγονο αἰσθητήριό του διαισθανόταν τὸν ἐκστασιασμὸ τοῦ Γέροντα δὲν τὸν ἐνόχλησε καθόλου, παρὰ καθόταν σιωπηλὸς στὴν εἴσοδο, ὣς τὴν ὥρα ποὺ κορεσμένος ἀπὸ τὴ δωρεὰ τῆς φύσης σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του. Τότε ὁ Πανάγος, βέβαιος γιὰ τὴν ἀπάντηση, ρώτησε: «Σ’ ἄρεσε Γέροντα;», «Ἂν μ’ ἄρεσε λέει! Δὲν τὸ φανταζόμουν αὐτὸ…». Ἄφησαν τὴ σπηλιὰ καὶ σιγὰ σιγὰ ἄρχισαν νὰ ἀναρριχῶνται στὴν κορυφὴ τοῦ Τράχηλα, καθὼς ἕνα πλῆθος ἀπὸ πεπλατυσμένες ἀμφίκυρτες πέτρες στὸ μέγεθος τοῦ νυχιοῦ τοῦ ἀντίχειρα ἢ καὶ μεγαλύτερες, ὣς ἕνα νόμισμα, ποὺ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς στὴν ἐπιφάνεια τους εἶχαν ἕνα σχηματισμὸ ὁμόκεντρων κύκλων, κυλοῦσαν ἀνάμεσα στὰ πόδια τους ποὺ κάθε τόσο γλιστροῦσαν. Ὁ Γέροντας ὁλοένα σταματοῦσε ἔπαιρνε μερικὲς στὴν παλάμη του, διάλεγε δυὸ τρεῖς κάθε φορὰ καὶ τὶς ἔβαζε στὴν τσέπη του, προκειμένου νὰ τὶς περιεργαστεῖ ἀνενόχλητος στὸ σπίτι.
Τέλος, ἔφτασαν στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου ἀπ’ ὅπου κανεὶς κατόπτευε ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὴ μαγεία τῆς ἀτέλειωτης ἀμμουδιᾶς στὴν ὁποία μόλις πρὶν λίγο περπατοῦσαν κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μιὰ γλώσσα τῆς θάλασσας ποὺ εἰσχωροῦσε στὴ στεριά, ἀνάμεσα στὸν Τράχηλα καὶ τὸ ἀπέναντι ἀπόκρημνο ἀκρωτήρι τῆς Μπούντας. Ἕνας ἀσφαλὴς ὅρμος, ἀπρόσβλητος ἀπὸ τοὺς ἀνατολικούς, βόρειους καὶ δυτικοὺς ἀνέμους, ἕνα καλὰ κρυμμένο αὐλάκι ποὺ ἀπόλυτα ἀνταποκρινόταν στὴν ἀρχαία καὶ σύγχρονη ὀνομασία του: Ναύλοχος καὶ Αὔλακας. Κατέβηκαν ἀργὰ κι ὁ Γέροντας περπατώντας πάνω κάτω, περιεργάστηκε ἐπισταμένως γύρω γύρω ὅλον τὸν χῶρο, ἔψαξε ἐξονυχιστικὰ δεξιὰ κι ἀριστερὰ ὁλόκληρη τὴν περιοχή, ὅμως παρὰ τὴν πολύωρη, προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη «ἔρευνα οὐδὲν ἴχνος ἠδηνήθη νὰ ἀνακαλύψῃ, οὐδὲ τῶν τοῦ Γίγαντος κοκκάλων, οὐδὲ τῆς τοῦ ὕδατος πηγῆς». Ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένα ἄλλο σημάδι, κόκκαλα μεγάλου ζώου ἢ κάποιο βράχο μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα ποὺ νὰ μοιάζει μὲ γίγαντα, ἀνακάλυψε. Ἄρα ὅλ’ αὐτὰ ποὺ ἔγραφε ὁ Φιλόστρατος στὸν διάλογο τοῦ Ἀμπελουργοῦ μὲ τὸν Φοίνικα δὲν ἦταν παρὰ ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Φαντασιώσεις, δικές του ἢ ἴσως κάποιου ἄλλου πιὸ εὐφάνταστου ἀφηγητῆ, ὁ ὁποῖος τοῦ τὰ διηγήθηκε. Ἦταν πιὰ γιὰ τὰ καλὰ περασμένο μεσημέρι ὅταν ὁ Πανάγος ἀπὸ μακριὰ ἔκανε μὲ τὰ χέρια του σινιάλο στὸν Γέροντα νὰ πλησιάσει. Πάνω σὲ μιὰ ὁλοκάθαρη πλάκα τῆς ἀκτῆς εἶχε στολίσει τοὺς ἀνοιγμένους ἀχινοὺς καὶ τὶς πεταλίδες, ποὺ εἶχε μαζέψει ὅση ὥρα διαρκοῦσε ἡ ἔρευνα τοῦ Γέροντα καὶ τὸν καλοῦσε νὰ φᾶνε. Ἔφαγαν μὲ ὄρεξη καὶ οἱ δυό. Ἦταν τόση ἡ πείνα τους, ποὺ δὲν περίσσεψε οὔτε μιὰ πεταλίδα. Κι ὅταν ὁ Πανάγος ἔγλυψε κι ὕστερα πέταξε καὶ τὸ καύκαλο τῆς τελευταίας πεταλίδας στὴ θάλασσα, ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε χαμογελώντας: «Καὶ τώρα Πανάγο, ποὺ πέταξες καὶ τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι, τί θὰ εὐλογήσω ἐγὼ γιὰ νὰ περισσέψει;» «Τὴν ἄλλη φορὰ πάτερ, τὴν ἄλλη φορὰ ποὺ θὰ βγάλω πιὸ πολλὰ καὶ θὰ περισσέψουν» ἀπάντησε ἐκεῖνος μ’ ἕνα τρανταχτὸ γέλιο. Κάποια στιγμὴ στὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ὁ σκύλος τοῦ Πανάγου, ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἀκολουθοῦσε ἥσυχα, πετάχτηκε μπροστὰ ἀπὸ τὰ ζῶα γαυγίζοντας ἐπίμονα πρὸς τὴ συστάδα μὲ τὶς λυγαριές. Τὸ ἄλογο τοῦ Γέροντα τρόμαξε καὶ σηκώθηκε στὰ πισινά του πόδια, καὶ παρ’ ὀλίγο νὰ τὸν ρίξει. Ὁ Πανάγος μάλωσε τὸν σκύλο του τὸν Ἀράπη, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμενε νὰ γαυγίζει πηγαίνοντας πέρα δῶθε στὴ συστάδα· τότε ἐκεῖνος πήδηξε ἀπὸ τὸ μουλάρι καὶ ἔτρεξε πρὸς τὶς λυγαριές, μὰ πρὶν προφτάσει νὰ πλησιάσει, ἕνα ξυπόλυτο, σύρριζα κουρεμένο, κουρελίδικο ἀνθρώπινο πλάσμα πετάχτηκε μέσα ἀπὸ τοὺς θάμνους καὶ ἀλλόφρον ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει στὴν πλαγιά.
«Τί εἶναι τοῦτο;» ρώτησε ὁ Γέροντας, μὰ ἀντὶ γι’ ἀπάντηση ὁ Πανάγος ἀρκέστηκε στὸ νὰ σουφρώσει τὰ χείλια του καὶ νὰ κουνήσει ἀπαξιωτικὰ τὸ κεφάλι του. «Τί ἦταν αὐτὸ τὸ πράγμα Πανάγο;… Γιατί δὲν μιλᾶς;» ξαναρώτησε ὁ Γέροντας αἰφνιδιασμένος καὶ βαθιὰ ἀπορημένος. «Τί νὰ σὲ πῶ; Δὲν λέγονται αὐτὰ Γέροντά μου, ντροπῆς πράγματα, ρεζιλίκια…» ἀπάντησε κεῖνος κουνώντας τὰ πόδια του γιὰ νὰ ἐπιταχύνει τὸ βάδισμα τοῦ μουλαριοῦ κι ὕστερα πρόσθεσε «…ἅμα πάλι θέλεις νὰ μάθεις σώνει καὶ καλά, θὰ σοῦ τὰ πῶ ὅταν σὲ λίγο σταματήσουμε στὴ βρύση νὰ ποτίσουμε τὰ ζῶα καὶ νὰ ξεδιψάσουμε καὶ μεῖς λιγάκι». Στὴ βρύση κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τῆς μουριᾶς, καθιστὸς σὲ μιὰ πέτρα δίπλα στὴ ρίζα, ὁ Πανάγος ἐξιστόρησε τὸ περιστατικὸ τῆς Καναβούτσενας στὸν Γέροντα, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀναστάτωση τῶν ὅσων ἄκουγε, πήγαινε κι ἐρχόταν χωρὶς στιγμὴ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ ἴδιο μέρος. Μὲ λεπτομέρειες τοῦ περιέγραψε ὁλόκληρη τὴν περιπέτεια τῆς ὀρφανῆς ἀπὸ μάνα, ποὺ ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ κάποιο ξένο καὶ ποὺ γιὰ τιμωρία ὁ πατέρας της, ὁ Μητράρας, ἀφοῦ τῆς ἔριξε τὸ παιδί, τὴν κούρεψε καὶ τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα μαντρὶ ψηλὰ στοὺς Φούρνους, ὅπου ζεῖ χειμώνα καλοκαίρι μὲ τὰ ἴδια ροῦχα...«οὔτε νὰ πλυθεῖ δὲν τὴν ἀφήνει» πρόσθεσε μὲ φανερὴ ἀποστροφὴ τελειώνοντας τὴν ἐξιστόρηση. «Καὶ καλά, δὲν βρέθηκε ποτὲ νὰ τοῦ πεῖ κανεὶς μιὰ κουβέντα. Νὰ τοῦ πεῖ, πὼς αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔκανε ἡ κόρη του;» ρώτησε ὁ Γέροντας, γεμάτος ἀπορία. «Πω...ὼς» εἶπε ὁ Πανάγος «πολλοί. Κι παπαΓιωργὴς πολλὲς φορὲς προσπάθησε, μὰ κάθε φορὰ ποὺ κάποιος πάει νὰ τὸν μιλήσει γι’ αὐτὸ σηκώνεται καὶ φεύγει κόβοντας τὴν κουβέντα. Ἀκόμα κι ἐμένα μ’ ἀποπαίρνει ἂν καταλάβει πὼς κάτι θέλω νὰ τοῦ πῶ». «Τὸν ξέρεις καλὰ ἐσὺ βρὲ Πανάγο, τὸν ἄνθρωπο αὐτό;» ξαναρώτησε ὁ Γέροντας. Ὁ πατέρας τοῦ Πανάγου κι ὁ πατέρας τοῦ Μητράρα εἶχαν συνεταιρικὸ κοπάδι κι ἔβοσκαν τὰ γίδια μαζί. Ἔτσι οἱ δυό τους ἦταν φίλοι ἀπὸ τὰ μικράτα τους, ἀλλὰ καὶ μεγάλοι συνέχιζαν τὴ φιλία καὶ τὴ συνεργασία μέχρι ποὺ συνέβησαν τὰ ὅσα προηγούμενα εἶχε ἐκθέσει ὁ Πανάγος στὸν Γέροντα. Ἀπὸ τότε δὲν βλέπονται συχνὰ γιατὶ ὁ Μητράρας σπάνια ἀνεβαίνει στὸ χωριὸ κι ἀπὸ ντροπὴ δὲν πηγαίνει ποτὲ στὸ καφενεῖο, οὔτε καὶ στὴν ἐκκλησιά. Ἀλλά, ὅπως εἶπε, τὸν καλοδέχεται κάθε φορὰ ποὺ θὰ τύχει ν’ ἀνεβεῖ στὸ μαντρί, μόνο ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀκούσει λέξη γιὰ τὸ Καναβούτσι. «Κρίμα, κρίμα εἶπε ὁ Γέροντας. Κρίμα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀφήσουμε ἔτσι.
Πρέπει νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ, νὰ μιλήσω μαζί του. Δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση... εἶναι ἀδύνατο ἕνας πατέρας νὰ καταδικάζει καὶ νὰ τιμωρεῖ μὲ τέτοιο τρόπο τὸ παιδί του κι ἐμεῖς, οἱ ὑπόλοιποι καὶ πιὸ πολὺ ἡ Ἐκκλησία, νὰ στεκόμαστε ἀμέτοχοι καὶ ἀπαθεῖς. Νὰ κοιτάζουμε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ κουνᾶμε τὸ δαχτυλάκι μας. Πανάγο, πρέπει νὰ μὲ πᾶς νὰ δῶ αὐτὸν τὸν Μητράρα... θὰ μὲ πᾶς ὁπωσδήποτε». «Πάτερ μου, δὲ θὰ σ’ ἀκούσει, ἄσε ποὺ μπορεῖ μόλις σὲ δεῖ νὰ ἀγριέψει καὶ νά ’χουμε κι ἄλλα» εἶπε διστακτικὸς καὶ φοβισμένος ὁ Πανάγος. «Γιατί, τί θὰ μᾶς κάνει, ἄνθρωπος εἶναι, δὲν εἶναι καὶ θεριό;» ἀντέταξε ὁ Γέροντας, μὰ κι ὁ Πανάγος δὲν τό ’βαζε κάτω. «Ἄκου καὶ μένα Γέροντα καὶ μὴ θὲς νὰ μπεῖς σὲ μπελάδες. Ὁ Μητράρας μπορεῖ νά ’χει ὄψη ἀνθρώπου, μὰ στὴν ψυχὴ εἶναι θεριὸ καὶ τὴ θεριό; Ἀνήμερο». Ὁ Γέροντας ὅμως εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή του καὶ δὲν ἔκανε πίσω. «Δὲν εἶμαι πνευματικὸς τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ ξομολογῶ γριὲς καὶ νήπια τὸ σαραντάμερο καὶ τὴ σαρακοστή, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνω δικό μου πόνο, τὸν πόνο αὐτῶν ποὺ ξεστράτισαν καὶ ν’ ἁπαλύνω τὸ βάσανο καὶ τὴν τυραννία ὅσων ἁμάρτησαν. «Ἄκουσε λοιπόν, ἐγὼ ἀπόψε θὰ μείνω στὸν Ἅι Γιώργη, στὸ μετόχι καὶ σὺ θὰ συνεχίσεις γιὰ τὸ χωριό. Θὰ πεῖς πὼς ἡ δουλειά μας δὲν τελείωσε ἀκόμα καὶ πὼς αὔριο θὰ κατεβεῖς γιὰ νὰ συνεχίσουμε. Τίποτ’ ἄλλο. Θὰ ψάξεις, χωρὶς νὰ καταλάβει κανεὶς τίποτα, νὰ δεῖς μήπως κατὰ λάθος βρίσκεται ὁ Μητράρας στὸ χωριό. Ἂν τὸν πετύχεις θὰ τὸν μιλήσεις καὶ θὰ προσπαθήσεις νὰ τὸν στείλεις πίσω στὸ μαντρί. Βρὲς κάτι νὰ τοῦ πεῖς, ὅτι εἶδες πνιγμένο ἀπὸ σκύλο πρόβατό του στὸ δρόμο... ξέρεις ἐσύ, ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ τὸν στείλει πίσω καὶ θὰ ξεκινήσεις αὐγὴ γιὰ τὸ μετόχι, νὰ φύγουμε γιὰ τὸ μαντρί». Δὲν πρόφτασε ὁ Πανάγος νὰ προφέρει τὸ «μὰ» ὡς ἀντίλογο κι ὁ Γέροντας σὲ αὐστηρὸ τόνο, ποὺ δὲν χωροῦσε καμμιὰ ἀντίρρηση εἶπε: «Μὰ ξεμὰ δὲν ἔχει, ὅ,τι σοῦ εἶπα κατὰ γράμμα. Καὶ τὸ ξαναλέω κουβέντα σὲ κανένα». Βουβοὶ ἔφτασαν λίγο πρὶν τὸ ἡλιοβασίλεμα στὸν Ἅι Γιώργη. Κουβέντα δὲν ἄλλαξαν σ’ ὁλόκληρη τὴ διαδρομὴ καὶ τὰ μοῦτρα τοῦ Πανάγου ἦταν ἀσήκωτα. Τούτη τὴ βαριὰ ἀποστολὴ μὲ τίποτα δὲν θὰ τὴν ἀναλάμβανε σ’ ἄλλη περίπτωση κι ἦταν πολὺ θυμωμένος καὶ χίλιες φορὲς μετανοιωμένος ποὺ βρέθηκε στὸ δρόμο του τοῦτος ὁ καλόγερος, ποὺ παρὰ τὴ γλυκιά του ὄψη καὶ λαλιὰ εἶναι ἀγύριστο κεφάλι. Αὐτὰ συλλογιζόταν καθὼς στρίβοντας τὸ μουλάρι γιὰ τὸ χωριό, ὁ Γέροντας τοῦ εὐχήθηκε καλὸ δρόμο. «Καληνύχτα» ἀντιχαιρέτισε ἀνόρεχτα ἐκεῖνος, χτυπώντας μὲ τὴ βίτσα στὰ καπούλια τὸ ζῶο, ποὺ τάχυνε τὸ βῆμα του. Ὅταν ξεμάκρυνε, γύρισε καὶ κοίταξε
πρὸς τὸ μέρος τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος σκυφτὸς πάνω στὸ ἄλογο πλησίαζε τὴν πόρτα τοῦ μετοχιοῦ. «Τί ’θελες μωρὲ πάτερ μου κι ἄφησες τὴ Βενετιά, νὰ καταγίνεσαι μὲ μᾶς τοὺς ἀγριάνθρωπους»… μονολόγησε κι ὕστερα λάλησε ἀκόμα πιὸ δυνατὰ τὸ μουλάρι. «Ποτὲ δὲν μοῦ ἐξήγησε, ὁ Πανάγος, πῶς κατάφερε τὸν Μητράρα καὶ τὸν ἔφερε πρωὶ πρωὶ στὸ μετόχι» ἔλεγε, πάντα συνοδεύοντας τὴ φράση του μὲ μιὰ γκριμάτσα μέγιστης ἀπορίας ὁ Γέροντας, ποὺ ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ μετὰ ἀπὸ τὶς περιποιήσεις τῶν πατέρων ἀνέβηκε στὸν μεγάλο Ἅι Γιώργη, τὸ καθολικὸ νὰ ποῦμε, γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ἀσθμαίνοντας ἔφθασε ὣς ἐκεῖ ἕνας ὑποτακτικὸς νὰ τοῦ ἀναγγείλει, καθὼς προσευχόταν, ὅτι ὁ Πανάγος κι ἐκεῖνος ὁ τρισκατάρατος Μητράρας τὸν περιμένουν ἔξω στὴν πορτάρα. Ὁ Μητράρας ἦταν ἕνας δασύτριχος, μαυριδερὸς ἄντρας μέτριου ἀναστήματος μ’ ἕνα τσιγγελωτὸ μουστάκι κι ἕνα χαμηλὰ ὣς τὰ φρύδια τυλιγμένο κεφαλόδεμα, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο τρεμόπαιζαν δυὸ ἀνήσυχα, τρομαγμένα μάτια. Στεκόταν δίπλα στὸν Πανάγο, κρατώντας σφιχτὰ τὸ ζῶο λὲς κι ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ καβαλήσει. Ὁ Γέροντας χωρὶς ἴχνος ἔκπληξης ἢ δυσαρέσκειας στὴν ὄψη του, πλησίασε καὶ μὲ ἤρεμο ὕφος ἀπευθυνόμενος στὸν Μητράρα εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μῆτρος, ἔ!». Ἐκεῖνος τὸν κοιτοῦσε ἀποσβολωμένος, χωρὶς καμμιὰ ἀντίδραση καὶ κανένα μορφασμό, ἐνῶ ὁ Πανάγος πίσω του τὸν σκουντοῦσε στὴν πλάτη ἐπαναληπτικά, ἕως ὅτου ὁ Μῆτρος ἀποφάσισε νὰ βάλει μετάνοια καὶ νὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Γέροντα. «Ἄντε πᾶμε» εἶπε ὁ Γέροντας, ἀφοῦ εὐχαρίστησε καὶ ἀποχαιρέτισε τοὺς πατέρες ποὺ στέκονταν λίγο πιὸ πίσω του, θαυμάζοντας κι ἀπορώντας μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀπλησίαστου κι ἄγριου αὐτοῦ κατσικοκλέφτη. «Ἄντε, ἄντε...» ἐπανάλαβε ἐκεῖνος βλέποντας τὴν ἀναποφασιστικότητα καὶ τὸν δισταγμό τους. Καβάλησαν τὰ ζῶα κι ὁ Γέροντας ὁδήγησε τὸ ἄλογό του στὸ δρόμο πρὸς τὴ βρύση, ὅπου χτὲς εἶχαν ξαποστάσει μὲ τὸν Πανάγο, ποὺ παίρνοντας τὸ θάρρος ρώτησε: «Γιὰ ποῦ πᾶμε πάτερ μου;» «Στὴ βρύση ποὺ καθίσαμε χτὲς καὶ μετὰ βλέπουμε» εἶπ’ ἐκεῖνος κι οἱ ἄλλοι δυὸ ἀκολούθησαν χωρὶς κουβέντα μέχρι ποὺ ξεπέζεψαν. Ὁ Γέροντας κάνοντας νόημα τὸν Πανάγο, τὸν παρακάλεσε νὰ πάει πιὸ πέρα στὸ λιβάδι νὰ βοσκήσει τὰ ζῶα καὶ μετὰ νὰ τὰ φέρει νὰ τὰ ποτίσουν καὶ νὰ φύγουν. Ὅταν ἔμεινε μόνος μὲ τὸν Μητράρα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν ψάρι στὴ στεριά,
ξεκίνησε τὴν κουβέντα ἀπὸ τὸ θέαμα τῆς κόρης του ποὺ εἶχε ἀντικρύσει τὸ προηγούμενο βράδυ, ἐξηγώντας του ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀπάνθρωπο, ὅτι εἶναι ἁμαρτία κι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς σὲ ἄνθρωπο σὰν νὰ εἶναι ζῶο. Ὁ Μητράρας ἄκουγε τὸν Γέροντα ἀμίλητος νὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια πράγματα μὲ διαφορετικὰ λόγια, ποὺ ἄλλα καταλάβαινε κι ἄλλα ὄχι. Βλέποντας ἐκεῖνος τὴν ἐπίμονη βουβαμάρα τοῦ ἀνέκφραστου καὶ ἀπολιθωμένου Μητράρα στὸ πεζούλι δίπλα στὴ βρύση, ποὺ τὸ κελάρυσμά της ἦταν ὁ μόνος ἦχος ποὺ τάραζε τὴ σιωπή, σηκώθηκε φανερὰ ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴ θέση του καὶ προχώρησε πρὸς τὸ μονοπάτι ἀνάμεσα στὶς πυκνὲς βατομουριές. Μόνο τότε σήκωσε τὸ κεφάλι του ὁ Μῆτρος καὶ κοιτώντας πρὸς τὸν Γέροντα, ποὺ εἶχε γυρίσει τὴν πλάτη, τοῦ εἶπε: «Καλὰ πάτερ μου, τὰ δικά μου εἶναι ἁμαρτίες καὶ δὲν ἦταν ἁμαρτία ποὺ πῆγε καὶ γκαστρώθηκε πανάθεμά την;» καὶ βλέποντάς τον νὰ ἀπομακρύνεται σηκώθηκε ὄρθιος καί, ὀργισμένος σχεδόν, συνέχισε «Ὄχι πές μου δὲν ἦταν; Ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα της δὲν τῆς στέρησα τίποτα... καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε… Πῶς ν’ ἀντέξω γὼ τόση ντροπή… Νὰ σουλατσάρει ἀτιμασμένη στὸ χωριὸ μέσα καὶ νὰ γινόμαστε περίγελος…». Τὸν ἄφησε νὰ πεῖ κι ἄλλα, πολλά, ὥσπου ξεθύμανε καὶ λιγόστεψε ἡ ὀργή του. Τράβηξε τὸ κεφαλόδεμά του καὶ τὸ πέταξε μὲ δύναμη μέσα στὸ αὐλάκι τοῦ νεροῦ, ἀποκαλύπτοντας τὴν ἄσπρη του φαλάκρα, ποὺ ποιὸς ξέρει πόσο καιρὸ εἶχε νὰ βγεῖ στὸ φῶς. Ὁ Γέροντας ὑπομονητικὰ προσπάθησε νὰ τοῦ ἐξηγήσει, ὅτι τὸ θλιβερὸ αὐτὸ ἐπεισόδιο τῆς ἀτίμωσης τῆς Καναβούτσενας ἦταν πολὺ βαρύ, ἦταν ὅμως κάτι ποὺ ἔγινε χωρὶς τὴ θέλησή της κι ἂν ἦταν ἀσήκωτη προσβολὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἦταν ἀξεπέραστη συμφορὰ γιὰ τὴν ἴδια. Ὅμως στὸ μυαλὸ τοῦ Μητράρα δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει ἡ λογικὴ τοῦ Γέροντα· τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ καταλάβει τὴ διαφορὰ τῆς ἐνοχῆς ἀπὸ τὴν προσβολή. Στὸ μυαλό του ἦταν ταυτόσημες ἔννοιες καὶ ὡς ἐκ τούτου θεωροῦσε ἀπαραίτητη τὴν τιμωρία καὶ τὸν κολασμὸ καὶ φυσικὰ δικαιολογημένη τὴ δική του διαγωγὴ καὶ συμπεριφορά. Ἡ κουβέντα αὐτὴ κράτησε ὧρες πολλές. Ὁ Πανάγος πήγαινε κι ἐρχόταν ἀπὸ μακριὰ κι ὅσο τοὺς ἔβλεπε καθισμένους τὸν ἕνα ἀπέναντι στὸν ἄλλο, καταλάβαινε ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν προχωροῦσε καὶ ξαναγύριζε στὰ ζῶα. Κάποια στιγμὴ κι ἐνῶ κόντευε πιὰ μεσημέρι κι ὁ Γέροντας εἶχε ἐξαντλήσει τὰ πάντα, ὁ Μητράρας μὲ μιὰ ἀποφασιστικὴ κίνηση σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, πῆρε τὸ ριγμένο στὸ χαντάκι κεφαλόδεμά του τὸ στράγγισε κι ἄρχισε νὰ τὸ τυλίγει γύρω στὸ κεφάλι του. Ὁ Γέροντας ποὺ καθιστὸς ἀκόμα παρακολουθοῦσε τὶς κινήσεις του, σκέφτηκε ὅτι ἡ μάταιη αὐτὴ προσπάθεια εἶχε φτάσει στὸ τέλος της. Τότε σὰν βρυχηθμὸς ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς ἀκούστηκε ὁ Μητράρας νὰ λέει «Ὤχ! Θέ μου τί μὲ βρῆκε. Τί ἁμαρτίες ἔχω καὶ τί ἁμαρτίες πληρώνω! Πῶς θὰ τὶς ξεπλύνω Θέ μου… Πές μου Γέροντα, ἐσὺ ξέρεις κανέναν ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ φορτωθεῖ ὅλα τοῦτα τὰ κρίματα;». Ἐκεῖνος ἀνασήκωσε τὸ
κεφάλι καὶ κοίταξε τὸν Μητράρα ἐπίμονα, βαθιὰ μέσα στὰ μάτια ποὺ βουρκωμένα ἀναζητοῦσαν ἔλεος καὶ παρηγοριά. «Ὁ Θεός, μόνο ὁ Θεὸς Μῆτρο»… Νωρὶς τὸ ἀπόγευμα ὁ Μῆτρος μὲ τὴν κόρη του ἀνηφόρησαν γιὰ τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ὅταν ἔφτασαν δὲν ἦταν κανεὶς γύρω κι ὁ Μητράρας λαχανιασμένος κάθισε στὸ πεζούλι δίπλα στὴν πόρτα ἀκουμπώντας τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο, ἐνῶ ἡ Καναβούτσενα ἀνήσυχη καὶ τρομαγμένη πήγαινε πέρα δῶθε ἐνοχλώντας μὲ τὴν διαρκὴ κινητικότητά της τὸν Μητράρα ποὺ ἤθελε νὰ ξαποστάσει. «Σταμάτα τὸ σούρτα φέρτα βρὲ Καναβούτσι κι ἔλα κάτσε ἐδῶ πέρα». Ἡ κοπέλα ἀκούγοντας τ’ ὄνομά της πρώτη φορὰ στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πατέρα της, μαζὶ μὲ τὴν πρόσκληση νὰ καθίσει δίπλα του, ἔμεινε ἄναυδη. Κοκάλωσε στὴ θέση της μὴν μπορώντας νὰ πιστέψει αὐτὸ ποὺ ἄκουσε. Ἦταν μιὰ ἀντήχηση τοῦ παρελθόντος στ’ αὐτιὰ αὐτοῦ τοῦ δύστυχου πλάσματος ποὺ γνώρισε διπλὰ τὴν ἀνδρικὴ βιαιότητα σ’ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο· μιὰ ἀναλαμπὴ τοῦ κόσμου ὅπως ἦταν πρὶν τὴν τραγικὴ ἐκείνη μέρα ποὺ ὁ κτηνώδης ἐκεῖνος ναυτικὸς τὴν παραφύλαξε στὴν ἔρημη ἀκτὴ καὶ παράφορα ἐκτόνωσε πάνω στὸ καταματωμένο ἀπὸ τὴν πάλη κορμί της ὁλόκληρη τὴν ἀγριότητα τῶν ἐνστίκτων του, ἐγκαταλείποντάς την ἕνα κουρέλι, ἕνα ράκος ποὺ δὲν τόλμησε νὰ ὁμολογήσει τὸ πάθημά του, ὣς τὴν ὥρα ποὺ φούσκωσε ἡ κοιλιά της κι ἀποκαλύφθηκε τὸ μυστικό. Μὰ τότε ποιὸς νὰ τὴν πιστέψει! Ἄφαντος μὲ τὸ καΐκι του ὁ αὐτουργὸς κι αὐτὴ ἀξιοκατάκριτο θύμα, ἕρμαιο τῆς προσβολῆς καὶ τοῦ θυμοῦ τοῦ πατέρα, ποὺ τὴν ὁδήγησε στὴ γριὰ μαμὴ γιὰ νὰ ρίξει τὸ παιδί. Πῶς νὰ ξεχάσει ἐκεῖνες τὶς μυτερὲς βέργες, τὰ σουβλιὰ ποὺ ἄσπλαχνα κι ἀδέξια ἔχωσε στὰ σωθικά της ἡ μαμή, χαστουκίζοντάς την παράλληλα νὰ μὴ φωνάζει καὶ πάρει χαμπάρι ἡ γειτονιά. Κι ὕστερα τὰ αἵματα καὶ τὰ βρωμερὰ ζουμιὰ νὰ τρέχουν μὲ τὶς μέρες ἀνάμεσα στὰ σκέλια της, ὥσπου ἦρθαν τὰ σύγκρυα κι ὁ πυρετός, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὴν ξέκαναν, νὰ μὴ γνώριζε τὴν πατρικὴ ἀστοργία καὶ βαναυσότητα τῶν χρόνων ποὺ ἀκολούθησαν. Τὴν ἀναδρομὴ αὐτὴ τῆς Καναβούτσενας διάκοψε ξαφνικὰ ἕνα μακρινὸ χλιμίντρισμα, ἦταν τὸ ἄλογο τοῦ Γέροντα, ποὺ συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Πανάγο εἶχε πάρει τὴν ἀνηφόρα γιὰ τὸ ξωκκλήσι. Ἀλαφιασμένο τὸ κορίτσι ἔσπευσε νὰ ἐξαφανιστεῖ μὰ ὁ Μητράρας τὴν κράτησε σφιχτὰ ἀπὸ τὸ μπράτσο λέγοντας «Μὴ φοβᾶσαι δικοί μας ἄνθρωποι εἶναι… Δὲν θὰ σὲ κάνουν κακό». Ὅμως κυριευμένη ἀπὸ τὸ φόβο ἀντιστεκόταν σπρώχνοντας καὶ κλωτσώντας τον. Ἀδυνατώντας νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀτσάλινη λαβὴ τοῦ πατέρα ὅρμησε καὶ δάγκωσε μὲ λύσσα τὸ χέρι ποὺ τὴν κρατοῦσε. Ὁ Μητράρας ποὺ ἄλλοτε θὰ τὴν εἶχε ἀλύπητα ξυλοφορτώσει, διατήρησε τὴν ψυχραιμία του καὶ λίγο λίγο τὴν
κάλμαρε ὥσπου ἀποκαμωμένη ἀπὸ τὴν πάλη κάθισε πειθήνια στὸ πλάι του μέχρι, ποὺ ἐμφανίστηκε πεζός, μὲ τὸν τουρβὰ στὸν ὦμο, ὁ Γέροντας. «Καλή σας ὥρα» εἶπε πλησιάζοντας ἐκεῖνο τὸ σύμπλεγμα τοῦ ἐλεεινοῦ ρακένδυτου πλάσματος μὲ τὸ κουρεμένο κασσιδιάρικο κεφάλι ποὺ ἔντρομο εἶχε κουλουριαστεῖ στὰ πόδια τοῦ τρισάθλιου, καταρρακωμένου τέρατος, ποὺ δὲν εἶχε τὴν τόλμη νὰ κοιτάξει στὰ μάτια τὸν ἀντικρινό του. Μὲ ἀπερίγραπτο τρόμο, ρυτιδώνοντας τὸ μέτωπο, σήκωσε τὰ μάτια ἡ Καναβούτσενα πρὸς τὸν Γέροντα ποὺ ἁπλώνοντας τὸ χέρι εἶπε: «Ἔλα, σήκω…». Ἦταν λιόγερμα πιὰ ὅταν, ὕστερα ἀπὸ πολλῶν ὡρῶν ἐναγώνιας προσπάθειας ἐπικοινωνίας, ἐξασφάλισης τῆς ἐμπιστοσύνης, ὁμολογίας καὶ συντριβῆς τῶν ἀπόβλητων καὶ παραστρατημένων ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ λογική, ὁ Γέροντας θέτοντας τὸ πετραχήλι πάνω στὸ μουσκεμένο, ἀπὸ τὸν ἱδρώτα καὶ τὸ κλάμα, κεφάλι τοῦ Μήτρου, ἔλεγε: «…πρόσδεξε τὴν ἐξομολόγησιν τοῦ δούλου σου Δημητρίου καὶ εἴ τι ἐπλημμέλησεν ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον ἁμάρτημα… συγχώρησον…». Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ποὺ κατηφόριζε σιγὰ σιγὰ γιὰ τὴ δύση του, τρυπώνοντας στὸ μισοσκόταδο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἀπὸ τὴ θυρίδα στὸν δυτικὸ τοῖχο, φώτιζαν τὴ σκηνὴ καταυγάζοντας τὴν ἁγιότητά της. Ἀφοῦ τοὺς μίλησε γιὰ τὸ τί θά ’πρεπε νὰ κάνουν ὣς τὰ ἐρχόμενα Χριστούγεννα, προκειμένου νὰ κοινωνήσουν, τοὺς ἀποχαιρέτισε καὶ μὲ γρήγορα βήματα ροβόλησε πρὸς τὸ σημεῖο ὅπου εἶχε ὁρίσει στὸν Πανάγο νὰ τὸν περιμένει. Καθὼς ὁ Μητράρας κι ἡ Καναβούτσενα, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, στὴν ἄκρη τοῦ ὄχθου παρακολουθοῦσαν τὸν Γέροντα νὰ κατηφορίζει, ἐκεῖνος ἀνακαλώντας τὴ ζωγραφισμένη ἀπόγνωση στὸ πρόσωπο κοριτσιοῦ, θαύμαζε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴν ἄψογη ἀπαγγελία τοῦ «Πάτερ ἠμῶν» ὅταν ἄρχισε νὰ τὸ λέει μετὰ τὴν ἐρώτησή του ἂν τὸ ξέρει. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ καὶ μετὰ λύθηκε ἡ γλώσσα της καὶ μὲ ἀπίστευτες λεπτομέρειες, ποὺ κανεὶς δὲν θὰ φανταζόταν, περιέγραψε τὰ ὅσα συνέβησαν. Τὸ ἀλλόφρον ἐκεῖνο πλάσμα θαρρεῖς κι εἶχε μεταμορφωθεῖ· ὁ φόβος εἶχε δώσει τὴ θέση του στὴν τόλμη καὶ τὴν παρρησία, μὲ τὴν ὁποία ἐξέθεσε, ἀνάμεσα στοὺς λυγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα, ὁλόκληρη τὴ διάσταση τοῦ πάθους καὶ τῆς τυραννίας της. Ὁλόκληρο ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι ἔτρεχε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο νὰ ἐλέγξει κατὰ πόσο οἱ περιεχόμενες στὸ χειρόγραφο τοῦ Μουστοξύδη, ἀναφορὲς καὶ πληροφορίες ἀρχαίων καὶ νεώτερων συγγραφέων ἀνταποκρίνονταν στὴν πραγματικότητα ἢ ὄχι. Ὅ,τι ἔβλεπε κι ὅ,τι διαπίστωνε τὸ σημείωνε σ’ ἕνα τετράδιο ποὺ τὸ κουβαλοῦσε πάντα μαζί του μέσα στὸ δισάκκι. Κι ὅταν ἔφτασε τὸ φθινόπωρο κι
ὁ καιρὸς ἔπαψε νὰ εἶναι κατάλληλος γιὰ ἐξορμήσεις, ἅπλωσε στὸ τραπέζι τῆς βιβλιοθήκης τὰ χαρτιά του κι ἄρχισε ν’ ἀντιπαραβάλλει τὸ κείμενο τοῦ Μουστοξύδη μὲ τὶς σημειώσεις ποὺ εἶχε κρατήσει, ἐπαληθεύοντας ἢ διαψεύδοντας κάθε τὶ ποὺ εἶχε ἐπισταμένως ἐλέγξει ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ κι ἀπὸ ἐξωκκλήσι σ’ ἐξωκκλήσι ἀναζητώντας στοιχεῖα καὶ διαβάζοντας ἐπιγραφές. Διάβαζε καὶ ξαναδιάβαζε, ἔγραφε καὶ ἔσβηνε, πρόσθετε καὶ ἀφαιροῦσε ὑποσημειώσεις μέχρι ποὺ ἔφτασαν τὰ Χριστούγεννα κι ἔπρεπε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὸν ἑαυτό του νὰ μεταλάβει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸν Μητράρα μὲ τὴν κόρη του. Ἔτσι, προπαραμονὴ Χριστουγέννων πῆρε τὸν δρόμο μέσα ἀπὸ τὸν μεγάλο κάμπο, ἔχοντας κατὰ νοῦ νὰ σταματήσει στὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου νὰ χαιρετίσει τοὺς πατέρες, ἀλλὰ ὅταν πλησίασε διαπίστωσε ὅτι τίποτα δὲν κινιόταν στὴν αὐλὴ καὶ καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀκουγόταν. Σκέφτηκε ὅτι θὰ ξεκουράζονταν μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὰ διακονήματά τους κι ἔτσι ἀνέβαλε τὸν χαιρετισμὸ γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Λάλησε τὸ ἄλογο καὶ συνέχισε πιὸ γρήγορα τὴ διαδρομὴ κάτω ἀπὸ τὰ λιόδεντρα. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς γιὰ τὴν ἐποχή· οὔτε κρύο, οὔτε βροχή. Κάποια σύννεφα ποὺ πύκνωναν ὅσο προχωροῦσε πρὸς τὰ δυτικά, δὲν ἔμοιαζαν ἀπειλητικὰ κι ἀπὸ κανένα ἄλλο σημάδι δὲν προοιωνιζόταν τὸ χιόνι ποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει μετὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ σκέπασε τὶς στέγες, τοὺς μπαχτσέδες καὶ τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἡ παπαδιὰ τοὺς ξύπνησε γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Εὐτυχῶς ὁ καντηλανάφτης εἶχε ἀποβραδὶς φροντίσει νὰ μεταφέρει τὰ ἄμφια κι ἔτσι δὲν ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ κουβαλήσουν τίποτα πέρα ἀπὸ τὸ λαδοφάναρο, ποὺ κρατοῦσε μὲ προσοχὴ νὰ μὴ σβήσει ὁ παπα-Γιωργής. Εὐτυχῶς ὁ ἀέρας δὲν ἦταν πολὺ δυνατός, τὸ χιόνι ἦταν ἀκόμα μαλακὸ καὶ δὲν γλιστροῦσε κι ἔτσι χωρὶς πολλὲς ταλαιπωρίες ἔφτασαν στὴν Ἁγία Μαρίνα, ποὺ ἦταν παγωμένη καὶ σκοτεινή. Μόνο τὰ καντήλια στὸ τέμπλο φώτιζαν τὶς ἀριστοτεχνικὰ ἱστορημένες ἀπὸ τοὺς Γαλατσάνους ἁγιογράφους μορφὲς τοῦ Παντοκράτορα Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν λοιπῶν εἰκονιζομένων Ἁγίων. Ὁ καντηλανάφτης μόλις τοὺς ἀντιλήφθηκε ἔτρεξε στὸ καμπαναριὸ κι ὁ δυνατὸς ἦχος τῆς μεγάλης καμπάνας ἀντήχησε πέρα ὣς πέρα ραγίζοντας τὸ σκοτάδι καὶ τὴ σιωπὴ τῆς χιονισμένης αὐγῆς. Ὅσο προχωροῦσε ἡ ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν τόσο περίσσευαν στὶς κατηφόρες τοῦ Μαδαροῦ, τῆς Σκάφης καὶ τῆς Ἀλλούγκαριας τὰ λαδοφάναρα καὶ οἱ ἀναμμένοι δαυλοί· ὁλοένα καὶ μεγάλωνε ἡ στοίβα τῶν πρόσφορων κι ὁ σωρὸς τοῦ λιβανιοῦ καὶ τοῦ κεριοῦ ποὺ ἀπόθεταν κατὰ τὸ ἔθος στὴ βόρεια πύλη τοῦ ἱεροῦ οἱ προσερχόμενοι στὴν Θεία Κοινωνία. Κι ὅπως ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἄναβαν τὰ κεριά τους στὰ μανουάλια τὸ σκοτάδι
καὶ ἡ παγώνια τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Δὲν εἶχε καλοαρχίσει ὁ Γέροντας τὴν ἀνάγνωση τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα, ὅταν ἕνα ἔντονο μουρμουρητὸ ποὺ ξεκίνησε σὰν ψίθυρος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη ἁπλώθηκε σ’ ὁλόκληρο τὸν ναό. Σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὸ Μηναῖο κι εἶδε μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ἀμήχανους νὰ προχωροῦν πρὸς τὸ μανουάλι τὸν Μητράρα μὲ τὴν Καναβούτσενα, τὴν ὁποία κόντεψε νὰ μὴν γνωρίσει μὲ τὰ περιποιημένα ὁλόμαυρα μαλλιά της ποὺ λαμπερὰ ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τὴ μαντήλα της πλαισιώνοντας ἕνα ἤρεμο πρόσωπο. Κοίταξε μὲ φανερὰ αὐστηρὸ ὕφος πρὸς τὸν γυναικωνίτη κι ὁ θόρυβος σταμάτησε ἀμέσως γιὰ νὰ ἠχήσει ξανὰ ἡ φωνή του στὴ συνέχεια τῆς Προφητείας «…Οὐ κατὰ τὴν δόξαν κρινεῖ, οὐδὲ κατὰ τὴν λαλιὰν ἐλέγξει· ἀλλὰ κρινεῖ ἐν δικαιωσύνῃ ταπεινῶν κρίσιν»… Μετὰ τὴν Ἀπόλυση, ὅταν βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἕν’ ἄσπρο πέπλο εἶχε καλύψει τὰ πάντα. Τὸ στρωμένο τὴ νύχτα χιόνι στὸ προαύλιο ἔτριζε κάτω ἀπὸ τὰ πατήματά τους καὶ στὰ κεραμίδια εἶχαν κρεμαστεῖ οἱ πρῶτες λόγχες πάγου. Ὁ γνωστὸς γιὰ τὴν δριμύτητά του βορειοανατολικὸς ἄνεμος στροβίλιζε μανιωδῶς τὶς πυκνὲς νιφάδες, στοιβάζοντας τὸ χιόνι μπροστὰ στὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα. Τόσο ἦταν τὸ βουητό του, ποὺ μέσα του χάνονταν, οἱ ἐκκωφαντικοὶ συνήθως, γρυλισμοὶ τῶν γουρουνιῶν ποὺ σέρνονταν πρὸς τὴ σφαγὴ κατὰ τὸ ἔθιμο τῆς μέρας. Ὁ Γέροντας παρακάλεσε τὸν παπα-Γιωργὴ νὰ βρεῖ τὸν ἀγωγιάτη τὸν Πανάγο νὰ τὸν συνοδεύσει στὴν ἐπιστροφὴ γιατί μόνος του δὲν βασιζόταν νὰ κάνει τὴ διαδρομὴ ὣς τὸ Γλυκύ. Τρόμαξε ὁ παπὰς ἀπὸ τὴν ἀποκοτιά του καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, ὅμως ἐκεῖνος ἦταν ἀνένδοτος κι ἔστειλε νὰ φωνάξουν τὸν Πανάγο, μὰ ποῦ ὁ Πανάγος, ποὺ ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τὸ σφάξιμο τῶν γουρουνιῶν. Εἶδαν κι ἔπαθαν νὰ τὸν ἐντοπίσουν κάπου στὸν Γλυνιὰ νὰ σφάζει. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ, ὅμως οὔτε ν’ ἀκούσει ἤθελε γιὰ δρόμο. «Τί λὲς Γέροντα, μὲς σ’ αὐτὴ τὴν ἀνεμοδούρα ποῦ θὰ πᾶμε; Θὰ μᾶς χώσει τὸ χιόνι κι οὔτε οἱ σκύλοι δὲν θὰ μᾶς βρίσκουν». Ὁ Γέροντας παρ’ ὅλο ποὺ διακαῶς ἤθελε νὰ γυρίσει στὸ χωριό του καὶ νὰ γιορτάσει γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα τὰ Χριστούγεννα μὲ τοὺς δικούς του, μετὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ Πανάγου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ καιρὸ εἶχε κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, κατάλαβε ὅτι ἦταν ἐξαιρετικὰ παράτολμο νὰ διασχίσει πέρα ὣς πέρα τὸ νησὶ μὲ τέτοιο χιονιά. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε ἀκόμα πιὸ καλὰ μετὰ τὸ νηστίσιμο, λιτὸ μεσημεριανό, ὅταν ἡ παπαδιὰ μὲ τὴ λαγήνα στὸν ὦμο, ἀνοίγοντας τὴν ἐξώπορτα γιὰ νὰ πάει στὴ βρύση, χίμηξε καὶ σκόρπισε μέσα στὸ σπίτι τὸ στοιβαγμένο ὣς δυὸ πῆχες χιόνι. Τόσο ἦταν τὸ χιόνι κι ἡ παγωνιὰ, ποὺ ὁ Γέροντας μόνο παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς
πρὸς τὸ μεσημέρι κατόρθωσε νὰ ξεκινήσει γιὰ τὸ Γλυκύ. Μπροστὰ ὁ Πανάγος μὲ τὸ μουλάρι ἄνοιγε τὸ δρόμο κι ἀκολουθοῦσε τὸ ἄλογο τοῦ Γέροντα, ἐνῶ τὸ σκυλὶ ἔτρεχε δεξιὰ ἀριστερὰ κυνηγώντας τὰ πουλιὰ ποὺ ἔψαχναν γιὰ τροφὴ στὰ σπάνια σημεῖα ὅπου τὸ χιόνι εἶχε λιώσει καὶ τὸ χῶμα εἶχε ἀποκαλυφθεῖ. Ὅταν πιὰ πέρασαν τ’ Ἀγρίδια κι ἄρχισαν νὰ χαμηλώνουν πρὸς τὸν Ἅι Θόδωρο, τὸ ὕψος τοῦ χιονιοῦ λιγόστεψε καὶ τὰ ζῶα προχωροῦσαν ἄνετα καὶ γρήγορα. Τότε ὁ Γέροντας εἶπε στὸν Πανάγο νὰ τὸν ἀφήσει γιὰ νὰ προλάβει νὰ γυρίσει σπίτι του πρὶν σκοτεινιάσει. Ἔτσι μόνος του προχώρησε κι ἀφοῦ γιὰ λίγο ξεκουράστηκε στὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο κι εὐχήθηκε τοὺς πατέρες, ξανακαβάλησε τὸ ζῶο κι ἀργὰ ἀργὰ διάβηκε τὸν κάμπο μὲς στὸ παγωμένο δειλινό, ἀνηφορίζοντας στὸ χωριό του τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀνταύγειες τοῦ ἥλιου ποὺ βασίλευε ἔλουζαν μ’ ἕνα χρυσὸ μενεξελὶ φῶς τὸ Γλυκύ. «Δόξα σοὶ Κύριε» ψιθύρισε κοιτώντας «ἐπὶ τὴν Ἡλίου δύσιν» καὶ κάνοντας τὸν Σταυρό του.
Πέρασε τὸ Δωδεκάμερο καὶ μαζί του ἡ ξεγνοιασιὰ ὅλων μας ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψουμε στὰ μαθήματα. Μαζὶ μὲ τὴ δική μας ἐπιστροφὴ στὰ μαθητικὰ καθήκοντα, ἔληξε καὶ ἡ περίοδος χαλάρωσης τοῦ Γέροντα. Τὸ ἑορταστικὸ κλίμα τῶν ἡμερῶν θαρρεῖς τὸν ἀναζωογόνησε καὶ τοῦ ἔδωσε ἄλλο ἀέρα. Ἀκούραστος δίδασκε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ καὶ ἀφιέρωνε ὧρες πολλὲς ἀπαντώντας στὶς ἐρωτήσεις μας καὶ λύνοντας τὶς ἀπορίες μας. Μετὰ τὴν τέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ἀνακαινισμένου ναοῦ τοῦ χωριοῦ του, 30 Ἰανουαρίου, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, ξεκίνησαν πάλι, δειλὰ κι ἀραιὰ στὴν ἀρχή, συχνότερα ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς τὰ πήγαιν’ ἔλα τῶν δημογερόντων ἀπὸ τὰ χωριά, ἀλλὰ καὶ τὰ δικά του ἀνεβοκατεβάσματα στὴ Μητρόπολη. Κάποια βράδια τὴν ὥρα ποὺ σχολούσαμε κατέφθανε στὸ Μετόχι ὁ Λογοθέτης, καθόταν γιὰ λίγο στὸ πεζούλι δίπλα στὴ βρύση κι ἀφοῦ ἔπαιρνε τὴν ἀνάσα του ἔμπαινε στὸ Μετόχι καὶ κατευθυνόταν ἴσια στὴ βιβλιοθήκη. Ὁ πυρετὸς αὐτὸς τῶν ἐπισκέψεων κράτησε ὣς τὴ γιορτὴ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὅταν ὁ Δεσπότης στὸ κήρυγμά του, στὸν πανηγυρίζοντα καὶ πρόσφατα ἀνακαινισμένο μὲ πρωτοβουλία του ναὸ στὸ συνοικισμὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, ἀνήγγειλε ὅτι τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ θὰ ἔθετε
τὸν θεμέλιο λίθο τῆς νέας Σχολῆς σ’ ἕνα οἰκόπεδο στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Τὴν ἄλλη μέρα κιόλας οἱ ἐργάτες ἄρχισαν νὰ σκάβουν τὰ θεμέλια κι ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Δεσπότης τὴν Κυριακὴ θεμελίωσε τὸ σχολειὸ μὲ τὴν παρουσία μεγάλου πλήθους. Ἄνθρωποι ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά, χωρὶς νὰ λογαριάσουν κόπο καὶ χασομέρι, μαζεύτηκαν στὸν Ἅι Θόδωρο γιὰ νὰ παραστοῦν στὴ μεγάλη αὐτὴ μέρα γιὰ τὸν τόπο τους. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα καὶ κάθε μέρα οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν κι ἔσπαζαν πέτρες, τὶς ὁποῖες ἕνα ὁλόκληρο καραβάνι ἀπὸ ζῶα κουβαλοῦσε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ξαφνικὰ τὸ ἤρεμο τοπίο ταράχτηκε ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῶν κασμάδων, τὰ ποδοβολητὰ τῶν ζώων καὶ τὶς φωνὲς τῶν σκαβιατόρων, τῶν πελεκυτάδων, τῶν λασπάδων καὶ τῶν χτιστῶν, ποὺ ὅλα μαζὶ μπερδεύονταν σ’ ἕνα πολύβουο ἠχητικὸ τοπίο. Ὅποιος περνοῦσε ἀπὸ κεῖ κι ἔβλεπε ἀπὸ κοντὰ τὸ κτίσμα καὶ τὸν ρυθμὸ ἐργασίας τοῦ ἐργοταξίου, ἔλεγε πὼς πρὶν περάσει χρόνος θὰ ὁλοκληρωνόταν τὸ σχολειό. Ὅμως μόλις οἱ ζέστες δυνάμωσαν καὶ τὰ σταροκρίθαρα ὅλο καὶ περισσότερο κιτρίνιζαν στοὺς κάμπους, οἱ τεχνίτες κι οἱ ἐργάτες ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἐγκατέλειπαν τὸ ἔργο γιὰ νὰ τρέξουν στὸ θέρος καὶ τὴ συγκομιδὴ τῆς σοδειᾶς τους. Τὸν Σεπτέμβριο, ὅταν ὅλοι γύρισαν ἀπὸ τὶς ἐξοχὲς ἡ δουλειὰ ξανάρχισε τὸ ἴδιο ἐντατικά, ὅμως τότε ἦταν ποὺ ἔφτασε καὶ τὸ γράμμα τοῦ Πατριάρχη πρὸς στὸν Γέροντα, ποὺ τὸν καλοῦσε στὸ Φανάρι ν’ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ ἱδρύθηκε προκειμένου νὰ ἀνακόψει τὴ διάδοση τοῦ Θεοσεβισμοῦ καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὸ δρόμο τῆς ὀρθόδοξης πίστης ὅσους πλανήθηκαν. Ἡ τιμὴ τῆς πρόσκλησης αὐτῆς ἦταν μέγιστη, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησία, ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους του ἄξιους θεολόγους, ἐπέλεγε τὴν ταπεινότητά του νὰ ἀναλάβει αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ καὶ νὰ διευθύνει τὴ σχολή. Μεγάλη ἡ τιμὴ καὶ πιὸ μεγάλο τὸ χρέος πρὸς τὴν Ἐκκλησία· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἄλλο χρέος, ἡ ἄλλη ἀποστολή, νὰ στήσει στὴν πατρίδα του ἕνα σχολειό. Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα. Ν’ ἀρνηθεῖ στὸν Πατριάρχη καὶ τὴ Σύνοδο δὲν γινόταν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο τῆς Σχολῆς ποὺ μόλις εἶχε πάρει γιὰ τὰ καλὰ μπροστὰ δὲν τὸ μποροῦσε. Νά ’ταν μετὰ ἕνα χρόνο τὰ πράγματα θὰ ἦταν ἐντάξει. Θὰ εἶχε περατωθεῖ τὸ χτίσιμο, θὰ εἶχε καταρτίσει τὸ πρόγραμμα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπιστευτεῖ τὴ συνέχεια στὸν ἀνεψιό του. Ὅμως αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, γιατὶ ναὶ μὲν ὁ Λογιώτατος εἶχε ἀρίστη ἐπιστημονικὴ κατάρτιση, τοῦ ἔλειπε ὡστόσο ἡ διδασκαλικὴ ἐμπειρία, ἡ ὁποία ἦταν ἀπαραίτητη ἐκείνη τὴ στιγμὴ.
Τὶς νύχτες στριφογύριζε στὸ στρῶμα του κι ὕπνος δὲν τὸν κολλοῦσε. Τὸ σκεφτόταν ἀπὸ δῶ, τὸ συλλογιζόταν ἀπὸ κεῖ μὰ ἀπόφαση δὲν μποροῦσε νὰ πάρει. Ὁ Κύριλλος τὸν ἔβλεπε νὰ βασανίζεται μέρα νύχτα κι ἡ καρδιὰ του ράγιζε. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἤξερε τὸν πόθο καὶ τὸν καημὸ καὶ τοῦ ἀδερφοῦ του, νὰ μορφώσει τοὺς συμπατριῶτες του καὶ νὰ βγάλει τὴ γενέτειρά του ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας κι ἀπὸ τὴν ἄλλη γνώριζε τὴν προσήλωσή του στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔφεσή του γιὰ ὅλο καὶ ὑψηλότερες πνευματικὲς κατακτήσεις. Κάποια νύχτα, ὁ Γέροντας μὴ μπορώντας ν’ ἀντέξει τὸν βασανισμὸ τοῦ διλήμματος καὶ βγῆκε στὴν αὐλὴ νὰ πάρει ἀέρα, ὁ Κύριλλος ποὺ ἄγρυπνος παρακολουθοῦσε τὴν ἀγωνία τοῦ ἀδελφοῦ του ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο, σηκώθηκε, φόρεσε τὸ ζώστικό του καὶ τὸν ἀκολούθησε. Ὁ Γέροντας περπατοῦσε νευρικὰ πέρα δῶθε κατὰ μῆκος τοῦ φράχτη, σταματώντας κάπου κάπου γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὴν πλάτη στὸν κορμὸ τῆς καρυδιᾶς στὴ σκιὰ τῆς ὁποίας κατέφευγε τὰ μεσημέρια τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ νὰ διαβάσει ἢ νὰ ρεμβάσει κοιτώντας πέρα μακριὰ τὸ βουνὸ τῆς Σαμοθράκης. Τὸν πλησίασε ἀθόρυβα κι στάθηκε δίπλα του λέγοντας: «Τί κάνεις ἐδῶ μὲς στὸ σκοτάδι πάνω κάτω στὸν φράχτη, θαρρεῖς κι ὁ φράχτης θὰ λύσει τὸ πρόβλημά σου. Τὸ πρόβλημα, ἀδελφέ μου, καὶ νὰ μὲ συμπαθᾶς γιατί εἶμαι μικρότερός σου κι εἶσαι καὶ γέροντάς μου, εἶσαι σύ. Ἐσὺ δὲν μπόρεσες σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή σου νὰ ἀποφασίσεις ποὺ ὁλοκληρωτικὰ θὰ ἀφοσιωθεῖς. Νὰ μάθεις γράμματα στὰ παιδιὰ τῶν συγχωριανῶν σου ἢ νὰ κατακτήσεις ὅλο καὶ περισσότερη γνώση καὶ νὰ τὴ διοχετεύσεις ὅπου τὸ Γένος κι ἡ Ἐκκλησία τὴ χρειάζεται. Ἂν τό ’ξερες αὐτὸ τούτη τὴ στιγμὴ δὲν θὰ γυρόφερνες μὲς στὴ νύχτα, παρὰ θὰ κοιμόσουν ἥσυχος στὸ κρεβάτι σου». Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε ἀμέσως, χούφτωσε δυνατὰ μὲ τὰ δυὸ χέρια τὴ γενειάδα του κι ὕστερα ἀπὸ λίγο γυρνώντας πρὸς τὸ μέρος τοῦ Κύριλλου εἶπε: «Ἐνῶ ἐσὺ διάλεξες νωρὶς… Ἔμεινες στὴν πατρίδα καὶ μόρφωσες σχεδὸν τρεῖς γενιὲς μαθητῶν, ὅσο ἐγὼ πλάνητας, μάταια περιφερόμουν στὶς μεγάλες πόλεις»… «Ναὶ στὶς μεγάλες πόλεις, ὄχι ὅμως μάταια» ἀντέταξε ὁ Κύριλλος καὶ συνέχισε «Ὅ,τι πετύχαμε ἐδῶ, δέν τό ’κανα μόνος μου. Τὸ πετύχαμε μαζί. Μαζὶ ἀναστηλώσαμε, θυμᾶσαι μὲ τί κόπους, τὸ Μετόχι. Μὲ τὰ χρήματα ποὺ ἔστελνες χορτάσαμε μαθητὲς καὶ οἰκογένειες σὲ δύσκολες μέρες, ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ ἀγόραζες μὲ χίλιες στερήσεις ἐκεῖ ποὺ βρισκόσουν διάβαζαν τὰ παιδιά, μὲ τὰ βιβλία ποὺ ἔγραψες διδάξαμε τὴ γλώσσα καὶ κατηχήσαμε τὶς γενιὲς ποὺ προανέφερες. Μὲ τὰ λειτουργικὰ βιβλία ποὺ διόρθωσες διευκόλυνες τὴν τάξη στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἱερουργία. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο αὐτά, ξέρω καὶ ξέρεις, κι ἂς μὴ θέλεις νὰ τὸ παραδεχτεῖς πόσο μεγάλη εἶναι ἡ προσφορά σου ὄχι μόνο στὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα, ἀλλὰ καὶ
στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος ὁλόκληρο». Εἶχε δίκιο στὰ λεγόμενά του ὁ Κύριλλος, ὅμως δὲν ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ κατευνάσουν μέσα του τὴν ταραχὴ ποὺ τοῦ γεννοῦσε ὁ φόβος, ὅτι ἡ ἀπουσία του ἀπὸ τὸ νησὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αἰτία νὰ μὴν τελειώσει τὸ ἔργο τῆς Σχολῆς. Αὐτὸ ἦταν ποὺ τὸν ἔκαιγε περισσότερο. Τὸ ὅτι ἡ ἐργασία τῆς ἀνοικοδόμησης προχωροῦσε δὲν σήμαινε ὅτι ἡ ἀποπεράτωσή της ἦταν καὶ ἐξασφαλισμένη. Χρειαζόταν διαρκὴ ἐπαγρύπνηση καὶ φροντίδα, τουλάχιστο ὣς τὴ λειτουργία τῆς πρώτης περιόδου. Γι’ αὐτὸ εἶχε ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα κι αὐτὴ ἦταν ἡ προτεραιότητά του μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ γράμμα τοῦ Πατριάρχη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἀναγκαστικά. Ἔπρεπε νὰ δώσει μιὰ ἀπάντηση, ποὺ προϋπέθετε μιὰ ἀπόφαση. Μιὰ ἀπόφαση ὁλότελα δική του, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι δίκαιη καὶ σωστή. Μιὰ ἀπόφαση πού, τὸ κυριότερο, ἔπρεπε νὰ μὴν προδίδει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν εἶναι βάρος στὴ συνείδησή του. «Ἄκου» τοῦ εἶπε ὁ Κύριλλος «δὲν εἶναι τοῦ χεριοῦ μας πάντα ἡ μοίρα. Ἀλλοιῶς λογαριάζουμε κι ἀλλοιῶς ἡ Θεία Βουλὴ ἐπιτάσσει. Τὸ Φανάρι σοῦ ζητᾶ αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖς μὲ ὅσα ὅπλα διαθέτεις, δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς ὄχι. Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα ν’ ἀρνηθεῖς...Κανένας λόγος δὲν εἶναι ἀρκετὸς γιὰ μιὰ ἄρνηση. Ἱερὴ ἡ ἀποστολὴ γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ σχολειοῦ ποὺ ὀνειρεύτηκες γιὰ τὴν πατρίδα, ὅμως εἶναι μιὰ ἀποστολὴ ποὺ μποροῦν νὰ τὴ φέρουν σὲ πέρας κι ἄλλοι ἐκτὸς ἀπὸ σένα. Εἶναι δῶ ὁ Λογιώτατος κι εἶμαι κι ἐγώ». Τὸ εἶπε αὐτὸ κι ἂς ἔνοιωθε βαριὰ κουρασμένος καὶ ἀνήμπορος γιὰ οὐσιαστικὴ προσφορά. Μεσολάβησε μιὰ μικρὴ σιωπὴ κι ὕστερα συνέχισε «Κι ἂν δὲν τελειώσει τώρα τὸ σχολεῖο, θὰ γίνει αὔριο. Κανεὶς δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸν λόγο. Ἂν ὅμως φουντώσει ὁ Θεοσεβισμὸς κι ἁπλώσει πλοκάμια ἡ αἵρεση, τότε τί θά ’χεις νὰ πεῖς; Πῶς θὰ δικαιολογηθεῖς; Ἔχτιζα σχολειὸ στὴν πατρίδα μου καὶ δὲν εἶχα καιρὸ ν’ ἀσχοληθῶ μὲ τὰ ἐκκλησιαστικά; Ἢ δὲν ὑπολόγισα καλὰ τὸν κίνδυνο; Τί θὰ πεῖς;». Ἡ συζήτηση κράτησε ὣς τὰ χαράματα, ὅταν ἐξαντλημένοι πιὰ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὴ συνεχὴ συζήτηση πῆγαν καὶ ξάπλωσαν. Λίγες μέρες μετὰ ὁ Γέροντας ἀποχαιρετοῦσε γιὰ τελευταία πιὰ φορά, ὅπως ἀποδείχτηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία του ἀναχώρηση κι ἂς λογάριαζε πὼς σύντομα θὰ ἐπανακάμψει. Αὐτὸς ὁ προσωρινὸς ὅπως φανταζόταν ἀποχωρισμὸς ἀποδείχτηκε τελευταῖος καὶ ὁριστικός.
Τὴν τελευταία μέρα πρὶν τὴν ἐπιβίβασή του στὸ πλοῖο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅλοι οἱ μαθητὲς συγκεντρωθήκαμε στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ τοῦ Μετοχιοῦ κι ἀφοῦ μᾶς μίλησε καὶ μᾶς συμβούλεψε νὰ εἴμαστε μελετηροὶ καὶ νὰ δίνουμε τὸ καλὸ παράδειγμα στὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἔρχονταν σχολεῖο, περνώντας ἕνας ἕνας τοῦ λέγαμε «καλὸ ταξίδι», τοῦ φιλούσαμε τὸ χέρι κι ἐκεῖνος κάτι ἔλεγε στὸν καθένα: σ’ ἄλλον νά ’ναι πιὸ ἐπιμελής, σ’ ἄλλον νά ’ναι φρόνιμος, σ’ ἄλλον προσεκτικὸς καὶ τὰ λοιπά. Ὅταν ἔφτασε ἡ σειρά μου, ὁ Γέροντάς μου εἶπε: «Νὰ διαβάζεις πολὺ γιὰ νὰ μπορέσεις μιὰ μέρα νὰ πᾶς σὲ κάποιο μεγάλο σχολειὸ στὴν Πόλη». Τούτη τὴν κουβέντα του τὴν ἔδεσα σὲ ψιλὸ μαντήλι. Τὴ σκεφτόμουν κάθε μέρα κι ἔγινε ὁ σπόρος ποὺ φύτρωσε μέσα μου καὶ βλάστησε τὴ φιλοδοξία μου, νὰ γίνω κι ἐγὼ κάποια μέρα δάσκαλος καὶ νὰ μαθαίνω γράμματα στὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Νὰ μ’ ἐκτιμοῦν καὶ νὰ μὲ σέβονται σὰν τὸν Γέροντα.
***
Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΔΑΣ
Εἶχαν ἀπὸ ὥρα καβατζάρει τὸ Ζεϊτινμπουρνοὺ κι ὁ ἥλιος ἔγερνε ἀργὰ πρὸς τὴ δύση. Ὁ λαφρὺς μπάτης δὲν κατάφερνε νὰ φουσκώσει τὰ πανιὰ τῆς γολλέτας τοῦ καπετὰν-Διαμαντῆ, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὴν κρατήσει ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ μὴν τοῦ κόβουν τὸν ἐλάχιστο ἀέρα οἱ λόφοι τῆς Βασιλεύουσας. Ὁ Γέροντας, ὄρθιος δίπλα του, διαρκῶς τὸν ρωτοῦσε τί εἶν’ αὐτὸ καὶ τί εἶν’ ἐκεῖνο. Ὁ καπετάνιος πρόθυμα τὸν ξεναγοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἐξηγώντάς του μὲ λεπτομέρειες κάθε ὁρατὸ σημεῖο τῆς Πόλης. Ἔτσι σιγὰ σιγά, παραπλέοντας τὸ θαλάσσιο τεῖχος ἔφτασαν στὸ ὕψος τοῦ τζαμιοῦ τοῦ Σουλτὰν Ἀχμὲτ μὲ τοὺς ἕξι μιναρέδες καὶ τὴν Ἁγία Σοφία, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος βούλιαζε, πίσω ἀπὸ τὰ χερσαῖα τείχη πυρακτώνοντας τὸν οὐρανό, στὸν ὁποῖο σὰν χέρια ἱκεσίας ὑψώνονταν οἱ μιναρέδες. Ἕνα θερμὸ δάκρυ κύλισε στὰ μάγουλα τοῦ Γέροντα καθὼς ἀπὸ μακριὰ ἀτένιζε τοὺς ἐπιβλητικοὺς ὄγκους τῆς Ἁγιασοφιᾶς νὰ πυργώνονται μέσα στὴ λάβα τῶν
χρωμάτων τοῦ ἡλιοβασιλέματος. «Τί κρίματα ἄραγε πληρώνει τὸ ἀνεπανάληπτο αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καταδικασμένο καθημερινὰ νὰ στεγάζει τὶς γονυπετήσεις καὶ τὶς προσευχὲς τῶν ἀλλοθρήσκων» ψέλλισε μέσα σ’ ἕνα βαθὺ ἀναστεναγμό, ποὺ ξεφουσκώνοντας τὸ στῆθος του, τοῦ προκάλεσε μία στιγμιαία ζάλη, ἔτσι ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ πισοπατήσει καὶ ν’ ἀκουμπήσει στὸ παραπέτο. Ὁ καπετὰν-Διαμαντὴς, ποὺ δὲν τοῦ διέφυγε ἡ σκηνὴ τρόμαξε κι ἀφήνοντας πρὸς στιγμὴ τὸ πηδάλιο τὸν πλησίασε, νὰ δεῖ τί ἔπαθε. Διαπιστώνοντας ὅμως ὅτι δὲν ἦταν κάτι σοβαρὸ κι ὅτι στὸ μεταξὺ εἶχε συνέλθει, ξανάτρεξε στὸ τιμόνι καθὼς τὸ ἀκρωτήριο, τὸ Σαράιμπουρνου πρόβαλε μπροστά τους. Ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὰ τείχη, ἁπλωνόταν προκλητικὰ ἀπέναντι στὴ θέα τοῦ Κατάστενου τὸ μεγάλο σαράι, δημιούργημα τῆς ἀκμῆς καὶ τῆς ἐπέκτασης τῶν Ὀθωμανῶν, διοικητικὸ κέντρο καὶ ἐνδιαίτημα τῶν σουλτάνων μέχρι πρόσφατα, ποὺ ἡ ἀπόλαυση καὶ ἡ χλιδὴ ἀντικατέστησαν στὴ συνείδησή τους τὶς στρατιωτικὲς προτεραιότητες καὶ τὶς πολεμικὲς ἐνασχολήσεις καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴν τρυφηλὴ διαβίωση στὰ παλάτια τοῦ Βοσπόρου. Ἡ ἔκταση, ὁ ὄγκος καὶ ἡ πολυμορφία τῶν κτισμάτων, φανέρωναν τὴ σταδιακή, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, οἰκοδόμηση τοῦ παμμέγιστου συγκροτήματος, ποὺ χωρὶς νὰ διαθέτει κανένα χάρισμα ἄξιο θαυμασμοῦ, προκαλεῖ κατάπληξη καὶ δέος, ἰδιαίτερα στοὺς ὑποψιασμένους γιὰ τὰ μυστήρια της ὀθωμανικῆς διοίκησης καὶ πολιτικῆς. Βυθισμένος στὶς σκέψεις καὶ τοὺς διαλογισμούς, προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὴν πορεία καὶ τὴ διαδοχὴ τῶν πολιτισμῶν στὴ Βασιλεύουσα, οὔτε ποὺ ἀντιλήφθηκε πότε προσπέρασαν τὸ Ἰντζιλὶ Κιόσκι κι ἔφτασαν ἀπέναντι στὸν Γαλατά, ποὺ ὁ πύργος του ἀνάμεσα στὰ γκρίζα γενοβέζικα κτίσματα ὀρθωνόταν εὐθυτενὴς μέσα στὸ λυκόφως, τὸ ὁποῖο ὁλοένα γινόταν πιὸ πυκνό. Τὴ νύχτα τὴν πέρασαν μέσα στὴ γολλέτα, ἀρόδο, ἀπέναντι στὴ σκάλα τοῦ Οὔνκαπαν ἀφοῦ τὴν ὥρα ποὺ ἔφτασαν τὸ σκοτάδι εἶχε πυκνώσει καὶ λόγος γιὰ ἀποβίβαση δὲν μποροῦσε νὰ γίνει. Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ ἥλιος, ὁ Γέροντας ἀνέβηκε στὴν κουβέρτα. Ὁ Κεράτιος γαλήνιος ἀντιφέγγιζε τὰ χρώματα τῆς ἀνατολῆς, ἐνῶ ἀραιοὶ διαβάτες καὶ οἱ πρῶτες βιαστικὲς ἅμαξες διάβαιναν πάνω στὴ Χαϊρατιέ. Βλέποντάς τον ὁ καπετὰν-Διαμαντής, προσηλωμένο νὰ περιεργάζεται τὴ γέφυρα, πλησιάζοντας εἶπε: «Ἀξιοθαύμαστο καὶ σπουδαῖο ἔργο τὸ γεφύρι τοῦτο ποὺ συνδέει τὴν Πόλη μὲ τὸν Γαλατά, ὅμως σ’ ἐμᾶς, τὰ μεγάλα καὶ ψηλοκάταρτα, ἔκανε μεγάλη ζημιά, ἀλλὰ βλέπεις τὸ Σαράι ποὺ μετακόμισε στὸ Βόσπορο τὴν εἶχε ἀνάγκη κι ἔτσι
βολεύτηκαν γιὰ τὰ καλὰ οἱ ἀραμπατζῆδες καὶ πλήθυναν οἱ ἅμαξες». «Ἀλλάζουν βλέπεις καπετάνιε οἱ καιροὶ καὶ βλέπω καὶ σένα σὲ λίγο καιρὸ νὰ κατεβάζεις τὰ πανιὰ καὶ νὰ πηγαινοέρχεσαι μὲ καμμιὰ ἀτμομηχανή...» σημείωσε ὁ Γέροντας καὶ πρὶν προλάβει νὰ τελειώσει τὴν κουβέντα του, ὁ καπετάνιος τὸν διέκοψε λέγοντας: «Τί λὲς Γέροντά μου, ν’ ἀφήσω τὰ πανιὰ καὶ τ’ ἄλμπουρα καὶ νὰ πάω νὰ χωθῶ μὲς στὸ κάρβουνο καὶ τὴν καπνιά; Ἐγὼ τὴ ζωή μου θὰ τὴν τελειώσω ἄλλοτε παρακαλώντας τὸν ἀγέρα νὰ μὲ σπρώξει κι ἄλλοτε παλεύοντας μαζί του νὰ μὴ μὲ πνίξει. Δὲν θέλω κάρβουνα καὶ τὰ ρέστα, μόνο ὁ Ἅι Νικόλας νὰ μὲ φυλάει καὶ νὰ μὲ προστατεύει! Νὰ κατορθώνω κάθε φορὰ νὰ γυρίζω στὸ νησί μας ὅπου μὲ περιμένει ἡ φαμίλια μου. Αὐτό, τίποτ’ ἄλλο. Κατάλαβες Γέροντα; Γι’ αὐτὸ μὴ μὲ ξεχνᾶς στὶς προσευχές σου». Ὁ ἥλιος εἶχε ψηλώσει γιὰ τὰ καλὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Γέροντας περνοῦσε τὴν πόρτα τοῦ Πατριαρχείου κι ὁλόκληρη ἡ αὐλὴ μπροστὰ στὸν πατριαρχικὸ ναὸ μὲ τὸ ὑπερυψωμένο κηπάριο ἀπέναντί του ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸ κρυστάλλινο φθινοπωρινὸ φῶς. Ἕνας διάκος τὸν ὁδήγησε στὸ κελλὶ ποὺ ἔμελλε νὰ μείνει βοηθώντας τον νὰ μεταφέρει τὶς λιγοστὲς ἀποσκευές του κι ὕστερα, ἀφοῦ πέρασε καὶ προσκύνησε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν ναό, τὸν ἀνέβασε στὸν Πατριάρχη, ποὺ μὲ θέρμη τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἀσπάστηκε λέγοντάς του πόσο πολὺ χαιρόταν γι’ αὐτὸ τὸ ἀντάμωμα καὶ τὴν παρουσία του στὴν ἕδρα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τόσο ἀνάγκη τὸν εἶχε καὶ τόσο μεγάλες καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες περίμενε, αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα τῆς διάδοσης τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Θεοσεβισμοῦ, τὸν ὁποῖο μὲ τὴν διδασκαλία του στὸ «Ὀρφανοτροφεῖο» εἶχε ἐνσπείρει ὁ Καΐρης. «Τὰ χρόνια μου πέρασαν, Παναγιώτατε, εἶπε ὁ Γέροντας, ὅμως, ἡ ταπεινότητά μου θὰ πράξει ὅ,τι μπορεῖ, θὰ δώσει ὅλες τὶς δυνάμεις της προκειμένου νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴ βοηθήσει τὴ δύσκολη αὐτὴ ὥρα». Ἡ συνάντηση αὐτὴ συνεχίστηκε μὲ τὴ συζήτηση τῆς πορείας τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων στὴν Ἴμβρο καὶ τὸν τρόπο ὀργάνωσης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ κλήθηκε νὰ διευθύνει ὁ Γέροντας. Ὁ Πατριάρχης ἄκουσε μὲ προσοχὴ τὶς σκέψεις του καὶ τοῦ ζήτησε τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ νὰ ξανανεβεῖ στὸ πατριαρχικὸ γραφεῖο, γιὰ νὰ συζητήσουν μαζὶ μὲ τὸν Λεόντιο καὶ ὁρισμένους ἀρχιερεῖς τὶς ὀργανωτικὲς λεπτομέρειες τῆς Σχολῆς. Ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἐπίσπευση τῶν μαθημάτων, δεδομένου ὅτι πολλοὶ ἀπόφοιτοι τοῦ «Ὀρφανοτροφείου» κυκλοφοροῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ ἐπιδιώκοντας νὰ διοριστοῦν ὡς δάσκαλοι, πράγμα τὸ ὁποῖο θὰ γινόταν, σύμφωνα μὲ τὴν προηγηθεῖσα
πατριαρχικὴ «πράξη», μόνο ἂν φοιτοῦσαν στὴν ὑπὸ σύσταση Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ ἀξιολογοῦνταν ὡς κατάλληλοι. Ὅπως μοῦ εἶχε ἐξομολογηθεῖ κάποια φορὰ ὁ Γέροντας, ἡ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε δὲν ἦταν οὔτε ἰδιαίτερα κοπιώδης, οὔτε καὶ τόσο δύσκολη ὅσο ἐξ ἀρχῆς φαινόταν. Ὁ σάλος ποὺ εἶχε ξεσπάσει δὲν ἄργησε νὰ καταλαγιάσει μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Καΐρη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν ἐκτόπισή του στὴ Σκιάθο. Οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ «Ὀρφανοτροφείου» τῆς Ἄνδρου, ὑπέθετε, ὅτι ὡς γόνοι ὀρθόδοξων οἰκογενειῶν ἐνταγμένων στὶς παραδοσιακὲς ἑλληνικὲς κοινότητες καὶ μέλη μιᾶς κοινωνίας πιστῆς στὰ θέσμια, δὲν εἶχαν βαθιὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν ἐπαναστατικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ θεωρία τοῦ Θεοσεβισμοῦ ποὺ ἀντέβαινε στὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ λατρείας μέσα στὴν ὁποία εἶχαν ἀνατραφεῖ. Τὸ ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς Σχολῆς δὲν ἦταν τόσο δύσκολο ὅσο ὑπολογιζόταν κατὰ τὴ σύλληψη τῆς σύστασής της. Ἄρκεσαν μερικοὶ μῆνες γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι οἱ καινοφανεῖς θεωρίες τοῦ Καΐρη δὲν ἔβρισκαν γόνιμο ἔδαφος καὶ ὅτι οἱ μαθητεύσαντες στὸ «Ὀρφανοτροφεῖο» γρήγορα ἀποστασιοποιοῦνταν ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἀποκήρυσσαν ἔγγραφα. Ἔτσι ὁλοένα καὶ λιγόστευε ὁ ἀριθμός τους καὶ φυσικὰ τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀπασχόληση τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος εὕρισκε συνεχῶς καὶ περισσότερο χρόνο νὰ μελετᾶ. Τὶς περισσότερες ὧρες του τὶς ἔτρωγε ψάχνοντας δυσεύρετα βιβλία στὴν πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη. Διάβαζε καὶ σημείωνε μὲ τὶς ὧρες, ἐνῶ ἀνελλιπῶς παρευρισκόταν στὶς ἀκολουθίες στὸν πατριαρχικὸ ναό. Τὶς μεγάλες γιορτές, ὅταν ὁ Ἅι Γιώργης λουζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῶν πολυελαίων, ἡ μελωδικὴ φωνὴ τοῦ πρωτοψάλτη διαχεόταν καὶ πλημμύριζε κάθε γωνιὰ κι ὁ Πατριάρχης ἀνέβαινε ἀργὰ στὸν Θρόνο, τὸ μαρτυρικὸ Φανάρι, μὲ τὰ νωπὰ ἀκόμα σημάδια τῆς πρὸ εἰκοσαετίας περιπέτειας καὶ πατριαρχικῆς θυσίας, ξαναγινόταν τὸ αἰώνιο σύμβολο τοῦ Γένους. Ὁ χρόνος ἔχανε τὴν ἔννοιά του, ἄλλαζε ἡ διάστασή του, καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Πατριάρχη ἀπεκδυμένη ἀπὸ κάθε συγκαιρινὸ στοιχεῖο μεταβαλλόταν σὲ ἕνα ὑπερχρονικὸ ἔμβλημα καθοσίωσης καὶ καθαγιασμοῦ τοῦ θεσμοῦ καὶ τοῦ λαοῦ ποὺ σκέπει. Ἡ εὐκαιρία αὐτὴ νὰ βρεθεῖ στὴν Πατριαρχικὴ Αὐλὴ καὶ νὰ ζήσει ἀπὸ κοντά τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, ὁ Γέροντας τὴ θεωροῦσε μιὰ μεγάλη δωρεὰ γιὰ τὴν ὁποία ἦταν εὐγνώμων πρὸς τὸν Πατριάρχη καὶ δόξαζε καθημερινὰ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ ζήσει κάτι ποὺ οὔτε στὰ ὄνειρά του δὲν τολμοῦσε νὰ δεῖ. Ἀπολάμβανε λοιπὸν καθημερινὰ αὐτὸ τὸ πήγαιν’ ἔλα ἀπὸ τὴ Σχολὴ στὸ Πατριαρχεῖο, προσπαθώντας νὰ χαρεῖ τὴν κάθε στιγμὴ καθὼς διέβλεπε ὅτι σὲ λίγο θὰ ἔφευγαν καὶ οἱ ἐναπομείναντες μαθητὲς καί, μὴ ἔχοντας ρόλο καὶ ἐργασία, θὰ ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίσει στὸ νησὶ προκειμένου νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο
ποὺ εἶχε ξεκινήσει καὶ τόσο βραδυποροῦσε. Κι ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νὰ προβληματίζεται καὶ νὰ σκέφτεται πῶς θὰ συνεχιστεῖ τὸ ἔργο τῆς ἀποπεράτωσης τῆς οἰκοδομῆς τῆς Σχολῆς στὴν Ἴμβρο καὶ τὸ πῶς θὰ λειτουργήσει, ἦρθε ἀπὸ τὴ Βενετία τὸ γράμμα τοῦ Θεσσαλονικιοῦ φίλου του Διαμαντίδη, ποὺ εἶχε ἀπὸ καιρὸ ἀναλάβει τὸ τυπογραφεῖο τοῦ Ἀνδρεώλα καὶ ὁ ὁποῖος γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν προέτρεπε νὰ προβεῖ στὴ διόρθωση τῶν Μηναίων, προκειμένου νὰ γίνει μιὰ καινούρια τους ἔκδοση, ἀφοῦ οἱ παλιὲς ἦταν γεμάτες λάθη καὶ πιὰ δὲν ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες. Ἤξερε βέβαια ὅτι ἡ πρόθεση τοῦ φίλου του νὰ ἀναλάβει μιὰ τόσο μεγάλη καὶ ἀπαιτητικὴ ἐκδοτικὴ προσπάθεια ἦταν σοβαρὴ καὶ ἀξιόλογη, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναλάβει αὐτὸ τὸ «πολύμοχθο» ἔργο, γιατί ὁ χρόνος παραμονῆς του στὴ Βασιλεύουσα ἦταν ἀβέβαιος καὶ ἡ ἀποπεράτωση ἑνὸς τέτοιου ἔργου, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του θὰ ἦταν ἰδιαίτερα δύσκολη ἕως κι ἀκατόρθωτη. Καὶ νὰ πάλι τὸ ἴδιο πάντα δίλημμα: πίσω στὴν πατρίδα, γιὰ τὸν γεμάτο ἀπογοητεύσεις ἀγώνα καὶ τὶς κατ’ ἐπανάληψη ἀποκαρδιώσεις καὶ διαψεύσεις ἢ τὴν ἀνταπόκριση στὰ καλέσματα τῆς βέβαιης καὶ ἀποτελεσματικῆς προσφορᾶς στὰ γράμματα; Πάντα ἡ ἀπόφαση ἦταν δύσκολη. Πάντα ὁ ἐπίμονος βασανισμὸς τῆς συνείδησης καὶ τοῦ νοῦ γιὰ τὸ ποιὸ ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε κάθε φορὰ νὰ ἐπιλέξει. Πάντα τὸ διηνεκὲς ζύγισμα ἀνάμεσα στὸ συναίσθημα καὶ τὴ λογική, χωρὶς μάλιστα νὰ εἶναι ποτὲ βέβαιος γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ἐπιλογῆς. Ἴσως νά ’ταν ἡ μοίρα του αὐτή, σκεφτόταν συχνὰ ὁ Γέροντας, ποὺ οὔτε μοιρολάτρης ἦταν, οὔτε τίποτα ἄφηνε στὴν τύχη καὶ τὴ διάθεση τῆς στιγμῆς. Ἡ διόρθωση τῶν Μηναίων ἦταν ἀσφαλῶς μιὰ προσωπικὴ ἐπιθυμία, ὄχι ὅμως τόσο ἰσχυρὴ ὥστε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς ἵδρυσης τῆς Σχολῆς στὴν πατρίδα του, ὅμως ἡ παρούσα συγκυρία μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ φίλου του ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸν ἔφερνε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς διαμονῆς του στὴν Κέρκυρα εἶχε κατορθώσει μὲ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο, αἰτιώμενος ἄλλοτε τὴν ἀνάγκη ἀνταπόκρισης στὸ αἴτημα τῶν συμπατριωτῶν του νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἴμβρο κι ἄλλοτε τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀνταπεξέλθει χωρὶς τὰ ἀπαιτούμενα βοηθήματα σ’ ἕνα τόσο βαρὺ ἔργο, νὰ ἀποφύγει αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Τώρα ὅμως τὰ πράγματα ἦταν διαφορετικὰ καὶ τὰ ἐπιχειρήματα ἀνίκανα νὰ δικαιολογήσουν, ἔστω στοιχειωδῶς τὴν ἄρνησή του.
Εἶπε τὸ ναὶ κι ἀμέσως ἔγραψε στὸ Κουτλουμούσι νὰ τοῦ στείλουν κάτι χειρόγραφα Μηναῖα ἀπὸ τὸ 1400, ποὺ τὰ θεωροῦσε ἀπαραίτητα προκειμένου νὰ δρομολογήσει σωστὰ τὴ δουλειὰ ποὺ ἀνελάμβανε νὰ κάνει, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε νὰ ψάχνει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ περίχωρά της νὰ βρεῖ παλαιότερα Μηναῖα, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν βοηθοῦσαν. Ὁ χειμώνας προχωροῦσε καὶ τὸ ἀσταμάτητο ψιλόβροχο τῆς Βασιλεύουσας περιορίζοντάς τον στὸ κελλί του εἶχε καταλυτικὰ συντελέσει στὸν γρήγορο βηματισμὸ τῆς διόρθωσης, γιὰ τὴν ὁποία δούλευε ἀσταμάτητα ὅλη μέρα κι ὣς ἀργὰ τὴ νύχτα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ Κύριλλου, ἦταν ἰδιαίτερα ἀνήσυχος γιὰ τὴν ὑγεία του. Ἀπὸ τὰ γραφόμενά του κι ἀπὸ τὸν τρεμουλιαστὸ γραφικὸ χαρακτήρα τοῦ ἀδερφοῦ του, καταλάβαινε κανεὶς εὔκολα πὼς ἡ κατάστασή του ἔπρεπε νὰ εἶναι σοβαρὴ καὶ ὅτι δὲν εἶχε σχέση μὲ τὶς συνήθεις ἀδιαθεσίες τοῦ φιλάσθενου Κύριλλου. Διάβαζε κι ἔγραφε, σημείωνε κι ἔσκιζε μὰ ὁ νοῦς του ἦταν συνέχεια στὸ νησὶ καὶ στὸν ἀδερφό του. Κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόταν κάποιο καΐκι ἀπὸ τὴν Ἴμβρο ἔτρεχε νὰ μάθει μήπως εἶχε κανένα γράμμα ἢ μήπως κάποιος εἶχε συναντήσει τοὺς δικούς του. Κι ὅσο τὸ γράμμα καθυστεροῦσε καὶ οἱ πατριῶτες ποὺ κατέφθαναν δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτα τὸ νεώτερο, τόσο ἡ ἀνησυχία κι οἱ φόβοι του μεγάλωναν. Μόνο ἕνας εἶχε πεῖ πὼς τὸν τελευταῖο μήνα ἔμενε στὸ Γλυκὺ καὶ πὼς ἔδειχνε βέβαια κουρασμένος καὶ λίγο ἀδύνατος, ἀλλὰ ὄχι ἄρρωστος. Τὰ λόγια του κάθε ἄλλο παρὰ καθησύχασαν τὸν Γέροντα, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἀδελφός του δὲν κατέλειπε χωρὶς λόγο τὸ Μετόχι καὶ τὸ σχολειό, παρὰ μόνο κάτω ἀπὸ ἔκτακτες ἀνάγκες καὶ ἐξαιρετικὲς συνθῆκες. Τὴν ἴδια ἐκείνη βραδιά, σπρώχνοντας στὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ ὅλα τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία, κάθισε κι ἔγραψε ἕνα μακροσκελὲς γράμμα ζητώντας νὰ τοῦ γράψει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του. Καὶ τὴ ἄλλη μέρα πῆγε καὶ τὸ παρέδωσε αὐτοπροσώπως στὸν καπετάνιο παρακαλώντας τον νὰ τὸ δώσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὸν Κύριλλο καὶ νὰ τοῦ πεῖ ὅτι μὲ μεγάλη ἀνυπομονησία θὰ περίμενε τὴν ἀπάντησή του. Ὅμως ἀρκετὰ καθησυχαστικὸ ἦταν τὸ γράμμα τοῦ ἀνεψιοῦ, τὸ ὁποῖο πῆρε πρὶν ἀκόμα φτάσει τὸ δικό του στὸ νησί. Ὁ Λογιώτατος τοῦ ἔγραφε πὼς τὶς τελευταῖες μέρες ἄρχισε νὰ παρουσιάζεται ἕνα αὐξημένο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐπίσπευση τῶν ἐργασιῶν γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Σχολῆς, σημειώνοντας ὅτι ἴσως οἱ συμπατριῶτες νὰ κατάλαβαν πὼς οἱ ἐγωισμοὶ καὶ οἱ τοπικισμοὶ εἶναι καιρὸς νὰ παραμερισθοῦν, ἀφοῦ ἄλλο δὲν ἔκαναν ἕως τώρα παρὰ νὰ συντηροῦν τὴν ὀπισθοδρόμηση καὶ νὰ ἀναχαιτίζουν κάθε προοδευτικὴ πρωτοβουλία. Ὅσο γιὰ τὸν Κύριλλο, τοῦ ἔγραφε πὼς πράγματι τὸν τελευταῖο καιρὸ ἦταν ἰδιαίτερα ἄκεφος καὶ κουρασμένος, ἀλλὰ ὅτι ἐδῶ κι ἕνα μήνα
περίπου ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνει· νὰ τρώει καὶ νὰ περπατᾶ περισσότερο. Ἤδη εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ Μετόχι κι εἶχε ξεκινήσει καὶ πάλι τὰ μαθήματα. Τὰ νέα τοῦ ἀνεψιοῦ του ἔδωσαν κουράγιο στὸν Γέροντα, ποὺ μὲ καινούρια διάθεση ἔπεσε ξανὰ μὲ τὰ μοῦτρα στὴ δουλειὰ διαβάζοντας καὶ σημειώνοντας ὅ,τι ἔπρεπε νὰ διορθωθεῖ στὰ βιβλία τῶν Μηναίων, τὰ ὁποῖα οἱ αἰῶνες εἶχαν βαθιὰ ἀλλοιώσει μὲ παρεισφρήσεις καὶ παραλείψεις. Τὰ χιόνια ποὺ ἦρθαν μετὰ τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ σκέπασαν γιὰ πολλὲς μέρες τὴν Ἑπτάλοφο, κάνοντας ἀδύνατες σχεδὸν τὶς μετακινήσεις, τὸν κράτησαν φυλακισμένο στὸ κελλί του, ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε μόνο γιὰ νὰ πάει στὶς ἀκολουθίες καὶ τὸ φαγητό. Ὅλες τὶς ἄλλες ὧρες, τὶς περνοῦσε σκυμμένος στὸ γραφεῖο του μὲ στοῖβες ἀπὸ χαρτιά, παλαιόγραφα καὶ βιβλία μπροστά του. Δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴν καρέκλα του παρὰ μόνο γιὰ νὰ ἀνακατέψει τὴ φωτιὰ στὸ μαγκάλι ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὸ κάθισμά του γιὰ νὰ κόβει τὸ κρύο ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας καὶ νὰ τοῦ ζεσταίνει ὅπως ὅπως τὴν πλάτη. Τὸ παράθυρό του ἔφεγγε πολλὲς νύχτες ὣς ἀργὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ πιὸ πέρα, κι ὅταν πιὰ ἔσβηνε τὴ λάμπα καὶ σήκωνε τὰ σκεπάσματα γιὰ νὰ χωθεῖ στὸ κρεβάτι του, τὰ μάτια του ἔτσουζαν κι ἡ ράχη του ἦταν μουδιασμένη ἀπὸ πάνω ὣς κάτω ἀπὸ τὴν πολύωρη ἀκινησία καὶ τὸ σκύψιμο. Ἔτσι, σχεδὸν ἔγκλειστος, πέρασε ὁλόκληρο τὸν χειμώνα, ἀφοῦ οἱ ὑποχρεώσεις του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες γίνονταν καὶ λιγότερες καὶ ἡ συνεχὴς παρουσία του ἐκεῖ δὲν ἦταν ἀπαραίτητη. Εἶχε διαβάσει ὅλα ἐκεῖνα τὰ χειρόγραφα καὶ τὶς φυλλάδες τῶν Μηναίων κι εἶχε ἤδη καταλήξει στὸ εἶδος καὶ τὴν ἔκταση τῶν ἐπεμβάσεων ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, προκειμένου νὰ ὑπάρξει μιὰ σωστὴ σειρὰ κατὰ μήνα βιβλίων, τὰ ὁποῖα θὰ ἦταν εὔχρηστα καὶ θὰ κάλυπταν ἐπαρκῶς καὶ χωρὶς παρεκκλίσεις τὴν καθημερινὴ λατρεία. Ἀπέμενε βέβαια ἀκόμη πολλὴ δουλεία γιὰ νὰ ξεκαθαριστεῖ τί θὰ ἔμενε καὶ τί θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν πολυποίκιλο συμφυρμό, ποὺ οἱ αἰῶνες καὶ ἡ ἀκαταστασία τῶν ἀνθρώπων εἶχαν συσσωρεύσει. Ἤξερε βέβαια ὅτι ἡ διαδικασία αὐτὴ ἀπαιτοῦσε πολὺ χρόνο καὶ δὲν ἦταν κάτι ποὺ θὰ τελείωνε σὲ μερικοὺς μῆνες καὶ γι’ αὐτὸ σκεφτόταν, ὅτι πρὶν μπεῖ στὴν ἑπόμενη φάση, μιὰ καὶ οἱ διδακτικὲς ὑποχρεώσεις του δὲν ἦταν ἀσφυκτικές, νὰ ζητήσει τὴν ἄδεια τοῦ Πατριάρχη νὰ πάει γιὰ λίγο στὴν Ἴμβρο. Νὰ δεῖ πὼς πάει ὁ Κύριλλος μὲ τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξετάσει κατὰ πόσο τὸ ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ κτιρίου τῆς Σχολῆς ἦταν πραγματικὸ ἢ ὄχι. Κατὰ πόσο δηλαδὴ οἱ ἐπικεφαλῆς τῶν χωριῶν εἶχαν
συνειδητοποιήσει τὴν ἀναγκαιότητα ἑνὸς σύγχρονου σχολειοῦ. Ἂν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ σχολειὸ αὐτὸ ἦταν πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ κάθε εἴδους ἀτομικά, κοινοτικὰ ἢ ἄλλα συμφέροντα. Μὲ τὸ ποὺ εἶχε μπεῖ ἡ ἄνοιξη, εἶχε ἐπιταχύνει τὸν ρυθμὸ τῶν μαθημάτων καὶ πυκνώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν παραδόσεων, ὥστε μέχρι τέλος Μαΐου νὰ προλάβουν καὶ οἱ τελευταῖοι προσελθόντες στὴ Σχολὴ νὰ ὑπογράψουν τὴν ἀποκήρυξη τῶν ὅσων διδάχτηκαν στὴν Ἄνδρο καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ ὑποψήφιου δασκάλου. Ἀφήνοντας λοιπόν, γιὰ λίγο, κατὰ μέρος τὴν ἐντατικὴ ἐνασχόληση μὲ τὰ Μηναῖα, εἶχε ὁλότελα ἀφοσιωθεῖ στὸ ἔργο τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς κατήχησης τῶν μαθητῶν, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὸ πέρας τῆς περιόδου ὁ Πατριάρχης θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ταξιδέψει, ἔστω γιὰ λίγο, στὴ γενέτειρά του. Νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀπολαύσει τοὺς δικούς του, νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνοικοδόμησης τοῦ σχολείου μὰ πιὸ πολὺ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸν Κύριλλο, ποὺ καθὼς φαινόταν ἀπὸ τὸ τελευταῖο του γράμμα πρὶν τὸ Πάσχα, ἡ ὑγεία του δὲν ἦταν καθόλου σὲ καλὴ κατάσταση. Κι ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ τοῦ γράψει καὶ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὸν πηγαιμό του, ἔφθασε ἡ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ θανάτου του. Ὁ Λογιώτατος, μὲ καταφανὴ θλίψη, ἀλλὰ λακωνικὸς καὶ χωρὶς περιστροφὲς καὶ ἰδιαίτερες λεπτομέρειες ἀνέφερε τὶς τελευταῖες δύσκολες μέρες τοῦ θείου του σημειώνοντας ὅτι ὁ θάνατος ἦταν λύτρωση γι’ αὐτόν. Ὅσο κι ἂν τὸ περίμενε, ὅσο κι ἂν ἦταν προετοιμασμένος γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο, μὲ τὸ διάβασμα τοῦ γράμματος ξέσπασε σ’ ἕνα ἀναφιλητὸ χωρὶς προηγούμενο. Τόσο γοερὸ ἦταν τὸ κλάμα του ποὺ κάποιος διάκος, ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, ἔτρεξε κατευθείαν στὸν Λεόντιο, ποὺ δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει. Ἡ παρουσία του τὸν ἔκανε καλό. Τὸ ἀγκάλιασμα κι ὁ λόγος τοῦ Λεόντιου στάλαξαν μέσα του σὰν βάλσαμο καὶ καταπράυναν τὸν πόνο. Καὶ δὲν ἦταν ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ μέσα του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν παρουσία του, τὴν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος δείχνει ἕτοιμος νὰ μοιραστεῖ τὸν πόνο· τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου στὸν ὁποῖο ὁ πονεμένος θέλει ν’ ἀκουμπήσει τὸ παράπονό του, ὅσο κι ἂν ξέρει πὼς ὁ πόνος εἶναι ἀποκλειστικὰ δικός του κι οὔτε μοιράζεται, οὔτε λιγοστεύει. Σηκώνοντας τὰ πρησμένα, ὁλοκόκκινα μάτια του πρὸς τὸν Λεόντιο εἶπε μέσα στοὺς λυγμούς του «Δὲν εἶναι μόνο ὁ θάνατος, Λεόντιε, ποὺ μὲ βασανίζει, εἶναι πολλά… Καὶ τὸ πιὸ πολὺ εἶναι πὼς ἤλπιζα ὅτι θὰ τὸν ἔβλεπα γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα.
Τὰ σημάδια τοῦ θανάτου του ἦταν φανερὰ ἀπὸ καιρό… Οἱ τύψεις, ὅτι ἔφυγα γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμα ἀφήνοντας στὶς ἀδύνατες, καταπονημένες ἀπὸ τὴν πολυετή μου ἀπουσία, πλάτες του τὸ βάρος τοῦ σχολειοῦ, θὰ μὲ κυνηγοῦν γιὰ πάντα. Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνω, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἀφήσω μόνο, τουλάχιστο αὐτή, τὴν τελευταία φορά, ἀφοῦ ἔβλεπα πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα».
Πρωὶ καὶ βράδυ, ὅταν βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Καμαριώτισσας καὶ περπατᾶ πρὸς τὸν ἀρσανὰ ἀγναντεύοντας τὸ θέαμα τῆς Πίτας καὶ τῆς Ἀντιγόνης νὰ κολυμποῦν μέσα στοὺς ἰριδισμοὺς τῆς γαληνεμένης ἐπιφάνειας ἢ κατηφορίζει τὸ «θολοσκέπαστο» μονοπάτι κάτω ἀπὸ τεράστια δέντρα γιὰ τὸ Πευκολίμανο, τὸ λιμάνι τῆς Παναγίας, στὸ μυαλό του γυρίζουν ὅλο τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Ἀκατάπαυστα βασανίζεται. Μήπως τάχα οἱ πολύχρονοι ξενιτεμοί του δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν οἰκοδόμηση ἑνὸς ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος στὴ γενέτειρα; Μήπως ἦταν εὐλογοφανεῖς δραπετεύσεις ἀπὸ τὸ καθῆκον; Μήπως οἱ προσωπικὲς καὶ μόνο φιλοδοξίες του γιὰ σπουδές, γνώση, συγγραφὲς καὶ τὰ ρέστα ἦταν ἡ πραγματικὴ αἰτία ἐκπατρισμοῦ του καὶ τίποτ’ ἄλλο; Ἢ, ἀκόμα χειρότερα, μήπως ἐκμεταλλευόμενος τὴν προσήλωση, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν καρτερία τοῦ Κύριλλου, τὸν ἄφησε ν’ ἀντιπαλεύει μόνος του, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος —ἀσφαλῶς ὄχι χωρὶς τίμημα— ἀπολάμβανε τὴ χαρὰ τῆς γνώσης, τῆς καλλιέργειας, τὴν πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ καταξίωση ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὁ ἀδερφός του τσουρουφλιζόταν ἀπὸ τὶς κάθε λογῆς ἀντιξοότητες, ἀντιπαλεύοντας θεοὺς καὶ δαίμονες προκειμένου νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδας του πέντε κολλυβογράμματα; Τὴν ἀνάληψη τοῦ ἔργου τῆς διεύθυνσης τῆς Ἑλληνεμπορικῆς Σχολῆς, ποὺ τοῦ πρότεινε ἀμέσως μετὰ τὴν πληροφορία τοῦ θανάτου τοῦ Κύριλλου ὁ Πατριάρχης, τὴν ἀποφάσισε χωρὶς πολλὴ σκέψη παρ’ ὅλο ποὺ γνώριζε καλὰ τὶς δυσκολίες τὶς ὁποῖες ἀντιμετώπισε στὴν ὀλιγόμηνη θητεία του ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὰ μονίμως σοβοῦντα προβλήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ἀναγκάστηκε τελικὰ νὰ παραιτηθεῖ. Ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ λόγω ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν πατρίδα σύντομα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του, νὰ ἀντικρίσει ὀρφανεμένο κι ἀκέφαλο τὸ Μετόχι καὶ σκορπισμένους δεξιὰ κι ἀριστερὰ τους μαθητές, τοὺς ὁποίους θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει στεγάσει ἡ τόσο συζητημένη Σχολὴ ποὺ ἡ ἀνοικοδόμησή της δὲν προχώρησε οὔτε κὰν ἕνα βῆμα μετὰ τὴν ἀποχώρησή του. Τί νά ’κάνε λοιπὸν στὸ νησί, ἀπογοητευμένος καὶ κατάβαθα θλιμμένος; Μήπως τάχα εἶχε τὸ κουράγιο νὰ ξαναμπεῖ στὴ διαδικασία ἐπίλυσης τῶν διαφορῶν καὶ τῆς διευθέτησης τῆς
διαπάλης μεταξὺ τῶν δημογερόντων τῶν διαφόρων χωριῶν; Μὰ κι ἂν ἀκόμα τὸ ἐπιχειροῦσε ἤξερε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θά ’ταν ἕνας ἀγώνας χωρὶς δικαίωση, μιὰ ἀκόμα προσπάθεια χωρὶς ἀποτέλεσμα. Σίγουρα ἄλλη μιὰ ἀποτυχημένη ἀπόπειρα. Ὅταν εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, μετὰ τὶς τόσες ἐπανειλημμένες προσκλήσεις καὶ πιέσεις πίστευε ὅτι ἡ ὑπόθεση τῆς ἵδρυσης στὴν Ἴμβρο, μιᾶς ἀντάξιας τῶν καιρῶν Σχολῆς θὰ ἔληγε μιὰ γιὰ πάντα. Διαψεύστηκε παταγωδῶς. Ὄχι γιατὶ οἱ συμπατριῶτες του δὲν σέβονταν τὰ λόγια του καὶ τὶς ἰδέες του, ἀλλὰ γιατὶ τὸ ὄνειρό του ὑπερέβαινε τὶς προσδοκίες τους. Γιατὶ τὸ ὅραμά του δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει μέσα στὴν εἰκόνα ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι γιὰ τὸ αὔριο τῆς πατρίδας τους. Δὲν εἶχε καθὼς φαίνεται φτάσει ἀκόμα ἡ ὥρα τῆς σύμπτωσης τῶν πρωτοβουλιῶν του μὲ τοὺς δικούς τους σχεδιασμούς. «Βλέπεις, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη ἡ σύμπτωση τῶν προτεραιοτήτων ποὺ τάσσει καθένας μας γιὰ τὸ μέλλον. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ δύσκολη ἡ συνεννόηση, γι’ αὐτὸ καὶ κάποτε χάνονται οἱ εὐκαιρίες. Ὅμως ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, πρέπει νὰ φτάσει ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ὡριμάσει καὶ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἕνα ὄνειρο. Τίποτα δὲν γίνεται διὰ τῆς βίας· τίποτα δὲν ἐπιβάλλεται, γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἐπιβληθεῖ δὲν θὰ καρποφορήσει. Θά’ ρθει, εἶμαι σίγουρος, ἡ μέρα ποὺ οἱ συμπατριῶτες μας θὰ πραγματοποιήσουν τ’ ὄνειρο αὐτό. Ἐσὺ ἴσως νά ’σαι τυχερὸς νὰ τὸ δεῖς...» μοῦ εἶχε πεῖ μία φορὰ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του στὸ Ἅγιον Ὅρος, πικραμένος ποὺ ὁ ἴδιος δὲν πρόφταινε νὰ ζήσει αὐτὴ τὴ χαρά. Περπατώντας μέσα στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους τῆς «τιτανόκτιστης» Ἐμπορικῆς Σχολῆς, συλλογιζόταν πὼς ἔπρεπε ν’ ἀφήσει κατὰ μέρος κάθε ἄλλη σκέψη καὶ δραστηριότητα καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ πῶς θὰ κατορθώσει ἀφ’ ἑνὸς νὰ συμπλησιάσει τὰ διεστῶτα καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἐπιμεληθεῖ τὸ πρόγραμμα σπουδῶν γιὰ τὴν προσεχῆ διδακτικὴ περίοδο ὥστε νὰ εἶναι κατάλληλο καὶ ἀποδοτικὸ γιὰ τὴν «εἰς ἐμπόριον προοριζομένην νεολαίαν», ὅπως ἀπὸ διετίας εἶχε προτείνει ἡ συνέλευση τῶν ἐμπόρων, ἡ ὁποία εἶχε ἀποφασίσει νὰ ὑποστηρίξει τὸ Φροντιστήριο «διὰ πάσης θυσίας». Ἤδη τὸ καλοκαίρι προχωροῦσε καὶ πρὶν μπεῖ τὸ φθινόπωρο ἔπρεπε νὰ ἔχουν ὅλα ἑτοιμαστεῖ ὥστε μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν μαθητῶν νὰ μὴν ὑπάρξει κανένα κενό, πρωτίστως στὸ διδακτικὸ προσωπικό. Καὶ βέβαια θὰ ἀναλάμβανε ὁ ἴδιος τὴ διδασκαλία τῶν ἱερῶν μαθημάτων, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔφτανε, ἔπρεπε νὰ ἀναλάβει ὁπωσδήποτε καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ποιητῶν, ὥστε νὰ ἐνισχυθεῖ στὸ μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ ἡ διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν. Τὸ κενὸ τῆς διδασκαλίας τῶν μαθηματικῶν σκεφτόταν νὰ τὸ καλύψει καλώντας στὴ Χάλκη τὸν ἀνεψιό του, τοῦ ὁποίου, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐξελίχθηκαν τὰ πράγματα, ἡ παρουσία στὸ νησὶ ἦταν χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Τί νά ’κανε ἐκεῖ σ’ ἕνα κολοβὸ πιὰ σχολειὸ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κύριλλου!
Τὸν Αὔγουστο ὁ Γέροντας παρουσίασε στὴ συνέλευση τῶν ἐφόρων τὶς σκέψεις καὶ τὶς προτάσεις του καὶ πρὶν ἀρχίσουν οἱ ἐγγραφὲς κι ἀνοίξουν οἱ πόρτες, ἦταν ὅλα ἕτοιμα. Ὅταν πιὰ τὸ φθινόπωρο εἶχε προχωρήσει, οἱ μέρες μίκραιναν καὶ τὰ μελαγχολικὰ ἀπογευματινά τῆς Χάλκης πλημμύριζαν ἀπὸ τοὺς κρωγμοὺς τῶν κορακιῶν, ποὺ σμήνη ὁλόκληρα, ἀφοῦ γυρόφερναν πάνω ἀπὸ τὸ πευκοδάσος ξεκουράζονταν γιὰ λίγο στὶς στέγες τοῦ Φροντιστηρίου κι ὕστερα ὅλα μαζὶ σηκώνονταν καὶ πετοῦσαν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν ἀπέναντι κορυφή· τὸ σχολεῖο εἶχε μπεῖ στὸν κανονικό του ρυθμό. Οἱ μαθητὲς παρακολουθοῦσαν μὲ ἐνδιαφέρον τὶς παραδόσεις· ἡ ἡσυχία καὶ ἡ τάξη κατὰ τὶς ὧρες τοῦ σπουδαστηρίου φανέρωνε τὴν προσήλωσή τους στὴ μελέτη. Ὅμως ἡ ὑπὲρ τοῦ ἀναμενόμενου ἀπροσδόκητη συρροὴ νέων μαθητῶν, εἶχε κατὰ πολὺ αὐξήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐγγραφῶν καὶ εἶχε δυσκολέψει τὰ πράγματα τόσο τῆς διαμονῆς, ὅσο καὶ τῆς διδασκαλίας. Βέβαια μεσοῦντος τοῦ σχολικοῦ ἔτους καὶ μάλιστα χειμώνα καιρὸ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει κανένα ἔργο προκειμένου νὰ διευθετηθεῖ ἡ στενότητα ποὺ εἶχε προκύψει, ὡστόσο τὸ καλοκαίρι κι ἀφοῦ θὰ τελείωναν τὰ μαθήματα καὶ θά ’φευγαν γιὰ τὶς διακοπές τους οἱ μαθητές, ἦταν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ γίνουν κάποιες ἐργασίες καὶ μάλιστα ἐκεῖνες ποὺ θὰ ἐξασφάλιζαν περισσότερους καὶ ἀνετότερους χώρους διδασκαλίας. Ἔτσι ὅταν ἔφτασε τὸ καλοκαίρι, ὁ Γέροντας ποὺ ἤδη εἶχε ἐξασφαλίσει τὴν ἔγκριση τῆς Ἐφορείας ξεκίνησε στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ συγκροτήματος τὶς ἐργασίες γιὰ τὴν κατασκευὴ καινούριων καὶ κατάλληλων γιὰ τὴ διδασκαλία αἰθουσῶν παραδόσεως, οἱ ὁποῖες ὣς τὸ τέλος τῆς θερινῆς περιόδου εἶχαν ἀποπερατωθεῖ κι ἦταν ἕτοιμες γιὰ τὴν καινούρια χρονιά. Τὸ ἐνδιαφέρον του ὅμως δὲν περιοριζόταν στὶς οἰκοδομικὲς ἐργασίες, ποὺ ἀφοροῦσαν τὶς ἀνάγκες τῆς Σχολῆς ἢ ἦταν ἐπιβεβλημένες γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τὸν καλλωπισμὸ τῶν ναῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Προδρόμου, ἐπεκτεινόταν καὶ σ’ ἄλλους τομεῖς ὅπως ἡ φροντίδα τῶν κειμηλίων καὶ προπάντων τῶν ἀπὸ αἰῶνες ἀφρόντιστων καὶ κάποτε ποντικοφαγωμένων χειρογράφων τῆς μονῆς. Ἕνα ἕνα τὰ μάζευε ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη, τοὺς ναούς, τὸ σκευοφυλάκιο καὶ τὰ διάφορα ράφια, ὅπου τὰ εὕρισκε, σὲ κάποιο δωμάτιο, σκοπεύοντας ὅταν θὰ ἐπέστρεφαν γιὰ τὴ συνέχιση τῶν σπουδῶν τους οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς ἀναθέσει, κάποιες ὧρες τῆς σχόλης τους, τὸ ἀρχικὸ ξεσκόνισμά τους κι ὕστερα ὁ ἴδιος θὰ τὰ ταξινομοῦσε σιγὰ σιγά. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ συμμαζέματος διαπίστωσε πὼς πολλὰ ἀπὸ αὐτά, Συναξάρια, Συναξαριστὲς καὶ Μηναῖα τοῦ ἦταν ἄμεσα χρήσιμα καὶ ἀπαραίτητα στὴ δουλειὰ τῆς διόρθωσης τῶν Μηναίων, ποὺ ἤδη εἶχε
ξεκινήσει στὸ Φανάρι. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ποὺ κατέφθασε, μὲ κάτι λίγα γρόσια στὴν τσέπη, ὁ Νικόλας ἀπὸ τὸ Γλυκύ, προκειμένου νὰ φοιτήσει. Ὁ Γέροντας γέλασε ὅταν ἄκουσε τὸ ποσὸ ποὺ διέθετε ὁ συγχωριανός του φιλομαθὴς νέος, «ὁ σοφὸς Σολομῶν» ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ θυμόσοφος παπα-Κυριάκος. Μὴ θέλοντας νὰ τὸν ἀπογοητεύσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸ μέγεθος τῆς ἐπιθυμίας του, τοῦ εἶπε: «Ἄκου Νικόλα παιδί μου. Ἔχω ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια γιὰ σένα ἀπὸ τὸν μακαρίτη τὸν ἀδελφό μου καὶ δάσκαλό σου, ὅμως τὰ χρήματα ποὺ ἔφερες μαζί σου δὲν φτάνουν γιὰ δίδακτρα οὔτε μισοῦ χρόνου καὶ ἔχω ἤδη ἕνα ὑπότροφο συμπατριώτη μας· ἔχω πολλὲς ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἂν ἡ Ἐφορεία θὰ δεχτεῖ κι ἕνα δεύτερο. Ἂν θέλεις μπορεῖς νὰ καθίσεις τὸ καλοκαίρι ἐδῶ κι ὅταν πλησιάσει ὁ καιρὸς τῶν ἐγγραφῶν θὰ παρακαλέσω τὸν κύριο Ζαχάρωφ νὰ σὲ δεχτεῖ. Ὅμως καὶ σὺ πρέπει νὰ κάνεις κάποια προσφορὰ στὸ «Φροντιστήριο». Ἐκεῖνος ἀμέσως ρώτησε σὰν τί ἀντιπροσφορὰ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας ἀπένταρος μαθητὴς κι ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο συλλογισμένος εἶπε: «Νά, παραδείγματος χάρη, νὰ βοηθᾶς καθημερινὰ στὴν τράπεζα ἢ κάτι παρόμοιο…». Ὁ νεαρὸς στάθηκε γιὰ λίγο ἀμίλητος, σκέφτηκε ὅτι ἄλλη ἐπιλογὴ δὲν εἶχε παρὰ ἢ νὰ δεχτεῖ τὴν πρόταση ἢ νὰ μπεῖ στὸ καράβι καὶ νὰ γυρίσει γιὰ πάντα στὶς γεωργικὲς ἐργασίες τοῦ νησιοῦ. Δίστασε γιὰ λίγο κι ὕστερα κοιτώντας κατάματα τὸν Γέροντα κούνησε τὸ κεφάλι του καταφατικά. «Ἐμπρὸς λοιπόν, πᾶμε νὰ σοῦ δείξω ποῦ θὰ μένεις» εἶπε πιάνοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὤμους. Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν ὁ Νικόλας ἔμαθε πὼς νὰ φροντίζει τὰ διάφορα χειρόγραφα καὶ στοιχειωδῶς νὰ τὰ ταξινομεῖ. Μετά, ὁ Γέροντας τὰ ἔπαιρνε ἕνα ἕνα ξεχωριστὰ καὶ τὰ περιεργαζόταν, κάποτε μάλιστα ἐπὶ ὧρες. Τὸ περιεχόμενό τους ἦταν ὄντως σπουδαῖο καὶ χρησιμότατο γιὰ τὴν ἐργασία τῆς διόρθωσης. Ἔτσι κάθε φορὰ ποὺ εὕρισκε κάποιο Μηναῖο ἢ Συναξάρι, ἀφοῦ τὸ διάβαζε μιὰ φορὰ ὁλόκληρο ἐπὶ τροχάδην, ἄρχιζε προσεκτικὰ τὴ μελέτη του κρατώντας ἐκτεταμένες σημειώσεις τὶς ὁποῖες τακτοποιοῦσε συστηματικὰ προκειμένου νὰ εἶναι πρόσφορες καὶ εὔχρηστες. Ἡ πρόθεσή του, μιᾶς ἁπλῆς τακτοποίησης, τὸν εἶχε ὁδηγήσει σ’ ἕνα ἀληθινὸ θησαυρό, ὁ ὁποῖος τοῦ προσέφερε ἐξαιρετικὲς δυνατότητες γιὰ τὴν τελειότερη πραγματοποίηση τοῦ ἔργου ποὺ εἶχε ἀναλάβει καὶ τὸ ὁποῖο πολὺ τὸν εἶχε προβληματίσει ὅταν τοῦ προτάθηκε. Ἡ ἀπασχόλησή του αὐτή, ἔγινε αἰτία νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὴν διαρκὴ παλινδρόμηση στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ Κύριλλου, ποὺ φανερὰ τὸν εἶχε καταβάλλει τὸν πρῶτο καιρό, ἀλλὰ καὶ κατὰ διαστήματα δὲν ἔπαυε νὰ καταστέλλει καὶ νὰ ἐξουδετερώνει τὴν ἐνεργητικότητά του. Ἦταν μιὰ διαφυγή,
ἡ ὁποία ἀνεπαίσθητα σκόρπιζε σιγὰ σιγὰ τὴ βαθιά του θλίψη διώχνοντας μακριὰ τὶς μαῦρες σκέψεις καὶ τὶς τύψεις ποὺ ἀρχικά τοῦ εἶχαν δημιουργηθεῖ. Ἀργά, σταδιακά, ἀλλὰ σταθερὰ ξανάβρισκε τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν δημιουργικότητά του. Αὐτὴ τὴ δημιουργικότητα, ἡ ὁποία ξεκίνησε ὡς αἴσθημα καθήκοντος πρὸς τὸ ἀρχειακὸ ὑλικὸ τῆς Καμαριώτισσας, εἶχε μεταβληθεῖ σ’ ἕνα γοργὸ βηματισμὸ ἐπεξεργασίας τοῦ ὑλικοῦ, τὸ ὁποῖο σύντομα θὰ χρησιμοποιοῦσε προκειμένου νὰ καταλήξει σὲ μιὰ στέρεη καὶ ὀρθότροπη μορφὴ τῆς διάταξης τῶν Μηναίων. Οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες γιὰ τὶς καινούριες αἴθουσες παραδόσεων βάδιζαν παράλληλα μὲ τὴν ἔρευνα τῶν ἀρχαίων χειρογράφων της μονῆς. Ὁ Γέροντας μετὰ τὸν Ὄρθρο τὸ πρωὶ καὶ τὸ ἀπόγευμα, πρὶν τὸν Ἑσπερινό, πήγαινε στὸν χῶρο τῶν ἐργασιῶν γιὰ νὰ παρακολουθήσει τοὺς μάστορες, νὰ τοὺς ἐλέγξει καὶ νὰ τοὺς δώσει ὁδηγίες. Τὶς ἄλλες ὧρες κλεινόταν στὴ βιβλιοθήκη ἢ τὸ δωμάτιό του διαβάζοντας καὶ σημειώνοντας. Τόση ἦταν ἡ δουλειὰ ποὺ εἶχε κάνει ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι ὥστε ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ἡ σχολικὴ περίοδος, ἡ ἔκδοση τῶν Μηναίων θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ πρὶν τὰ μέσα τοῦ ἑπόμενου χρόνου. Τὰ μαθήματα, βέβαια, ποὺ θ’ ἄρχιζαν σὲ λίγο δὲν ἐπέτρεπαν κάτι τέτοιο, ὅμως ἦταν ἱκανοποιημένος καὶ πολὺ χαρούμενος γιὰ τὴν πρόοδο ποὺ εἶχε κάνει καὶ δὲν τοῦ ἔμενε πλέον καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι, πρῶτα ὁ Θεός, στὸ τέλος τοῦ ἐρχόμενου χρόνου τὸ ἔργο θὰ βρισκόταν στὸ τυπογραφεῖο.
Βιαστικὰ ἀνέβηκε τὰ σκαλιὰ ὁ παιδονόμος καὶ μὲ δισταγμὸ χτύπησε τὴν πόρτα τῆς παράδοσης, ὅπου ἐκείνη τὴν ὥρα δίδασκε ὁ διευθυντής. Ὁ Γέροντας ἀφοσιωμένος στὴ διδασκαλία του δὲν ἄκουσε τὸ ἤπιο χτύπημα τοῦ Εὐάγγελου κι ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ τὸ ἐπισήμανε ἀμέσως. Ἐκεῖνος διέκοψε τὴ διδασκαλία καὶ παράγγειλε ἕνα μαθητὴ νὰ ἀνοίξει. Μὲ ἔκπληξη εἶδε στὸ ἄνοιγμα τὸν παιδονόμο σὲ στάση προσοχῆς καὶ μὲ αὐστηρὸ ὕφος τὸν ρώτησε γιατί τὸν διέκοψε. «Ξέρετε...» εἶπε ξεροκαταπίνοντας μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, «κάποιος στὴν εἴσοδο λέει ὅτι κατὰ τὸ μεσημέρι θὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ ὁ Πατριάρχης. Αὐτὸ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ....» συμπλήρωσε κι ἔκανε νὰ φύγει, ἀλλὰ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ περιμένει κι ἀφοῦ συνέστησε στοὺς μαθητές του ἡσυχία κατέβηκε μαζί του τὶς σκάλες καὶ κατευθύνθηκε στὴν εἴσοδο. Πράγματι ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ Πατριάρχη ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας, καὶ τὸν ἔστειλαν νὰ ἀναγγείλει τὴν ἐπικείμενη ἐπίσκεψη.
Ὁ Γέροντας αἰφνιδιάστηκε καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ ὑποθέσει καὶ τί ἐνδεχόμενα ἔκρυβε ἡ ἀπροειδοποίητη αὐτή, σὰν ἕφοδος, ἄφιξη τοῦ νέου Πατριάρχη. Κι ἀκόμα τί σκοπὸ εἶχε ἡ ἄνοδός του πρῶτα στὸ ρημαγμένο καὶ σχεδὸν ἐγκαταλειμμένο μοναστήρι; Ὡστόσο ἡ ὥρα δὲν ἦταν κατάλληλη γιὰ ὑποθέσεις καὶ εἰκασίες· τὰ χρονικὰ περιθώρια ἦταν στενὰ κι ἔπρεπε ἀμέσως νὰ κινητοποιήσει τοὺς πάντες γιὰ τὴν ὑποδοχή, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλοξενία ἀφοῦ τὸ μεσημέρι ὅπως ἦταν ἑπόμενο θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς παραθέσει τὸ γεῦμα. Διέκοψε τὰ μαθήματα σ’ ὅλες τὶς τάξεις καὶ ἀνέθεσε στοὺς μαθητὲς τὴ φροντίδα τῆς τακτοποίησης τῶν παραδόσεων, τῆς βιβλιοθήκης καὶ τοῦ αὐλόγυρου, ἐνῶ τὸ προσωπικὸ σὲ παρόξυνση δραστηριότητας, φρόντισε τάχιστα τὴν καθαριότητα τῶν ναῶν καὶ τὴν προετοιμασία τοῦ κεράσματος καὶ τοῦ φαγητοῦ. Πρὶν κὰν κλείσουν δυὸ ὧρες, τὰ πάντα ἦταν ἕτοιμα καὶ οἱ μαθητὲς παρατεταγμένοι στὴν εἴσοδο. Δὲν βράδινε ὁ Πατριάρχης μὲ τὴ συνοδεία του, σχεδὸν μεσημέρι ἦταν ἐκεῖ. Ὁ Γέροντας τὸν ὑποδέχτηκε ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο κι ὕστερα ὅλοι μαζὶ πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς διακόσιους μαθητές, τοὺς ὁποίους ὁ Πατριάρχης εὐλόγησε καὶ ἄφησε νὰ τοῦ φιλήσουν τὸ χέρι καθένας ξεχωριστά. Συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς δεσποτάδες μπῆκε πρῶτα στὸν ναὸ τοῦ Προδρόμου κι ἀφοῦ προσκύνησε κατευθύνθηκε στὸν ναὸ τῆς Καμαριώτισσας, ὅπου ἔγινε ἡ δέηση. Μετὰ τὸ λιτὸ μὰ περιποιημένο γεῦμα ποὺ τοὺς εἶχε ἑτοιμαστεῖ, ὁ Πατριάρχης ζήτησε νὰ περιηγηθεῖ τοὺς χώρους τοῦ σχολείου. Ὁ Γέροντας τὸν ὁδήγησε στὶς αἴθουσες παραδόσεων, τὴ βιβλιοθήκη καὶ τὶς αἴθουσες τοῦ Μουσείου, ὅπου οἱ σύλλογοι τῶν μαθητῶν τῶν ἀνώτερων τάξεων συναντιόταν ἐκτὸς προγράμματος γιὰ νὰ μελετήσουν τοὺς ἀρχαίους ποιητὲς καὶ τοὺς διάφορους συγγραφεῖς καὶ νὰ ἀπαγγείλουν δικά τους γυμνάσματα. Ἡ ἱκανοποίηση καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Πατριάρχη ἦταν ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του κι ὅταν ἡ περιήγηση εἶχε τελειώσει καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὴν ἔξοδο, γυρνώντας πρὸς τὴ συνοδεία του εἶπε: «Ἔτσι φαντάζομαι κι ἔτσι θὰ γίνει σύντομα καὶ ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸ Λόφο τῆς Ἐλπίδας». Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του, οἱ κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν ἄλλων ὑπομειδίασαν εἰρωνικά, ἐνῶ ἀνέκφραστοι καὶ ἀμήχανοι ἔδειχναν οἱ περισσότεροι στὴν πρώτη σειρά. Ὁ Πατριάρχης δὲν ἔδωσε συνέχεια καὶ καθὼς πιὰ εἶχαν φτάσει στὴν ἔξοδο, θέλησε νὰ ἀποχαιρετίσει τὸν Γέροντα. Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι θὰ ἦταν τιμὴ του ἂν
δεχόταν νὰ τὸν συνοδεύσει ὣς τὸ πλοιάριο. Ἔτσι μὲ ἀργὰ βήματα, κατέβηκαν τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ μικρὴ ἀποβάθρα. Πρὶν μπεῖ στὸ πλοῖο ὁ Πατριάρχης, ὁ Γέροντας ἔσκυψε καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι λέγοντας: «Παναγιώτατε, σᾶς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ τιμὴ πού μας κάνατε καὶ εἶμαι πάντα πρόθυμος νὰ συνεισφέρω σ’ ὅ,τι ἡ Παναγιότης σας κρίνει». «Τὸ γνωρίζω πανοσιολογιώτατε, τὸ ἔχετε ἀποδείξει... ἐκεῖνο ποὺ τώρα περιμένω τὸ συντομότερο δυνατὸ ἀπό σᾶς, εἶναι ἡ ἀποπεράτωση τῆς διόρθωσης τῶν Μηναίων, γιὰ τὴν ὁποία δὲν βρήκαμε χρόνο νὰ μιλήσουμε σήμερα» «Μὴν ἀνησυχεῖτε Παναγιώτατε, σὺν Θεῶ Ἁγίω, στὶς ἀρχὲς τοῦ ἐρχόμενου ἔτους θὰ ἔχουν ἐκδοθεῖ. Ἤδη τὰ περισσότερα χειρόγραφα βρίσκονται στὸ τυπογραφεῖο, ἐνῶ περιμένω πολὺ σύντομα τὰ πρῶτα τυπογραφικὰ δοκίμια». Τὸ πλοιάριο ἀπομακρυνόταν ἀργὰ ἀργὰ ἀπὸ τὴ Χάλκη καὶ ὁ Γέροντας ἀνηφορίζοντας μαζὶ μὲ τοὺς καθηγητές, σχεδὸν ἀσθμαίνοντας, διαλογιζόταν τί ἄραγε σήμαιναν τὰ λόγια του Πατριάρχη «Ἔτσι φαντάζομαι κι ἔτσι θὰ γίνει σύντομα καὶ ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας» κι ἀκόμα τί ἔκρυβε τὸ εἰρωνικὸ χαμόγελο, ὅσων μποροῦσαν νὰ μειδιάσουν. Πῶς πέρασαν δυὸ χρόνια ἀπὸ τότε οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε. Θέλεις τὰ βαριὰ καθήκοντα τοῦ διευθυντῆ, θέλεις οἱ πολλὲς παραδόσεις, θέλεις οἱ ἀτέλειωτες ὧρες πάνω ἀπὸ τὰ χειρόγραφα καὶ τὶς διορθώσεις τῶν Μηναίων, ἔκαναν τὸν χρόνο νὰ τρέξει ὁλοταχῶς. Τὸ καινούριο σχολικὸ ἔτος, δὲν θὰ καταφθάσουν στὴ Χάλκη μόνο οἱ δικοί του μαθητὲς τῆς σχολῆς τῶν Ἐμπόρων, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι τοῦ Τυπάλδου στὴ Θεολογικὴ Σχολή, ποὺ θὰ στεγαστεῖ στὴν ἀνακαινισμένη κι ἀγνώριστη πιὰ Μονὴ τοῦ Ἐσόπτρου τῆς ὁποίας ἡ μορφή, ὅπως μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια διαπίστωσε πρὶν λίγες μέρες, ἐπαληθεύει τὰ λόγια του Πατριάρχη κατὰ τὴν πρώτη ἐπίσκεψή του πρὶν δυὸ χρόνια, διαψεύδοντας παταγωδῶς τὰ εἰρωνικὰ χαμόγελα κάποιων τῆς συνοδείας του. Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβρη καὶ μετά, τὸ ὄνειρο τοῦ Πατριάρχη νὰ δεῖ μιὰ ἀντάξια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας θεολογικὴ σχολὴ θ’ ἀρχίσει νὰ παίρνει σάρκα καὶ ὀστά. Στὸ ἀγνώριστο πιὰ μοναστήρι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισή του πολέμησαν καὶ διέβαλαν μὲ χίλιους τρόπους, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ καὶ καμμιὰ ἀναστολή, οἱ ἐχθροί τοῦ Πατριάρχη, σ’ ἕνα μήνα θὰ λειτουργοῦσε ἡ Θεολογικὴ Σχολή, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Τυπάλδου. Ὁ Γέροντας δὲν εἶχε καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰακωβάτος αὐτὸς, μὲ τὴ μεγάλη φήμη στὴ Βενετία, ποὺ τὸν γνώρισε ἀπὸ κοντὰ στὰ χρόνια της παραμονῆς του στὴν Κέρκυρα, ἀποτελοῦσε ἐγγύηση γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς Σχολῆς καὶ τὴ μελλοντικὴ ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.
Στὶς 13 Σεπτεμβρίου, ἐνῶ κατηφόριζαν τὸ Λόφο τῆς Ἐλπίδας, μετὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν παρεκκλησίων τῆς Σχολῆς ποὺ ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης, ὁ Γέροντας ἀφοῦ κοντοστάθηκε γιὰ λίγο σ’ ἕνα ξέφωτο ἀπέναντι στὴν Ἀντιγόνη γιὰ νὰ πάρει μιὰ ἀνάσα, γύρισε στὸν Λογιώτατο ποὺ τὸν συνόδευε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἄκου ἀνεψιέ, αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία μου χρονιὰ στὴ Σχολή. Ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τῶν μαθημάτων θὰ δώσω τὴν παραίτησή μου. Ἐσὺ βέβαια πρέπει νὰ παραμείνεις στὴ θέση σου, προσωρινὰ ὅμως, κράτα το μόνο γιὰ σένα καὶ μὴν κάνεις κουβέντα σὲ κανέναν. Δὲν θέλω ἀπὸ τώρα νὰ ἀρχίσουν οἱ ζυμώσεις καὶ τὰ ψοὺ ψοὺ γιὰ τὴ διαδοχή μου» «Καὶ τί θὰ κάνετε θεῖε μου; Θὰ γυρίσετε στὴν Ἴμβρο γιὰ νὰ μπλέξετε πάλι μὲ τὴν ψυχοφθόρα ὑπόθεση τῆς ἀνέγερσης τοῦ σχολείου»; ρώτησε ὁ Λογιώτατος. Ὁ Γέροντας παίρνοντας ξανὰ ἀργὰ τὸν κατήφορο κι ἀναστενάζοντας βαθιὰ εἶπε: «Μακάρι νὰ τὸ μποροῦσα! Ὅμως δὲν ἔχω πιὰ οὔτε τὶς σωματικὲς δυνάμεις, οὔτε τὴν ψυχικὴ ἀντοχή. Αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ τὸ συνεχίσετε καὶ πρέπει νὰ τὸ τελειώσετε ἐσεῖς· κι ὅταν λέω ἐσεῖς ἐννοῶ ἐσένα, τὸν Εὐστράτιο ποὺ ἀποφοιτᾶ σὲ λίγο ἀπὸ τὴ Σχολή μας καὶ τὸν συγχωριανό μας τὸν Νικόλα, ὁ ὁποῖος ἀπ’ ὅτι κατάλαβα ἡ κλήση μᾶλλον ἐδῶ πάνω τὸν ὁδηγεῖ». Ἔγινε γιὰ λίγο σιωπὴ καὶ μετὰ συνέχισε: «Πάντα πίστευα πὼς ὣς τὸν θάνατό μου θὰ κατόρθωνα νὰ δῶ στὴν πατρίδα μας ἕνα σωστὸ σχολειό, γι’ αὐτὸ πλανιόμουν διδάσκοντας δεξιὰ κι ἀριστερά, γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψα μόνο του τὸν Κύριλλο στοὺς Κύκλωπες καὶ τοὺς Λαιστρυγόνες τῆς ἀμάθειας καὶ τῆς κακοβουλίας, ποὺ γιὰ κανένα λόγο δὲν ἤθελαν νὰ ξυπνήσει τὸ νησί. Γι’ αὐτὸ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα γιὰ νὰ σπουδάσεις ἐσύ, ὁ Εὐστράτιος καὶ τώρα ὁ Νικόλας. Μόνο τὸν Γιώργη τοῦ Σταμάτη δὲν πρόφτασα νὰ ἑτοιμάσω σωστά, ἀλλὰ θὰ τὸν πάρω μαζί μου στὸ Ὄρος, ἂν ἀκόμα θέλει». «Στὸ Ὄρος;» ρώτησε ἀπορημένα ὁ Λογιώτατος. «Ναί, στὸ Ὄρος Λογιώτατε. Γιὰ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν εἶμαι. Ὅσο μποροῦσα νὰ διδάξω δίδαξα, ὅ,τι μποροῦσα νὰ γράψω τό ’γραψα. Δόξα τὸν Πανάγαθο, ἔγινε καὶ ἡ ἔκδοση τῆς διόρθωσης τῶν Μηναίων. Καὶ τί ἔκδοση ἔ; Ὁ Κορομηλᾶς κι ὁ Φοίνικας ἔβαλαν ὅλη τὴν τέχνη τους. Ἂς εἶναι εὐλογημένοι». «Καλὰ θεῖε καὶ οἱ ἱστορίες τῆς Ἴμβρου καὶ τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὶς ὁποῖες τόσο δούλεψες τί θὰ γίνουν;» «Θὰ γίνουν, θὰ γίνουν», ἀπάντησε κουνώντας τὸ κεφάλι καταφατικά. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου χρόνου ὁ Γέροντας τύπωσε στὸ τυπογραφεῖο τοῦ Κορομηλᾶ τὸ «Ἱστορικὸ Ὑπόμνημα» γιὰ τὴν Ἴμβρο, ποὺ συνέταξαν ὁ Μουστοξύδης κι ἐκεῖνος, ἐνῶ πρὶν τὴν παραίτησή του εἶχε παραδώσει πρὸς ἐκτύπωση τὸ «Ἱστορικὸ Ὑπόμνημα» γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, παραγγέλλοντας τὸν ἀνεψιό του νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν ἔκδοση. Στὸ μεταξὺ σ’ ἕνα γράμμα ποὺ εἶχε στείλει στὸν Ἄρχοντα Λογοθέτη, τοῦ
ἀνέθεσε νὰ ρωτήσει τὴ μάνα μου ἂν θὰ μ’ ἐπέτρεπε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὸ Ὄρος, ἐφ’ ὅσον βέβαια συνέχιζα νὰ θέλω νὰ καλογερέψω. Ἔτσι, ἕνα βράδυ μόλις εἴχαμε γυρίσει ἀπὸ τὰ χωράφια καὶ πρὶν ἀκόμα προφτάσω νὰ ξεσαμαρώσω τὰ ζῶα, εἴδαμε ἀπὸ μακριὰ νὰ καταφθάνει βιαστικὸς ὁ Κώστογλου. Ποτὲ ἀπ’ ὅσο θυμᾶμαι δὲν εἶχε ἐπισκεφτεῖ τὸ σπιτικό μας ἡ ἀρχοντιά του, ἀκόμα κι ὅταν ζοῦσε ὁ πατέρας καὶ τὸν χρειαζόταν γιὰ κάποιο ἀγώγι, πάντα ἔστελνε κάποιο ὑποτακτικό του. Ἡ μάνα μου ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατέβαζε ἀπὸ τὸν ὦμο τὴ στάμνα στάθηκε στὸ κατώφλι, ἀποσβολωμένη ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐπίσκεψη — ἕνα ἄγαλμα στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας— χωρὶς νὰ προφέρει λέξη. Ἐκεῖνος ἀντιλαμβανόμενος τὴν τρομάρα της, ἔσπευσε νὰ τὴ καθησυχάσει λέγοντας: «Μὴν τρομάζεις κυρά, γιὰ καλὸ ἔρχομαι». Τότε μόνο παίρνοντας θάρρος, ξέπνοα καλωσορίζοντάς τον εἶπε: «Καλή σου ὥρα Ἄρχοντα, πέρασε μέσα». Κάθισε στὴν ἄκρη τοῦ καναπὲ κι ἀφοῦ καταδεχτικὰ πῆρε τὸ κέρασμα τῆς μάνας, ντοματάκι γλυκὸ μὲ φρέσκο νερὸ ποὺ μόλις εἶχε κουβαλήσει ἀπὸ τὴ βρυσάρα τοῦ πλάτανου, ἀναφέρθηκε στὰ γραφόμενα τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξουσιοδότησε νὰ ρωτήσει, ἂν ἐγὼ ἤθελα νὰ πάω στὸ Ὄρος μαζί του ὑποτακτικός, τώρα ποὺ θὰ ἐπέστρεφε ἐκεῖ, ἐφ’ ὅσον βέβαια συμφωνοῦσε ἡ μάνα μας. Γιὰ μένα ἡ πρόσκληση αὐτὴ ἦταν ὅτι περισσότερο ποθοῦσα, τὸ πρόσωπο ὅμως τῆς μάνας μου στὸ ἄκουσμα αὐτὸ συννέφιασε ἀπότομα, ρυτίδωσε τὸ μέτωπό της καὶ κάρφωσε τὰ μάτια της στὸ πάτωμα χωρὶς νὰ μιλᾶ. Ἐγώ, ἀπέναντι, προσπαθοῦσα μὲ κάθε τρόπο νὰ κρύψω τὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς, πού μοῦ δημιούργησε ἡ πρόταση αὐτή. Μείναμε στὴ θέση μας ἀμίλητοι γιὰ πολὺ ὥρα κι ὁ Λογοθέτης καταλαβαίνοντας τὴ δυσκολία τῆς στιγμῆς εἶπε: «Δὲν χρειάζεται νὰ μ’ ἀπαντήσετε τώρα… Κουβεντιᾶστε το πρῶτα». Ὅταν ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ μείναμε μόνοι, κοιτάζοντάς με κατ’ εὐθεῖαν στὰ μάτια ἡ μάνα μου ρώτησε: «Θὲς ἀλήθεια νὰ πᾶς στὸ Ὄρος;» «Ναὶ μάνα» ἀπάντησα χωρὶς νὰ χάσω δευτερόλεπτο. «Τό ’χεις σκεφτεῖ σοβαρά; Θυμᾶσαι τί σοῦ εἶχε πεῖ κάποτε ὁ Γέροντας: εἶναι βαριὰ ἡ καλογερική» «Τὸ ξέρω μάνα, εἶπα, μὰ θέλω νὰ πάω στὸ Ὄρος, νὰ μάθω πιὸ πολλὰ γράμματα, νὰ γίνω δάσκαλος σὰν τὸν Γέροντα» «Ἄλλο γράμματα, ἄλλο δάσκαλος κι ἄλλο καλόγερος» παρατήρησε ἐκείνη καὶ συνέχισε «καλόγερος θὰ πεῖ μοναξιά, θὰ πεῖ χάνω τοὺς φίλους μου, ἀφήνω πίσω μάνα κι ἀδέλφια καὶ ζώνομαι τὸ ράσο». Τὸ «ἀφήνω πίσω μου μάνα κι ἀδέλφια» πράγματι μὲ κλόνισε, ἀλλὰ σὲ λίγο μὲ πλημμύρισε πάλι ἡ ἐπιθυμία νὰ βρεθῶ δίπλα στὸν Γέροντα, ν’ ἀκούσω πάλι γιὰ τὰ θαυμάσια τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἱστορίας, τῆς θεολογίας καὶ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων. Νὰ βρεθῶ κάτω ἀπὸ τὰ κατάμεστα ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν τῶν
μοναστηριῶν γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχε νὰ λέει ὁ Γέροντας. Τὸ ὄνειρο μιᾶς ζωῆς ἀφοσιωμένης στὴ σπουδὴ καὶ τὴ γνώση ἦταν τόσο δυνατό, ὥστε οὔτε οἱ νουθεσίες, οὔτε οἱ προτροπές, οὔτε τὰ παρακάλια καὶ τὰ δάκρυα τῆς μάνας δὲν μπόρεσαν νὰ νικήσουν. Ἔτσι μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της καὶ μ’ ἕνα μπόγο στὰ χέρια ξεκίνησα γιὰ τὴ Χάλκη προκειμένου νὰ συνοδεύσω τὸν Γέροντα στὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του στὸ μοναστήρι.
***
ΞΑΝΑ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
Μὲ δυσκολία σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι στηριζόμενος στὸ ραβδί του, καὶ πλησίασε τὸ μικρό, γεμάτο βιβλία, τραπέζι, ὅπου πρὶν λίγο εἶχα ἀκουμπήσει τὸν δίσκο μὲ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ ἀνεβάζω καθημερινὰ ἀμέσως μετὰ τὸν Ἑσπερινό. Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν ἀναχώρηση: νὰ τακτοποιήσει τὶς ἐκκρεμότητες τῆς παράδοσης στὸ Φροντιστήριο, νὰ μαζέψει τὰ πλέον ἀπαραίτητα γιὰ τὴ μετεγκατάσταση, νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἀπρόσκοπτη ἐν ἐξελίξει ἔκδοση τοῦ τελευταίου του ἔργου, ἀλλὰ προπάντων ἡ ταλαιπωρία τοῦ πολυήμερου ταξιδιοῦ, μιὰ νὰ περιμένουν τὶς ἀπαραίτητες διατυπώσεις τῆς ὀθωμανικῆς γραφειοκρατίας γιὰ τὸν ἀπόπλου, τὴν ἄλλη τὸν οὔριο ἄνεμο μὲ τὶς μέρες ἀραγμένοι στὴν Καλλίπολη, ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἐκείνη ἡ ἀπρόσμενη θαλασσοταραχὴ μετὰ τὴ Λῆμνο, ποὺ κράτησε δυὸ ὁλόκληρα μερόνυχτα ὣς ὅτου προσορμισθοῦν στὸν γαλήνιο ὅρμο τοῦ Βατοπαιδιοῦ, τὸν κατέβαλε τόσο, ὥστε νὰ ξαναρχίσουν οἱ τυραννικοί του πονοκέφαλοι, ποὺ συχνὰ τὸν ἀχρηστεύουν κυριολεκτικά. Πάλι καλὰ ποὺ τὰ καταφέρνει καὶ σηκώνεται ἀπὸ μόνος του, ὕστερα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀπίστευτη περιπέτεια μέσα στὴ νύχτα καὶ τὴ θύελλα. Εἶχα ὁλότελα ἀπελπιστεῖ ὅταν τὴν πρώτη μέρα στὸ Βατοπαίδι δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ νὰ πάει στὸ μοναστήρι, ὅπου ὅλοι τὸν περίμεναν μὲ λαχτάρα καὶ προθυμοποιήθηκαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν βοηθήσουν. Μόνο τὴν ἑπομένη, ὑποβασταζόμενος καὶ μὲ ἀβέβαια βήματα περπάτησε ἀπὸ τὴν ἀποβάθρα ὣς τὴν πύλη. Μὲ χαρὰ τὸν ἔβλεπα τώρα νὰ περπατᾶ μὲ κάποια σταθερότητα, πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ τότε ποὺ ἤρθαμε. Στάθηκε μπροστὰ στὸ παράθυρο ἀκουμπώντας τὸ δεξί του χέρι στὸ περβάζι καὶ κοίταξε γιὰ πολλὴ ὥρα τὸ πλαισιωμένο πράσινο τῆς πλαγιᾶς, σκοτεινιασμένο ἀπὸ τὸ βράδυ ποὺ εἶχε τρυπώσει γιὰ τὰ καλὰ στὰ φύλλα τῆς καστανιᾶς. Ἔπειτα ἄφησε τὸ βλέμμα του νὰ πλανηθεῖ πέρα ἀπὸ τὴ ζώνη τῆς βλάστησης, στὸ γκρίζο, τὴν ὥρα αὐτή Αἰγαῖο, ποὺ ἁπλωνόταν πέρα μακριά, χωρὶς ὁρίζοντα καθὼς τὸ λυκόφως ἔσμιγε χρωματικὰ τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ θάλασσα. Τὸν εἶχε ἱκανοποιήσει ἀπεριόριστα ἡ προσφορὰ τοῦ ἡγουμένου καὶ τῆς σύναξης τῶν ἀδελφῶν τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ «ἀσμένως» τὸν ὑποδέχτηκαν, τοῦ κελλιοῦ δίπλα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Τοῦ θύμιζε τὸν ἐξώστη τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ὅπου μικρὸς καθόταν κι ἀγνάντευε τὴ θάλασσα ν’
ἁπλώνεται πέρα ἀπὸ τὸν κάμπο, ὣς τὸν ὁρίζοντα ποὺ τὸν ἔκλεινε ἡ συμμετρικὴ σιλουέτα τῆς Σαμοθράκης, ποὺ μὲ τὸ ὕψος τῆς κορυφῆς της διήγειρε τὴ φαντασία του σὲ ταξίδια μακρινά. Τὰ ταξίδια ποὺ σημάδεψαν ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ταξίδια ποὺ εἶχαν πάντοτε ὡς προορισμό τους τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρικὴ γῆ ποὺ διψοῦσε τὴ γνώση καὶ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς πολύμορφες δουλεῖες της. Τὴν ἐπιστροφὴ ποὺ πάντα ἔμοιαζε τόσο κοντινὴ ὄντας διαρκῶς ἀπόμακρη κι ἀπραγματοποίητη. Καὶ τώρα ἐδῶ, στὸ Κουτλουμούσι, σὲ τοῦτο τὸ καταφύγιο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μετάνοιας, τῆς γαλήνης καὶ τῆς ἐρημιᾶς, τῆς αὐτοσυγκέντρωσης, ἀνήμπορος σχεδὸν νὰ συνεχίσει νὰ ὀνειρεύεται τὴν ἐπανάκαμψη. Ἀπὸ τὴ μέρα τῆς ἐπανόδου στέκεται κάθε βράδυ μπροστὰ σὲ τοῦτο τὸ παράθυρο καὶ κοιτάζει τὸ πέλαγος πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς «φιλτάτης πατρίδος», ἀναλογιζόμενος τὸ χρέος πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν ἀνεκπλήρωτο πόθο του. Κι ὅταν πιὰ σκοτεινιάσει γιὰ τὰ καλά, ἀνάβει τὴ λάμπα καὶ κάθεται στὸ τραπέζι γιὰ νὰ πάρει μερικὲς κουταλιὲς ἀπὸ τὸ φαγητό του κι ὕστερα σπρώχνοντάς το στὴν ἄκρη, τραβᾶ κάποιο βιβλίο μπροστά του· τὸ ἀνοίγει, πλησιάζει στὸ φῶς καὶ σκύβει πάνω του, προσπαθώντας μέσα στὴ νύχτα νὰ ξεδιαλύνει, μὲ τὴν ἀδύνατη ὅρασή του, κάποια ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς γνώσης ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει ὣς τώρα στὴ ζωή του. Καθὼς ἄναψε τὴ λάμπα, ποὺ ἀπὸ νωρὶς τοῦ εἶχα ἑτοιμάσει, ἡ φωτισμένη του μορφὴ καθρεφτίστηκε στὰ σκοτεινὰ τζάμια τοῦ κελλιοῦ, ἐνῶ πίσω του ἡ μεγάλη σκιὰ τοῦ σώματός του σκέπασε ὁλόκληρο τὸν χῶρο πνίγοντας ὅλα τὰ ἀντικείμενα. Ἀκουμπώντας τὸ ἀριστερὸ χέρι στὸ τραπέζι ἔσκυψε προσεκτικὰ νὰ ψάξει τὸ βιβλίο ποὺ διάβαζε τὸ πρωί. Κατὰ τὴν κίνηση αὐτή, πρὸς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ, τὸ βλέμμα του ἀντίκρισε τὸ καθρεφτισμένο στὸ τζάμι πρόσωπό του, πλαισιωμένο ἀπὸ τὴ μακριὰ ἄσπρη γενειάδα καὶ τὸν σκοῦφο, λίγο ἀνεβασμένο, ν’ ἀφήνει ἔντονη τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου του μετώπου. «Γέρασα» μονολόγησε «γέρασα». Κι ὕστερα μὲ κάλεσε νὰ κρατήσω κοντά του ἕνα ἀναμμένο κερὶ ἐνῶ ὁ ἴδιος ἄρχισε νὰ παίρνει ἕνα ἕνα τὰ βιβλία ἀπὸ τὸ τραπέζι, ν’ ἀνοίγει τὸ ἐξώφυλλό τους πρὸς τὸ φῶς καὶ νὰ διαβάζει τοὺς τίτλους τους, ὥσπου σταμάτησε σὲ κάποιο τὸ ὁποῖο ξεχώρισε. Ἀφοῦ ξαναστοίβασε τὰ ὑπόλοιπα, πάλι στὴ ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ ὅπως ἦταν, πῆρε τὸ βιβλίο ποὺ εἶχε διαλέξει καὶ τὸ ἄνοιξε μπροστά του. Ἦταν ἡ «Νέα Κλῖμαξ» τοῦ δασκάλου του Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Φυλλογύρισε τὸ βιβλίο ὣς τὴ σελίδα ἑκατὸ κι ἄρχισε νὰ διαβάζει: «Ἁγίῳ Πνεύματι ἐνθεωρεῖται πᾶσα ἁγιότης. Οὐσιοῖ πᾶσαν γὰρ κτίσιν. Αὐτῷ λατρεύσωμεν. Θεὸς γὰρ ὡς Πατρί τε καὶ λόγῳ. (1»)
Ἑρμηνεία Θεωρία κυρίως εἶναι ἡ κατὰ νοῦν ἐνέργεια καὶ γνῶσις· καταχρηστικῶς δὲ θεωρία λέγεται καὶ ἡ δι’ ὀφθαλμῶν ὅρασις· κατὰ τοῦτο γὰρ διαφέρει ἡ θεωρία ἀπὸ τὴν ὅρασιν, καθότι ἡ μὲν θεωρία εἶναι νοητή, ἡ δὲ ὅρασις εἶναι αἰσθητή... Τί δὲ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι θεωρεῖται; κάθε, λέγει, ἁγιότης· ὅλα ὅσα μετέχουσιν τῆς ἁγιότητος… Τούτη ἡ ἀνάγνωση τὸν πήγαινε πολλὰ χρόνια πίσω, σὲ συζητήσεις γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅταν νεαρὸς ἀκόμα μοναχὸς ἄκουγε μὲ βαθιὰ προσήλωση τὸν συγγραφέα τῆς Κλίμακας νὰ τοῦ ἐξηγεῖ πῶς ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πηγὴ σοφίας καὶ γνώσης, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγαθότητά του. Καὶ τὸ πῶς σ’ αὔτη τὴν αὐτοσοφία καὶ αὐτόγνωση ἐμπεριέχεται ἡ ἀγαπητικὴ ἀγαθότητα, ἡ διδακτικὴ σοφία καὶ ἡ παρακτικὴ δύναμη, ὡς γενεσιουργὰ στοιχεῖα τῆς κτίσης. Αὐτὰ τότε στὴν νεότητά του, ὅταν διψασμένος γιὰ γνώση κι ἁγιότητα ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, συνεπαρμένος ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν καλόγερων στὰ μετόχια τοῦ νησιοῦ του, ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν ἀσκητῶν τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου, τὴ σοφία τῶν κελλιωτῶν δασκάλων ποὺ περνοῦσαν ὁλόκληρη τὴ ζωή τους σκυφτοὶ πάνω στὰ ἀναρίθμητα βιβλία, τὰ ὁποῖα γέμιζαν τοὺς πύργους τῶν μοναστηριῶν. Ἄκουγε ὁλ’ αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ καὶ θαυμαστά, τὶς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς πεζοπορίας μέσα στὶς μαγευτικὲς ρεματιές, κατάφυτες μὲ ροδοδάφνες, λυγαριές, μυρτιὲς καὶ παλιούρια, κάτω ἀπὸ βαθυΐσκιωτα πευκοδάση, γιγαντόκορμες βαλανιδιὲς κι ἀσημόφυλλα λιόδεντρα, πρὸς τὰ μακρινὰ κι ἀπόμερα ἐξωκκλήσια τῆς πατρίδας, ὅταν πήγαιναν νὰ τὰ λειτουργήσουν στὴ μέρα τῆς γιορτῆς τους καὶ νὰ τὰ πανηγυρίσουν. Ἐξαπτόταν ἡ φαντασία του καὶ φούντωνε ὁ πόθος του νὰ γνωρίσει τὸ εὐλογημένο αὐτὸ περιβόλι, ποὺ τὸ προστάτευε ἡ Παναγιὰ καὶ ποὺ τὶς ἀποβροχάρες μέρες τοῦ φθινοπώρου πρόβαλε μέσα στὴ φλεγόμενη δύση σὰν τεράστιος κῶνος πέρα ἀπὸ τὴ Λῆμνο. Κάτι τέτοια δειλινὰ ἀνέβαινε στὴν κορυφὴ τοῦ Ἅι Θανάση ἀναζητώντας τὴ συμμετρία του στὸν ὁρίζοντα κι ὀνειρευόμενος τὰ ἀναρριχημένα στὶς πλαγιές του βασιλικὰ μοναστήρια. Καθισμένος ἀτέλειωτες ὧρες στ’ ἀγνάντι, προσπαθοῦσε νὰ φανταστεῖ τὴ ζωὴ στὸν φημισμένο γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μετάνοια τόπο. Ὅμως ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς τὸν ἔθελγε ἡ φήμη τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης, τ’ ἀπέραντα ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν, κατάφορτα ἀπὸ βιβλία καὶ χειρόγραφα, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦσε κανεὶς νὰ ταξιδέψει στὴν ἱστορία, τὸν κόσμο καὶ τὸ σύμπαν. Ἡ δίψα τούτη τῆς μάθησης ἢ ἐκείνη τῆς
μετάνοιας τὸν ξεμπαρκάρισε κάποιο φθινοπωρινὸ ἀπόγευμα, σὰν τὸ σημερινό, στὴ γαλήνη τοῦ λιμανιοῦ τῆς Λαύρας, μετὰ ἀπὸ ἕνα γενναῖο ταξίδι στὰ κύματα τοῦ ἀρχιπελάγους, τοῦ μικροῦ ἱστιοφόρου τοῦ καπετὰν-Παναγῆ, ποὺ παραλίγο νὰ τσακιστεῖ ἀπὸ τὴ ρεστία στοὺς βράχους καθὼς ἔμπαινε στὸ Μανδράκι. Τὰ ἴδια λοιπὸν ξανά, πάλι, ἀπόψε· ἀναρίθμητες φορὲς ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀπόβραδο. Κάθε ποὺ σκοτείνιαζε καὶ σταματοῦσε κάθε σχέση μὲ τὶς ἀσχολίες καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑσπερινὴ προσευχή, ὅπου κι ἂν βρισκόταν, εἴτε στὶς πολύβουες πολιτεῖες τῆς Ἑσπερίας, εἴτε στὰ διδακτήρια καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας, εἴτε στὴ θαλπωρὴ τῆς γενέτειρας, μέσα στὴ μοναξιά του ἀναδυόταν πάντα ἡ ἴδια ἐρώτηση. Ἡ φλόγα τῆς γνώσης ἢ ἡ φλόγα τῆς μετάνοιας; Ἀναπάντητο ἐρώτημα. Καμινευμένος ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση γιὰ τ’ ἀξεδιάλυτα μυστήρια τοῦ κόσμου, μ’ ἀνοιχτὲς μπροστά του τὶς σελίδες τῶν κατακτήσεων τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, μονολογοῦσε «ἡ λαχτάρα τῆς γνώσης» κι ὕστερα ἀνοίγοντας τὸ παραθύρι ν’ ἀνακουφιστεῖ ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας, συνειδητοποιώντας τὴ μηδαμινότητά του κάτω ἀπὸ τὴ διασταλμένη ἀπὸ τὸ σκοτάδι διάσταση τοῦ οὐρανοῦ, ψιθύριζε: «Ἥμαρτον Κύριε!». Αὐτὴ ἡ ἄσβεστη δίψα τῆς γνώσης κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς μετάδοσής της καὶ τῆς διδασκαλίας ἦταν αὐτὲς ποὺ τὸν ὁδήγησαν, διὰ βίου, στὴ περιαγωγὴ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἀπὸ τὴν πατρίδα στὸ Ὄρος καὶ ξανὰ πίσω, κι ὕστερα στὶς Κυδωνιές, στὸν Βενιαμὶν καὶ τὸν Σαράφη, κι ἀπὸ κεῖ ξανὰ στὴν πατρίδα νὰ διδάξει καὶ νὰ σκορπίσει τὰ σκοτάδια τῆς ἀγραμματοσύνης καὶ τῆς προκατάληψης. Κι ὕστερα στὴ Θεσσαλονίκη κι ἀπὸ κεῖ —μέσα στὸν χαλασμό— στὴν Ἑσπερία, ὅπου πάροικος στὴ Μασσαλία καὶ Βενετία, κι ἀργότερα στὰ Ἰόνια ἐκπαιδευτήρια, μὲ τὶς παραινέσεις τοῦ Μουστοξύδη, θὰ προσφέρει στὶς ἐπερχόμενες γενιὲς τὴ συγγραφὴ τῶν ἐκπαιδευτικῶν βοηθημάτων γιὰ ν’ ἀφοσιωθεῖ, στὸ τέλος, στὴ διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τὴν ὑπηρεσία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὴν ἄλλωστε δὲν ἐγκατέλειψε τὴν τελευταία του προσπάθεια νὰ ἀποπερατώσει τὸ σχολειὸ στὴ γενέτειρα κι ἔτρεξε στὸ κάλεσμά της, ν’ ἀναλάβει τὴν ἐνδυνάμωσή της ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς θεοσεβιστές, κι ὕστερα νὰ πάρει τὴ σκυτάλη τῆς κατάρτισης τῶν γόνων τῶν κρατούντων τῆς πάλαι ποτὲ Βασιλεύουσας, ὅπου τὸ Γένος ἀκουμπώντας στὶς πατροπαράδοτες ἀξίες του ξεκινοῦσε τὴν ἀνάκαμψή του στοὺς νέους καιρούς; Ἐκεῖ δὲν στράγγιξε ὅλο τὸ ἀπόσταγμα τῆς πείρας καὶ τῆς γνώσης του γιὰ νὰ ξαναπάρει πάλι τὸν δρόμο πρὸς τὸν τόπο τῆς μετάνοιάς του; Καὶ νὰ τώρα ἐδῶ, στὸ καλογερικὸ κελλί του, ἀκουμπισμένο στὸ παρεκκλήσι τοῦ Προδρόμου,
θέλει νὰ καταλαγιάσει ἐπιτέλους τὸ ἀσίγαστο πάθος. Ὅμως ἀλίμονο, τὸν «ζαλίζουν» οἱ ἀγρυπνίες κι οἱ ἀτέλειωτες ὁλονυκτίες τῶν πατέρων, τόσο ποὺ νὰ σκέφτεται κι αὐτὴ ἀκόμα τὴ «λιποταξία». Πῶς νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ, ποὺ ἀκόμα πίσω του ἐκκρεμοῦν οἱ ὑποθέσεις καὶ οἱ ὑποχρεώσεις σὰν κι ἐκείνη τοῦ τυπώματος τῆς ἱστορίας τῆς Καμαριώτισσας, ποὺ μὲ γράμματα στὸν Λογιώτατο προσπαθεῖ ἐκ τοῦ μακρόθεν νὰ δώσει ὁδηγίες γιὰ τὴ διευθέτηση τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου· μέχρι ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν τρόπο φύλαξης τῆς ἀσημένιας του σφραγίδας, ποὺ ἂν πέσει σὲ χέρια ἀνενδοίαστων Κύριος οἶδε τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ ποὺ νὰ χρησιμοποιηθεῖ. Τὸν παρατηροῦσα πολλὴ ὥρα, ἔτσι ἀπορροφημένο μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο χωρὶς νὰ γυρίζει οὔτε ἕνα φύλλο κι ἤμουν βέβαιος πὼς ὁ νοῦς του ἔτρεχε σ’ ἄλλους κόσμους. Κάθε φορὰ ποὺ παραδινόταν στὴ σιωπὴ ἦταν σίγουρο ὅτι ταξίδευε. Ἄλλοτε στὸν χρόνο καὶ τὰ περασμένα κι ἄλλοτε στοὺς δαιδαλώδεις διαλογισμοὺς τῶν ἐννοιῶν τῆς ζωῆς, τῆς ὕπαρξης, τοῦ ἐπέκεινα καὶ τοῦ Θεοῦ. Βυθιζόταν μὲ τὶς ὦρες στὴ σιωπὴ χωρὶς τίποτα ἀπὸ τὰ γύρω νὰ τὸν ἀποσπᾶ. Κι ὕστερα, ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενες, ἄρχιζε νὰ μιλᾶ καὶ νὰ περιγράφει τὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμοὺς τοῦ διαστήματος τῆς σιωπῆς. Τότε ἦταν νά ’χεις δέκα αὐτιὰ νὰ τὸν ἀκοῦς καὶ δέκα χέρια νὰ γράφουν τὰ σοφά του λόγια. Ἥσυχα καὶ προσέχοντας ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρή μου κίνηση, περίμενα στὴν ἄκρη τῆς κάμαρας, καθισμένος, ὅπως συνήθως στὸ χαμηλὸ σκαμνάκι, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὴ σιωπή του γιὰ ν’ ἀρχίσει νὰ μιλᾶ. Μάταια, ὁ χρόνος περνοῦσε χωρὶς κανένα σημάδι νὰ δείχνει ὅτι ἡ περισυλλογή του πλησίαζε στὸ τέλος της. Ἔμενε στὴν ἴδια πάντα στάση, ἀκουμπισμένος μὲ τοὺς ἀγκῶνες στὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ μὲ τὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο πάντα στὴν ἴδια σελίδα καὶ τὸ βλέμμα ἀπλανές, καρφωμένο στὸ σκοτεινὸ τζάμι, ὅπου τὸ τρέμουλο τοῦ χλωμοῦ εἰδώλου τῆς φλόγας τῆς λάμπας ἦταν τὸ μοναδικὸ κινούμενο στοιχεῖο τοῦ σκηνικοῦ. Γιὰ νὰ προκαλέσω τὴν προσοχή του καὶ νὰ τὸν ἀποσπάσω, ἀνασήκωσα τὸ κορμί μου ἀκουμπώντας τὴν πλάτη μου στὸν τοῖχο. Τίποτα, οὔτε ποὺ τὸ πρόσεξε! Κανένα ἀποτέλεσμα· συνέχιζε νὰ κοιτάζει πρὸς τὸ σκοτεινὸ παράθυρο καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ σηκώσει τὸ ἀριστερό του χέρι καὶ ν’ ἀκουμπήσει στὴν παλάμη τὸ πηγοῦνι. Ἔμεινε γιὰ λίγο στὴ στάση αὐτὴ κι ὕστερα, καθὼς μετακινήθηκα πάνω στὸ σκαμνὶ ποὺ ἔτριξε, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ εἶπε: – Ἄντε βρὲ Γιώργη, πήγαινε νὰ κοιμηθεῖς κι εἶναι ἀργά. Σὲ λίγο θὰ σημάνει ὁ Ὄρθρος κι ἐσὺ ὅλη μέρα δούλευες. Ἄντε, τράβα νὰ ξεκουραστεῖς.
– Με τὴ εὐχή σου Γέροντα, εἶπα καὶ τράβηξα πρὸς τὴν πόρτα, μὰ μόλις τὴν ἄνοιξα τὸν ἄκουσα νὰ λέει: – Κι ἄκου Γιώργη, αὔριο τὸ πρωὶ νά ’ρθεις νὰ σοῦ πῶ, ποῦ μπορεῖ βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη ἐκεῖνος ὁ παλιὸς κώδικας τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ ἔτους μήπως καὶ μᾶς βοηθήσει νὰ ξεδιαλύνουμε ἐκεῖνο τὸ πρόβλημα τῆς ταυτότητας τοῦ ὑμνοδοῦ τῶν Στιχηρῶν Ἀνατολικῶν. Πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὸν συμβουλεύτηκα καὶ δὲν θυμᾶμε καλὰ ἂν ἀναφέρονται τίποτα λεπτομέρειες στὴν ἀκολουθία τῆς 3ης Ἰουλίου, τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀνατολίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Δὲν θὰ χάσουμε δὰ καὶ τίποτα μὲ τὸ νὰ τὸ ξαναδοῦμε. Ποτὲ νὰ μὴν βαριέσαι νὰ ξαναδιαβάσεις κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἀμφιβάλλεις, ἂν δὲν τὸ θυμᾶσαι σωστά· ἂν τυχὸν καὶ λαθεύεις θὰ ξεκινᾶς πάντα ἀπὸ τὸ ἴδιο λάθος καὶ θὰ ὁδηγεῖσαι διαρκῶς σὲ ἐσφαλμένα συμπεράσματα… Συνέχισα νὰ στέκομαι στὴ μισάνοιχτη πόρτα νομίζοντας ὅτι θὰ συνεχίσει τὶς συμβουλές του, ὅμως μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ σιωπή, χωρὶς νὰ κοιτάζει πιὰ πρὸς τὸ μέρος μου, συμπλήρωσε: – Καὶ κοίταξε μὴν ξεχάσεις ἀνεβαίνοντας νὰ μοῦ φέρεις καὶ κανένα ζεστὸ γιὰ τὸ στομάχι μου. – Ὄχι, δὲν θὰ ξεχάσω γέροντα, εἶπα κι ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου.
Ὁ Ἀββακοὺμ πλησίασε στὸ δεξιὸ ἀναλόγιο γιὰ νὰ πιάσει στὸν τρίτο ἦχο τὸ ἐξαποστηλάριο, ὅταν μέσα στὸ μισοσκόταδο εἶδα, μὲ ἔκπληξη, νὰ προχωρᾶ ἀργὰ ὁ Γέροντας πρὸς τὸ προσκυνητάρι. Λύγισε σὲ μετάνοια τὸ κορμί, ἔκανε τὸν σταυρό του κι ἀφοῦ προσκύνησε δεξιὰ κι ἀριστερὰ πῆγε καὶ στάθηκε σ’ ἕνα στασίδι τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ θρόνου. Τὰ χείλη του ἀνοιγόκλειναν διαρκῶς σιγοψάλλοντας. Πόσο ἀλήθεια τοῦ εἶχε λείψει αὐτὴ ἡ τάξη τοῦ μοναστηριοῦ, κι ἂς ἦταν πιὰ γι’ αὐτὸν τόσο κουραστική, κι ἂς τὸν ἐκνεύριζε κάπου κάπου ἡ λειτουργικὴ σχολαστικότητα τῶν ἀδελφῶν ποὺ ἔφτανε στὰ ὅρια τῆς ἀνούσιας τυπολατρείας. Ναί, τώρα, ἐδῶ, στὸ μισοσκόταδο τοῦ καθολικοῦ, μὲ τὶς μικρὲς φλογίτσες ν’ ἀντιφεγγίζουν στὰ πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, ξαναβρίσκει τὴ γαλήνη τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὶς ἀναγκαστικὲς σκέψεις τῆς καθημερινῆς φροντίδας καὶ ἀνταπόκρισης στὰ ποικίλα τῆς μακρόχρονης περιπλάνησης καθήκοντά του. Ἐδῶ πράγματι ἀπωθεῖται «πᾶσα μέριμνα» καὶ νιώθει ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ
τῆς βιωτῆς. Ξαναγύριζε στὸ λίκνο τῆς νεανικῆς του ἀφοσίωσης, στὸν ἐνθουσιασμὸ ἐκεῖνο τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, ὅταν ἡ ὁρμὴ γιὰ διατήρηση τῆς ἁγνότητας ἀντιπάλευε ἐκείνη τῆς κατάκτησης τῆς γνώσης. Ἦταν τὸ ἴδιο ὅπως τότε, ὅταν ὁδοιπορώντας κάτω ἀπὸ τὶς βαθυΐσκιωτες καρυδιὲς πήγαινε νὰ συναντήσει στὸ κελλί του τὸν γερο-Κύριλλο, γιὰ νὰ τοῦ ζεστάνει νερὸ νὰ βάλει μέσα τ’ ἀνήμπορα ἀπὸ τὴν ποδάγρα πόδια του ν’ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ κεῖνος νὰ τοῦ δείξει τὰ θαυμαστὰ τῆς γλώσσας καὶ τῆς σκέψης. Ἀναλογιζόταν ποιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ τὸν ὁδηγοῦσε: ἡ συμπόνια γιὰ τὸν γέροντα ἢ τὸ πάθος γιὰ τὴ γνώση; «Καὶ τὰ δυὸ» ἀπαντοῦσε ὅταν πιὰ δὲν ἄντεχε τὸν πολύωρο βασανισμὸ τῆς διάκρισης. Ἂν δὲν ἦταν στὴ μέση τὰ γράμματα θὰ ἔσπευδε στὴ φροντίδα τοῦ γερο-Κύριλλου; Πόσες φορὲς δὲν ἔτρεξε γονατιστὸς στὴ Φοβερὰ Προστασία γιὰ τούτη τὴν ἀμφιβολία του, ποὺ τώρα πιὰ ξέρει πὼς χωρὶς αὐτὴν δὲν γίνεται νὰ πλαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ τὸν δαμάζει καί, σιγὰ σιγά, χάνοντας τὴν τραχύτητα τῆς βεβαιότητας ἀποδέχεται τὴ μηδαμινότητά του μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς κτίσης καὶ τοῦ δημιουργοῦ της. Στεκόταν ὁλόρθος μ’ ἀκουμπισμένους τοὺς ἀγκῶνες στὰ μπράτσα τοῦ στασιδιοῦ χωρὶς νὰ γέρνει τὸ κορμὶ δεξιὰ ἀριστερά. Στιγμὴ δὲν κάθισε καθ’ ὅλη τη διάρκεια τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Λειτουργίας, σιγομουρμουρίζοντας κατὰ διαστήματα τοὺς ὕμνους καὶ κοιτάζοντας ἐλαφρὰ ἐπιτιμητικά τους ψάλτες κάθε φορὰ ποὺ ξεστράτιζαν στὸν ἦχο ἢ τοὺς παράσερνε ἡ φάλτσα φωνὴ τοῦ ἱερέα. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀπόλυση εἶχαν πιὰ γιὰ τὰ καλὰ φωτιστεῖ τὰ παράθυρα τοῦ τρούλου καὶ τῶν χορῶν κι οἱ μορφὲς τῶν μοναχῶν ἀναδύονταν ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Μποροῦσες μὲ εὐκολία νὰ διακρίνεις τὶς κινήσεις τοῦ σώματός τους καθὼς πηγαίνοντας ἀπὸ προσκυνητάρι σὲ προσκυνητάρι μετάνιζαν, μὲ πλήρη ἐξαφάνιση τοῦ προσώπου μέσα στὸ κουκούλι τους καὶ ἀναδίπλωση τοῦ σώματος, ποὺ κατὰ τὴν ἐπανόρθωσή του ἀνέμιζε γύρω του τὸ φαρδὺ ράσο, θαρρεῖς κι ἕνας ἄυλος ἄνεμος στροβίλιζε τὰ σώματά τους σ’ αὐτὴν τὴν ἐξαίσια μεταρσιωτικὴ ὄρχηση στὸν σολέα. Παρακολούθησε ὣς τὸ τέλος τὴν καθιερωμένη, ἀμετάβλητη μέσα στοὺς αἰῶνες τελετουργικὴ αὐτὴ διαδικασία καὶ στὸ τέλος ὅταν ὅλοι πιὰ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὸ καθολικό, κατέβηκε ἀπὸ τὸ στασίδι καὶ κατευθύνθηκε κι ὁ ἴδιος πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης. Στάθηκε γιὰ λίγο παρατηρώντας τὴν παράσταση κι ὕστερα ἔσκυψε καὶ τὴ φίλησε εὐλαβικά. Τὸ ἴδιο ἐπανέλαβε καὶ στ’ ἄλλα δυὸ προσκυνητάρια κι ὕστερα, μ’ ὅση εὐλυγισία τοῦ ἄφησαν τὰ χρόνια, ὑποκλίθηκε πρὸς τοὺς χοροὺς κι ἀφοῦ πέρασε ἀργὰ ἀπὸ τὴ λιτή, βγῆκε στὸν ὑαλόφρακτο νάρθηκα, ὅπου τὸ φῶς, ἄπλετο, ζωντάνευε τὶς
ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες του. Ἀπ’ ἔξω στέκονταν ἀραδιασμένοι οἱ πατέρες περιμένοντας καθένας τὴ σειρά του νὰ τὸν πλησιάσει καὶ νὰ τοῦ μιλήσει. Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ χαιρετισμοὶ κι ὁ καθένας τράβηξε γιὰ τὸ κελλί του, πρόσεξα πὼς ὁ ἡγούμενος ἦταν ἀκόμη στὴν αὐλὴ πηγαινοερχόμενος μπροστὰ στὸν τάφο τοῦ Πατριάρχη. Πλησίασα γρήγορα τὸν Γέροντα καὶ τὸν ρώτησα ἂν ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ πάω νὰ πάρω τὴν εὐλογία του γιὰ νὰ ψάξω στὴ βιβλιοθήκη τὸ χειρόγραφο τῶν Ἀκολουθιῶν, ὅπως μου εἶχε παραγγείλει τὸ προηγούμενο βράδυ. – Δὲν χρειάζεται Γιώργη, μοῦ ἀπάντησε, τοῦ τὸ ζήτησα ἐγώ. Μόνο ὡσότου ὁ πατὴρ Γεράσιμος κι ὁ γερο-Νικόδημος φέρουν τὰ κλειδιά τους γιὰ τὴν πόρτα, τρέχα πάνω στὸ κελλὶ νὰ μοῦ φέρεις τὸ μπαστούνι. – Τί νὰ τὸ κάνεις Γέροντα τὸ μπαστούνι, θὰ σὲ βοηθήσω ἐγὼ ν’ ἀνεβοῦμε στὸ κελλί. – Δὲν κατάλαβες βρὲ Γιώργη, δὲν τὸ χρειάζομαι γιὰ τὸ κελλί, γιὰ τὸν πύργο ποὺ θ’ ἀνεβοῦμε σὲ λίγο τὸ χρειάζομαι. Πραγματικὰ δὲν εἶχα καταλάβει. Δὲν φανταζόμουν πὼς θά ’χε τὸ κουράγιο ν’ ἀνεβεῖ τόσα σκαλιὰ ὣς τὴν κορυφὴ τοῦ πύργου, ὅπου βρισκόταν ἡ βιβλιοθήκη. Μὲ τρόμαξε ἡ ἀπόφασή του νὰ σκαρφαλώσει τὴν ἀπότομη κλίμακα τοῦ πύργου, αὐτὸς ποὺ λαχανίαζε ἀκόμα καὶ περπατώντας στὸ ἴσιωμα· ἦταν ριψοκίνδυνη αὐτὴ ἡ ἀπόπειρά του. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν τελευταία ἐπίσκεψή του, ὁ γιατρὸς τοῦ εἶχε συστήσει νὰ ἀποφεύγει ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρὴ κούραση γιατὶ ἡ καρδιά του ἦταν πολὺ ἀδύνατη καὶ ὅτι ἡ ἔντονη σωματικὴ προσπάθεια θὰ μποροῦσε νὰ ἀποβεῖ μοιραία. – Μὰ Γέροντα ὁ γιατρὸς…, μόνο πρόφθασα νὰ πῶ καὶ ἡ αὐστηρὴ ματιά του μοῦ ἔκοψε τὴ φόρα καὶ χωρὶς δεύτερη κουβέντα ἀνέβηκα τρέχοντας τὰ σκαλιὰ νὰ τοῦ φέρω τὸ μπαστούνι μὲ τὴν κοκάλινη λαβή, ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε κάθε βράδυ στὸν περίπατό του στὸν κῆπο τῆς Καμαριώτισσας. Μπροστὰ πήγαινε ὁ γερο-Νικόδημος κραδαίνοντας στὸ δεξί του χέρι μιὰ ἁρμαθιὰ κλειδιά, ἐνῶ μὲ τὸ ἀριστερό του κρατιόταν ἀπὸ τὴν κουπαστὴ τῆς σκάλας ὑποβοηθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τ’ ἀδύναμα πόδια του στὴν ἀνάβαση. Πίσω του μερικὰ σκαλιὰ ἀκολουθοῦσαν, δίπλα δίπλα, ὁ Γέροντας ἀπὸ τὴν ἔξω πλευρά, χρησιμοποιώντας κι αὐτὸς τὸ δεξί του χέρι, σὰν τὸν γερο-Νικόδημο, κι ἀπὸ μέσα ὁ πατὴρ Γεράσιμος μεταθέτοντας διαρκῶς τὸ μεγάλο κλειδὶ ἀπὸ τὸ
ἕνα του χέρι στ’ ἄλλο καὶ ἐξηγώντας τὶς ἀλλαγὲς ποὺ ἔγιναν στὸν χῶρο τῆς βιβλιοθήκης στὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν. Ἀμέσως πίσω τους ἀκολουθοῦσα ἐγώ. Ἡ σκάλα ἔτριζε συνεχῶς ἀπὸ τὰ πατήματα δίνοντας τὴν ἐντύπωση πὼς κάποιο ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια δὲν θά ’ντεχε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πίεσης τοῦ σώματος τοῦ παπα-Γεράσιμου. Στὰ μισά τῆς διαδρομῆς ὁ γερο-Νικόδημος ἀντιλαμβανόμενος πὼς εἶχε φύγει μπροστὰ ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσθμαίνουν, σταμάτησε ἀπότομα κι ἀκουμπώντας τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο ἄρχισε νὰ διηγεῖται πῶς ἕνας Γερμανὸς περιηγητὴς προσπάθησε νὰ τὸν δωροδοκήσει προκειμένου νὰ πάρει ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο τὸ παλιὸ Εὐαγγελιστάρι μὲ τὴν πανέμορφη παράσταση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη μὲ τὸν Πρόχορο. «Μ’ εἶχε ζητήσει νὰ τοῦ τὸ κατεβάσω στὸ δωμάτιο κι ὅταν ἀρνήθηκα, μ’ ἔκανε τὸν θυμωμένο στὴν ἀρχὴ κι ὕστερα ἄρχισε νὰ μὲ παρακαλᾶ νὰ τὸν ἀνεβάζω νὰ τὴ βλέπει… Καθόταν μὲ τὶς ὧρες καὶ τὴ θαύμαζε. Ξεκίνησε λοιπὸν κάποια μέρα νὰ τὴν ἀντιγράψει μὲ κάτι μπογιὲς ποὺ εἶχε κουβαλήσει μαζί του καὶ δὲν ἦταν καθόλου ἄσχημο τὸ ἀποτέλεσμα, ἔτσι ποὺ πραγματικὰ ἔδειξα τὸν θαυμασμό μου. «Σὰν ζωγραφιὰ παιδιοῦ εἶναι Νικόδημε αὐτὸ ποὺ ἔκανα, μπροστὰ στὸ πραγματικό», μοῦ ἀπάντησε καὶ μ’ ἔσκασε τὸ παραμύθι. «Τί θέλεις νὰ σοῦ δώσω, μοῦ λέει, γιὰ νὰ ξεχάσεις τὴν πόρτα τῆς βιβλιοθήκης ἀνοιχτὴ τὸ βράδυ;». Ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι μου, παρ’ ὀλίγο νὰ τοῦ κατεβάσω στὸ κρανίο τούτη τὴν ἁρμαθιὰ ποὺ βλέπεις» εἶπε σηκώνοντας ἀπότομα τὰ κλειδιὰ στὸν ἀέρα, κι ὁ ἦχος τους πλημύρισε τὸ μισοσκόταδο τοῦ κλιμακοστασίου. «Κι ὕστερα τί ἔκανες;» ρώτησε ὁ Γέροντας. «Τί ἔκανα; Τὸν ἅρπαξα ἀπὸ τὸν γιακὰ καὶ τοῦ εἶπα: Ὄξω ἀπὸ δῶ βρὲ κοπρόσκυλο!». «Ἥμαρτον Κύριε! Τί κουβέντες εἶν’ αὐτὲς γερο-Νικόδημε» εἶπε ὁ πατὴρ Γεράσιμος «θὰ σὲ κάψει ὁ Θεός. Χώρια πού μᾶς ἀκούει καὶ τοῦτο τὸ καλογερόπαιδο», συμπλήρωσε κοιτάζοντας πρὸς τὸ μέρος μου. «Μὴ νοιάζεσαι κι ὁ Θεὸς συχωρνάει τὰ λόγια καὶ τὰ καμώματα ποὺ γεννᾶ ἡ ἱεροσυλία! Ὅσο γιὰ τοῦτο τὸν δόκιμο καλὰ θὰ κάνει νὰ καταλάβει ἀπὸ τώρα πὼς γιὰ τοῦτα τὰ ἱερὰ πρέπει νά’ ναι πάντα ἕτοιμος, νὰ τὰ ὑπερασπιστεῖ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο». «Κι ὕστερα τί τὸν ἔκανες τὸν Γερμανὸ Νικόδημε;» ρώτησε ὁ Γέροντας. «Τὸν πέταξα ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι κι αὐτὸς πῆγε καὶ παραπονέθηκε στὸν Ἀγὰ ποὺ μὲ κάλεσε ἀμέσως ν’ ἀπολογηθῶ. Μὰ σὰν ἔμαθε τὴν ἀλήθεια, τὸν διέταξε νὰ μαζέψει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὴν ἄλλη μέρα νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ὄρος. Ἦταν δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος ἐκεῖνος ὁ Ἀγάς». Ἡ ἀνάπαυλα αὐτὴ τῆς διήγησης τοῦ περιστατικοῦ τοῦ Γερμανοῦ, ἀνασύνταξε τὶς δυνάμεις τοῦ Γέροντα ποὺ στηριζόμενος στὸ μπαστούνι του ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα στὸ ἑπόμενο σκαλοπάτι. Ἀργὰ καὶ χωρὶς νὰ μιλᾶμε μεταξύ μας, ἀνεβήκαμε
τὶς ὑπόλοιπες σκάλες ὣς τὴ σιδερένια πόρτα. Πρῶτος πλησίασε ὁ πατὴρ Γεράσιμος καὶ βάζοντας στὴν κάτω κλειδαρότρυπα τὸ μεγάλο κλειδί, ποὺ ὅση ὥρα ἀνεβαίναμε ἔπαιζε στὰ χέρια του, τὸ γύρισε τρεῖς φορὲς πρὸς τὰ δεξιά. Ὕστερα τὸ τράβηξε ἔξω, τό ’χωσε στὴν τσέπη του κι ὀπισθοχώρησε δίνοντας τὴ θέση του στὸν γερο-Νικόδημο, ποὺ μὲ γρήγορες κινήσεις τῶν δακτύλων ξεχώρισε τὸ κατάλληλο κλειδὶ καὶ βάζοντάς το στὴν ὑποδοχὴ τῆς πάνω κλειδαριᾶς, τὸ γύρισε κι αὐτὸς ἄλλες τρεῖς φορὲς κι ὕστερα ἔσπρωξε τὴ βαριὰ πόρτα μ’ ὅλη τὴ δύναμή του κι ὁλόκληρο τὸ σῶμα του. Τὸ θυρόφυλλο ὑποχώρησε κι ἄρχισε ν’ ἀνοίγει ἀργὰ γύρω στοὺς μεντεσέδες ποὺ βογκοῦσαν ὑπόκωφα. Ὅταν τὴν ἄνοιξε ὁλότελα καὶ τὴ στερέωσε στὸν τοῖχο μ’ ἕνα μάνταλο, ποὺ κρεμόταν εἰδικὰ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, μᾶς κάλεσε νὰ μποῦμε μέσα. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ παλιοῦ χαρτιοῦ τρύπησε τὴ μύτη μας, πλημμυρίζοντάς μας μὲ τὴν αἴσθηση τῆς κρυμμένης σοφίας καὶ τοῦ ἀνεξερεύνητου θησαυροῦ τῆς γνώσης. Κοίταζα ἐκστατικὸς τὰ λυγισμένα ἀπὸ τὸ βάρος ράφια καὶ τὰ στοιβαγμένα στὰ μεγάλα τραπέζια ὀγκώδη βιβλία καὶ χαρτιὰ στὴ γλώσσα μας μὰ καὶ σὲ γλῶσσες ποὺ ἀγνοοῦσα παντελῶς. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι προχωροῦσαν πρὸς τὰ μέσα, κατευθυνόμενοι πρὸς τὰ ράφια καὶ τὰ ἑρμάρια, ἐγὼ παρέμενα ἀκίνητος, δυὸ βήματα πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ κατώφλι τῆς εἰσόδου, προσπαθώντας νὰ χορτάσω αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο ὀσφρητικὸ μεῖγμα ποὺ ἐπεξεργάστηκαν ὁ χρόνος, ἡ κλεισούρα, τὸ χαρτί, τὸ μελάνι, ἡ κόλλα καὶ τὸ δέρμα. Γύρω μου, σκαρφάλωναν ὣς τὴν ὀροφή, στριμωγμένες στὰ ράφια πολύμορφες καὶ ποικιλόχρωμες, ὅλες σκοῦρες καὶ θαμπές, οἱ ράχες τῶν βιβλίων σὰν ναρκωμένες χρυσαλίδες ποὺ περιμένουν τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ γιὰ νὰ ζωντανέψουν, ν’ ἀνοίξουν τ’ ἀπαράμιλλα φτερά τους στὴ γοητεία τῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας καὶ τῆς φαντασίας, νὰ σὲ ταξιδέψουν στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ νοῦ καὶ τῆς σκέψης… Τὸν διαλογισμό μου διέκοψε τὸ δυνατὸ σύρσιμο μιᾶς κάσας ποὺ μετακίνησε ὁ γερο-Νικόδημος προκειμένου νὰ ἐλευθερώσει μιὰ μικρὴ καταπακτή, στὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ βρίσκεται φυλαγμένος ὁ κώδικας τῶν Ἀκολουθιῶν μαζὶ μὲ ἄλλα πολύτιμα χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα ἄρχισε νὰ ξεθάβει ἕνα ἕνα καὶ νὰ τὰ παραδίδει στὰ χέρια τοῦ παπα-Γεράσιμου, ποὺ μὲ τὴ σειρά του τὰ ἔδινε στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἀνοίγοντάς τα προσδιόριζε τί ἦταν τὸ καθένα, καὶ μετὰ τὰ ἀκουμποῦσε, πολὺ προσεκτικά, σ’ ἕνα μακρόστενο τραπέζι. Κι ἐνῶ ἡ ὅλη διαδικασία εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κάποιο ρυθμό, εἶδα τὸν Γέροντα νὰ μένει προσηλωμένος σ’ ἕνα χειρόγραφο ποὺ δὲν ἔλεγε ν’ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Ἐν τῶ μεταξὺ ἡ στοίβα τῶν χειρογράφων αὔξανε στὰ χέρια τοῦ παπα-Γεράσιμου, μιᾶς καὶ ὁ γερο-
Νικόδημος δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ τί συνέβαινε. Καθὼς ὅμως σήκωσε τὸ βλέμμα του πρὸς τ’ ἀπάνω κι ἀντίκρισε τὴ σιλουέτα τοῦ προσηλωμένου στὸ ἔγγραφο Γέροντα νὰ προβάλει στὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ παράθυρο, εἶπε: «Τί κοιτᾶς τόση ὥρα; Τὸ ξέρεις, τόσες φορὲς τό ’χεις δεῖ, τὸ χρυσόβουλο τοῦ Ἀνδρόνικου...» «Τὸ λὲς βρὲ γέροντά μου, θαρρεῖς πὼς οἱ Παλαιολόγοι ζούσανε χτές. Λὲς καὶ δὲν πέρασαν τόσοι αἰῶνες ἀπὸ τὴ δωρεά τους ἐκείνη στὴ Μακεδονία!» «Ἒ, καὶ τί εἶναι οἱ αἰῶνες μπροστὰ στὸν Ἄναρχο καὶ τὸν Προαιώνιο. Μιὰ στιγμούλα εἶναι, κι οἱ αἰῶνες κι οἱ χιλιετίες. Τί θαρρεῖς!» «Ποιὸς λέει τ’ ἀντίθετο, μὰ γέροντά μου ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ μὲς στὴ συντομία τῆς φθαρτότητάς μας, οἱ αἰῶνες εἶναι ἀπέραντες χρονικὲς ἐκτάσεις μὲ τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ ἡ σύντομη ζωή μας κι ἔτσι, μὲς στὴν παροδικότητά μας, δὲν γίνεται νὰ μὴν ἀποροῦμε μὲ τὴ διάρκεια καὶ νὰ μὴν θαυμάζουμε τὴ μακροβιότητα τῶν πραγμάτων πού μας πιστοποιοῦν. Κι ἕνα τέτοιο πράγμα, ἕνα τέτοιο πιστοποιητικό, εἶναι καὶ τοῦτο τὸ χρυσόβουλο». Μ’ ἔψαξε γύρω μὲ τὸ βλέμμα του καὶ μόλις μὲ ἐντόπισε, μὲ φώναξε: – Ἔλα κοντὰ Γιώργη, κοίταξέ το. Ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά. Περνᾶ μέσα ἀπὸ πολέμους, συμφορές, δυστυχίες, προσδοκίες, πτώσεις καὶ ἀνατάσεις τοῦ Γένους καὶ φτάνει ὣς ἐμᾶς. Ὣς ἐσένα καὶ πέρα ἀπὸ σένα. Ποιὸς ξέρει ὣς πότε! Ἔλα, ἅπλωσε τὸ χέρι σου, ἀκούμπησε τὴ μαλαματένια βούλα, τὰ πορφυρὰ γράμματα τῆς ὑπογραφῆς. Εἶναι σὰν νὰ ψηλαφᾶς τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας! Ἔνοιωσα ἕνα ἀπέραντο ρίγος νὰ διαπερνᾶ ὁλόκληρο τὸ κορμί μου καθὼς τὰ δάχτυλά μου ἀκουμποῦσαν τὰ χαραγμένα στὴν περγαμηνὴ γράμματα, καὶ γλιστροῦσαν πάνω στὴν στιλπνότητα τοῦ χρυσαφιοῦ τῆς αὐτοκρατορικῆς σφραγίδας. Γέμισα μὲ περηφάνια συνειδητοποιώντας τὰ λόγια ποὺ πρὶν λίγο εἶχε ἐκστομίσει ὁ Γέροντας. Πράγματι αὐτὴ ἡ τιμὴ ἐρχόταν ἀπὸ πολὺ μακριά, παραδομένη ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, κι ἔπρεπε κι ἐγὼ πιὰ μὲ τὴ σειρά μου νὰ τὴ φυλάξω καὶ νὰ τὴν παραδώσω στοὺς ἐπερχόμενους. Τοῦτο δὲν ἦταν πιὰ μιὰ διδασκαλία καὶ μόνο, ἦταν ἀνάθεση χρέους ποὺ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα καὶ μετὰ θὰ ἐρχόταν τυραννικὰ κάθε μέρα καὶ νύχτα στὸν νοῦ μου. Ὁ γερο-Νικόδημος εἶχε ἐξαντλήσει τὸ περιεχόμενο τῆς κρύπτης του, χωρὶς ὁ κώδικας νὰ βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ ἀνασυρθέντα. Ἔδειχνε ἀπογοητευμένος καὶ ἐλαφρὰ ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὴν ἀνεπιτυχὴ καὶ ἀναποτελεσματική του ἀνασκαφή, ποὺ δὲν ὁδήγησε στὸ ἐπιδιωκόμενο. «Ποῦ νὰ ’ναι ἄραγε;» ἀκούστηκε νὰ μονολογεῖ μὲς στὸν κόρφο του. Κι ὁ πατὴρ Γεράσιμος ποὺ τ’ αὐτί του συνέλαβε τὴν ἀπορία τοῦ Νικόδημου, μὲ τρόπο τὸν προέτρεψε νὰ ψάξουν στὰ πάνω πάνω
ράφια τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς ὅπου βρίσκονται τὰ ἀρχαιότερα παλαίτυπα. «Ὄχι δὲν εἶναι κεῖ» ἀντέτεινε «τί γυρεύει σὲ κεῖνο τὸ μέρος;». «Ἴσως νά ’χει δίκιο ὁ παπα-Γεράσιμος Νικόδημε, γιατὶ καθὼς θυμοῦμαι, ἡ δερμάτινη στάχωσή του καὶ τὸ μέγεθός του δίνουν ἐξωτερικὰ τὴν ἐντύπωση ἔντυπου βιβλίου. Μήπως κι ἐξ’ αὐτοῦ τὸ τοποθέτησαν κατὰ λάθος ἐκεῖ. Ἂς δοῦμε, δὲν χάνουμε τίποτα» εἶπε ὁ Γέροντας. Προχωρήσαμε πρὸς τὸν ἀνατολικὸ τοῖχο, ὅμως τὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ παράθυρο χτυποῦσε κατ’ εὐθεῖαν στὰ μάτια μας καὶ δὲν μᾶς ἐπέτρεπε τὴν ἀπὸ ἀπόσταση ἐπισκόπηση. Ἔτσι ἀναγκαστήκαμε νὰ πλησιάσουμε πολὺ κοντὰ στὰ ράφια, γεγονὸς πού μᾶς ἀνάγκαζε νά ’χουμε διαρκῶς τεντωμένο τὸν σβέρκο προκειμένου νὰ ἐξετάζουμε τὰ βιβλία στὰ ὑψηλὰ διαζώματα, προσπαθώντας νὰ ἐντοπίσουμε τὰ χαρακτηριστικὰ πού μας περιέγραψε ὁ Γέροντας. Ἤμασταν ὅλοι σιωπηλοὶ κι ἀφοσιωμένοι στὸ ἔργο πηγαινοερχόμενοι κατὰ μῆκος τοῦ τοίχου, ὅταν μὲ κάλεσε κοντά του ὁ Γέροντας. – Πάρε ἐκεῖνο τὸ σκαμνὶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ φέρ’ το δῶ, ν’ ἀνεβεῖς νὰ κατεβάσεις ἀπὸ τὸ προτελευταῖο διάζωμα ἐκεῖνο τὸ βιβλίο μὲ τὴ μαύρη ράχη. Ἔτρεξα καὶ κουβάλησα τὸ σκαμνὶ ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὸ σταθερὸ φύλλο τῆς πόρτας, καὶ τὸ τοποθέτησα κάτω ἀπὸ τὸ σημεῖο πού μοῦ ὑπέδειξε. – Τώρα ἀνέβα πάνω καὶ φτᾶσε ἐκεῖνο μὲ τὴ μαύρη ράχη στὸ προτελευταῖο ράφι. Ἀνέβηκα, τράβηξα τὸ βιβλίο καὶ τοῦ τό ’δωσα. Κρατώντάς το στὸ ἀριστερὸ χέρι πῆγε κι ἀκούμπησε τὸ μπαστούνι του στὸν τοῖχο κι ὕστερα πιάνοντάς το μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ ἄνοιξε, ἀφοῦ πρῶτα φύσηξε τὴ σκόνη ἀπὸ τὸ πάνω μέρος τῶν φύλλων του. Στὰ μάτια μας πρόβαλαν οἱ πεταστές, τὰ κεντήματα, τὰ δίγοργα καὶ τὰ τρίγοργα, τὰ ἴσα, οἱ ὑπορροές, οἱ ἀπόστροφοι, οἱ ὑψηλὲς καὶ οἱ χαμηλὲς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι μουσικοὶ χαρακτῆρες μὲ ἀποκάτω τους τὰ κείμενα τῶν ὕμνων κι ἀνάμεσά τους περιχαρακωμένες σὲ μετάλλια τὶς μορφὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ διαφόρων Ἁγίων. Αὐτὸ ἀναζητούσαμε, κι ἀπ’ αὐτὸ προσδοκοῦσε ὁ Γέροντας τὴν ἀνακάλυψη κάποιας λεπτομέρειας ποὺ θὰ τοῦ ἔλυνε τὴν ἀπορία του σχετικὰ μὲ τὰ Στιχηρὰ Ἀνατολικά.
***
Η ΑΠΟΛΥΣΗ
Παραμονὴ τῶν Φώτων στὸ παρεκκλήσι του, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Γέροντας ἔκανε τὴν κουρά μου καὶ μὲ ὀνόμασε Βαρνάβα γιὰ νὰ γιορτάζουμε μαζὶ τὴν ἴδια μέρα. Εἶχα φτάσει ἐπιτέλους στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς ἀναμονῆς κι ἤμουν χαρούμενος γιατὶ δὲν γνώριζα ἀκόμα ὅτι μόλις εἶχα πατήσει στὴν πρώτη βαθμίδα μιᾶς ἀτέλειωτης σκάλας, τὸ ὕψος καὶ τέρμα τῆς ὁποίας ἀδυνατῶ ἀκόμα νὰ ὑποπτευθῶ. Ντυμένος στὸ καινούριο μου σχῆμα καὶ σκεπασμένος τὸ κουκούλι μου, ἀπολάμβανα τὴν εὐτυχία τῆς πραγματοποίησης τοῦ νεανικοῦ πόθου καὶ ὀνειρευόμουν τὸ μέλλον ἀποκλειστικὰ ὡς τὸν δρόμο ποὺ ἔπρεπε νὰ διανύσω γιὰ νὰ προσεγγίσω τὸ πρότυπό μου, τὸν Γέροντα. Δυὸ χρόνια σχεδόν, ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ φτάσαμε ἀπὸ τὴ Χάλκη στὸ Ὄρος, μαζί του μέρα νύχτα, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ: στὴν προσευχὴ, στὴν τράπεζα, στὴν Ἀθωνιάδα, στὴν κατ’ ἰδὶαν διδασκαλία μὲ τ’ ἄλλα τρία καλογεροπαίδια τοῦ μοναστηριοῦ, στὴ μελέτη, στὶς ἀναζητήσεις του στὴ βιβλιοθήκη· πάντα κοντά του, παντοῦ ἀντάμα. Ἐκεῖνος λόγω ἡλικίας κι ἐγὼ λόγω θαυμασμοῦ εἴχαμε γίνει ἀπόλυτα ἀπαραίτητοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. «Γέροντα…» ἐγὼ γιὰ κάθε ἀπορία, «Γιώργη» ἐκεῖνος γιὰ κάθε ἀνάγκη του καὶ ὑπηρεσία. Δὲν ἀποχωριζόμασταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο παρὰ μόνο τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου. Ὅταν μ’ ἔστελνε γιὰ δουλειὲς μακριὰ καὶ προπάντων στὴ Λαύρα γιὰ νὰ συναντήσω συμπατριῶτες μας ποὺ ἔρχονταν ἢ ἔφευγαν γιὰ τὸ νησί, νὰ δώσω ἢ νὰ πάρω κάποιο γράμμα ἢ δέμα, μόλις τελείωνα τὴν ἀποστολὴ καβαλίκευα ἀμέσως τὸ μουλάρι κι ἀδιάκοπα λαλώντας το, βιαζόμουν νὰ γυρίσω στὸ Κουτλουμούσι γιατὶ ἤξερα πὼς ἂν ἀργοῦσα θὰ τὸν εὕρισκα κολλημένο στὸ τζάμι ν’ ἀγναντεύει τὸ μονοπάτι. Λίγο καιρὸ ὅμως ἀφ’ ὅτου καλογέρεψα, ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ αὐστηρὸς μαζί μου. Τὴν προηγούμενη ἀνεκτικότητά του στὰ σφάλματα καὶ τὶς ἀστοχίες μου, διαδέχτηκαν οἱ συχνὲς παρατηρήσεις του ἀκόμα καὶ γιὰ ἀσήμαντα ἀβλεπτήματά μου. Δὲν τολμοῦσα νὰ καθυστερήσω στὴν παράδοση ἢ νὰ πάω ἀτελῶς προετοιμασμένος γιατὶ ἤξερα πὼς θὰ δεχόμουν τὴν ἐπίπληξή του
μπροστὰ στοὺς συμμαθητές μου· ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρὸ ὀρθογραφικὸ ἢ συντακτικὸ λάθος μου δὲν ἔμενε χωρὶς δηκτικὴ παρατήρηση. Χώρια ποὺ γινόταν ἀφάνταστα ἐπιτιμητικὸς κάθε φορὰ ποὺ ἡ συμπεριφορά μου ἀπέκλινε, ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο, ἀπὸ τὸ τυπικὸ τῆς καλογερικῆς. Τὴ στάση του αὐτή, ποὺ ἀφάνταστα μὲ ἔθλιβε καὶ μὲ στενοχωροῦσε, τὴ θεωροῦσα ὑπερβολικὴ καὶ ἀδικαιολόγητη. Θύμωνα καὶ δὲν ἄντεχα νὰ μὴν τοῦ δείξω τὴ δυσαρέσκειά μου, στὴν ὁποία ποτὲ δὲν ἀντιδροῦσε, παρὰ μόνο κάποιες φορὲς ἐπαναλάμβανε μονότονα τὴ φράση: «Μὴν ξεχνᾶς πὼς τώρα ὡς μοναχὸς ἀλλοιώτικα θὰ κρίνεσαι»… Ἀγανακτοῦσα κι ἀπὸ μέσα μοῦ ἐρχόταν νὰ τοῦ πῶ, πὼς δὲν εἶχα ἀνάγκη νὰ μοῦ τὸ θυμίζει κάθε τρεῖς καὶ λίγο, μὰ ἀπὸ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἔτρεφα γι’ αὐτὸν κατάπινα τὴ γλώσσα μου καὶ φρόντιζα μὲ τρόπο ν’ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ κοντά του· καμμιὰ φορὰ μάλιστα ἔπαιρνα τὸ δρόμο μὲ γοργὸ βηματισμὸ πρὸς τὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Ἡ πεζοπορία ὣς ἐκεῖ συνήθως ἀρκοῦσε γιὰ νὰ μὲ περάσει ὁ θυμός, ὅμως μερικὲς φορές, ὅταν λογάριαζα τὰ λόγια του ὡς μεγάλη προσβολή, ὁ δρόμος αὐτὸς ἦταν πολὺ λίγος γιὰ νὰ καταλαγιάσει μέσα μου τὴν ὀργὴ καὶ τότε τρύπωνα μέσα στὸ δάσος κι ἄρχιζα νὰ περιπλανιέμαι μὲ τὶς ὧρες, ἀποφεύγοντας νὰ πλησιάσω τὰ σκορπισμένα πέρα δῶθε κελλιὰ μὴν καὶ καταλάβει κανεὶς τὴν παραφορά μου. Σὲ τέτοιες στιγμὲς δὲν ἤθελα οὔτε νὰ μιλήσω μ’ ἀκόμα πιὸ πολὺ ν’ ἀκούσω νουθεσίες καὶ παραινέσεις. Τριγυρνοῦσα μὲ τὶς ὧρες κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα ὥσπου νὰ ἠρεμήσω ἐντελῶς καὶ δὲν γύριζα παρὰ μόνο ὅταν βεβαιωνόμουν πὼς εἶχε σβήσει μέσα μου κάθε ἴχνος ἀγανάκτησης. Ὁ σοφὸς Γέροντας βέβαια καταλάβαινε καὶ ποτὲ δὲν μὲ ρωτοῦσε ποὺ ἤμουν ἢ γιατί ἄργησα. Μ’ ἀντιμετώπιζε σὰν νὰ μὴν τρέχει τίποτα κι ὕστερα ἀπὸ λίγο, σὰν τίποτα νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ μὲ καλοῦσε ν’ ἀνοίξω τὸ τετράδιο προκειμένου νὰ συνεχίσουμε τὸ μάθημα τῆς τουρκικῆς ἢ τῆς γαλλικῆς, τὶς ὁποῖες ἐντατικὰ μὲ δίδασκε ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ξεχωριστὰ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους συμμαθητές μου, στὸ κελλί του. Ὅταν τὸ μάθημα τελείωνε, συνήθως κατεβαίναμε μαζὶ στὴν αὐλὴ φέρναμε ἕνα γύρω τὸ καθολικὸ κι ὕστερα διαβαίνοντας κάτω ἀπὸ τὴ θολωτὴ στοὰ τῆς βόρειας πτέρυγας τοῦ μοναστηριοῦ φτάναμε στὴ βρύση, ὅπου πρώτη του δουλειὰ ἦταν νὰ γεμίσει τὸ τάσι μὲ νερό, νὰ βρέξει τὰ χείλια του πίνοντας μιὰ δυὸ γουλιὲς καὶ τὸ καλοκαίρι, βρέχοντας τὸ ἀριστερό του χέρι, νὰ δροσίσει τὸ μέτωπο καὶ τὸ πρόσωπό του. Ἂν ἦταν βράδυ καθόμασταν στὸ πεζούλι κι
ἀπολαμβάναμε γιὰ πολὺ ὥρα τὸ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ καὶ τὰ κελαηδίσματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς ρεματιᾶς μέχρι νὰ σκοτεινιάσει κι ὁ πορτάρης νὰ διατάξει νὰ μποῦμε μέσα γιατὶ ἦταν ὥρα νὰ κλείσει. Μιὰ τέτοια βραδιά, κανένα χρόνο μετὰ τὴν κουρά μου, κι ἀφοῦ ὁ πορτάρης εἶχε σύρει τὸν μάνταλο σφραγίζοντας τὸ μοναστήρι καὶ μεῖς ἀκολουθούσαμε τὴν καθημερινὴ διαδρομή μας πρὸς τὶς σκάλες γιὰ τὸ κελλί, μὲ ρώτησε: – Τί λὲς, θά ’θελες νὰ συνεχίσεις τὶς σπουδές σου στὴ Χάλκη; Ἡ ἐρώτησή του τόσο ἀπρόσμενη καὶ χωρὶς προεισαγωγικά, ἔτσι ἀπροειδοποίητα διατυπωμένη μὲ ξάφνιασε κυριολεκτικά. Τόσο ἔντονος ἦταν ὁ αἰφνιδιασμός μου, ποὺ ὄχι μόνο ν’ ἀπαντήσω δὲν ἦταν δυνατό, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ νὰ συνειδητοποιήσω πὼς ἡ ἐρώτηση ἀπευθυνόταν σὲ μένα. Ποτὲ δὲν εἶχα φανταστεῖ κάτι τέτοιο, οὔτε κὰν εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ μυαλό μου μιὰ τέτοια σκέψη ἢ κάτι παρόμοιο. Ἤμουν ἤδη ἀρκετὰ ἱκανοποιημένος καί, βέβαια, περήφανος ποὺ εἶχα γίνει μοναχὸς καὶ ζοῦσα ὑπηρετώντας τὸν Γέροντά μου, διδασκόμενος ἀπ’ αὐτὸν τὰ θαυμάσια τοῦ κόσμου. Δὲν εἶχα παραπάνω φιλοδοξίες, οὔτε βέβαια καὶ μποροῦσα νὰ φανταστῶ πὼς εἶχε κάποια σχέδια γιὰ μένα καὶ τὸ μέλλον μου, πέρα ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν γηροκομήσω μένοντας κοντά του ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Δὲν μοῦ ἐρχόταν καμμιὰ ἀπάντηση κι ἡ φωνή μου ἦταν ἀδύνατο νὰ βγεῖ. Περπατοῦσα δίπλα του ἀμίλητος χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἀρθρώσω λέξη κι ἀνεβήκαμε ἀργὰ τὰ σκαλοπάτια χωρὶς ν’ ἀνταλλάξουμε κουβέντα. Ὅταν φτάσαμε στὸ κελλί, ἄνοιξα τὴν πόρτα κι ἀφοῦ παραμέρισα γιὰ νὰ περάσει, τὸν ἀκολούθησα προκειμένου νὰ ἀνάψω τὴ λάμπα καὶ νὰ συμμαζέψω λίγο τὸν χῶρο. Τὴν ὥρα ποὺ περιποιούμουν τὸ φιτίλι ἦρθε δίπλα μου κι ἀκουμπώντας τὸ χέρι του στὴν πλάτη μου εἶπε: – Ἄσ’ τὸ Βαρνάβα, θὰ τὴν ἀνάψω ἀργότερα. Ἐσὺ πήγαινε στὸ κελλί σου καὶ κάθισε νὰ σκεφτεῖς αὐτὸ ποὺ σὲ ρώτησα. Ξέρω πὼς δὲν τὸ περίμενες καὶ ξαφνιάστηκες. Ὅμως πρέπει νὰ τὸ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ ἤρεμα κι ὕστερα νὰ τὸ ξανακουβεντιάσουμε. Σκέψου το μὲ τὴν ἡσυχία σου καὶ θὰ τὰ ξαναποῦμε. Ἄντε τώρα καλὴ ξεκούραση καὶ καλὴ νύχτα… Ἦταν τόσο πατρικὸς καὶ τόσο τρυφερὸς ὁ τρόπος του, ποὺ μονομιᾶς ἐξαφανίστηκε ἀπὸ μέσα μου ἡ δυσαρέσκεια κι ὁ θυμὸς ἀπὸ τὴν πίεση τῶν μηνῶν ποὺ προηγήθηκαν. Ὁλόκληρος ὁ διάδρομος ὣς τὸ κελλί, μοῦ φάνηκε σὰν
μιὰ δρασκελιά. Ἔσπρωξα τὴν πόρτα, ἀκούμπησα τὸν σκοῦφο μου στὸ μικρὸ τραπέζι μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ γυμνάσματα καὶ κάθισα στὸ κρεβάτι, χωρὶς ν’ ἀνάψω φῶς. Μ’ ἀκουμπισμένους τοὺς ἀγκῶνες στὰ γόνατα καὶ στηριγμένο τὸ κεφάλι μου ἀνάμεσα στὶς παλάμες, παρακολουθοῦσα ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸν ἐρχομὸ τῆς νύχτας. Τὸ σκοτάδι, ποὺ σιγὰ σιγὰ κατρακυλοῦσε ἀνάμεσα στὶς κορυφὲς τῶν κυπαρισσιῶν, σὲ λίγο εἶχε γίνει ἕνα ἀδιαπέραστο σκοτεινὸ παραπέτασμα ποὺ ἐξαφάνισε τὸν ὁρίζοντα καὶ τὸ γλαυκὸ τοῦ πελάγους, ἐνῶ ἡ σκέψη μου ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι σταματημένη καὶ παράλυτη κι οὔτε κατάλαβα πότε μὲ πῆρε ὁ ὕπνος καὶ μὲ βρῆκε τὸ σήμαντρο τοῦ Ὄρθρου μισογερμένο κι ἀκουμπισμένο στὸν τοῖχο νὰ κοιμᾶμαι. Σὰν ὑπνωτισμένος κατέβηκα στὸ καθολικὸ κι οὔτε ποὺ κατάλαβα πότε περάσαμε ἀπὸ τὸ Μεσονυκτικὸ, στὸν Ὄρθρο κι ἀπὸ κεῖ στὴ Λειτουργία. Στὸ μισοσκόταδο, καθὼς παρατηροῦσα τὴν αὐστηρὴ μορφὴ τοῦ Παντοκράτορα στὸ τέμπλο, ἀχνοφωτισμένη ἀπὸ τὴ χλωμὴ φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, ἄλλη προσευχὴ δὲν ἔκανα παρὰ νὰ ἐπαναλαμβάνω συνεχῶς τὴν ἴδια παράκληση: νὰ μὲ φωτίσει νά ’χω πάρει τὴ σωστὴ ἀπόφαση ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ν’ ἀπαντήσω στὸν Γέροντα. Δὲν ἤθελα οὔτε ξεσηκωμένος ἀπὸ φιλοδοξία νὰ πάρω τὸν δρόμο τῆς Χάλκης, ἀλλὰ οὔτε καὶ αἰσθανόμουν βέβαιος ὅτι ἤθελα νὰ παραμείνω στὸ Ὄρος μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα, ποὺ ποτὲ ὣς τώρα δὲν εἶχα σκεφτεῖ νὰ τὸν ἐγκαταλείψω. Πέρασαν ἀρκετὲς μέρες ἀπὸ κεῖνο τὸ βράδυ χωρὶς νὰ δώσω ἀπάντηση ἢ νὰ κάνω κάποια ἀναφορὰ στὸ θέμα τῆς Χάλκης, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ δείχνει ὅτι ἀδημονεῖ γιὰ τὴν ἀπόκρισή μου. Ἔτσι νόμιζα ὅτι τὸ θέμα δὲν ἐπείγει καὶ ὅτι κέρδιζα χρόνο γιὰ νὰ τὸ σκεφτῶ ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ νὰ τὸ μελετήσω μὲ τὴν ἡσυχία μου. Ἄλλα ὅπως ἐν αἰθρία εἶχε γίνει ἡ πρώτη ἐρώτηση τὸ ἴδιο ξαφνικὰ καὶ ἀπρόοπτα μοῦ ζήτησε τὴν ὁριστική μου ἀπάντηση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς παρ’ ὅλο ποὺ πίστευα ὅτι ἡ σιωπή του ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες ἀποτελοῦσε μιὰ πίστωση χρόνου, κατὰ βάθος ἤξερα ὅτι ἡ διορία τὴν ὁποία μοῦ ἔδινε δὲν ἦταν ἀπεριόριστη κι ὅτι ἦταν ἐνδεχόμενο ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ μὲ ρωτήσει γιὰ τὴν τελική μου ἀπόφαση, στὴν ὁποία βέβαια δὲν εἶχα καταλήξει ἀκόμα. Ὅπως ὅμως φάνηκε ἀπὸ τὴ συζήτηση ποὺ ξεκίνησε ρωτώντας με, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν τράπεζα μιὰ Κυριακή, γιὰ τὸ ἂν τελικὰ εἶχα καταλήξει, τὴν ἀπόφαση τὴν εἶχε ἤδη πάρει ὁ ἴδιος κι ἁπλὰ περίμενε νὰ δεῖ τὶς ἀντιδράσεις μου προκειμένου νὰ χειριστεῖ τὸ θέμα μὲ τὸν καλλίτερο δυνατὸ τρόπο. Εἶχε ἤδη ρωτήσει μέσω τοῦ Λογιώτατου τὴ δυνατότητα φοίτησης Ἁγιορειτῶν στὴ Σχολὴ καὶ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ πρόγραμμα σπουδῶν ἀπὸ τὸν συγχωριανό μας, παλιὸ
μαθητή του, Νικόλα —Νικηφόρο πιά, μετὰ τὴ χειροτονία του. Δὲν ἔμενε παρὰ νὰ γράψει στὸν Μητροπολίτη Ἐφέσου ποὺ προήδρευε στὴν Ἐφορεία τῆς Σχολῆς, γιὰ νὰ τελειώσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὲ δεχτοῦν. – Λοιπόν τί λὲς γιὰ τὴ Χάλκη; Μὲ ρώτησε καθὼς βαριὰ ἀνηφορίζαμε γιὰ τὶς Καρυὲς κι ἐγὼ μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὴ ξέροντας τί νὰ πῶ, σιωπώντας ἀπέφευγα νὰ τὸν κοιτάξω. Ἀντιλαμβανόμενος τὸν δισταγμὸ καὶ τὴν ἀναποφασιστικότητά μου, σταμάτησε τὸ περπάτημα καὶ πιάνοντάς με ἀπὸ τὸ μπράτσο μὲ ξαναρώτησε: – Λοιπόν; Θὰ πᾶς; – …Θὰ πᾶς, εἶπε ἐπιτακτικὰ καὶ τότε θυμήθηκα τὰ λόγια του τὴ μέρα ποὺ ἀναχωροῦσε γιὰ νὰ ἀναλάβει στὴν Πόλη τὴ διεύθυνση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στὸ Φανάρι. «Νὰ διαβάζεις πολὺ γιὰ νὰ μπορέσεις κάποια μέρα νὰ πᾶς σὲ κάποιο μεγάλο σχολειὸ στὴν Πόλη» μοῦ εἶχε πεῖ καθὼς ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀποχαιρετοῦσαν πῆγα κι ἐγὼ νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι. Φαίνεται πὼς αὐτὸ ποὺ θεώρησα τότε ὡς ἀστεία προτροπή, γιὰ κεῖνον ἦταν ἕνα σχέδιο, τοῦ ὁποίου εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πραγματωθεῖ. Μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ παύση καὶ χωρὶς νὰ περιμένει ἄλλο ν’ ἀπαντήσω συνέχισε: – Πρέπει νὰ πᾶς. Εἶναι κρίμα νὰ χαραμίσεις τὶς ὣς τὰ σήμερα προσπάθειές σου, τοὺς κόπους καὶ τὴν πρόοδό σου. – Νὰ συνεχίσω ἐδῶ στὴν Ἀθωνιάδα, ἀντέταξα. – Ἡ Ἀθωνιάδα δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ὅ,τι ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ Ἀθωνιάδα, ποὺ ξέραμε. Πάει πιὰ ἡ παλιά της αἴγλη καὶ καθὼς βλέπω δύσκολα θὰ ὀρθοποδήσει, τώρα μάλιστα ποὺ οἱ καπεταναῖοι τῆς Χαλκιδικῆς ἀνασυντάσσονται κι εἶναι ἕτοιμοι νὰ ξεσηκωθοῦν. Μὲ τέτοια ἀναταραχὴ καὶ τέτοια κουφόβραση ὄχι μόνο ἡ σχολή, ἀλλὰ κι ὁλόκληρο τὸ Ὄρος μπορεῖ νὰ κινδυνέψει. – Μὰ μὲ σένα δάσκαλε —πρώτη μου φορὰ ἦταν ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσα δάσκαλο —, ποὺ δίδαξες τὰ γράμματα στὴ Θεσσαλονίκη μέσα στὸν χαλασμὸ τοῦ μεγάλου ξεσηκωμοῦ, ὅλα εἶναι δυνατά, ὅλα μποροῦν νὰ γίνουν. Πῶς ἀνόρθωσες τὸ Φλαγγίνειο Φροντιστήριο, πῶς ὀργάνωσες τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Φανάρι καὶ πῶς ξαναζωντάνεψες τὴ Σχολὴ τῶν Ἑλληνεμπόρων στὴ Χάλκη; Ἔτσι θ’
ἀναστήσεις καὶ τὴ σχολή μας ἐδῶ. Ὁ Γέροντας κούνησε μὲ νόημα τὸ κεφάλι του πάνω κάτω χαμογελώντας εἰρωνικὰ καὶ κοιτώντας μὲ κατ’ εὐθείαν στὰ μάτια εἶπε: – Δὲν βλέπεις βρὲ Βαρνάβα, τ’ ἄσπρα μου μαλλιά, τὰ χέρια μου ποὺ δὲν μποροῦν νὰ πιάσουν τὴν πέννα, τὰ πόδια μου ποὺ δυσκολεύονται νὰ ἀνέβουν τὴ σκάλα καὶ τὰ μάτια μου ποὺ μόνο μὲ τὸ πολὺ φῶς μποροῦν κάπως νὰ διαβάσουν; Ἔτσι θὰ ἀναστηλώσω αὐτὸ τὸ φθαρμένο ἀπὸ τοὺς αἰῶνες φυτώριο; Αὐτὰ θέλουν νιάτα, παιδί μου, κι ἐγὼ πιὰ εἶμαι πολὺ γέρος. Πόσα τάχα χρόνια μοῦ μένουν! Αὐτὰ θὰ τὰ κάνετε ἐσεῖς, ὅμως χρειάζεται νὰ κοπιάσετε πολύ, νὰ κάνετε πολλὲς θυσίες γιὰ τὴ μόρφωση καὶ τὴν προκοπή σας. Γι’ αὐτὸ λέω Βαρνάβα πὼς πρέπει νὰ πᾶς στὴ Χάλκη, δὲν ὑπάρχει ἄλλο μέρος, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ δώσει σ’ ἕνα νέο ἱερωμένο τὰ ἐφόδια ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος. Ἐκεῖ εἶναι τὸ μέλλον σου... – Καὶ καλὰ Γέροντα πῶς θὰ φύγω νὰ σ’ ἀφήσω; Ἐγὼ ἔμαθα νὰ ζῶ καὶ ν’ ἀναπνέω κοντά σου. Χωρὶς ἐσένα θὰ ξαναγίνω πάλι ἕνα ὀρφανό. Κι ὕστερα τί θὰ κάνεις ἐσὺ χωρὶς τὴ βοήθειά μου, ποὺ γέρασες τόσο πολὺ ὅπως λές; – Μὴ φοβᾶσαι Βαρνάβα, εἶπε ἀργὰ τονίζοντας τὶς λέξεις. Ὁ Θεὸς ὅλα τὰ φροντίζει, ἐκεῖνος θὰ φροντίσει γιὰ τὰ τελευταῖα μου κι ἐκεῖνος θὰ σὲ ἐνδυναμώνει καὶ θὰ σ’ ἐνθαρρύνει κάθε φορὰ ποὺ ἡ μοναξιά, ὁ φόβος κι ἡ ἀπελπισία θὰ σὲ πολιορκοῦν. Ἡ ζωὴ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος Βαρνάβα. Ἐγὼ βρίσκομαι στὸ τέλος καὶ σὺ στὴν ἀρχή. Οὔτε ἐγὼ ἔχω δικαίωμα νὰ γίνω ἐμπόδιο στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐξέλιξή σου, οὔτε σὺ ἔχεις δικαίωμα νὰ θυσιάσεις τὴ ζωή σου γιὰ ἕνα γέρο. – Τί εἶν’ αὐτὰ ποὺ λὲς Γέροντά μου, διαμαρτυρήθηκα μὲ ἔντονο ὕφος. Θυσία εἶναι νὰ μείνω κοντά σου; Κοντὰ σὲ σένα ποὺ μ’ ἀγάπησες σὰν παιδί σου καὶ μ’ ἔδειξες πῶς εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή; – Ναὶ παιδί μου, ναί. Θυσία καὶ μάλιστα μεγάλη εἶναι ν’ ἀρνηθεῖς τὸ μέλλον καὶ τὴ ζωή. Ν’ ἀρνηθεῖς νὰ προσφέρεις στὶς μελλούμενες γενιὲς αὐτὸ ποὺ περιμένουν ἀπὸ σένα γιὰ χάρη ἑνὸς γέρου ποὺ ἡ σειρά του πέρασε, εἶπε καὶ κάθισε σχεδὸν ἐξαντλημένος σὲ μιὰ πέτρα στὴ ρίζα μιᾶς καρυδιᾶς. Ἀκούμπησε τὴ ράχη του στὸν κορμὸ τοῦ δέντρου βγάζοντας ἕνα μικρὸ ἀναστεναγμό, ποὺ δὲν ἤξερες νὰ πεῖς ἂν ἦταν ἀπὸ σωματικὴ κούραση καὶ
ἐξασθένιση ἢ ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς ψυχῆς ποὺ γιὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ πάλεψε γιὰ ὅ,τι πίστεψε. Κοιτοῦσα, ὄρθιος μπροστά του, αὐτὸ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα, κουλουριασμένο σχεδὸν στὴ ρίζα τοῦ δέντρου, κι ἀναλογιζόμουν τὸ μέγεθος τῆς ψυχῆς ποὺ κρύβει μέσα του, τὴ μεγάλη καρδιὰ ποὺ συνεχίζει νὰ πάλλει καὶ νὰ φλέγεται ἀπὸ τοὺς ἴδιους πόθους τῆς νεανικῆς του ἡλικίας. Τὸν κοιτοῦσα χωρὶς τίποτα νὰ μπορῶ νὰ πῶ, χωρὶς νὰ θέλω μὲ ψεύτικες παραμυθίες ν’ ἀντιπαρατεθῶ στὴ στέρεη καὶ τολμηρὴ λογική του. Μὲ δυσκολία κράτησα τοὺς λυγμοὺς ποὺ ἀνέβαιναν στὸ στῆθος μου. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα κι ὅλα γύρω μου παραμορφώθηκαν. Βιάστηκα νὰ τὰ σκουπίσω μὲ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μὲ πρόδωσε τὸ ρούφηγμα τῆς μύτης μου κι ὁ Γέροντας σηκώνοντας τὸ κεφάλι του εἶπε: – Βαρνάβα παιδί μου, μὴν κλαῖς, ἔτσι εἶναι γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους... Ἀργὰ ἢ γρήγορα ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ἀπόλυσης, ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὰ γήινα κι ἀπέρχεται, ἀφήνοντας στοὺς ἐπερχόμενους τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς καὶ τὴ μοίρα τοῦ κόσμου. Ἔτσι ἔρχεται τώρα καὶ σὲ σένα ἡ σειρὰ νὰ πάρεις τὴ σκυτάλη, νὰ συνεχίσεις τὸν δρόμο. Ἡ πατρίδα μας χτὲς περίμενε ἀπὸ μένα, σήμερα περιμένει ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὸν Νικηφόρο, αὔριο θὰ περιμένει καὶ θὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ σένα… κι ὕστερα ἀπὸ ἄλλον, κι ἀπὸ ἄλλον ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, μέχρι νὰ φτάσει ἡ ὥρα νὰ ξανασυναντηθοῦμε «εἰς ἀέρα».
Δυὸ σχεδὸν χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴ συνομιλία αὐτὴ καὶ τὴν ἐντατικοποίηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γέροντα καὶ τῆς δικῆς μου μελέτης, κυρίως στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, τὴν ἐκμάθηση τῆς τουρκικῆς καὶ τὸν στοιχειώδη καταρτισμό μου στὰ γαλλικά, ἀνέβηκα μὲ «χέρια κουνάμενα» ποὺ λέμε ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Ἴμβρο, ἕνα ἀπόγευμα, λίγες μέρες μετὰ τὸν Δεκαπενταύγουστο, τὸν Λόφο τῆς Ἐλπίδας. Ὁ θυρωρὸς ποὺ μὲ προϋπάντησε στὴν πόρτα, μὲ ρώτησε τί θέλω καὶ πρὶν καλὰ καλὰ μ’ ἀκούσει, μὲ διέταξε νὰ περιμένω μέχρι νὰ ἐνημερώσει τὸν ἐπιστάτη, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μὲ ἀνέκρινε συστηματικὰ καὶ πῆρε ὅσες πληροφορίες τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ πεισθεῖ, φώναξε ἕνα ὑπηρέτη καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁδήγησε τὸν ὀσιολογιώτατο στὸν Σχολάρχη, εἶναι ἤδη ἐνήμερος».
Αὐτὸ τὸ «ὀσιολογιώτατο» πολὺ μὲ ξένισε. Ἀσυνήθιστος στοὺς τίτλους ἕνας καλόγερος τοῦ Ὄρους, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπισταμένη κι ἐνδελεχῆ ἀνάκριση, ἡ προσφώνηση αὐτή μου φάνηκε ὁλωσδιόλου ἀταίριαστη καὶ προσποιητή, ἀλλὰ σκέφτηκα πὼς ἐδῶ ἔτσι μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ φέρονται. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀνέβηκα μαζὶ μὲ τὸν ὑπηρέτη τὴ σκάλα στὰ δεξιά μας καὶ βρέθηκα σὲ μιὰ ἐξαιρετικὰ φροντισμένη καὶ καλαίσθητη αἴθουσα. Ὁ ὑπηρέτης μ’ ἔκανε νόημα νὰ σταματήσω καὶ διακριτικὰ χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ γραφείου κι ἀφοῦ μὲ ἀνήγγειλε, μοῦ εἶπε νὰ περάσω. Ὁ Σχολάρχης καθόλου δὲν αἰφνιδιάστηκε ἀπὸ τὴν ἄφιξή μου. Εἶχε εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν συγχωριανό μου Νικηφόρο, ἀπόφοιτο τῆς Σχολῆς καὶ καθηγητή της ἀπὸ ἔτους, ὅτι οἱ ἔφοροι τῆς Σχολῆς, μητροπολίτες Νικομηδείας καὶ Κυζίκου, εἶχαν δεχτεῖ νὰ μεταβῶ πρὶν φτάσει τὸ εἰσιτήριό μου κι ὅτι θὰ μποροῦσα προσωρινὰ νὰ μείνω στὸ δωμάτιό του. Ἔκανα μετάνοια καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι πρὶν ἀκόμα προφτάσει νὰ πεῖ τίποτα. Ἔμεινε γιὰ λίγο ἀκόμα σιωπηλός, κοιτάζοντάς με ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, μ’ ἕνα τρόπο ποὺ ἐνῶ δὲν ἀπέπνεε ἰδιαίτερη αὐστηρότητα, ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐρευνητικός. Φαινόταν καθαρὰ ὅτι μὲ ζύγιζε κι ἦταν βέβαιο ὅτι στόχευε στὴν ἀνίχνευση κάποιων χαρακτηριστικῶν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκαλύψουν οἱ πρῶτες μου ἀντιδράσεις. «Ὅταν θὰ συναντήσεις τὸν Τυπάλδο» μὲ εἶχε συμβουλέψει ὁ Γέροντας «πρόσεξε νὰ εἶσαι σοβαρός, εὐγενής, εὐπρεπὴς καί, κυρίως, ψύχραιμος. Ἂν τὸ κατορθώσεις αὐτὸ θὰ κερδίσεις ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἐκτίμησή του, ἀλλὰ καὶ τὴ συμπάθειά του». Παρ’ ὅλη τὴν ἐπιβλητικότητά του καὶ τὸ ἐξεταστικὸ βλέμμα του, νομίζω ὅτι αὐτοκυριαρχήθηκα καὶ κράτησα τὴ στάση ποὺ μὲ συμβούλεψε ὁ Γέροντας ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Δὲν κράτησε πολὺ ἐκείνη, ἡ πρώτη συνάντηση μὲ τὸν Σχολάρχη. Ἀφοῦ μὲ πληροφόρησε γιὰ τὴν ἐνημέρωση ποὺ τοῦ εἶχε κάνει ὁ Νικηφόρος σημείωσε ὅτι ἐλπίζει πὼς ἡ ἁγιορείτικη προέλευσή μου καὶ προπάντων ἡ θητεία καὶ μαθητεία μου στὸν Γέροντα, θὰ συντελέσουν στὸν ἐγκλιματισμό μου στὴν πειθαρχημένη ζωή, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐντατικὴ μελέτη τὴν ὁποία ἀπαιτεῖ ἡ Σχολή, κάλεσε τὸν ὑπηρέτη ποὺ μὲ εἶχε ἀνεβάσει στὸ γραφεῖο του. – Εὐάγγελε, εἶπε, εἶναι καινούριος μαθητής μας καὶ πνευματικὸ τέκνο τοῦ διευθυντῆ σου στὴν Ἐμπορική, ὁδήγησέ τον στὸ δωμάτιο τοῦ πατρὸς Νικηφόρου. Θὰ μείνει ἐκεῖ γιὰ λίγο, μέχρι νὰ ἔρθει τὸ εἰσιτήριό του καὶ νὰ φέρει τὸν ρουχισμό του ἀπὸ τὴν Πόλη. Μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς σχέσης μου μὲ τὸν Γέροντα, τὸ πρόσωπό του ἀγλαΐστηκε κι
ἕνα πλατὺ χαμόγελο ἁπλώθηκε στὰ χείλη του, δείχνοντας τὴ διάθεση καὶ τὴν προθυμία νὰ μὲ ἐξυπηρετήσει. Μπροστὰ ἐγώ, πίσω ἐκεῖνος κατεβήκαμε τὴ σκάλα ἀπ’ ὅπου εἴχαμε ἀνεβεῖ καὶ μετὰ ἀκολουθήσαμε ἕνα μακρὺ διάδρομο στὰ δεξιά μας, πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὁποίου μου ἔδειξε μιὰ ἄλλη σκάλα ποὺ ἔβγαζε σ’ ἕνα διαμέρισμα τριῶν δωματίων. Σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ δὲν σταμάτησε νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Γέροντα, ἐκθειάζοντας τὴν ἀρχοντιά, τὴν καλοσύνη του, τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἀπολάμβανε ἀπ’ ὅλους ἀνεξαιρέτως, ἀπὸ τὸν τελευταῖο ὑπηρέτη ὣς τὸν Ζαχάρωφ καὶ τὸν Πατριάρχη. Καθὼς ἔβγαζε ἀπὸ τὴν τσέπη του μιὰ μεγάλη ἁρμαθιὰ κλειδιὰ κι ἀνάμεσά τους ἀναζητοῦσε τοῦ δωματίου τοῦ Νικηφόρου, συνέχισε: – Ἐμένα τὸ σπίτι μου εἶναι ἐδῶ παρακάτω. Ἡ Ἐμπορικὴ ἦταν πάντα γιὰ μένα μακριά, ἔτσι ὅταν ἄνοιξε αὐτὴ ἡ Σχολὴ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Γέροντά σας παρακάλεσα νὰ μὲ φέρουν ἐδῶ. Ἄλλωστε εἶχα παρακουραστεῖ ἀπὸ τὰ καθήκοντα τοῦ παιδονόμου καὶ τὰ πόδια μου δὲν μὲ βοηθούσανε πιὰ ὅπως παλιά. Ἔτσι ἡ καλοσύνη τοῦ Σχολάρχη νὰ μὲ κρατήσει στὴν προσωπικὴ ὑπηρεσία του ἦταν ὅ,τι καλλίτερο. Ἔβαλε τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα καὶ μπήκαμε στὸ δωμάτιο τοῦ Νικηφόρου, ὅπου τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία σκέπαζαν τὰ πάντα· ἀκόμα καὶ τὸ κρεβάτι δυσκολευόσουν νὰ ἐντοπίσεις μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ χαρτομάνι. – Σᾶς ἀφήνω νὰ ξεκουραστεῖτε... Κι ὅταν ὁ πατὴρ Νικηφόρος φέρει τὸν ἱματισμό σας, ἐσεῖς νὰ μὴ νοιαστεῖτε. Θὰ τὰ φροντίσω ὅλα ἐγώ, θὰ σᾶς ἑτοιμάσω μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια τὸ δωμάτιο... Σὰν νὰ ἦταν γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Γέροντά σας. Χωρὶς νὰ κλείσω πίσω μου τὴν πόρτα κι ἐνῶ ἀκόμα ἀκούγονταν τὰ βαριὰ βήματα τοῦ Εὐάγγελου στὰ σκαλοπάτια, πλησίασα στὸ παράθυρο. Τὸ ἄνοιξα κι ἕνα δροσερό, μυρωμένο ἀπὸ τὰ πεῦκα, ἀεράκι τρύπωσε στὸ ἀπὸ μέρες κλειστό, ζεστό, δωμάτιο. Κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα μου οἱ στέγες τοῦ χωριοῦ τῆς Χάλκης ἔφταναν ὣς τὴν ἄκρη τῆς θάλασσας ποὺ σπαρμένη μὲ μικρὰ ἱστιοφόρα τὴν χώριζε ἀπὸ τὴν σμαραγδένια Πρίγκηπο, ποὺ νόμιζες πὼς θ’ ἁπλώσεις τὸ χέρι νὰ τὴν πιάσεις. Σὲ λίγο χτύπησε Ἑσπερινός. Στὴν ἀκολουθία ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Σχολάρχη, τὸν ἐφημέριο καὶ τὸν νεωκόρο δὲν ἤμασταν παρὰ ἐγὼ καὶ δυὸ παλαιότεροι μαθητὲς ποὺ ἔψαλλαν στὸ ἀναλόγιο. Σ’ ἐκείνη μέσα τὴν κενότητα, καθὼς ἡ μελωδία τοῦ
«Κύριε ἐκέκραξα» ἀναμειγνυόταν μὲ τὸ κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ κι ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸ λιβάνι μὲ τὸ ἑσπερινὸ φῶς, ποὺ τρύπωνε σὰν εὐλαβικὸς προσκυνητὴς ἀπὸ τὴν μισάνοιχτη εἴσοδο, ἔνοιωσα μιὰ ἀνείπωτη ἀγαλλίαση ν’ ἁπλώνεται παντοῦ καὶ νὰ μ’ ἀγκαλιάζει. Τέτοιο μεγαλεῖο ἑσπερινῆς εὐπρέπειας δὲν εἶχα ξαναζήσει ποτέ, οὔτε στοὺς λαμπροὺς πανηγυρικοὺς ἑορτασμοὺς τῶν μοναστηριῶν, οὔτε στὶς γεμάτες μυστικοπάθεια ὁλονυκτίες τοῦ Ὄρους. Ἔνοιωθα πὼς μὲ καλωσόριζε ἕνας καινούριος κόσμος, τὸν ὁποῖο ποτὲ δὲν εἶχα ὑποψιαστεῖ καὶ καθόλου δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ περίοδος τῆς ζωῆς μου στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἔχοντας ὡς συμπαραστάτη μου τὸν Νικηφόρο. Οἱ γνώσεις καὶ τὸ ἦθος του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκτίμηση ποὺ εἶχαν γι’ αὐτὸν οἱ συνάδελφοί του, ὑπῆρξαν πολύτιμη βοήθεια καὶ ἀνεκτίμητη ἀρωγὴ γιὰ τὸν ἐγκλιματισμὸ καὶ τὴν πρόοδό μου. Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν παρέμβασή του νὰ ἐγκατασταθῶ στὴ Σχολή, πρὶν κὰν συνταχθεῖ τὸ εἰσιτήριό μου, τὸν κόπο του νὰ ἐπωμισθεῖ ὁ ἴδιος τὴ μεταφορὰ τῶν ὑπαρχόντων μου, τὶς συστάσεις του πρὸς τὸν Τυπάλδο καὶ τὶς προτροπές του πρὸς τοὺς καθηγητὲς νὰ μὲ προσέχουν καὶ νὰ μὲ συντρέχουν στὶς δυσκολίες ποὺ θὰ τύχαινε νὰ συναντήσω, ἡ βοήθειά του ὑπῆρξε ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Μ’ ἐκεῖνον δίπλα μου, ἡ Σχολὴ ἦταν σὰν τὸ σπίτι μου, εἶχα τὴν ἴδια αἴσθηση ἀσφάλειας μ’ ἐκείνη πού μοῦ ἔδινε ἡ παρουσία τοῦ Γέροντα στὸ μοναστήρι. Ὁ πρῶτος χρόνος τῶν σπουδῶν γιὰ μένα ἦταν περισσότερο μιὰ διασκέδαση, παρὰ μιὰ κοπιαστικὴ περίοδος μελέτης. Στὶς παραδόσεις ἄκουγα, πάνω κάτω, τὰ ὅσα εἶχα διδαχτεῖ ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐπιμονή του μὲ εἶχε τόσο καλὰ καταρτίσει ὥστε νὰ ἀνταποκρίνομαι στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καθηγητῶν καὶ τὴν ἐπίλυση τῶν γυμνασμάτων τους, σχεδὸν χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια. Τὶς ὦρες τῆς κατ’ ἰδὶαν μελέτης τὶς ξόδευα μὲ τὶς ἐπαναλήψεις στὴν τουρκικὴ γλώσσα ποὺ ὑστεροῦσα, μὰ πιὸ πολὺ στὴν ἀνάγνωση βιβλίων ποὺ μὲ προμήθευε ὁ Νικηφόρος, εἴτε ἀπὸ τὴν προσωπικὴ βιβλιοθήκη του, εἴτε δανειζόμενος ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη τῆς Σχολῆς. Παρ’ ὅλο ποὺ ἐπίμονα ἀρνιόταν νὰ μὲ βάλει στὴ βιβλιοθήκη γιὰ νὰ μὴν ἐκτεθεῖ παραβιάζοντας τὸν κανονισμό, ὁ ὁποῖος αὐστηρὰ ἀπαγόρευε τὴν ἐπίσκεψή της ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς ποὺ φοιτούσαμε στὶς κατώτερες τάξεις, φρόντιζε διαρκῶς νὰ μὴ λείπουν τὰ καλὰ βιβλία ἀπὸ τὸ δωμάτιό μου. Καθὼς ὁ χειμώνας ἀγρίευε, οἱ πυγολαμπίδες ποὺ χάζευα τὸ φθινόπωρο ἀνάμεσα στοὺς θάμνους ἐξαφανίστηκαν κι ὁ περίπατος μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ γινόταν ὅλο καὶ λιγότερο ἑλκυστικὸς καθὼς ὅλο καὶ νωρίτερα σκοτεινίαζε, οἱ ἀναγνωστικές μου ἀνάγκες γινόταν διαρκῶς μεγαλύτερες. Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα, ὕστερα τὰ Θεοφάνια, πέρασε κι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ
ἱδρυτῆ τῆς μονῆς Ἱεροῦ Φωτίου καὶ μπήκαμε στὴ μεγάλη σαρακοστή, χωρὶς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ καβούκι μας. Ἀκολουθίες, παράδοση, τράπεζα, μελέτη καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ποὺ οἱ μέρες εἶχαν πιὰ πάρει πάνω τους· ἡ ἀτμόσφαιρα ἄρχισε νὰ ζεσταίνεται, οἱ σπαραγγιὲς ἀνάμεσα στὰ πεῦκα νὰ ἑτοιμάζονται νὰ βλαστήσουν καὶ μεῖς νὰ σκεφτόμαστε τὸ Πάσχα καὶ τὶς ἐξετάσεις ποὺ θὰ ἔφταναν σὲ λίγο. Δὲν μὲ τρόμαζαν οἱ ἐξετάσεις, τὴν ὕλη ποὺ εἴχαμε διδαχτεῖ τὴν ἤξερα καλά. Τὰ τουρκικὰ μὲ ἀπασχολοῦσαν περισσότερο κι ἔπρεπε νὰ καλύψω κάποιες ἐλλείψεις μου. Ἂν μετὰ τὸ Πάσχα στρωνόμουν στὸ διάβασμα πίστευα ὅτι θά ’βγαζα ἀσπροπρόσωπους τόσο τὸν Γέροντά μου, ποὺ φρόντισε μὲ τὶς συστάσεις του νὰ μὲ δεχτοῦν, ὅσο καὶ τὸν Νικηφόρο ποὺ μὲ φρόντιζε. Οἱ ὑπολογισμοί μου δὲν μὲ διέψευσαν. Ἡ ἀπόδοσή μου ἦταν ἄριστη καὶ τὰ συγχαρητήρια τῶν καθηγητῶν καὶ τοῦ Τυπάλδου, μὲ γέμισαν χαρὰ ἀφοῦ ἀντανακλοῦσαν τὴν ἐπιβράβευση τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Γέροντά μου καὶ τῆς συνηγορίας τοῦ Νικηφόρου. Μὲ ἀποσκευὲς τὰ συγχαρητήρια αὐτά, μερικὰ ἀντίτυπα τῆς συγγραφῆς τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου Χάλκης καὶ μερικὰ ροῦχα ἐπιβιβάστηκα, λίγες μέρες μετὰ τὴν ἔναρξη τῶν διακοπῶν, γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, παρὰ τὶς ἀντίθετες συστάσεις, νὰ ἀποφύγω τὸ ταξίδι αὐτὸ λόγω τῆς μεγάλης ἀναταραχῆς ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ Χαλκιδική. Σ’ ὅλη τη διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ ἄλλο δὲν ἔκανα παρὰ νὰ λογαριάζω τὶς συζητήσεις ποὺ θὰ ἔκανα μὲ τὸν Γέροντα, τὶς ἀφηγήσεις τῆς ζωῆς μου στὴ Σχολὴ καὶ τὴν περιγραφὴ τῆς μορφῆς καὶ τῆς ἐξέλιξής της στὰ πέντε χρόνια ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ Χάλκη. Ἤμουν τώρα κι ἐγὼ Χαλκίτης πιά, τρόφιμος τῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία μέρα μὲ τὴ μέρα αὔξανε τὶς προόδους της καὶ γινόταν καύχημα τοῦ Πατριαρχείου καὶ περιζήτητο φυτώριο τῶν θεολογικῶν σπουδῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν γραμμάτων γενικά. Γεμάτος περηφάνια γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ σπουδαστῆ τῆς Χάλκης ἀκουμποῦσα στὶς κουπαστὲς τοῦ καϊκιοῦ κι ἀγναντεύοντας τὸ πέλαγο σχεδίαζα τὶς περιγραφὲς ποὺ θὰ ἔκανα στοὺς πρώην συμμαθητές μου τῆς Ἀθωνιάδας, προκειμένου νὰ τοὺς δείξω πόσο τυχερὸς ἤμουν ποὺ βρέθηκα ἐκεῖ· νὰ ζηλέψουν τὴν τύχη μου, ἀλλὰ καὶ νὰ καταλάβουν πόσο σημασία ἔχει γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ κατάρτιση, ἡ κοπιαστικὴ παρακολούθηση ἑνὸς προγράμματος συστηματικῆς διδασκαλίας.
Μὲ τέτοιες σκέψεις καὶ ὄνειρα ἀποβιβάστηκα στὸ Μαντράκι τῆς Λαύρας, ὅπου μὲ βρῆκε ὁ ἀναπάντεχος κεραυνός. Τὸν Γέροντα, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα περίμενα ν’ ἀνταμώσω, δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπα πιά. Εἶχε πεθάνει μόλις πρὶν λίγες μέρες ὕστερα ἀπὸ μιὰ σύντομη ἀρρώστια τεσσάρων ἡμερῶν μὲ ὑψηλὸ πυρετό. Καθὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἔτρεχαν βρύσες τὰ δάκρυα καὶ τ’ ἀναφιλητὰ ἔπνιγαν τὴν ἀνάσα μου, ἦταν ἀδύνατο νὰ πιστέψω τὰ λεγόμενα τοῦ Λαυριώτη συμπατριώτη μου Ἰσίδωρου. – Ψέματα, ψέματα… ἐπαναλάμβανα ἀνάμεσα στοὺς λυγμούς μου, ἐνῶ ἐκεῖνος κρατώντας με προσπαθοῦσε νὰ μὲ παρηγορήσει. Ὅταν ἡ ταραχὴ κι ἡ ἀναστάτωσή μου καταλάγιασαν ὁ Ἰσίδωρος εἶπε πὼς θά’ ταν προτιμότερο νὰ μὴν πάω κατ’ εὐθεῖαν στὸ Κουτλουμούσι, ἔτσι κλονισμένος ποὺ ἤμουν, ἀλλὰ νὰ μείνω ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὴ Λαύρα καὶ νὰ φύγω τὴν ἐπαύριο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καὶ τὸν δρόμο τόσων ὡρῶν δὲν ἄντεχα νὰ κάνω ἔτσι ποὺ ἤμουν, ἀλλὰ τὸ κυριότερο δὲν ἔνοιωθα καθόλου ἕτοιμος νὰ μπῶ στὸ μοναστήρι καὶ ν’ ἀντικρίσω ἄδειο τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα. Μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο ὅλοι οἱ συμπατριῶτες πατέρες τῆς Λαύρας, μαζευτήκαμε στὸ πεζούλι κάτω ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι κι ἄλλη κουβέντα δὲν εἴχαμε παρὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα. Ἄλλος μιλοῦσε γιὰ τὸ πνευματικό του ἀνάστημα, ἄλλος γιὰ τὸν ἀγώνα του νὰ μάθει γράμματα στὸ νησί, ἄλλος γιὰ τὸ μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο ποὺ ἄφησε πίσω του, ἄλλος γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀπὸ τὰ λόγια μας φαινόταν πόσο ἀπροετοίμαστους μᾶς βρῆκε ὅλους ὁ θάνατός του. Ὅλοι γνωρίζαμε τὴν ἡλικία του κι ὅλοι ξέραμε πόσο στὴ ζωή του εἶχε ταλαιπωρηθεῖ, ὅμως ἡ ἀκάματη προσπάθειά του νὰ διδάσκει καὶ νὰ γράφει ὣς τὴν τελευταία του ὥρα μᾶς παραπλανοῦσε κι ἀπωθούσαμε ἀπὸ τὴ σκέψη μας τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ ἕνα τέτοιας ἡλικίας ἄνθρωπο ὁ θάνατος δὲν ἦταν πολὺ μακριά. Ὁ Ἰσίδωρος πῆρε εὐλογία νὰ μὲ συνοδέψει τὸ πρωί, μετὰ τὴν Λειτουργία. Ὅταν ὅλοι ἔμπαιναν στὴν τράπεζα, ἐμεῖς μὲ δυὸ μουλάρια ξεκινήσαμε γιὰ τὸ Κουτλουμούσι. Στὴν πολύωρη διαδρομὴ μέσα στὸ δάσος, λαλούσαμε τὰ ζῶα χωρὶς ν’ ἀνταλλάσουμε πολλὲς κουβέντες μεταξύ μας. Ὁ καθένας ἦταν βυθισμένος στὶς δικές του σκέψεις, ἀπορροφημένος στοὺς δικούς του διαλογισμούς.
Τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὸν Ἑσπερινό, ὁ ἐπίτροπος Ἀγάπιος, ὁ Ἰσίδωρος, τὰ καλογεροπαίδια τοῦ μοναστηριοῦ τὰ ὁποῖα δίδασκε κατ’ ἰδὶαν ὁ Γέροντας κι ἐγώ, πήγαμε στὸ κοιμητήριο γιὰ νὰ κάνουμε τρισάγιο στὸν τάφο του. Προχωρώντας πρὸς τὸ κέντρο τοῦ νεκροταφείου, ὁ σωρὸς τοῦ φρέσκου χώματος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους τάφους δήλωνε ἀπὸ μακριὰ τὸ σημεῖο τῆς ταφῆς. Ἕνας πρόχειρος ξύλινος σταυρὸς μὲ τ’ ὄνομά του ἐπάνω, ἔριχνε τὴ μικρὴ σκιά του στ’ ἀριστερά του μνήματος. Τὸ τρισάγιο προχωροῦσε καὶ μένα ὁ λογισμός μου ταξίδευε στοὺς μακρινοὺς τόπους καὶ περασμένους χρόνους τῶν διηγήσεων τοῦ Γέροντά μου, ποὺ τώρα ἄπνους κι ἄλαλος βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο τῆς γῆς. Κι ὅταν ὁ Ἀγάπιος ἔφτασε στὴ φράση «ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου ἐν τόπῳ φωτεινῷ» ἦταν σὰν ν’ ἄκουγα ἐκείνη τὴν ὥρα τὴ φωνή του, ὅταν μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ τῶν δικαίων, ὅπου θὰ συναντήσουν τὸ φῶς. Ἕνα φῶς ποὺ ὅμοιό του δὲν ὑπάρχει, ἄνθρωπος δὲν τό ’χει δεῖ κι εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ φανταστεῖ. Μετὰ τὸ «Δι’ εὐχῶν» γονάτισα στὸν τάφο κι ἀκούμπησα τὸ μέτωπό μου στὸ φρέσκο, μαλακὸ χῶμα, ποὺ σκέπαζε τὸν μεγάλο δάσκαλο, τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ξανάκουγα νὰ μιλᾶ, νὰ μὲ συμβουλεύει, νὰ μὲ καθοδηγεῖ, νὰ μὲ μαλώνει ὅταν πρέπει, ἀλλὰ πιὸ πολὺ νὰ μ’ ἀγκαλιάζει σὰν ἀληθινὸς πατέρας στὶς δύσκολες στιγμές μου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ἤμουν μόνος μου, χωρὶς τὸν προστάτη μου, χωρὶς τὸν Γέροντά μου. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἔνοιωθα δυνατὸς καὶ βέβαιος· ἔνοιωθα πὼς μέσα ἀπὸ τὸ ἀπέριττο καὶ ταπεινὸ μνῆμα συνέχιζε νὰ ἀναβλύζει ἡ ἀνυπόκριτη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη τὴν ὁποία μ’ ἔδειξε ὅλα τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα κοντά του. Οἱ πατέρες μοῦ εἶπαν ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα προφτάσει νὰ συμμαζέψουν τὸ κελλί, πέρα ἀπὸ μιὰ πρόχειρη τακτοποίηση ποὺ εἶχαν κάνει καὶ πὼς τώρα ποὺ βρισκόμουν ἐκεῖ, καλὰ θὰ ἦταν νὰ μαζευτοῦν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ συκευασθοῦν γιὰ τὸ νησὶ ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴ διαθήκη του ἄφηνε στοὺς συγγενεῖς του. Ἔτσι τὴν ἄλλη μέρα μαζὶ μὲ δυὸ ἐπιτρόπους, ἀνεβήκαμε νὰ κάνουμε τὴ δουλειὰ αὐτή. Καθὼς ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ ξεκλείδωνε τὴν πόρτα, εἶχα τὴν ψευδαίσθηση ὅτι θὰ τὸν ἀντίκριζα σκυμμένο πάνω ἀπὸ τὰ χαρτιά του, ὅπως πάντα τὸν ἔβλεπα, ὅταν χωρὶς νὰ χτυπήσω ἔμπαινα μέσα. Τὸ ἀπατηλὸ ὅμως αὐτὸ αἴσθημα διαλύθηκε καθὼς τὸ διάπλατο ἄνοιγμα τῆς πόρτας, ἀποκάλυψε τὴν ὀδυνηρὴ ἀπουσία. Τὸ κρεμασμένο στὸ καρφὶ ράσο καὶ τὰ σκόρπια στὸ τραπέζι βιβλία, ἀνάμεσα στὰ
χαρτιὰ καὶ τὶς λογιῶν λογιῶν σημειώσεις του, ξεγελοῦσαν τὴ λογικὴ δημιουργώντας μιὰ ψεύτικη προσδοκία ἀναμονῆς. Ἀπὸ ποῦ νὰ πιάσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω! Πῶς νὰ ξεκινήσω τοῦτο τὸ στερνὸ συμμάζεμα τοῦ κελλιοῦ του; Τὰ χέρια μου ἔτρεμαν καὶ τὰ γόνατά μου εἶχαν παραλύσει· στεκόμουν στὴ μέση τοῦ δωματίου καὶ γυρόφερνα τὸ βλέμμα ἀναποφάσιστος. Οἱ ἐπίτροποι εἶχαν φύγει καὶ μ’ ἄφησαν μόνο λέγοντάς με: «Βαρνάβα, ἐσὺ ξέρεις καλλίτερα ἀπ’ τὸν καθένα τὰ ὑπάρχοντα τοῦ Γέροντά σου καί, βέβαια, θέμα ἐμπιστοσύνης δὲν ὑπάρχει. Μάζεψε τὸν ρουχισμό, τὰ βιβλία του κι ὅ,τι ἄλλο καὶ τακτοποίησέ τα ὅπως ἐσὺ νομίζεις καλλίτερα». Φεύγοντας ἐκεῖνοι ἔνοιωσα ὁλομόναχος, πέρα γιὰ πέρα ἐγκατελειμμένος κι ἔτσι ὄρθιος στὴ μέση τοῦ πλημμυρισμένου ἀπὸ τὴν νεκρικὴ ἀτμόσφαιρα χώρου καὶ μ’ ἕνα αἴσθημα ἀκατάσχετης κένωσης στὸ στῆθος, μὲ ξαναπῆραν τὰ κλάματα κι οἱ λυγμοὶ τράνταζαν ὁλόκληρο τὸ κορμί μου, δὲν ξέρω πόση ὥρα. Οὔτε καὶ ποὺ θυμᾶμαι πῶς καὶ πότε μάζεψα τὸ κάθε τὶ ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ κελλί· ὣς καὶ τὸ τελευταῖο χαρτάκι, τὴν τελευταία πέννα του. Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι πὼς τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε τὸ σήμαντρο τοῦ Ἑσπερινοῦ ἤμουν ἀκόμη σκυμμένος καὶ στοίβαζα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἴσαμε νὰ μαζέψω ὅλα τὰ δέματα σὲ μιὰ ἄκρη καὶ νὰ σκουπίσω τὸ πάτωμα εἶχε σκοτεινιάσει. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, βγῆκα ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω τὰ βήματά μου μὲ ὁδήγησαν στὸν δρόμο πρὸς τὶς Καρυές. Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου εἴχαμε κάνει τὴν τελευταία κουβέντα μας πρὶν τὴν ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ ταξιδέψω γιὰ τὴ Χάλκη. Ἡ πέτρα, ὅπου καθισμένος μοῦ μίλησε γιὰ τὸ χρέος πρὸς τὶς μελλούμενες γενιές, τὴν «ἀπόλυση» ποὺ οὔτως ἢ ἄλλως ἔρχεται γιὰ τὸν καθένα μας καθὼς καὶ γιὰ τὴ διαδοχὴ ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται, βρισκόταν στὴν ἴδια θέση. Στάθηκα ἀτενίζοντας τὴν ἀπουσία σχηματοποιημένη ἀπὸ τὴν ἄδεια πέτρα καὶ τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου ὅπου εἶχε ἀκουμπήσει γιὰ νὰ ξαποστάσει. Οὔτε ἔκλαψα, οὔτε δάκρυσα. Ἔμεινα ὅμως πολὺ ὥρα στὴν ἴδια θέση ἀναπλάθοντας νοερὰ τὴ μορφή του καὶ προσπαθώντας νὰ θυμηθῶ μία μία ὅλες τὶς λέξεις του, ὅμως τὸ μόνο ποὺ ἐπανερχόταν ἐπίμονα καὶ βασανιστικὰ στὴ μνήμη μου ἦταν ἡ τελευταία του φράση πρὶν μὲ βαριὲς κινήσεις καὶ τὴ βοήθειά μου ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὴν πέτρα: «Ἡ πατρίδα μας χτὲς περίμενε ἀπὸ μένα, σήμερα περιμένει ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὸν Νικηφόρο, αὔριο θὰ περιμένει καὶ θὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ σένα... κι ὕστερα ἀπὸ ἄλλον...». Τὶς ὦρες ποὺ ξάπλωνα νὰ κοιμηθῶ ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε στ’ αὐτιά μου
ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια λόγια. Ἕνας ἀντίλαλος εἶχε κατασκηνώσει μόνιμα στὰ μηνίγγια μου: «Ἡ πατρίδα... αὔριο θὰ περιμένει ἀπὸ σένα…», «…θὰ περιμένει ἀπὸ σένα…». Οἱ μέρες τῆς ἀναμονῆς γιὰ τὰ σαράντα περνοῦσαν ἀργὰ καὶ βασανιστικά. Κάτι ἀπροσδιόριστο μ’ ἔσπρωχνε νὰ γυρίσω πίσω στὴ Σχολὴ κι αὐτὸ δὲν ἦταν βέβαια τὰ μαθήματα ποὺ θ’ ἄρχιζαν τὴν πρώτη τοῦ Σεπτέμβρη. Ἔτρεχα νὰ βοηθήσω σ’ ὅλα τὰ διακονήματα· ἄλλοτε στὴν τράπεζα, ἄλλοτε στὸ ἀρχονταρίκι, ἄλλοτε στὸν μύλο, ἄλλοτε σκάβοντας τὸν κῆπο, μὰ τίποτα δὲν μὲ γέμιζε. Οὔτε νὰ διαβάσω μποροῦσα, οὔτε μὲ κανένα ἐργόχειρο νὰ καταπιαστῶ. Μικρὴ μόνο ἀνακούφιση εὕρισκα βοηθώντας ἕνα ἀνήμπορο γέρο ποὺ ζοῦσε μονάχος χαμηλὰ σ’ ἕνα κελλὶ τῆς σκήτης. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀναχαιτίσει αὐτὴ τὴν αἴσθηση φυγῆς ποὺ μὲ διακατεῖχε. Ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες τόσο πιὸ πολὺ καταλάβαινα ὅτι τώρα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα, τίποτα δὲν μ’ ἔδενε μὲ τὸ Ὄρος. Μέρα μὲ τὴ μέρα συνειδητοποιοῦσα ὅτι γιὰ μένα τὸ Ὄρος ἦταν ἐκεῖνος καὶ τώρα πιὰ ποὺ δὲν ὑπῆρχε, δὲν εἶχα κανένα λόγο νὰ μένω ἐκεῖ. Κυλοῦσα μὲ ἀφάνταστη δυσκολία τὸν χρόνο καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου. Στὸ μεταξὺ εἶχα ὅλη τὴν ἄνεση νὰ ἐπιμεληθῶ τὴν τύχη τῶν καταλοίπων του. Ἔτσι κάποια μέρα ποὺ ὁ Προηγούμενος εἶχε τὸν χρόνο καὶ τὴ διάθεση, πήγαμε στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα ὅπου εἶχα συμμαζέψει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐκεῖ ἔχοντας στὰ χέρια του τὴν διαθήκη τοῦ μακαρίτη ξεχωρίσαμε αὐτὰ ποὺ προόριζε γιὰ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἄφηνε στὸ μοναστήρι. Ἀνάμεσα στὰ ὅσα προορίζονταν γιὰ τὴν οἰκογένεια ἦταν ἡ λιγοστὴ οἰκοσκευή του, ἡ ἀλληλογραφία του, γράμματα δηλαδὴ ποὺ εἶχε λάβει κατὰ καιροὺς καθὼς καὶ ἀντίγραφα ἐπιστολῶν ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε στείλει ἢ εἶχε συντάξει χωρὶς νὰ τὰ στείλει, καὶ ἀρκετὰ βιβλία διδακτικοῦ καὶ ἱστορικοῦ περιεχομένου προκειμένου ὁ ἀνεψιός του νὰ τὰ ἐντάξει προσωρινὰ στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Μετοχιοῦ μέχρι νὰ ἀνεγερθεῖ ἡ Σχολὴ στὴν ὁποία θὰ κατέληγαν. Στὸ μοναστήρι ἄφηνε τὰ ἄμφιά του καὶ διάφορα θεολογικὰ καὶ γενικὰ θρησκευτικοῦ περιεχομένου βιβλία. Δὲν ἀνέφερε ὅμως τίποτα γιὰ μιὰ σειρὰ χειρογράφων του, ποὺ ἀφοροῦσαν διορθώσεις λειτουργικῶν βιβλίων τὶς ὁποῖες εἶχε τυλιγμένες σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ τὶς ὁποῖες μὲ πρόσφατο γράμμα τους στὸ μοναστήρι ἀναζήτησαν οἱ Βελοῦδοι ἀπὸ τὴ Βενετία, οἱ ὁποῖοι ἑτοίμαζαν τὴν τρίτη ἔκδοση τῶν Μηναίων. Ἐγὼ τὸ θέμα τὸ γνώριζα καλὰ, γιατὶ θυμόμουν πὼς εἶχε χαραμίσει πολλὲς ὧρες προκειμένου νὰ λύσει κάποια προβλήματα τοῦ Μηναίου τοῦ Ἰουλίου, τοῦ ὁποίου οἱ διορθώσεις βρίσκονταν μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ πακέτο.
Ὁ Προηγούμενος, θεώρησε ὅτι ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἀναφορὰ στὴ διαθήκη, αὐτοδικαίως ἀνῆκαν στὸ μοναστήρι κι ὅτι ἦταν στὴ διάθεσή του ἡ διαχείρισή τους. Φοβούμενος πὼς ὁ Προηγούμενος ὑπονοοῦσε ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ στὸ αἴτημα τῶν Βελούδων, ἀφοῦ κλειδώσαμε τὸ κελλὶ καὶ κατεβήκαμε, ἔτρεξα κατ’ εὐθείαν στὸν Ἀγάπιο, ὁ ὁποῖος εὐτυχῶς ἀντιλαμβανόταν πόσο σημαντικὸ ἦταν νὰ φτάσουν στὰ χέρια τῶν ἐκδοτῶν οἱ σημειώσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες θὰ συνέβαλαν στὴν ἀρτιότερη μορφὴ τῶν ὑπὸ ἔκδοση Μηναίων. Ἔτσι μὲ καθησύχασε καὶ φρόντισε νὰ σταλοῦν ἀμέσως στοὺς Βελούδους, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι θὰ τὶς ἐπέστρεφαν «διὰ νὰ σώζωνται ἐνταῦθα εἰς τὸ ἱερὸν Μοναστήριόν μας». Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ κι ἀφοῦ μετέφεραν ἀπὸ τὸ κελλὶ τὰ ὅσα κατὰ τὴ διαθήκη ἀνῆκαν στὸ μοναστήρι, ζήτησα τὴν ἄδεια τῶν ἐπιτρόπων νὰ ἀνεβαίνω στὸ κελλὶ γιὰ νὰ συσκευάσω τὰ ἐναπομείναντα γιὰ μεταφορὰ στὴν Ἴμβρο. Τότε ἐκεῖνοι μὲ ρώτησαν ἂν ὡς ὑποτακτικός του θὰ ἀναλάμβανα ἐγὼ αὐτὴ τὴ μεταφορά. – Ὄχι, εἶπα καὶ βλέποντας πὼς ἡ ἀπάντησή μου δὲν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, ἐξήγησα τοὺς λόγους. Ἐγὼ πρὶν ἀπ’ ὅλα δὲν ἤμουν κληρονόμος του, οὔτε κὰν συγγενής του. Ὑπηρέτης καὶ μαθητής του ἤμουν, μοῦ ἔφτανε αὐτὴ ἡ τύχη καὶ ἡ τιμή. Δεύτερο, σὲ λίγες μέρες θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκομαι πίσω στὴ Σχολὴ γιατὶ θ’ ἄρχιζαν τὰ μαθήματα κι ἔτσι κι ἂν ἀκόμα ἀναλάμβανα δὲν θὰ πρόφταινα νὰ ταξιδέψω ὣς τὸ νησί. Ὅμως, μόλις θὰ ἔφτανα στὴ Χάλκη, θὰ συναντιόμουν ἀμέσως μὲ τὸν ἀνεψιό του, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν παραλαβὴ καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν ὑπαρχόντων του. Γι’ αὐτὸ ζήτησα τὴν εὐλογία τους, μιὰ καὶ εἶχα καιρὸ νὰ τὰ τακτοποιήσω καὶ νὰ τὰ συσκευάσω, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ ἀπασχοληθεῖ μ’ αὐτὸ ὁ Λογιώτατος. Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν, ὣς τὴν ἡμέρα τοῦ μνημοσύνου, εἶχα διεκπεραιώσει ὅλη τη δουλειὰ καὶ τὰ πάντα ἦταν ἕτοιμα νὰ φορτωθοῦν μόλις ὁ Λογιώτατος εὕρισκε χρόνο νὰ ἔρθει νὰ τὰ παραλάβει. Τὸ καΐκι θὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ Λαύρα τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης τοῦ μνημοσύνου προερχόμενο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ θὰ ἔφευγε κατ’ εὐθείαν γιὰ τὴν Πόλη. Ὁ Ἰσίδωρος, ποὺ νύχτα ἀκόμα εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὴν Προβάτα, εἶχε φτάσει νωρὶς καὶ εἶχε δέσει τὰ μουλάρια παράμερα στὴ βρύση νὰ βοσκήσουν. Καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ πάω στὸ κοιμητήριο ν’ ἀποχαιρετίσω τὸν Γέροντα, γνώρισα τὰ δεμένα ζῶα κι ἀμέσως τὸν ἀναζήτησα. Τὸν βρῆκα στὸ
ἀρχονταρίκι νὰ πίνει μόνος του καφέ. Κάθισα γιὰ λίγο κοντά του κι ἀφοῦ ἤπιε καὶ τὴν τελευταία του γουλιὰ ξεκινήσαμε μαζὶ γιὰ τὸ κοιμητήρι. Ἔκλαψα ὥρα πολλὴ πάνω ἀπὸ τὸν τάφο. Σκούπιζα καὶ ξανασκούπιζα τὰ δάκρυά μου ποὺ δὲν ἔλεγαν νὰ σταματήσουν. Θαρρεῖς πὼς τοῦτος ὁ ἀποχωρισμὸς ἦταν πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ ὀδυνηρὸς κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ὅταν ξεκινοῦσα τὴν πρώτη φορὰ γιὰ τὴ Χάλκη εἶχα τὴν ἐλπίδα ὅτι σύντομα θὰ τὸν ξανάβλεπα κι ὅταν ἐπέστρεφα εἶχα τὴν βεβαιότητα καὶ τὴ λαχτάρα τῆς ἀντάμωσής μας. Ὁ θάνατος μὲ διέψευσε, ὅπως συχνὰ συνηθίζει νὰ τὸ κάνει ἀκυρώνοντας τὶς προσδοκίες μας καὶ σβήνοντας τὶς ἐλπίδες καὶ τὰ ὄνειρά μας… «μία ροπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Τώρα ἔφευγα πέρα ὣς πέρα ἀπελπισμένος, βυθισμένος σὲ ἀπέραντη ἀπόγνωση. Καμμιὰ ἐλπίδα καὶ καμμιὰ ψευδαίσθηση δὲν ἐπέτρεπε αὐτὸς ὁ σωρὸς τοῦ χώματος ποὺ μπροστά του στεκόμουν ἐνεός, ἀνίσχυρος κι ἀδύναμος. Ἐξουθενωμένος κι ἀπαρηγόρητος ἔσκυψα καὶ φίλησα τὸν ξύλινο σταυρὸ ψιθυρίζοντας «αἰωνία σου ἡ μνήμη». Κι εὐθὺς ὡς βγῆκε ἀπ’ τὰ χείλη μου ἡ εὐχή, στὸ σκοτεινὸ βάθος τῆς λύπης καὶ τῆς θλίψης μου χάραξε μιὰ μικρὴ ἀναλαμπή: νὰ κάνω κι ἐγὼ ὅτι μπορέσω γιὰ τὴν διαιώνιση τῆς μνήμης του, γιὰ τὴ διατήρηση στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων τῆς προσφορᾶς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δαπάνησε ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του πολεμώντας «τὸ βαθὺ σκότος τῆς ἀμαθείας». Ὅταν ξεπεζέψαμε στὸ Μαντράκι τὸ καΐκι δὲν ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ. Ξεφόρτωσα τὸν σάκκο μου ἀπὸ τὸ μουλάρι καὶ τὸν ἀκούμπησα στὸν ἀργάτη ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Λαυριῶτες γιὰ νὰ τραβοῦν στὴ στεριὰ τὶς βάρκες τους καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰσίδωρος ἔδεσε πρόχειρα τὰ ζῶα πήγαμε καὶ καθίσαμε στὴ σκιὰ τῶν βράχων. Ὅμως ἡ ζέστη ἦταν ἀνυπόφορη καὶ σημάδι πανιοῦ στὴ θάλασσα δὲν φαινόταν. Τότε, ὁ Ἰσίδωρος ποὺ εἶχε βγεῖ στὸ ἀγνάντι, κατεβαίνοντας τοὺς βράχους μου λέει: – Στέκονται ποὺ στέκονται τὰ ζῶα ἐδῶ, δὲν τὰ καβαλᾶμε ν’ ἀνεβοῦμε στὸ μοναστήρι, νὰ πιοῦμε λίγο νερὸ καὶ νὰ ξαποστάσουμε; Θά ’χουμε τὸν νοῦ μας καὶ μόλις δοῦμε τὸ καΐκι παίρνουμε τὴν κατηφόρα. Συμφώνησα καὶ πῆγα νὰ σηκώσω τὸν σάκκο μου. – Ἄσ’ τον, εἶπε, ὁ Ἰσίδωρος, βλέπεις κανέναν ἐδῶ ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν πειράξει; Στὸ μοναστήρι βασίλευε ἀπόλυτη ἡσυχία, οἱ πατέρες εἶχαν ἀποσυρθεῖ καὶ ξεκουράζονταν καί, μόνο ὁ ἀρχοντάρης πηγαινοερχόταν μόνος του
συγυρίζοντας. Μόλις μᾶς ἀντιλήφθηκε μᾶς κάλεσε ἐπάνω κι ἀφοῦ μᾶς γέμισε μιὰ κανάτα δροσερὸ νερό, πῆγε μέσα, ἑτοίμασε τρεῖς καφέδες κι ἦρθε καὶ κάθισε μαζί μας. Δυὸ ὧρες κουβεντιάζαμε οἱ τρεῖς μας γιὰ πολλὰ καὶ διάφορα καὶ κυρίως γιὰ τὴ Χάλκη καὶ τὴ Βασιλεύουσα. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυὸ δὲν τὴν εἶχε ἐπισκεφτεῖ ποτὲ κι ὅλο ρωτοῦσαν γιὰ τὴν Ἁγιασοφιὰ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Ἄκουγαν ὅσα τοὺς ἔλεγα καὶ μὲ κοίταζαν γεμάτοι θαυμασμὸ καὶ ἀπορία, ὣς τὴν ὥρα ποὺ κάποιος μᾶς εἰδοποίησε πὼς τὸ καΐκι εἶχε φτάσει. Στὸ μονάρμπουρο μέσα, ποὺ μόλις ξεφόρτωσε κάποια κασόνια γιὰ τὸ μοναστήρι, ἔλυσε κι ἄνοιξε ὅλα τὰ πανιά του, συνταξίδευα μὲ τέσσερις Ἑβραίους ποὺ συνόδευαν τὰ ἐμπορεύματά τους γιὰ τὴν Πόλη κι ἕνα Τοῦρκο γυρολόγο, ποὺ κάθε φορὰ ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς του ρωτοῦσε τοὺς ναῦτες κατὰ ποὺ πέφτει ὁ νότος γιὰ νὰ στρώσει τὸ κιλίμι του καὶ νὰ γονατίσει. Μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζει, ὁ μαΐστρος ἔκοψε τόσο πολὺ ποὺ θαρρεῖς στεκόμασταν στὸν τόπο. Αὐτὸ κράτησε σχεδὸν ὁλόκληρη τὴ νύχτα. Μὲ τὸ χάραμα ὅμως ἕνα γερὸ βοριαδάκι φούσκωσε ἀπότομα τὰ πανιὰ καὶ πήραμε δρόμο γιὰ τὰ καλά. Μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ὁ ἀέρας δυνάμωσε καὶ στὴ γαλάζια ἐπιφάνεια ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἔσκαζαν οἱ ἀφροὶ τῶν κυμάτων. Τὴν ἄλλη μέρα, πρὸς τὸ βράδυ, πλέαμε ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Ἴμβρο. Στὸ βάθος ἀχνοφαίνονταν οἱ στεριὲς τῆς Ἀνατολῆς. Δεξιά μας ἡ Τένεδος, σὰν μονοκάταρτο, θαρρεῖς ἀκολουθοῦσε τὴν πορεία μας καὶ στ’ ἀριστερά, καλοχτισμένη, αἰχμαλώτιζε τὸ βλέμμα μου ἡ Ἴμβρος. Ἡ χερσόνησος τοῦ Κέφαλου, σὰν μακρὺ χέρι, ἁπλωνόταν πρὸς τὸ μέρος μας, ἐνῶ οἱ γκρίζες πλαγιὲς τῶν βουνῶν τριγύρω ἔκρυβαν τὰ χωριά. Ποιὸς τάχα ἐπίβουλος ταξιδεύοντας στ’ ἀνοιχτὰ θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὴ γαλήνη τους πίσω ἀπὸ τὶς ἀπότομες καὶ ἄγριες ἀκτὲς ποὺ ἀπωθοῦν κι ἀποκαρδιώνουν κάθε παραπλέοντα; Ὁ ἥλιος εἶχε βουλιάξει πίσω ἀπὸ τὶς κορυφές της καὶ τὶς ἰώδεις ἀναλαμπές του διαδεχόταν σιγὰ σιγὰ ἡ σκοτεινιά, συσσωματώνοντας τοὺς ὄγκους τόσο, ποὺ μόνο πιὰ οἱ κορυφογραμμὲς διακρίνονταν μέσα στὸ λυκόφως. Ξαφνικὰ μὲ κατέλαβε μιὰ ἀφόρητη νοσταλγία, ἔτσι μοῦ ἐρχόταν νὰ πηδήξω στὴ θάλασσα καὶ κολυμπώντας νὰ φτάσω στὴ λατρεμένη μου γενέτειρα, ποὺ πέντε ὁλόκληρα χρόνια τὴν εἶχα στερηθεῖ. Ἡ ἐπιστροφὴ στὴ Χάλκη ἦταν γιὰ μένα ἀνακούφιση, τὶς ὧρες τῶν παραδόσεων
ξεχνιόμουν κι ὁ χρόνος κυλοῦσε ἤρεμα, ὅμως τὶς ὧρες τῆς μελέτης δὲν μποροῦσα νὰ συγκεντρωθῶ κι ἡ σκέψη μου γυρνοῦσε στὸν θάνατο τοῦ Γέροντα. Ἀποτέλεσμα ἡ στάθμη τῶν ἐπιδόσεών μου νὰ πέσει πολὺ χαμηλότερα ἀπὸ τὸν προηγούμενο χρόνο. Ἀκόμα κι ὅταν ἱερουργοῦσα τὸ μυαλό μου ἔτρεχε πίσω στὶς μέρες τῆς ζωῆς μου κοντά του καὶ συχνὰ ἤμουν τόσο ἀφηρημένος ὥστε νὰ κάνω ἀνεπίτρεπτα λάθη. Ὅλοι, ἀπὸ τὸν Σχολάρχη ὣς τὸν τελευταῖο ὑπηρέτη, τὸ εἶχαν προσέξει, τὸ ἔβλεπα στὸ ἀνάμεικτο μὲ ἀπορία καὶ οἶκτο βλέμμα τους, κάθε φορὰ ποὺ συνεπαρμένος ἔχανα τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον μου. Δὲν ἦταν ποὺ δὲν καταλάβαινα τὸ τὶ μοῦ συνέβαινε, ἀλλὰ δὲν εἶχα ἀντιληφθεῖ τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τῆς ἐκτροπῆς αὐτῆς, ὣς τὸ βράδυ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, ὅταν καθισμένος στὸ δωμάτιό μου ἀμήχανα μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο χτύπησε ἡ πόρτα κι ὁ Νικηφόρος μπῆκε μέσα πρὶν προφτάσω νὰ σηκωθῶ ν’ ἀνοίξω. Πλησίασε τὸ τραπέζι καὶ βλέποντας τὸ ἀνοιχτὸ ἐπάνω τοῦ βιβλίο εἶπε: – Ἂ, μὲ συγχωρεῖς σὲ διέκοψα. – Ὄχι, ὄχι... Δὲν πειράζει, ἀπάντησα θέλοντας νὰ κρύψω τὴν ταραχή μου ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη ἐπίσκεψη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπὶ μιὰ ὁλόκληρη ὥρα δὲν εἶχα γυρίσει σελίδα. – Βλέπω εἶναι τὸ κεφάλαιο πού σᾶς παρέδωσα χτές. Ἀλήθεια πῶς σου φαίνεται αὐτὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιμετώπιζε τοὺς πολιτισμοὺς τῶν λαῶν ποὺ κατακτοῦσε; Αὐτὸ ἦταν τὸ μάθημα, ἀλλὰ οὔτε στὴν παράδοση πρόσεχα, οὔτε κι εἶχα κατορθώσει νὰ διαβάσω πάνω ἀπὸ μιὰ σελίδα. Ὁ Νικηφόρος τὸ ἤξερε βέβαια καὶ ἡ ἐρώτησή του, ἄλλο σκοπὸ δὲν εἶχε παρὰ τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴν ὁμολογία τῆς κατάστασης στὴν ὁποία εἶχα περιέλθει. Ἡ κουβέντα μας ποὺ ἔτσι εἶχε ξεκινήσει κράτησε ὣς ἀργὰ τὴ νύχτα. Ὁ Νικηφόρος καταλάβαινε ἀπόλυτα αὐτὸ πού μοῦ συνέβαινε κι ὁ λόγος τῆς ἐπίσκεψής του δὲν ἦταν ἄλλος παρὰ ἡ διαβεβαίωση ὅτι θὰ εἶχα τὴν κατανόηση καὶ τὴν συμπαράστασή του, ἀρκεῖ νὰ κατέβαλα κάθε δυνατὴ προσπάθεια νὰ συνειδητοποιήσω ὅ,τι κι ὁ Γέροντάς μου ἔλεγε, πὼς ἡ ζωὴ ἔχει συνέχεια κι ὁ καθένας μας στὴ συνέχεια αὐτὴ ἔχει ἕνα ρόλο, τὸν ὁποῖο πρέπει ὑπεύθυνα νὰ ἀναλάβει καὶ ἐπιτυχῶς νὰ διεκπεραιώσει. – Ἐσύ βέβαια, δὲν εἶσαι πιὰ παιδί, κι ἀφοῦ ὁ Γέροντάς σου σὲ ἔκρινε ἄξιο γιὰ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἱεροσύνη, ἔχεις ὑποχρέωση νὰ ἀποδείξεις τόσο στὸν ἑαυτό σου, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους, ὅτι ἡ κρίση του δὲν ἦταν λαθεμένη. Ὅτι σωστὰ ἀποφάσισε νὰ σὲ στείλει στὴ Χάλκη, νὰ μορφωθεῖς γενναῖα καὶ νὰ γυρίσεις κάποια μέρα στὴν πατρίδα γιὰ νὰ συνεχίσεις τὸ ἔργο ποὺ ὁ ἴδιος θεμελίωσε. Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τελείωσε ἡ κουβέντα μας ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Λόγια ποὺ ὁλονυχτὶς βούιζαν μέσα στ’ αὐτιά μου καὶ μ’ ἔκαναν νὰ στριφογυρίζω στὸ κρεβάτι ὣς τὴν αὐγή. Ὅταν τὸ πρωὶ ξύπνησα, αἰσθανόμουν τόσο βαρὺ τὸ κεφάλι μου, ὥστε ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ σηκώσω ἀπὸ τὸ προσκέφαλο. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ξεκίνησα τὴν δύσκολη προσπάθεια τῆς τακτοποίησης τῶν συναισθημάτων μου καὶ τῆς συνειδητοποίησης τῆς ἀποστολῆς καὶ τοῦ χρέους μου. Καὶ τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ συνειδητοποίησα ἦταν πὼς μὲ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα, ἔχασα τὸν ρόλο μου καὶ τὸν σκοπό μου, ὁ ὁποῖος ὣς τότε δὲν ἦταν παρὰ ἡ ὑπηρεσία μου σὲ κεῖνον. Ὁ ἴδιος εἶχε ἐπίμονα προσπαθήσει νὰ καταλάβω ὅτι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τελείωνε, ἐγὼ ὅμως ἀρνιόμουν νὰ τὸ ἀποδεχτῶ κι ἔτσι μὲ τὴν ἀπώλειά του βρέθηκα μετέωρος καὶ εὐάλωτος. Χωρὶς τὶς ἀντιστάσεις ποὺ δημιουργοῦν οἱ σκοπεύσεις καὶ οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λύπη καὶ τὸ πένθος ἐπιβλήθηκαν κατὰ κράτος καὶ μὲ ὁδήγησαν στὴν κατάθλιψη, τὴν ὁποία χρειάστηκε πολὺς κόπος καὶ χρόνος γιὰ νὰ καταπολεμήσω. Ὅμως βῆμα βῆμα καὶ μὲ τὴν συμπαράσταση τοῦ Νικηφόρου, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ περίοδος τῶν ἐξετάσεων εἶχα συνέλθει. Εἶχα ξαναρχίσει τὴν ἐντατικὴ μελέτη καὶ ἡ ἐπίδοσή μου ἦταν τέτοια ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει, βλέποντάς με τὸν πρῶτο ἐκεῖνο καιρὸ νὰ παραδέρνω. Μὲ τὸ τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς ὁ Νικηφόρος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ Κάιρο μὲ σκοπὸ νὰ ἀναλάβει τὴ σχολαρχία τῆς ἐκεῖ Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ἐνῶ ἐγὼ πετοῦσα ἀπὸ τὴ χαρά μου ποὺ ὕστερα ἀπὸ χρόνια θὰ ξαναβρισκόμουν στὴν πατρίδα μου. Ὅμως αὐτὴ ἡ χαρὰ διαλύθηκε πολὺ γρήγορα μετὰ τὴν ἄφιξή μου ἐκεῖ. Τὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Σχολῆς ποὺ εἶχε ξεκινήσει ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο δὲν εἶχε καθόλου προχωρήσει, ἀλλὰ τὰ πάντα γύρω στὴν οἰκοδομὴ ἔδειχναν παντελῶς ἐγκαταλειμμένα. Τὰ ἀγριόχορτα γύρω καὶ μέσα στὸ κτίσμα εἶχαν ψηλώσει τόσο, ὥστε σχεδὸν εἶχαν ἐξαφανίσει τὴ μορφή του. Οἱ πέτρες οἱ ὁποῖες εἶχαν κουβαληθεῖ γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου βρίσκονταν σωριασμένες δεξιὰ κι
ἀριστερὰ, ἐξαφανισμένες κι αὐτὲς μέσα στὴν πυκνὴ βλάστηση. Ὅλα μαρτυροῦσαν τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν ἐγκατάλειψη. Καθένα, σχετικὰ ἁρμόδιο, ποὺ ρωτοῦσα γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ μ’ ἀπαντοῦσε στερεότυπα, ὅτι τί περίμενα νὰ γίνει ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρονταν; Ὅλοι ἀπεκδύονταν τὴν εὐθύνη, γιὰ ὅλα ἔφταιγαν οἱ ἄλλοι. Χώρια ποὺ κάποιοι, ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες, προσπαθοῦσαν νὰ ἐνοχοποιήσουν τὸν Γέροντα, ρίχνοντας μὲ πλάγιο τρόπο τὴν εὐθύνη σ’ ἐκεῖνον «ποὺ σηκώθηκε κι ἔφυγε πρὶν τελειώσει τὸ ἔργο». Μόνο ὀργὴ κι ἀγανάκτηση προκαλοῦσε αὐτὴ ἡ ἄθλια εἰκόνα τῆς ἀνευθυνότητας καὶ τῆς ἀδιαφορίας, τὴν ὁποία μάλιστα οἱ πρωταίτιοι ἀπέδιδαν ἀποκλειστικὰ στοὺς ἄλλους, προβάλλοντας τοὺς ἑαυτούς τους ὡς θύματα. Ἡ ἴδια ἀπερίγραπτη κατάσταση ἐπικρατοῦσε καὶ στὸ Μετόχι, ὅπου τὸ σχολειὸ βρισκόταν κυριολεκτικὰ σὲ διάλυση. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κύριλλου, ὁ ὁποῖος σαρανταπέντε ὁλόκληρα χρόνια τὸ κράτησε ἀνοιχτὸ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια, ἀντιπαλεύοντας θεοὺς καὶ δαίμονες σὲ χρόνους πονηροὺς καὶ δίσεκτους, διδάσκοντας σὲ γενιὲς καὶ γενιὲς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, τὸ σχολειὸ μπῆκε σὲ μιὰ ἄνευ προηγουμένου κατιούσα. Μετὰ μάλιστα καὶ τὸν διορισμὸ τοῦ Λογιώτατου στὴν Ἑλληνεμπορικὴ τῆς Χάλκης, ἡ ἐπιδείνωση καὶ ἡ φθορὰ πῆρε κολοσσιαῖες διαστάσεις φτάνοντας στὰ πρόθυρα τῆς πλήρους διάλυσής του. Ἂν δὲν ἦταν δυὸ τρεῖς ἀπὸ τοὺς τελευταίους μαθητὲς τοῦ Κύριλλου, ν’ ἀναλάβουν τὴν ὅπως ὅπως διδασκαλία, τὸ δίχως ἄλλο θά ’χε κλείσει. Ἡ κατάσταση τὴν ὁποία ἀντίκρισα ὅταν τὴν πρώτη κιόλας μέρα ἔσπευσα νὰ ἐπισκεφτῶ τὸ Μετόχι, ἦταν ἀπελπιστική. Μὲ προϋπάντησε ἕνα γεροντάκι ἀπὸ τὸ Κάστρο διορισμένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη νὰ φυλάγει τὸ Μετόχι. Ὅση ὥρα πίναμε τὸν καφέ, τὸν ὁποῖο προθυμότατα ἔτρεξε νὰ ἑτοιμάσει, μὲ δάκρυα στὰ μάτια μοῦ διεκτραγώδησε τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε. Τὸ πῶς τὰ λιγοστὰ παιδιά, ποὺ τώρα βρίσκονταν σὲ διακοπές, μπαίνουν καὶ βγαίνουν στὸ μάθημα ὅτι ὥρα θέλουν, χωρὶς νὰ δείχνουν κανένα σεβασμὸ καὶ καμμιὰ ὑπακοὴ στοὺς διδάσκοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπελπισμένα προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλλουν κάποια τάξη καὶ εὐκοσμία. Τὸ πῶς ὁ ναὸς λόγω ἔλλειψης κληρικῶν λειτουργεῖται ἐναλλὰξ μὲ ἐκεῖνον στὸ Γλυκὺ καὶ τὸ ὅτι ἡ βιβλιοθήκη, τὴν ὁποία μὲ χίλιες στερήσεις καὶ κόπους εἶχε δημιουργήσει ὁ Γέροντας κι ὅπου εἶχα περάσει ἀξέχαστες ὧρες δουλεύοντας μαζί του, ἦταν κατάκλειστη· οὔτε ἔμπαινε, οὔτε ἔβγαινε κανείς. Μαύρισε ἡ καρδιά μου. Τὸν ἀποχαιρέτησα, διαβεβαιώνοντάς τον ὅτι θὰ τὸν ἐπισκέπτομαι συχνὰ ὅσο καιρὸ θὰ μείνω στὸ νησί, καὶ πῆρα τὸν ἀνήφορο γιὰ τὸ χωριό. Κάθε τόσο σταματοῦσα καὶ γύριζα νὰ δῶ πίσω, θαρρεῖς ἕνα ἀόρατο
σκοινὶ μὲ κρατοῦσε δεμένο μὲ τὸ Μετόχι. Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη μέρα σκεφτόμουν τὰ ὅσα μου εἶχε διηγηθεῖ ὁ γερο-φύλακας. Ἀναλογιζόμουν ὅτι ἂν τὰ πράγματα εἶναι ὄντως ἔτσι ὅπως μου τὰ εἶπε, τότε τὸ σχολειὸ δὲν εἶχε κανένα μέλλον, ἦταν καταδικασμένο. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σταματοῦσε τὴ λειτουργία του καὶ τὸ Μετόχι φυσικὰ θὰ ἀκολουθοῦσε τὴν ἴδια τύχη, ἀφοῦ ὁ σκοπὸς τῆς ἀναστήλωσης καὶ συντήρησής του δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴ λειτουργία του ὡς σχολείου. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ἀναπότρεπτη αὐτὴ ἐξέλιξη, ὅπως ἔδειχναν τὰ πράγματα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ ἔργου μιᾶς κεντρικῆς σχολῆς στὸ νησί, σήμαινε ὅτι ἂν κάτι δὲν γινόταν, σύντομα ἡ Ἴμβρος θὰ ἔμενε χωρὶς κανένα σχολειό, κι ἂς εἶχε ἄξιους δασκάλους σὰν τὸν Λογιώτατο καὶ τὸν Εὐστράτιο. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀποφάσισα ν’ ἀφήσω τὸ σπίτι μου καὶ νὰ πάω νὰ ἐγκατασταθῶ στὸ Μετόχι, γιὰ ὅσο καιρὸ θὰ ἔμενα στὴν πατρίδα. Τ’ ἀδέλφια μου, οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι παραξενεύτηκαν στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴ ἀπόφασή μου. Ὅταν ὅμως τοὺς ἐξήγησα πὼς ἦταν ἀνάγκη νὰ δείξουμε, ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ γράμματα κι ὅτι ἡ πατρίδα δὲν ἔχει ἀφεθεῖ ἀπ’ ὅλους στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο μὲ δικαιολόγησαν ἀλλὰ καὶ μὲ συμπαραστάθηκαν περνώντας κάθε μέρα ἀπὸ κεῖ καὶ φέρνοντας μαζὶ τὰ παιδιά τους. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς ἄρχισαν νὰ φέρνουν κι ἄλλοι τὰ δικά τους, στὰ ὁποῖα τὴ μιὰ μέρα διηγιόμουν ἱστορίες, τὴν ἄλλη τοὺς μάθαινα νὰ διαβάζουν καὶ τὴν παράλλη νὰ γράφουν. Ὁ γερο-φύλακας, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴ δραστηριότητα αὐτή, ποὺ ἔδωσε κάποια πνοὴ ζωῆς στὸ Μετόχι, δὲν παρέλειπε νὰ μοῦ ἐπαναλαμβάνει κάθε μέρα πολλὲς φορές: – Μακάρι παιδί μου, πάτερ Βαρνάβα —διόρθωνε—, νὰ σ’ εἴχαμε συνέχεια ἐδῶ. Μ’ αὐτὴ τὴν ὁλοήμερη ἀπασχόληση μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὴν τακτοποίηση τῆς βιβλιοθήκης τὰ βραδινά, δὲν εὕρισκα χρόνο οὔτε τὴ μάνα μου νὰ δῶ κι ὅλο παραπονιόταν. – Γιέ μου κάτσε λίγο καὶ στὸ σπίτι νὰ σὲ δῶ. Καλὰ δὲν σ’ ἔβλεπα ὅταν ἤσουν στὸ Ὄρος καὶ στὴ Χάλκη. Νὰ μὴ σὲ βλέπω καὶ τώρα ποὺ εἶσ’ ἐδῶ; Μοῦ ἔλεγε κάθε ποὺ ἀνέβαινα στὸ σπίτι, ὅλο βιαστικός. Εἶχε δίκιο. Χρόνια εἶχε νὰ μὲ δεῖ στὸ σπίτι καὶ λαχταροῦσε νὰ μ’ ἔχει κοντά της. Ἔτσι μόλις τελείωσα τὸ συμμάζεμα τῶν βιβλίων, ἄρχισα νὰ μὴν κοιμᾶμαι πιὰ τὶς νύχτες στὸ Μετόχι, ἀλλὰ συνοδεύοντας τὰ συγχωριανά μου παιδιὰ νὰ γυρίζω
πρὶν τὸ ἡλιοβασίλεμα στὸ σπίτι. Πέρασε τὸ καλοκαίρι καὶ ἐπέστρεψα στὴ Χάλκη μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῆς προσφορᾶς. Γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντα, αἰσθανόμουν χρήσιμος. Ἀντιλαμβανόμουν βέβαια πὼς ὅ,τι εἶχα κάνει κατὰ τὸ διάστημα τῶν διακοπῶν μου στὴν πατρίδα, δὲν ἦταν δὰ καὶ τίποτα ἰδιαίτερα σημαντικὸ καὶ σπουδαῖο, ὅμως αὐτὸ δὲν μ’ ἐμπόδιζε νὰ νοιώθω εὐχαριστημένος. Τὰ μαθήματα ἄρχισαν κανονικά, ὅμως ἡ ἀπουσία τοῦ Νικηφόρου ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητή, πολὺ περισσότερο βέβαια γιὰ μένα ποὺ ἔχασα τὶς συμβουλὲς καὶ τὴ βοήθειά του. Οἱ ἐπιδόσεις μου ἦταν καλλίτερες ἀπὸ τὴν προηγούμενη χρονιὰ καὶ συχνὰ ἔφταναν στ’ αὐτιά μου, κολακευτικὰ σχόλια ποὺ γίνονταν κατὰ τὶς κατ’ ἰδὶαν συζητήσεις τῶν καθηγητῶν. Μάλιστα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θεωροῦσαν ὅτι οἱ ἐπιδόσεις μου τῶν προηγουμένων ἐτῶν ὀφείλονταν στὴ βοήθεια τοῦ Νικηφόρου, μὲ ἔκπληξη διαπίστωναν ὅτι εἶχα τὶς προϋποθέσεις νὰ ἐξελιχθῶ σ’ ἕνα καλὸ θεολόγο. Οἱ σχολιασμοὶ αὐτοί, εἶν’ ἀλήθεια, δὲν μὲ ἄφηναν ἀδιάφορο, ἀλλὰ οὔτε ὅμως καὶ μὲ ἐπηρέαζαν βαθύτερα. Γιατὶ στὶς δικές μου τὶς βλέψεις δὲν ἦταν τόσο ἡ ἐπιστημοσύνη, ὅσο ἡ εὐρεία, ποικίλη καὶ πολλαπλὴ γνώση ποὺ θὰ μοῦ ἐξασφάλιζε τὰ προσόντα τοῦ καλοῦ δασκάλου. Τὸ ἰδανικό μου δὲν ἦταν ὁ περισπούδαστος καὶ ἐπιφανὴς θεολόγος, ἀλλὰ ὁ δάσκαλος. Τὸ δικό μου ἴνδαλμα ἦταν ὁ Γέροντας, αὐτὸν ἤθελα νὰ μοιάσω. Δὲν φιλοδοξοῦσα νὰ τὸν φτάσω, νὰ γίνω σὰν κι ἐκεῖνον, ἀλλὰ νὰ πλησιάσω ὅσο μποροῦσα περισσότερο τὸ πρότυπό μου, νὰ γίνω πρὶν ἀπ’ ὅλα χρήσιμος στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου. Αὐτὰ βέβαια δὲν τά ’λεγα, δὲν τὰ ἐκμυστηρευόμουν σὲ κανένα, οὔτε κὰν στὸν Νικηφόρο δὲ θέλησα ποτὲ νὰ τὰ γράψω. Τὰ κρατοῦσα φυλαγμένα μέσα μου· ἕνα μυστικὸ ποὺ ἂν τὸ φανέρωνα θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ προδοσία τῶν ὀνείρων μου. Συχνὰ οἱ συμμαθητές μου συζητοῦσαν γιὰ τὰ ὄνειρα καὶ τὶς προσδοκίες τους, ἀνταλλάσσοντας ἰδέες, ἄλλοτε συμφωνώντας κι ἄλλοτε διαφωνώντας. Κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ὧρες ὁλόκληρες περιέγραφαν τὸ τί θὰ κάνουν καὶ πῶς θὰ τὸ κάνουν, ὅταν θά… ἢ κάποτε… γίνουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Τοὺς ἄκουγα χωρὶς νὰ συμμετέχω ἐνεργὰ στὴ συζήτησή τους. Κάποιες φορὲς μὲ ρωτοῦσαν σὰν τί τάχα θά ’κανα ὅταν ἀποφοιτοῦσα. – Ὅταν τελειώσουμε μὲ τὸ καλό, τότε θὰ δῶ κι ἐγὼ τί θὰ κάνω. Νὰ τελειώσουμε πρῶτα ὁ Θεὸς καὶ ὕστερα βλέπουμε, ἀπαντοῦσα μὴ δίνοντας περιθώρια γιὰ περαιτέρω συζητήσεις.
Ἄκουγα μερικοὺς νὰ κουβεντιάζουν ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ ὀφίκια καὶ μίτρες καὶ μητροπόλεις κι ἔνοιωθα ἀπερίγραπτη ἀποστροφὴ καὶ ἀπέχθεια καθὼς στὸν νοῦ μου ἔρχονταν οἱ εἰκόνες τῆς παραμέλησης τοῦ Μετοχιοῦ καὶ τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ ἔργου τῆς Σχολῆς στὴν πατρίδα μου, ἐνῶ παράλληλα ἀντηχοῦσε μέσα μου ἡ φωνὴ τοῦ γερο-φύλακα: «Μακάρι… νὰ σ’ εἴχαμε συνέχεια ἐδῶ». Τόσο λοιπὸν μεγάλο πράγμα ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανα, ὥστε ἕνας κυρτωμένος ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ φορτωμένος μὲ τὴ σοφία τους γέρος, νὰ θεωρεῖ εὐτυχία τὴν παρουσία ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κάπως νοιάζεται «μιὰ σταλιὰ» τὰ σκολιαροπαίδια; Τοῦτο τὸ ἐρώτημα ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ μὲ βασανίζει ὅλο καὶ πιὸ συχνά. Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ διερωτόμουν ποὺ ἄραγε θὰ κατέληγε αὐτὴ ἡ ραγδαία κατάρρευση τῶν ἐκπαιδευτικῶν στὴν Ἴμβρο καὶ γιὰ πόσο ἀκόμα θ’ ἄντεχε χωρὶς φροντίδα καὶ χωρὶς δασκάλους τὸ σχολειὸ στὸ Μετόχι. Μέρα μὲ τὴ μέρα ὁ προβληματισμός μου γινόταν ὅλο καὶ πιὸ μεγάλος, καθὼς δὲν ἔβλεπα καμμιὰ χαραμάδα ἐλπίδας. Τὰ ὅσα ἤξερα καὶ τὰ ὅσα εἶδα τὸ καλοκαίρι δὲν μοῦ ἄφηναν κὰν περιθώριο ψευδαισθήσεων. Τί θὰ γινόταν λοιπόν; Ἕνας Κύριλλος καὶ κράτησε τὸ σχολειὸ ἀνοιχτὸ σαρανταπέντε χρόνια, διδάσκοντας τὰ γράμματα σὲ χρόνια δύσκολα καὶ τώρα, μὲ δασκάλους φορτωμένους προσόντα χάρη στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὶς θυσίες τοῦ Γέροντα, θὰ κλείσει; Ἢ πιὸ σωστά, νὰ τὸ κλείσουμε ἐμεῖς οἱ ἐπίγονοί του; Ἐμεῖς στοὺς ὁποίους στήριξε τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἔργου του στὴ γενέτειρα; Θὰ τρίζουν τὰ κόκκαλά του, σκεφτόμουν, ἂν συμβεῖ αὐτό. Καλὲς οἱ ἀνώτερες σπουδές, καλὴ κι ἡ ἐπιστήμη, καλὴ καὶ ἡ διδασκαλία σὲ ὀνομαστὰ σχολειά, ὅμως τὴν ταπεινὴ πατρίδα ποιὸς θὰ τὴν προστατέψει; Δὲν ἤμουν βέβαια ἐγώ, ὁ ἐλάχιστος ὅλων, ποὺ μποροῦσα νὰ μιλήσω. Δὲν εἶχα τὸ ἀνάστημα ν’ ἀντιμετωπίσω οὔτε τὸν Εὐστράτιο, οὔτε τὸν Νικηφόρο, οὔτε — πολὺ περισσότερο— τὸν Λογιώτατο. Ὅμως τὸ πρόβλημα ἔπρεπε νὰ λυθεῖ πολὺ σύντομα, ἡ ὁποιαδήποτε ὀλιγωρία θὰ ἀπέβαινε μοιραία. Αὐτὲς τὶς σκέψεις μου κι αὐτοὺς τοὺς προβληματισμούς μου, πρώτη φορὰ τοὺς ἐκμυστηρεύομαι, οὔτε τότε, οὔτε ἀργότερα εἶπα τίποτα σὲ κανέναν. Μόνος μου τὰ σκεφτόμουν καὶ μόνος μου ἀγωνιοῦσα μέρα νύχτα ὅλη ἐκείνη τὴν περίοδο, ἀπὸ τὸ φθινόπωρο ὣς τὸ Πάσχα, τοῦ τρίτου ἔτους τῶν σπουδῶν μου στὴ Χάλκη. Τὸ ἔβλεπα ἀπὸ δῶ, τὸ κοίταζα ἀπὸ κεῖ, διέξοδο ὅμως δὲν ἔβρισκα.
Ἕνα βράδυ ποὺ βγῆκα μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ στὸν περίπατο μόνος μου, γιὰ νὰ ξανασκεφτῶ χωρὶς περισπασμὸ τὸ θέμα, καθὼς παρακολουθοῦσα τὸν ἥλιο νὰ γέρνει πίσω ἀπὸ τὴν Ἀντιγόνη κι ὁ νοῦς μου ταξίδευε στὴν εἰκόνα τοῦ ἡλιοβασιλέματος στὸ χωριό μου, τὴν ὥρα ποὺ ἡ Σαμοθράκη τυλιγμένη ἀπὸ τὶς κόκκινες ἀνταύγειες τοῦ πυρακτωμένου Αἰγαίου, προβάλλει τὴν κορυφή της ἐναργέστερα στὸν ὁρίζοντα, ἀναρωτήθηκα γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά, πῶς τάχα θὰ μποροῦσε νὰ ἀλλάξει ἡ τύχη τῆς πατρίδας μας, ἀφοῦ καθένας εἶχε κι ἕνα ἀπαγορευτικὸ λόγο, ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ σπεύσει; Ἔπιασα νὰ ἐξετάζω, ἕνα ἕνα, τοὺς λόγους ποὺ ἀπαγόρευαν ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ συντρέξουν στὴ δύσκολη αὐτὴ στιγμὴ τὰ γράμματα στὸ νησί. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς λόγους μοῦ φαίνονταν ἐπαρκεῖς καὶ κάποιοι ὄχι. Στὸ τέλος ὅταν πιὰ εἶχα ἐξονυχιστικὰ ἐρευνήσει τὶς αἰτίες τῶν ἄλλων, διερωτήθηκα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἡ ἀπάντηση ἦταν βέβαια ἕτοιμη: ἤμουν ἀκόμα μαθητής. Εὔλογη ἢ εὐλογοφανής; Ξαναρωτήθηκα. Δηλαδὴ πόσα ἀκόμα θὰ ἔπρεπε νὰ μάθω γιὰ νὰ βάλω ἕνα χέρι στὴν ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης; Μήπως μέχρι νὰ ἑτοιμαστῶ καταλλήλως, τὰ πάντα θά ’χουν καταρρεύσει; Μήπως ὥσπου νὰ μάθω αὐτὰ τὰ ὁποῖα νομίζω ὅτι ἀπαιτοῦνται θά’ ναι ἀργά; Ἔχει ἄραγε ἡ γνώση τελειωμό; Καὶ πόσες γνώσεις χρειάζονται γιὰ νὰ διδάξεις τὴν ἄλφα βήτα στὰ παιδιὰ ποὺ ἀγράμματα σέρνονται στὰ χωράφια ἢ περιέρχονται ἄσκοπα στὰ σοκάκια τῶν χωριῶν; Νὰ τοὺς διδάξεις ἀνάγνωση καὶ γραφή; Νὰ τοὺς γνωρίσεις τὸ βιβλίο καὶ νὰ τοὺς δείξεις τὸ δρόμο τῆς μάθησης; Μήπως τάχα εἶναι ἀνυπέρβλητος ἐγωισμὸς ἡ ἐπιδίωξη συσσωρεύσης ὅλο καὶ περισσότερης γνώσης γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν οἱ ἄλλοι δίπλα μας διαβαίνουν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὰ θαύματα τοῦ κόσμου καὶ τὴ δυνατότητα ν’ ἀλλάξουν τὴ ζωή τους, συμμετέχοντας στὴν πρόοδο καὶ τὸν πολιτισμό; Ποιός μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς προσπερνοῦμε ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν τύχη ποὺ τοὺς κρατᾶ στὴν ἀμάθεια καὶ τοὺς καταδικάζει στὴν ὀπισθοδρόμηση; Ἀπὸ κεῖνο τὸ βράδυ, μετὰ τὶς σκέψεις αὐτὲς καὶ πολλὲς ἄλλες ποὺ θεωρῶ περιττὸ νὰ ἐπαναλάβω, πῆρα τὴν ἀπόφαση, μόλις τελειώσουν οἱ ἐξετάσεις νὰ φύγω γιὰ τὴν Ἴμβρο καὶ νὰ μείνω γιὰ πάντα ἐκεῖ, διδάσκοντας στὰ παιδιὰ τὰ πρῶτα γράμματα ἕως ὅτου οἱ συμπατριῶτες καταλάβουν πόσο ἀπαραίτητο εἶναι νὰ χτίσουν σχολειὰ καὶ νὰ βοηθήσουν στὴ συστηματοποίηση τῆς ἐκπαίδευσης. Σὲ κανένα δὲν ἐκμυστηρεύτηκα τὴν ἀπόφασή μου, ἐξακολούθησα νὰ παρακολουθῶ τὶς παραδόσεις μὲ προσοχὴ καὶ νὰ διαβάζω πολύ. Ἔτσι, ὅλοι νόμιζαν πὼς τό ’κανα γιὰ νὰ ἀριστεύσω καὶ νὰ εἶμαι ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ θὰ ἐπιλεγοῦν γιὰ τὸν ἀνώτερο κύκλο σπουδῶν. Δὲν ἄφησα καμμιὰ ρωγμὴ γιὰ νὰ
ὑποψιαστοῦν τὰ σχέδιά μου. Οὔτε κὰν ὅταν ἀναχωροῦσα μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἀπὸ τὴ Σχολή, ἤξερε κανεὶς ὅτι δὲν θὰ ξαναγύριζα, γι’ αὐτὸ καὶ στὸ ἐγγυητικό μου σημείωσαν ὅτι «ἐδραπέτευσα». Δὲν τὸ ἔκανα ὅμως ἀπὸ ἀχαριστία ἢ ἀγένεια πρὸς τὴ Σχολή, ποὺ μὲ μεγάλο πόνο ἀποχωρίστηκα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φόβο ὅτι ἂν μὲ πίεζαν θὰ ὑπέκυπτα. Ἦταν τόσες οἱ προσπάθειες τοῦ μακαρίτη τοῦ Γέροντά μου γιὰ νὰ μὲ δεχτοῦν καὶ τόση ἡ στοργὴ τὴν ὁποία μου ἔδειξαν ὅλοι, ἀπὸ τὸν Σχολάρχη καὶ τοὺς καθηγητὲς ὣς τὸν τελευταῖο ὑπηρέτη, ποὺ ντρεπόμουν νὰ τοὺς φέρω τὴν ὁποιαδήποτε ἀντίρρηση. Ἤξερα ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πράξη μου αὐτὴ τῆς «ἐν κρυπτῷ» ἀποχώρησής μου θὰ προκαλοῦσε οἰκτρὴ ἐντύπωση καὶ ὅτι, δίκαια, θὰ μὲ κατηγοροῦσαν, ἀλλὰ προτιμοῦσα αὐτὸ ἀπὸ τὴν ματαίωση τῆς μετάβασής μου στὸ νησί, ποὺ ἤμουν πιὰ ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι μὲ εἶχε ἀνάγκη. Ποιός ξέρει, ἴσως μετὰ τὶς πρῶτες ἐντυπώσεις καὶ καθὼς ὁ καιρὸς θὰ περνοῦσε καὶ ἡ προσφορὰ στὸν τόπο μου θὰ γινόταν φανερή, μπορεῖ καὶ νὰ δικαιολογοῦσαν, καὶ νὰ συγχωροῦσαν τὴ στάση μου αὐτή. Πῆρα λοιπὸν μαζί μου κάτι λίγα βιβλία κι ἀκόμα πιὸ λίγα ροῦχα, ὥστε νὰ μὴν κινήσω ὑποψίες κι ἔφυγα γιὰ τὴν Πόλη, ὑπολογίζοντας τὴ μέρα ποὺ θά ’φτανε, ἡ συνήθως τακτικὴ στὸ δρομολόγιό της, γολλέτα τοῦ καπετὰν-Διαμαντῆ.
Τώρα ποὺ βρίσκομαι πιὰ στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ τετραδίου βιογραφίας, στὸ ὁποῖο —πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσα κατὰ τὴν τελευταία ἐπίσκεψή μου στὸν τάφο τοῦ Γέροντά μου— προσπάθησα νὰ καταγράψω ὅσες πληροφορίες διέθετα γιὰ τὸν βίο του, τὸν βίο τοῦ Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἴμβριου, ὅπως τοῦ ἄρεσε νὰ ἐπιγράφεται στοὺς τίτλους τῶν βιβλίων του, ἀναλογίζομαι πόσο γρήγορα πέρασαν τὰ χρόνια. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀποχαιρέτησα τὴ Σχολὴ καὶ ἐγκαταστάθηκα ἐδῶ στὴν Ἴμβρο. Θυμᾶμαι τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν πίκρα μου κάθε φορὰ ποὺ οἱ συγχωριανοί μου, ἀμφιβάλλοντας γιὰ τὶς διδακτικές μου ἱκανότητες προτιμοῦσαν νὰ στείλουν τὰ παιδιὰ τους στὸ ὑποτυπῶδες ἀλληλοδιδακτικὸ σχολειὸ τῆς Παναγιᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνθάρρυνση καὶ θερμὴ συμπαράσταση τοῦ Εὐστρατίου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ στήσει τὸ σχολειό του στὸ Σχοινούδι, καὶ νὰ διδάξει γιὰ πρώτη φορὰ συστηματικὰ τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὸ νησί. Ἀξέχαστες θὰ μοῦ μείνουν οἱ ὁλονύκτιες συζητήσεις μας γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ καταρτίσουμε τὸ πρόγραμμα διδασκαλίας, τὶς διαφορετικές μας ἀπόψεις γιὰ τὴ
διδακτέα ὕλη, ποὺ ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὶς διαφορετικὲς σπουδές μας. Κι οἱ δυὸ Χαλκίτες, ἐγὼ καλόγερος ποὺ εἶχα φοιτήσει στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ κεῖνος ἀπόφοιτος τῆς Ἑλληνεμπορικῆς, κάποτε ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ συνεννοηθοῦμε. Ὧρες ὧρες μ’ ἔπιανε τὸ καλογερικὸ τὸ πεῖσμα καὶ δὲν ἤθελα κὰν νὰ τὸν ἀκούσω, ὅμως ἐκεῖνος μὲ τὸν τρόπο του καὶ τὴ διαλλακτικότητά του «μ’ ἔφερνε γιαλό», καθὼς λέμε ἐμεῖς ἐδῶ, καὶ βρίσκαμε τὴν ἄκρη. Μονίμως διαφωνούσαμε γιὰ τὸ πόσο χρόνο πρέπει νὰ διδάσκονται τὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσικὴ σὲ σχέση μὲ τὸ γλωσσικὸ μάθημα καὶ τὰ θρησκευτικά. Ὁ Εὐστράτιος, πίστευε, κι αὐτὸ ἔκανε στὸ Σχοινούδι, ὅτι θὰ πρέπει ἡ πλάστιγγα νὰ γέρνει περισσότερο πρὸς τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ μαθηματικά, ἐνῶ ἐγὼ πρὸς τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά. Ἡ ἐπιμονή του μ’ ἔκανε νὰ ἐξανίσταμαι καὶ κάποτε νὰ παραφέρομαι. Τότε ἐπικαλεῖτο τὸ παράδειγμα τοῦ δασκάλου μας. «Βρὲ Βαρνάβα» ἔλεγε «ξεχνᾶς πόσο μεγάλη σημασία ἔδινε ὁ Γέροντάς σου, σ’ αὐτὲς τὶς ἐπιστῆμες, ξεχνᾶς τὶς σπουδαῖες σημειώσεις του στὰ μαθηματικὰ καὶ τὸ συντακτικό, ξεχνᾶς ὅτι τὸ πρῶτο βιβλίο ποῦ ἐξέδωσε ἦταν ἡ Γραμματική; Δὲν θυμᾶσαι τὴν ἐπιμονή του καὶ τὴν αὐστηρότητά του στὰ μαθήματα αὐτά; Ποιός, ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανός, ὁ πιὸ ἔγκυρος διορθωτὴς τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, αὐτὸν ποὺ ἡ ἐκκλησία ἐμπιστευόταν ἀπόλυτα καὶ καλοῦσε νὰ καταθέσει τὴ θεολογική του ἄποψη κάθε φορὰ ποὺ ἀντιμετώπιζε κάποιο δύσκολο πρόβλημα…» καὶ συνέχιζε νὰ μιλᾶ μὲ τὶς ὧρες γιὰ τὸν Γέροντα ποὺ ἦταν προστάτης του καὶ δάσκαλός του ὅσα χρόνια σπούδαζε στὴν Ἑλληνεμπορική. Ὁ Εὐστράτιος Νικολαΐδης εἶχε τὸ χάρισμα νὰ διηγεῖται καὶ νὰ ἐξιστορεῖ, καὶ πάρα πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντά μου, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸ τετράδιο αὐτό, ὀφείλονται στὶς διηγήσεις του. Ἦταν λίγο μεγαλύτερός μου κι ἔζησε περισσότερα χρόνια κοντά του. Παρ’ ὅλη τὴ στενὴ ἐπαφὴ τὴν ὁποία εἶχα ἐγὼ μαζί του, κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του καὶ ποὺ διαρκῶς μὲ λεπτομέρειες μοῦ ἐξιστοροῦσε τὰ τοῦ βίου του, πολλὲς πτυχές ἀπό τὶς περιπέτειες καὶ τὶς κακουχίες του μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα σὲ ἀμφίβολους καὶ χαλεποὺς καιρούς, ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ Νικολαΐδη τὶς ἔμαθα. Ὁ ἥλιος ἔχει δύσει πίσω ἀπὸ τὴν Ἀρίδα κι ὅπου νά ’ναι θ’ ἀρχίσει νὰ σκοτεινιάζει σὲ λίγο καὶ πρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ ἑτοιμάσω τὴ λάμπα πρὶν πέσει ἡ νύχτα, γιὰ νὰ τελειώσω τὸ γράψιμο. Αὔριο τὸ πρωί, ὁ Γερμανὸς φίλος μου ἀρχαιολόγος Alexander, πρὶν ξεκινήσει γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ἔρευνάς του στὸ Σχοινούδι, θὰ περάσει ἀπὸ τὸ Μετόχι νὰ τοῦ δώσω ἕνα γράμμα γιὰ τὸν Εὐστράτιο, προκειμένου νὰ τὸν βοηθήσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὰ σημεῖα ποὺ
ἔχουν ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον. Εὐκαιρία λοιπὸν νὰ τοῦ δώσω μαζὶ καὶ τὸ τετράδιο αὐτό. Ποιός ἄλλωστε θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καλλίτερος καὶ πιὸ ἀξιόπιστος ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν Νικολαΐδη; Σκόπευα νὰ κλείσω τὴν ἀφήγησή μου αὐτὴ μ’ ἕνα ἐγκώμιο γιὰ τὸν Γέροντά μου κι ἔτσι μόλις ἄναψα τὴ λάμπα ξανακάθισα στὸ τραπέζι κι ἄρχισα νὰ γράφω. Ἔγραφα καὶ ξανάγραφα χωρὶς τίποτα νὰ μοῦ ἀρέσει. Ἔσκιζα καὶ τσαλάκωνα τὰ χαρτιὰ ξαναρχίζοντας πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅσες φορὲς κι ἂν ἐπιχείρησα τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τὸ ἴδιο: λόγος ἄτονος καὶ χλωμός, ποὺ ὠχριοῦσε μπροστὰ στὴ φυσιογνωμία του, μπροστὰ στὴν ὀξύτητα τοῦ πνεύματός του, μπροστὰ στὴ γεμάτη ζωὴ καὶ τὸ μεγάλο του ἔργο. Κάποια στιγμὴ ἡ φλόγα τῆς λάμπας χαμήλωσε ὑπερβολικὰ καὶ τὸ φυτίλι της εἶχε ἐντελῶς καρβουνιάσει. Σηκώθηκα τὴν ξαναγέμισα, ἔκοψα καὶ καθάρισα τὸ φυτίλι καὶ ἀνάβοντάς την πάλι, ξανακάθισα στὴ θέση μου, ἀποφασισμένος νὰ περατώσω τὸ ἐγκώμιό μου. Μάταια, τὰ μουτζουρωμένα χαρτιὰ πλήθαιναν στὸ πάτωμα, χωρὶς τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔγραφα νὰ μὲ ἱκανοποιεῖ στὸ ἐλάχιστο, ὥσπου ἀποκαμωμένος ἀκούμπησα στὴν πλάτη τῆς καρέκλας μὲ μιὰ ἐκπνοὴ ἀπόλυτης ἀπελπισίας. Ἢ ἐντελῶς ἀνίκανος εἶμαι ἢ τὸ ἀνάστημα τοῦ Γέροντά μου ξεπερνᾶ τὶς συγγραφικές μου δυνατότητες σκέφτηκα, κοιτάζοντας γύρω μου τὰ σβησίματα καὶ τὶς μουντζοῦρες. Πέρασα ἀρκετὴ ὥρα μ’ ἀκουμπισμένη τὴ ράχη στὴν καρέκλα καὶ τὰ χέρια κρεμασμένα στὸ πλάι προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσω στὸ μυαλό μου πιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ ἦταν ἡ ἀλήθεια… «Ὅ,τι κι ἂν συμβαίνει» μονολόγησα «ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανὸς δὲν ἔχει σίγουρα τὴν ἀνάγκη τῶν ἐγκωμίων μου γιὰ νὰ ὑπάρξει. Ὑπάρχει μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του, τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ συγγράμματά του κι ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ὁ Βαρνάβας ποὺ θὰ τοῦ προσδώσει ἢ θὰ τοῦ ἀφαιρέσει ἀξία». Ἡ εἰς ἑαυτὸν ὁμολογία αὐτὴ μ’ ἀνακούφισε καθὼς ὁλοένα καὶ περισσότερο φωτίζονταν ἀπὸ τὸ γαλαζωπὸ φῶς τῆς αὐγῆς τὰ τζάμια τοῦ παραθύρου ἀπέναντί μου. Συνεχίζω νὰ μένω καθηλωμένος στὴν ἴδια θέση ἐντελῶς ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ὁλονύκτια προσπάθεια καθὼς τὸ φῶς δυναμώνει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁλοένα ἀνεβαίνει. Μὲ μεγάλη δυσκολία χαράζω αὐτὲς τὶς λέξεις, ἐνῶ μέσα μου κυριαρχεῖ τὸ ἐρώτημα ἂν τὸ τετράδιο αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀρχική μου πρόθεση νὰ σκιαγραφήσω τὴν προσωπικότητα τοῦ Γέροντά μου καὶ νὰ γνωρίσω
στὶς ἐπερχόμενες γενιὲς τῶν συμπατριωτῶν μας, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ὁμογενῶν μας, τὴ μεγάλη καὶ ἀνεκτίμητη προσφορά του στὰ γράμματα καὶ τὴν ἐκκλησία. Ἀναρωτιέμαι ἂν μέσα σ’ αὐτὲς τὶς σελίδες κατόρθωσα νὰ ζωντανέψω, ἔστω καὶ λίγο, τὰ ὁράματά του, τοὺς ἀγῶνες, τὶς ἀγωνίες, τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸν παιδεμό του γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὀνείρων του. Διαλογίζομαι, τελικά, ἂν ἄξιζε τὸν κόπο ἡ προσπάθειά μου αὐτὴ κι ἂν θὰ βρεῖ κάποτε κάποια ἀνταπόκριση; Μήπως τάχα ὅλος αὐτὸς ὁ κόπος δὲν εἶναι τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση ὅτι τήρησα μιὰ ὑπόσχεση τὴν ὁποία ἔδωσα κάποια στιγμὴ μεγάλου ψυχικοῦ κλονισμοῦ; Θὰ βρεῖ ἄραγε κάτι μέσα του αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποφασίσει κάποια στιγμὴ νὰ σκύψει πάνω του ἢ θὰ τὸ πετάξει, ἀδιάφορος γιὰ ὅσα μέσα του περιλαμβάνει; Ἐρωτήματα πάνω σ’ ἐρωτήματα ποὺ φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο ν’ ἀπαντηθοῦν. Στὸ κάτω κάτω τί σημασία ἔχει νὰ ἀπαντηθοῦν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐντός σου γεννιέται ὁ σπόρος τῆς ἀφήγησης, αὐτοῦ ποὺ μέσα σου καίει καὶ θέλεις νὰ τὸ πεῖς. Νὰ κάνεις κοινωνοὺς τοὺς ἄλλους σ’ ὅ,τι ἐσὺ θεωρεῖς σημαντικό, νὰ τοὺς δείξεις τὸν κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο περιαγόμενος ἀναζητᾶς τὶς ἀξίες καὶ τὶς φωτεινὲς στιγμὲς τῆς ἀνάτασης καὶ ἀπογείωσης τοῦ ἀνθρώπου· τὶς στιγμὲς ποὺ τὸ ἀνάστημά του ὑπερβαίνει τὶς διαστάσεις του καὶ τὸν χρόνο, καὶ γίνεται σύμβολο καὶ σημεῖο τῆς ἱστορίας, ὅπως ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανὸς ὁ Ἴμβριος. Ἔξω ἀκούστηκαν τὰ πέταλα ἀλόγων στὸ καλντερίμι καὶ πρὶν ἀκόμα προφτάσω νὰ σκεφτῶ ὅτι θά’ ναι ὁ ἀγωγιάτης μὲ τὸν Alexander, τὸν ἀκούω νὰ μὲ καλεῖ μὲ τὴ Γερμανική του προφορά... Βάζω τὴν τελευταία τελεία καὶ τοῦ παραδίνω τὸ γράμμα γιὰ τὸν Εὐστράτιο μαζί μὲ τὸ τετράδιο. Ἔτσι ξεκινᾶ τὸ ταξίδι του στὸν χρόνο…
***
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ἀγιάννης: (τούρκ.) τοπικὸς ἄρχοντας ἀλλὰχ κάχρετσιν: (τούρκ.) εἴθε νὰ ἐξολοθρεύσει ὁ Θεὸς ἀραμπάς: (τούρκ.) τετράτροχο ἡ δίτροχο ἁμάξι ποὺ τὸ σέρνουν ἄλογα ἢ βόδια ἀργάτης: βαροῦλκο γιὰ τὸ τράβηγμα σκαφῶν στὴ στεριὰ ἀρόδο: προσωρινὴ παραμονὴ πλοίου ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι ἄσπρο: ἀργυρὸ ὀθωμανικὸ νόμισμα Αὐλαμπιανός: (ἰδιωμ. Ἴμβρου) ὁ κάτοικος τοῦ χωριοῦ Εὐλαμπίου (Αὐλαμπιοῦ) βατσημάνης: (ἀγγλ.) φύλακας, νυχτοφύλακας βεράτιο: (τούρκ.) διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο χορηγοῦνται προνόμια βριγαντίνο: (ἰταλ.) τρικάταρτο ἱστιοφόρο γολλέτα: (ἰταλ.) ἐλαφρὸ δικάταρτο ἱστιοφόρο δερβίσης: (τούρκ.) Μωαμεθανὸς μοναχὸς ἐζάνι: (τούρκ.) κάλεσμα τοῦ μουεζίνη γιὰ τὴν ἔλευση τῶν πιστῶν στὴν προσευχὴ ζαπτιές: (τούρκ.) ἀστυνόμος Καζαντζὴ Ντεντέ(ς): (τούρκ.) ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἐκπαίδευσης τῶν νέων μοναχῶν τοῦ μεβλεβηδικοῦ τάγματος Κανλὴ Κουλές: (τούρκ.) πύργος τοῦ αἵματος, τὸ ὀθωμανικὸ ὄνομα τοῦ Λευκοῦ Πύργου
καντής: (τούρκ.) ἱεροδίκης, συνεκδ. εἰρηνοδίκης καπρούλι: χοντρὸ ξύλο Κατάστενο: ἄλλη ὀνομασία τοῦ Βοσπόρου κερεστές: (τούρκ.) ξυλεία λατίνι: τριγωνικὸ πανὶ ἱστιοφόρου ποὺ κρέμεται ἀπὸ ἀντένα λιτή: ἀκολουθία τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ ὁμώνυμο τμῆμα τοῦ ναοῦ ὅπου αὐτὴ τελεῖται μεβλεβής: ὁ μοναχὸς του μεβλεβηδικοῦ τάγματος τῶν σουνιτῶν Μωαμεθανῶν μεγαλυνάριο: ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι στοὺς ὁποίους κυριαρχεῖ ἡ φράση «μεγαλύνει ἡ ψυχή μου» καὶ «μεγάλυνον ψυχή μου» μεταδένω: (ἰδιωμ. Ἴμβρου) ἀλλάζω τύπο δεσίματος ζώου γιὰ νὰ βοσκίσει μετανίζω: (ἰδιωμ. Ἴμβρου) κάνω μετάνοια μιντέρι: (τούρκ.) χαμηλὸς καναπὲς μολᾶς: (τούρκ.) ἱεροδίκης μουεζίνης: (τούρκ.) ὁ Μωαμεθανὸς θρησκευτικὸς λειτουργὸς ποὺ καλεῖ στὴν προσευχὴ τοὺς πιστοὺς μουστερής: (τούρκ.) πελάτης μουτεσελίμης: (τούρκ.) δημόσιος εἰσπράκτορας καὶ ὁ ἀγὰς μπασιμποζούκης: (τούρκ.) ἄτακτος στρατιώτης μπεκτασής: (τούρκ.) μοναχός τοῦ τάγματος τῶν Μπεκτασήδων μπότζι: ταλάντευση τοῦ πλοίου δεξιὰ-ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν κυματισμὸ
μπουρού: μεγάλο κοχύλι ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς τηλεβόας ναπολεόνι: νόμισμα (χρυσὸ καὶ ἀργυρὸ) μὲ ἀνάγλυφη τὴν εἰκόνα τοῦ Ναπολέοντα ὄκι: ἄνοιγμα (δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ) στὴν πλώρη τοῦ πλοίου ἀπ’ ὅπου περνᾶ ἡ ἁλυσίδα τῆς ἄγκυρας παννυχίδα: ἀγρυπνία παπαφίγκος: τετράγωνο πανὶ στὰ ψηλότερα σημεῖα τοῦ καταρτιοῦ πευκίτης: (ἰδιωμ. Ἴμβρου) εἶδος μανιταριοῦ ποὺ βγαίνει ἀνάμεσα στὰ πεῦκα Πόρτο Λεόνε: (ἰταλ.) ὄνομα τοῦ Πειραιὰ ράστ: (τούρκ.) μουσικὸς δρόμος ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν πλάγιο τέταρτο ἦχο τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς ρεστία: ὁ κυματισμὸς ποὺ δὲν ὀφείλεται στὰ καιρικὰ φαινόμενα τῆς στιγμῆς ἀλλὰ σὲ προηγούμενο ἄνεμο σάντολο: (ἰταλ.) μικρὸ βενετσιάνικο σκάφος εἰδικὸ γιὰ ἀβαθὴ νερὰ σβάντσικο: νόμισμα αὐστροουγγαρίας σολέας: ὁ χῶρος τοῦ ὀρθόδοξου ναοῦ ποὺ βρίσκεται μπροστὰ καὶ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα σούμπασης: (τούρκ.) ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξεως στράλι: σκοινὶ ποὺ στερεώνει τὰ ἐπιστήλια τῶν ἱστῶν σύσκιο: πυκνὴ σκιὰ σύψωμα: (ἰδιωμ. Ἴμβρου) ἐργασία στὴν ἀμοιβὴ τῆς ὁποίας δὲν περιλαμβάνεται ἡ καθημερινὴ διατροφὴ τοῦ ἐργαζόμενου ταρτάνα: φαρδὺ φορτηγὸ ἱστιοφόρο
τεκέ(ς): (τούρκ.) μοναστήρι μεβλεβηδικοῦ τάγματος τζερεμές: (τούρκ.) πρόστιμο, ποινὴ τζουρούκικος: (τούρκ.) σάπιος, σαθρὸς τραμπάκουλο: μικρό, πλατὺ ἱστιοφόρο Τσαούς Μαναστήρ: (τούρκ.) τὸ μοναστήρι τοῦ τσαούσι, τουρκικὸ ὄνομα τῆς Μονῆς Βλατάδων τσαρές: (τούρκ.) θεραπεία, γιατρεία φλωρίνι (φιορίνι): νόμισμα αὐστροουγγαρίας Φοβερὰ Προστασία: γνωστὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου Χορτὰτς Ἐφέντι (τζαμί): (τούρκ.) τὸ ὄνομα τῆς Ροτόντας κατὰ τὴν ὀθωμανικὴ περίοδο
###
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ὁ Γιῶργος Ξεινὸς γεννήθηκε στὴν Ἴμβρο τὸ 1944. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὸ λύκειο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης σπούδασε ἰατρικὴ στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στὴ λογοτεχνία ἐμφανίστηκε τὸ 1968 ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Νέα Πορεία» τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε συνεργάτης γιὰ 40 χρόνια. Συνεργάστηκε μὲ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ «Εὐθύνη», «Κινστέρνα», «Ἐλιμειακὰ» κ.ἄ. καὶ συμμετεῖχε σὲ
συλλογικὰ ἔργα δημοσιεύοντας διηγήματα, μελέτες καὶ δοκίμια γιὰ τὴ θεωρία καὶ τὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, ἐνῶ ὁδοιπορικά του ἔχουν παρουσιαστεῖ στὴν τηλεόραση. Ἔχουν ἐκδοθεῖ τὰ βιβλία του: Τρία τοπία τῆς λογοτεχνίας (δοκίμια) 1974, Ἐπιστρέφοντας ἀλλοιῶς (διηγήματα) 1982, Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρίν... (διήγημα) 1986, Τώρα ἐπιστρέφοντας (διηγήματα) 2000, Ἴμβρος καὶ Τένεδος - Ἱστορία παράλληλη 2005 καὶ Εἰς τὴν Πόλιν (κείμενα στὸ φωτογραφικὸ ὁδηπορικὸ τοῦ Μ. Πλάτωνα) 2001. Ἀπὸ τὸ 2006 εἶναι πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης στῆς ὁποίας τὸ διοικητικὸ συμβούλιο συμμετέχει ἀπὸ τὸ 1978. Διευθύνει ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, τὸ περιοδικὸ «Ἰμβριώτικα» καὶ εἶναι πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας Μελέτης ΄Ἰμβρου καὶ Τενέδου.
Σύνδεσμοι
Blog: http://www.tetradiobiographias.gr/ Facebook: http://www.facebook.com/#!/groups/tetradiobiographias/ Website: http://www.parkerstergis.com/